Γράφει ο Βασίλης Μπαλάφας*
Πριν από λίγες ημέρες για τους σκοπούς μιας μελέτης, ανέσυρα από τη βιβλιοθήκη ένα παλιό βιβλίο του Νίκου Δήμου. Ο τίτλος είναι «1978 – 1981 Παρακμή και πτώση της Νέας Δημοκρατίας», με πρώτη έκδοση το 1982, από τις εκδόσεις «Νεφέλη». Ανέκαθεν...
πένα κοφτερή, ο Δήμου κατά καιρούς έχει δεχθεί πυρά σχεδόν από όλους τους πολιτικούς χώρους, κυρίως επειδή πάντα αντιμετώπιζε τις πολιτικές μεταβολές στον τόπο με επιείκεια, αλλά πολύ νωρίς εντόπιζε σοβαρές παθογένειες που δεν δίσταζε να αποτυπώσει ευθαρσώς στο χαρτί.
Τα άρθρα του από τη δεκαετία του 1980, μαζί με εκείνα του Γιώργη Μασσαβέτα και του Γιάννη Μαρίνου, ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία κειμένων της εποχής που σήμερα πια μπορούν να θεωρούνται «προφητικά» σε σχέση με όσα συνέβησαν κατά την πρώτη δεκαετία κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, κυρίως όμως σε σχέση με τις συνέπειες στο μέλλον που είχαν πολιτικές, αποφάσεις, στάσεις και συμπεριφορές. Ας με συγχωρήσουν άλλοι αρθρογράφοι που πιθανώς είχαν γράψει ανάλογα άρθρα και τα αγνοώ. Η γνώση μου περιορίζεται σε όσα αποκόμματα κρατούσε ο πατέρας μου, σε όσα μπορώ ακόμα να βρω στο Διαδίκτυο και στα λιγοστά κριτικά βιβλία εκείνης της περιόδου.
Έχοντας γεννηθεί το 1978, αναζητώ συχνά πηγές της περιόδου εκείνης προκειμένου να ενισχύσω τις όποιες αδύναμες εμπειρικές γνώσεις. Ανέτρεξα λοιπόν στο βιβλίο του Δήμου για να πάρω μια εικόνα του τι συνέβαινε στη ΝΔ παραμονές των εκλογών του 1981 που θα έφερναν το ΠΑΣΟΚ με τεράστια λαϊκή αποδοχή για μια περίπου δεκαετία στην εξουσία παρά τις όποιες νεφελώδεις ή ακόμα και ανεδαφικές θέσεις του για κρίσιμα ζητήματα, με χαρακτηριστικά εκείνα που αφορούσαν στη σχέση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα :
«Η Νέα Δημοκρατία, που τα τελευταία χρόνια, δεν άκουγε πια τίποτα και κανέναν. Ούτε σχόλια, ούτε επικρίσεις, ούτε σφυγμομετρήσεις. Που είχε ξεχαστεί σε ένα μακάριο και βαθύτατο ύπνο αυτοπεποίθησης και αυτοϊκανοποίησης. Βυθίστηκε βυθισμένη.».
Το απόσπασμα, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει πολύ με τη σημερινή κατάσταση και κυρίως με τις παραμονές των Εθνικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Στις μέρες μας, σε σειρά δημοσκοπήσεων καταγράφεται σταθερά μια μεγάλη διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ παρότι πλέον οι πολίτες αναγνωρίζουν σοβαρές αδυναμίες, παλινωδίες ακόμα και χαοτικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον προεκλογικό του λόγο. Είναι πολύ νωπές για όλους μας οι δηλώσεις περί «σχήματος λόγου» για την κατάργηση του μνημονίου «σε ένα νόμο και με ένα άρθρο» ή περί της διαφωνίας του Υπουργού Οικονομικών σχετικά με τη χρηματοδότηση του περίφημου «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» από τα χρήματα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Η ΝΔ από τις αρχές του 2010 και μετά κατέγραψε μια ανεπανάληπτη ιδεολογικοπολιτική τρικυμία. Από το λάβαρο του αντιμνημονιακού μετώπου, τη ρητορική του «φαρμάκου που σκότωνε τον ασθενή» και την απομόνωση στο ΕΛΚ, η ΝΔ πέρασε σχεδόν μέσα σε μια νύχτα στην καθολική υπερψήφιση του νομοσχεδίου Διαμαντοπούλου, την έγκριση του Μεσοπρόθεσμου και την ευθυγράμμισή της με τις πολιτικές εξαντλητικής λιτότητας που προηγουμένως απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Δεν βρέθηκε όμως απλώς να τις υλοποιεί. Μέσω προβεβλημένων στελεχών της, κυβερνητικών και μη, βρέθηκε να τις υπερασπίζεται με μια ανεξήγητη «υπερπροθυμία» (επιεικής ο όρος για ορισμένους).
Άσχετα με τους λόγους που μπορεί να διακρίνει κανείς και τις επιμέρους πολιτικές σκοπιμότητες, για το σημερινό ηγετικό πυρήνα της ΝΔ πάντα θα υπάρχουν ορθολογικές εξηγήσεις. Το «σώμα» όμως της ΝΔ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς προσαρμογής στη ρητορική αλλά και στην καθημερινότητα. Το μεσαίο και κατώτερο στελεχιακό δυναμικό, αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν προέβησαν με τέτοια ευκολία στη μετάπτωση. Ακολούθησαν και άλλα. Βαθιές μεταβολές σε θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κόμματος, εκλογικές επιλογές που μόνο με όρους σκοπιμότητας μπορούν να εξηγηθούν, πλήρης κατάπαυση λειτουργίας των κομματικών οργάνων για περισσότερα από 2 χρόνια. Δεν επιχειρήθηκε καν μια top-down προσέγγιση που θα μπορούσε σταδιακά να δώσει εξηγήσεις και να καλλιεργήσει μια άλλη κουλτούρα θέσεων και οπτικής. Σχεδόν όλοι οι βουλευτές στις συζητήσεις τους έλεγαν ότι δεν είχαν επιλογή, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο γιατί η κατάσταση ήταν οριακή. Και πάντα ήταν οριακή, κάθε τρίμηνο.
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου η ΝΔ δείχνει γαντζωμένη στην άλλη άκρη του ποταμού και εύκολα γίνεται θύμα του ερωτήματος «Εσείς με ποιους είστε ; Με τη χώρα ή τους δανειστές ;». Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα δικό της Εθνικό πλάνο δράσης και ένα πλέγμα προτάσεων που να ξεκινά από την κοινωνική και στελεχιακή βάση της ώστε να διεκδικήσει να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα με εκλογικούς όρους. Η σημερινή ηγεσία της δείχνει ικανοποιημένη και αυτάρεσκη, αναμένοντας το λαό να την καλέσει μετανοημένος να ξανακυβερνήσει με τους ίδιους ανθρώπους και τους ίδιους όρους.
Η διπλή της κρίση είναι ότι πολιτικά έχει συμπεριφερθεί σε αρκετές περιπτώσεις με όρους καιροσκοπισμού και από την άλλη πλευρά δεν μπορεί και δεν φαίνεται να θέλει να ακούσει την κοινωνία και το στελεχιακό της δυναμικό. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά έρχονται σε αντίθεση με ένα πλεονέκτημα που είχε για δεκαετίες. Τη συνέπεια θέσεων και αρχών. Οφείλει άμεσα να επιστρέψει από τον «αναγκαστικό καθολικισμό» στο ριζοσπαστικό κοινωνικό φιλελευθερισμό. Πρώτα για το συμφέρον του τόπου και μετά για το δικό της.
Ο Βασίλης Μπαλάφας είναι Τεχνολόγος Πληροφορικής και Δικτύων, με μεταπτυχιακά στις Επικοινωνίες Δεδομένων και τις Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές
Πριν από λίγες ημέρες για τους σκοπούς μιας μελέτης, ανέσυρα από τη βιβλιοθήκη ένα παλιό βιβλίο του Νίκου Δήμου. Ο τίτλος είναι «1978 – 1981 Παρακμή και πτώση της Νέας Δημοκρατίας», με πρώτη έκδοση το 1982, από τις εκδόσεις «Νεφέλη». Ανέκαθεν...
πένα κοφτερή, ο Δήμου κατά καιρούς έχει δεχθεί πυρά σχεδόν από όλους τους πολιτικούς χώρους, κυρίως επειδή πάντα αντιμετώπιζε τις πολιτικές μεταβολές στον τόπο με επιείκεια, αλλά πολύ νωρίς εντόπιζε σοβαρές παθογένειες που δεν δίσταζε να αποτυπώσει ευθαρσώς στο χαρτί.
Τα άρθρα του από τη δεκαετία του 1980, μαζί με εκείνα του Γιώργη Μασσαβέτα και του Γιάννη Μαρίνου, ανήκουν σε μια ειδική κατηγορία κειμένων της εποχής που σήμερα πια μπορούν να θεωρούνται «προφητικά» σε σχέση με όσα συνέβησαν κατά την πρώτη δεκαετία κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, κυρίως όμως σε σχέση με τις συνέπειες στο μέλλον που είχαν πολιτικές, αποφάσεις, στάσεις και συμπεριφορές. Ας με συγχωρήσουν άλλοι αρθρογράφοι που πιθανώς είχαν γράψει ανάλογα άρθρα και τα αγνοώ. Η γνώση μου περιορίζεται σε όσα αποκόμματα κρατούσε ο πατέρας μου, σε όσα μπορώ ακόμα να βρω στο Διαδίκτυο και στα λιγοστά κριτικά βιβλία εκείνης της περιόδου.
Έχοντας γεννηθεί το 1978, αναζητώ συχνά πηγές της περιόδου εκείνης προκειμένου να ενισχύσω τις όποιες αδύναμες εμπειρικές γνώσεις. Ανέτρεξα λοιπόν στο βιβλίο του Δήμου για να πάρω μια εικόνα του τι συνέβαινε στη ΝΔ παραμονές των εκλογών του 1981 που θα έφερναν το ΠΑΣΟΚ με τεράστια λαϊκή αποδοχή για μια περίπου δεκαετία στην εξουσία παρά τις όποιες νεφελώδεις ή ακόμα και ανεδαφικές θέσεις του για κρίσιμα ζητήματα, με χαρακτηριστικά εκείνα που αφορούσαν στη σχέση της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Αξίζει να αναφερθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα :
«Η Νέα Δημοκρατία, που τα τελευταία χρόνια, δεν άκουγε πια τίποτα και κανέναν. Ούτε σχόλια, ούτε επικρίσεις, ούτε σφυγμομετρήσεις. Που είχε ξεχαστεί σε ένα μακάριο και βαθύτατο ύπνο αυτοπεποίθησης και αυτοϊκανοποίησης. Βυθίστηκε βυθισμένη.».
Το απόσπασμα, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζει πολύ με τη σημερινή κατάσταση και κυρίως με τις παραμονές των Εθνικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Στις μέρες μας, σε σειρά δημοσκοπήσεων καταγράφεται σταθερά μια μεγάλη διαφορά υπέρ του ΣΥΡΙΖΑ παρότι πλέον οι πολίτες αναγνωρίζουν σοβαρές αδυναμίες, παλινωδίες ακόμα και χαοτικές διαφοροποιήσεις σε σχέση με τον προεκλογικό του λόγο. Είναι πολύ νωπές για όλους μας οι δηλώσεις περί «σχήματος λόγου» για την κατάργηση του μνημονίου «σε ένα νόμο και με ένα άρθρο» ή περί της διαφωνίας του Υπουργού Οικονομικών σχετικά με τη χρηματοδότηση του περίφημου «Προγράμματος της Θεσσαλονίκης» από τα χρήματα του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας.
Η ΝΔ από τις αρχές του 2010 και μετά κατέγραψε μια ανεπανάληπτη ιδεολογικοπολιτική τρικυμία. Από το λάβαρο του αντιμνημονιακού μετώπου, τη ρητορική του «φαρμάκου που σκότωνε τον ασθενή» και την απομόνωση στο ΕΛΚ, η ΝΔ πέρασε σχεδόν μέσα σε μια νύχτα στην καθολική υπερψήφιση του νομοσχεδίου Διαμαντοπούλου, την έγκριση του Μεσοπρόθεσμου και την ευθυγράμμισή της με τις πολιτικές εξαντλητικής λιτότητας που προηγουμένως απέρριπτε μετά βδελυγμίας. Δεν βρέθηκε όμως απλώς να τις υλοποιεί. Μέσω προβεβλημένων στελεχών της, κυβερνητικών και μη, βρέθηκε να τις υπερασπίζεται με μια ανεξήγητη «υπερπροθυμία» (επιεικής ο όρος για ορισμένους).
Άσχετα με τους λόγους που μπορεί να διακρίνει κανείς και τις επιμέρους πολιτικές σκοπιμότητες, για το σημερινό ηγετικό πυρήνα της ΝΔ πάντα θα υπάρχουν ορθολογικές εξηγήσεις. Το «σώμα» όμως της ΝΔ δεν μπόρεσε να ακολουθήσει αυτούς τους ρυθμούς προσαρμογής στη ρητορική αλλά και στην καθημερινότητα. Το μεσαίο και κατώτερο στελεχιακό δυναμικό, αλλά και μεγάλο μέρος της κοινωνίας δεν προέβησαν με τέτοια ευκολία στη μετάπτωση. Ακολούθησαν και άλλα. Βαθιές μεταβολές σε θεμελιώδη χαρακτηριστικά του κόμματος, εκλογικές επιλογές που μόνο με όρους σκοπιμότητας μπορούν να εξηγηθούν, πλήρης κατάπαυση λειτουργίας των κομματικών οργάνων για περισσότερα από 2 χρόνια. Δεν επιχειρήθηκε καν μια top-down προσέγγιση που θα μπορούσε σταδιακά να δώσει εξηγήσεις και να καλλιεργήσει μια άλλη κουλτούρα θέσεων και οπτικής. Σχεδόν όλοι οι βουλευτές στις συζητήσεις τους έλεγαν ότι δεν είχαν επιλογή, δεν μπορούσαν να κάνουν κάτι άλλο γιατί η κατάσταση ήταν οριακή. Και πάντα ήταν οριακή, κάθε τρίμηνο.
Μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου η ΝΔ δείχνει γαντζωμένη στην άλλη άκρη του ποταμού και εύκολα γίνεται θύμα του ερωτήματος «Εσείς με ποιους είστε ; Με τη χώρα ή τους δανειστές ;». Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ένα δικό της Εθνικό πλάνο δράσης και ένα πλέγμα προτάσεων που να ξεκινά από την κοινωνική και στελεχιακή βάση της ώστε να διεκδικήσει να γίνει πλειοψηφικό ρεύμα με εκλογικούς όρους. Η σημερινή ηγεσία της δείχνει ικανοποιημένη και αυτάρεσκη, αναμένοντας το λαό να την καλέσει μετανοημένος να ξανακυβερνήσει με τους ίδιους ανθρώπους και τους ίδιους όρους.
Η διπλή της κρίση είναι ότι πολιτικά έχει συμπεριφερθεί σε αρκετές περιπτώσεις με όρους καιροσκοπισμού και από την άλλη πλευρά δεν μπορεί και δεν φαίνεται να θέλει να ακούσει την κοινωνία και το στελεχιακό της δυναμικό. Και τα δύο αυτά χαρακτηριστικά έρχονται σε αντίθεση με ένα πλεονέκτημα που είχε για δεκαετίες. Τη συνέπεια θέσεων και αρχών. Οφείλει άμεσα να επιστρέψει από τον «αναγκαστικό καθολικισμό» στο ριζοσπαστικό κοινωνικό φιλελευθερισμό. Πρώτα για το συμφέρον του τόπου και μετά για το δικό της.
Ο Βασίλης Μπαλάφας είναι Τεχνολόγος Πληροφορικής και Δικτύων, με μεταπτυχιακά στις Επικοινωνίες Δεδομένων και τις Διεθνείς Σχέσεις και Πολιτικές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου