Παρασκευή 22 Μαΐου 2020

Μαθήματα ποινικού δικαίου: το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου

Από τον δικηγόρο Κωνσταντίνο Χατζηιωάννου

Το συγκεκριμένο βίντεο αναλύει το ελαφρυντικό του πρότερου σύννομου βίου (: άρθρο 84 παρ. 2 α) του νέου Ποινικού Κώδικα (: Ν. 4619/2019). Στο πλαίσιο αυτό....
αναλύεται η έννοια του πρότερου σύννομου βίου σε σύγκριση με την έννοια του πρότερου έντιμου βίου του προϊσχύσαντος ΠΚ, η προβληματική των αυτοτελών ισχυρισμών, η συμβατότητα του περιορισμού της υποχρέωσεως αιτιολογημένης απαντήσεως μόνον στους συγκεκριμένους ισχυρισμούς με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, αλλά και το παράδοξο της μη εφαρμογής του συστήματος φωνοληψίας για την τήρηση των πρακτικών στις ποινικές δίκες που οδηγεί σε ελλιπή τήρηση αυτών (βλ. 0:25 Εισαγωγή, 0:54 Πρότερος έντιμος βίος vs Πρότερος σύννομος βίος, 2:03 Ο πρότερος σύννομος βίος, 2:39 Η νομολογία του Αρείου Πάγου για τον πρότερο σύννομο βίο, 4:20 Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη, 4:41 Παραδείγματα αυτοτελών ισχυρισμών, 5:32 Τα ελαφρυντικά ως αυτοτελείς ισχυρισμοί, 6:51 Ελαφρυντικά και πρακτικά της δίκης, 9:31 Κριτική των αυτοτελών ισχυρισμών υπό το πρίσμα του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ, 10:26 Νομολογία του Αρείου Πάγου συμβατή με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, 11:39 Συμπεράσματα) .

Υπό το καθεστώς του προϊσχύσαντος ΠΚ για την ορισμένη προβολή του ελαφρυντικού του προτέρου εντίμου βίου, σύμφωνα με τη νομολογία του Αρείου Πάγου, έπρεπε να αναφέρονται περιστατικά που να αποδεικνύουν τη σύννομη και θετική για την κοινωνία στάση και συμπεριφορά του υπαιτίου ως προς όλες τις εκφάνσεις του βίου του (: ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και κοινωνική) μέχρι την τέλεση της πράξης [ΑΠ 306/1991 ΠοινΧρ 1991,902, ΑΠ 61/2017 ΠοινΔικ 2017,1256, ΑΠ 438/2017 (αδημ.)]. Δεν αρκούσε το λευκό ποινικό μητρώο [ΑΠ 368/1990 ΠοινΧρ 1991,23, ΑΠ 780/2016 ΠοινΔικ 2017,366, ΑΠ 268/2019 (αδημ.)], δεν αρκούσε η μέχρι την τέλεση της αξιόποινης πράξεως συνήθης ανθρώπινη συμπεριφορά με την άσκηση του επαγγέλματός των για βιοπορισμό [ΑΠ 1541/2011 ΠοινΔικ 2012,561, ΑΠ 377/2015 ΠοινΔικ 2016,278].

Ορθά με το νέο ΠΚ προβλέπεται η ελαφρυντική περίσταση του πρότερου σύννομου βίου με την προσθήκη μάλιστα της διευκρινίσεως ότι μόνη η προηγούμενη καταδίκη του υπαιτίου για ελαφρύ πλημμέλημα δεν αρκεί για τον αποκλεισμό του σύννομου του προτέρου βίου [Σατλάνης, Εισαγωγή στο Ποινικό Δίκαιο, Γενικό Μέρος, 2019, σελ. 545, Συμεωνίδου-Καστανίδου, Ο .σύννομος. βίος στο άρθρο 84 ΠΚ, ΠοινΔικ 2019, 889 επ., Χαραλαμπάκης, Ο νέος Ποινικός Κώδικας, 2019, σελ. 87 κ.ε]. Τούτη η διαφοροποίηση αναμένεται να αλλάξει άρδην την αρεοπαγιτική νομολογία. Ήδη υπό το κράτος του νέου ΠΚ έγινε δεκτό ότι η νέα διάταξη του άρθρου 84 παρ. 2α΄ του ισχύοντος από 1.7.2019 ΠΚ είναι ευμενέστερη της αντίστοιχης προϊσχύσασας διάταξης, που όριζε ότι η υπό στοιχείο Α΄ ελαφρυντική περίσταση συνίσταται στο ότι ο υπαίτιος έζησε ως το χρόνο που έγινε το έγκλημα έντιμη, ατομική, οικογενειακή, επαγγελματική και γενικά κοινωνική ζωή., αφού με τη νέα διάταξη διευρύνεται η δυνατότητα αναγνώρισης της ελαφρυντικής αυτής περίστασης, καθόσον υιοθετήθηκε το δεκτικό βεβαίωσης κριτήριο της νόμιμης ζωής έναντι του απροσδιόριστου κριτηρίου της έντιμης ζωής, που απαιτούνταν από την προϊσχύσασα διάταξη και δεν ελέγχεται πλέον η κατά το Σύνταγμα απαραβίαστη προηγούμενη ατομική και οικογενειακή ζωή του υπαιτίου [ΑΠ 1466/2019 ΠοινΔικ 2019, 959, ΑΠ 1893/2019 (αδημ.)].

Η νομολογία του Αρείου Πάγου κατά βάση απαιτεί την ύπαρξη αυτοτελούς ισχυρισμού και όχι αρνητικού της κατηγορίας ισχυρισμού για την εγκαθίδρυση υποχρεώσεως του δικαστηρίου της ουσίας να τον απαντήσει με ειδική και εμπεριστατωμένη αιτιολογία. Ο συγκεκριμένος ισχυρισμός πρέπει μάλιστα να προτείνεται με τρόπο σαφή και ορισμένο [βλ. ειδικότερα Χατζηιωάννου, Οι αυτοτελείς ισχυρισμοί στην ποινική δίκη, 2017, σελ. 72 επ.] και όταν υποβάλλεται μέσω σημειώματος για τα πρακτικά πρέπει να προκύπτει εξ αυτών και η προφορική του ανάπτυξη [Χατζηιωάννου, όπ.π., 2017, σελ. 77 επ.].Κατά τη νομολογία είναι αυτοτελείς οι ισχυρισμοί εκείνοι, οι οποίοι προβάλλονται στο δικαστήριο της ουσίας από τον κατηγορούμενο ή τον συνήγορό του και τείνουν στην άρση του αδίκου χαρακτήρος της πράξεως, τον αποκλεισμό ή τη μείωση της ικανότητος προς καταλογισμόν, την εξάλειψη του αξιοποίνου ή τη μείωση της ποινής [ΟλΑΠ 1716/1990 ΠοινΧρ 1991,725, όπου παρατηρήσεις Γιαννίδη = Υπερ 1992,178=ΕλλΔνη 1991,1410=ΝοΒ 1991,274 = Λ. Μαργαρίτης, Ολομέλεια Αρείου Πάγου 1950-2002, 2003, σελ. 728, ΟλΑΠ 2/2005 ΠοινΔικ 2005,656, ΑΠ 991/2018 ΠοινΧρ 2019,502, ΑΠ 1466/2019 ΠοινΧρ 2019,671].
Ωστόσο, αυτή η τάση της νομολογίας δεν είναι συμβατή με το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ [Χατζηιωάννου, όπ.π., 2017, σελ. 60 επ.], καθώς , σύμφωνα με τη νομολογία του ΕΔΔΑ, το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη (:άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ) μπορεί να είναι αποτελεσματικό μόνον αν οι ισχυρισμοί/ τα επιχειρήματα και οι αποδείξεις τυγχάνουν «ακροάσεως», δηλαδή εξετάζονται δεόντως από το δικαστήριο [EΔΔΑ, Barbera, Massegue και Jabardo κ. Ισπανίας, αρ. προσφ. 10590/83, 6/12/1988, σκέψη 68, ΕΔΔΑ HODŽIĆ κ. Κροατίας, αρ. προσφ. 28932/14, 4/4/2019, σκέψη 60].

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου