«Έκλαιγα από μέσα μου θυμάμαι την ώρα που γινόταν ο κακός χαμός στο πλοίο, στο κατάστρωμα υπήρχαν γυναίκες και...
παιδιά και θαρρείς πως ήταν σα να έβλεπα τη δική μου οικογένεια, τη δική μου γυναίκα, το δικό μου παιδί, ένιωθα ότι είχα σχεδόν υποχρέωση να επιδείξω θάρρος και να τους προστατέψω. Κρύο, παγωνιά, όχι κουβέρτα ούτε καν ένα σημείο για να προστατευτείς δεν υπήρχε, από τη μια όλοι εγκλωβισμένοι στη μία πλευρά του καταστρώματος και από την άλλη το άλλο μέρος να φλέγεται και να μη μπορείς να κάνεις τίποτα απολύτως. Να ψάχνεις να βρεις κάποιον να σε βοηθήσει κάποιον από το πλήρωμα, αλλά δεν υπήρχε κανείς, όταν λέω κανείς το εννοώ. Ήμασταν στο έλεος του Θεού κυριολεκτικά», θα πει ο Χρήστος και θα προσπαθήσει να γυρίσει λίγο το χρόνο πίσω για να περιγράψει τη στιγμή που εκείνος θα ανέβαινε με το φορτηγό του στο πλοίο που λίγο αργότερα θα τυλιγόταν στις φλόγες.
«Εγώ ως οδηγός καταλαβαίνεις ότι έχω κάνει ένα σωρό δρομολόγια αλλά η αλήθεια είναι ότι με τέτοιο πλοίο δεν έτυχε να ταξιδέψω ποτέ. Όσον αφορά στις συνθήκες τις καιρικές πρέπει να ξέρεις ότι έχω συνηθίσει να ταξιδεύω και με αρκετά μποφόρ στη θάλασσα. Είναι κάτι σύνηθες, αλλά έτσι κι αλλιώς τα πλοία αυτά τουλάχιστον που μέχρι στιγμής εγώ έχω ταξιδέψει λόγω δουλειάς είναι κατασκευασμένα για αυτό το λόγο. Στο λιμάνι όταν είδα με ποιο πλοίο θα ταξίδευα λέω δε μπορεί μου κάνουν πλάκα, αυτό είναι πλοίο της εποχής… Κολοκοτρώνη! Πού θα πάμε με αυτό το πλοίο; Την ίδια άποψη με εμένα είχαν και οι άλλοι 32 αν θυμάμαι καλά οδηγοί φορτηγών όπως εγώ που δυσανασχέτησαν όταν είδαν το πλοίο και την άθλια κατάστασή του. Εγώ μετέφερα στο φορτηγό βυτία με λάδι όπως και οι υπόλοιποι οδηγοί», σημειώνει ο Χρήστος και συνεχίζει: «Τέλος πάντων ακούω να παραπονιούνται και κάποιοι από τους επιβάτες να λένε ότι δε θέλουν να ταξιδέψουν με το συγκεκριμένο πλοίο, θέλω να σου πω ότι υπήρχε μία επιφυλακτικότητα, μία καχυποψία και ένας ανεπαίσθητος φόβος αλλά πού να πάει το μυαλό σου ότι λίγο αργότερα θα συνέβαινε αυτό που συνέβη. Επιβιβαζόμαστε. Νομίζω ότι όλοι οι οδηγοί τουλάχιστον οι περισσότεροι από όσο θυμάμαι ανεβήκαμε αφού βγήκαμε από τα φορτηγά μας να πάμε να κοιμηθούμε στην καμπίνα μας. Πρέπει να ήταν φωνές που άκουγα και ανθρώπους να κλαίνε και να ζητάνε βοήθεια όταν κάποια στιγμή ξύπνησα και γυρνώντας το κεφάλι μου προς το παράθυρο της καμπίνας έβλεπα καπνούς και φλόγες. Ταράχτηκα, πάγωσα, μούδιασα».
«Θέλω να σφίξω στη αγκαλιά μου το παιδί και τη γυναίκα μου»
Μετά από ένα θρίλερ που έκοψε την ανάσα σε όλη την Ελλάδα αλλά και απασχόλησε τα διεθνή μέσα η επιχείρηση διάσωσης ξεκινά. Ο Χρήστος θα είναι από τους τελευταίους που θα μεταφερθούν με σωστικό συνεργείο. «Όταν ένιωσα ότι όλα τελείωσαν, πάτησα γη, ρωτώ έναν άγνωστο που ήταν δίπλα μου αν μπορεί να μου δώσει για ένα λεπτό τόσο μου αρκούσε να μιλήσω με τη γυναίκα μου. Της τηλεφώνησα. Άρχισε να κλαίει, έκλαιγα και εγώ, πήγε να τρελαθεί από αγωνία, δεν είχαμε τρόπο επικοινωνίας και μετά από όλη αυτήν την κόλαση που ζήσαμε τώρα την άκουγα. Είχα τόσα να της πω, αρκέστηκα σε ένα σε αγαπώ εσένα και το παιδί μας, επιστρέφω σπίτι μας». Ο Χρήστος καταλήγει σημειώνοντας με νόημα ότι αυτή η εμπειρία είναι σίγουρο ότι το σημάδεψε και ότι δε θα μπορέσει να τη αφήσει πίσω του ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου