Τετάρτη 24 Δεκεμβρίου 2014

Το δράμα του μικρούλη

Η γιαγιά εταράχθη επάνω .
-Μπα! τρομάρα μου!...
Αι ρυτίδες ,που κατεβαίνουν από τα πτερύγια της μύτης της προς το σαγόνι , διεστάλησαν εκπληκτικώς,

εις τα βαθιά της γαλάζια μάτια , πίσω από τα γυαλιά των αυτιών εζωγραφίσθη ανησυχία , η πλάκα του σαπουνιού της έπεσε από τα χέρια , επέταξε το ρούχο που έτριβε τη σκάφη και βγήκε ως άνεμος από την πόρτα . 
Ο κόκκορας της αυλής , με το λειρί πεσμένο κουτσαβάκικα , ως φέσι ευζώνου της φρουράς, και όλους τους θησαυρούς του Κροισού εις την ουράν , εφαντάσθη , ότι πρόκειται περί του αιωνίου ζητήματος των ακαθαρσιών του κι ετράπη πάλιν εις φυγήν , με κραυγήν κινδύνου . Κότ-κοτ-κοτ-κοτ!..
Καθαρά παρεξήγησις . Δεν επρόκειτο τώρα περί αυτού. Η γιαγιά είχε ρίξει πρώτα τη ματιά της εις το εσωτερικόν της ισογείου κατοικίας , όπου φιγουράρει ο παλαιός κομός , η λάμπα με το θαμπό αμπαζούρ, τη φουρκέτα και το χάρτινο τριαντάφυλλο . 
Εκοίταξε κατόπιν την θέσιν , όπου έπαιζεν ο μικρός προ ολίγου και όταν έβγαινεν από την πόρτα της μάνδρας , εφώναξε:
- Το παιδί !
Τα πάντα ήσαν πράγματι εν τάξει , κάτω από τη μικρή γαζία :τα περίεργα χωματένια κάστρα , τα παλαιά τενεκεδένια κουτιά σαρδελών , μια κουβαρίστρα και μάλιστα ένα μικρό στεφάνι από βαρέλι. Ο Λάκης όμως , ο τοσοδούλης , με τη μεγάλη ξανθή κεφάλα , την πλατσουδερή μύτη και τα έξυπνα μάτια είχεν εξαφανισθή .

Δεν είναι η πρώτη φορά . Ο διαβολάκος αυτός από την ημέραν , που ήρχισε να περπατή , κατελήφθη
κατ'επανάληψιν από παραφροσύνην των κάτω άκρων . Η συνοικία στέλνει όπισθεν του ολόκληρον
καταδιωκτικόν απόσπασμα . 
Της δε γιαγιάς , της καημένης , της πηγαίνει το στόμα εκάστοτε στο αυτί.
Διότι στον κόσμον δεν είχε άλλον απ'αυτό το παιδάκι.Ο Λάκης ομοίως : Δεν έχει άλλον απ'αυτήν .
Είναι ορφανός. Δεν έχει άλλα χέρια να το χαϊδέψουν , απ'αυτά τ'αδύνατα και οστεώδη, τα οποία όλην την ημέραν ξενοπλένουν , για να τον θρέψουν . Η γιαγιά του χρησιμεύει ως πατέρας. 
Με μιάν λέξιν τον λατρεύει , με την τρυφερότητα της ζωής , που σβήνει προς την άλλην , που μόλις βλαστάνει . Αν ο βίος της δεν είναι μαύρος ως κατράμι, το χρεωστεί σ'αυτόν . Ένα χαμόγελο , ένα
λογάκι δικό του και ξεχνά όλα τα πάθη της . Την κόρην που έχασε , τον γαμπρό της , τον άνδρα της,τους αφορήτους κόπους του καθημερινού της αγώνος . Τον πλένει , τον κτενίζει , τον ταϊζει ''σαν πριγκηπόπουλο'' , τον χορεύει , τον τραγουδάει . Όλα γίνονται θωπεία πέριξ του .

Και αυτός ο άθλιος ,φεύγει ! Μα γιατί ; Τι τον πιάνει ; Ξέρω κι εγώ; Φαντασία ! Πίσω από την μάντρα,
με την σκάφη και τις αιώνιες σαπουνάδες , είναι ο μέγας ,αχανής κόσμος .Διατηρείτε τας αναμνήσεις
των παιδικών σας χρόνων ; Ενθυμείσθε τι κολοσσιαίον πράγμα σας εφαίνετο το τελευταίον παλιοσοκάκι;
και τι εκπλήξεις , τι θελκτικά , τι νέα και άγνωστα πράγματα !

Από την ημέραν που ο μικρός επρόβαλεν την κεφάλαν του από την μεγάλην αυλόπορτα εις τον δρόμον,δεν είχε μαζεμούς . Εννοεί να μεταναστεύη . Έχει το αίσθημα δεσμώτου ,καταδίκου ,ο οποίος άλλην σκέψιν δεν έχει από αυτήν , να διαφύγη την προσοχήν της φρουράς , για να δραπετεύση. Αρκεί να λησμονηθή για μια στιγμούλα η γιαγιά , εκεί που ανεβοκατεβάζει ρυθμικώς τους ώμους ,επάνω στη σκάφη , και να αρχίζει να συλλογίζεται τα περασμένα . 

Τη μια φορά τον έπιασαν πέντε δρόμους παρακάτω , εν μέσω παρέας εκ μικροσκοπικών, οι οποίοι τον έκαναν άλογο .
Αλλ'ο φίλος εδευτέρωσεν. Είχεν αγκυροβολήσει ενώπιον ενός ταβλά με παστέλι. Τα τρυφερά του μέλη εγνώρισαν τα κεντήματα της καρφίτσας .
Αλλ'αυτή του η τελευταία απόδρασις , μου φαίνεται κάπως δικαιολογημένη . Μα ήτο ζωή αυτή ; Εκεί
κάτω στον άλλον δρόμο , στο χαρτοπωλείο , τι πράγματα σας παρακαλώ!

Μιά φούσκα τόσο μεγάλη , πιο μεγάλη κι από το κεφάλι του Λάκη , γυαλιστερή και πράσινη , γεμάτη ποιός ξέρει με τι , καραγκιοζάκια, που κάνουν τούμπες , αλογάκια σιδηρόδρομοι , σάλπιγγες ,τούμπανα, στρατιωτάκια κι ένας φασουλής, που κλείνει τα χέρια του και κτυπάει δυο τενεκεδάκια .Κι αυτόν τον Λάκη,ο οποίος τα είδε αντιπροχθές, που περάσανε με τη γιαγιά,δεν τον αφήνουν να κάμη βήμα ! Δεν τον αφήνουν ούτε να τα ιδή!
Το σκας ή δεν το σκας ;

Ο φουκαράς συνελήφθη , ενώ εχάζευεν εμπρός εις αυτά τα εξαίσια πράγματα .Πριν βάλουν χέρι επάνω του , άρχισε να κλαίη σπαρακτικώτατα . Ικέτευε τη γιαγιά του , να του τ'αγοράση όλα . Τον απήγαγεν εν σιωπή, ενώ αυτός κλωτσούσε τον αέρα . Τα μάγουλα του και η πλατσουδερή του μυτίτσα εμούσκευαν στα δάκρυα . Ο προϋπολογιισμός της γριάς δεν αντέχει δυστυχώς εις τας πολυτελείας αυτάς. Άλλωστε δεν έχει ακόμη πληρωθή αυτήν τη τελευταία πλύση !

Σας παρακαλώ , αν συναντήσετε μεθαύριο στο χέρι της αυτόν τον ορφανούλη,στο μεγάλο δρόμο με τα παιγνίδια , πάρτε του ένα φασουλή - ένα μεγάλο φασουλή , που να κλείνη τα χέρια .Γιατί φοβάμαι πολύ, ότι θα δώση γι'αυτόν η γριούλα τους κόπους μιάς ολοκλήρου μαρτυρικής εβδομάδας .

''Σφυρίσματα ''
Σπύρος Μελάς


Χρόνια Πολλά , υγεία και χαρά σ'όλους σας . Αν θεωρείτε ότι αξίζει ,μέρες που είναι, ας διαβάσουμε και κάτι διαφορετικό και να ξεφύγουμε λίγο από τη σαπίλα της εποχής . 
Ηλέκτρα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου