Θρηνεί σήμερα η Ορθοδοξία τον Νυμφίον αυτής. Και δεν είναι τίποτε άλλο πιο βαθύ, που να υποδεικνύει, μέσα στην Άνοιξη, την μοίρα του ανθρώπου, παρά ο Λόγος, που υψώνεται και..
θνήσκει και πάλιν αναθρώσκει, τραγικός, υπό τις ιερές σκιές του Βυζαντίου.
Δεν είναι μονάχα ο Γολγοθάς του Ιησού. Αυτός είναι η απωτάτη κορυφή -εκεί όπου ανήλθεν ο Θεός. Αλλά σ’ αυτήν την σιωπηλήν πομπήν, που αργά την σημαδεύει το αίμα Εκείνου, σταλάζοντας από τον στέφανον εξ ακανθών, είναι η μικρή και αδύναμη καρδιά του ανθρώπου που ακολουθεί. Είμαστε όλοι εμείς.
Είναι η ελπίδα που ανέρχεται στον Σταυρό και που, καθώς κρεμάται επί ξύλου, σβήνει σαν το καντήλι και πνίγονται οι τελευταίες της αναλαμπές στα δάκρυα των πιστών. Πιστεύουν και αγαπούν οι Μαθηταί. Και ελπίζουν. Αλλά έως τα ανθρώπινα όρια. Ως εδώ, πάνω στον Γολγοθά. Τώρα τι μένει πια; Μένουν μονάχα οι ήλοι που μας συνδέουν, δια του Σταυρού, με την Γη. Και παραπέρα δεν τολμά -και άμα τολμά δεν μπορεί- ο νους να ελευθερωθεί και να πετάξει πιο ψηλά, πέρα από τον Γολγοθά.
Μένει εκεί, σ’ επιθανάτιον σπαραγμόν, σεπτή και ισχνή η ελπίδα του ανθρώπου. Στον Σταυρόν. Πώς θα ημπορέσει να φτερουγίσει προς το Αύριον να διαπλεύσει το Μέγα Σύνορο, έως τον λίθον του Τάφου που «αποκεκύλισται»; Αδύναμη μικρή καρδιά. Και σήμερα ακόμη δεν το χωράει το θαύμα η καρδιά, νοιώθει ανάγκη, εκεί όπου θρηνεί τα πάθη του Χριστού, να αντιφωνήσει, με την φωνήν του Υμνωδού: «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν». Γιατί αλλιώς πώς να πορευθούμε;
Δεν επορεύθη ούτε ο Σίμων Πέτρος. Επί την πέτραν του θα έκτιζε την Αγάπην ο Δάσκαλος. Και όμως. «Πριν αλέκτωρ φωνήση, τρις απαρνήσεις με». Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Πλασμένοι από φόβον και πηλόν. Και ο Αλέκτωρ πάντα θα καραδοκεί για να μας διαψεύσει, να υπομιμνήσκει πόσον μικροί είμαστε, πόσο σπανίως μπορούμε να ανοίξουμε τα φτερά. Και για να υπογραμμίσει, επίσης, πως όλα εμπρός μας θα ρέουν και θα μεταλλάσσονται, άπιαστα και απροσδιόριστα, γιατί μπορεί κάποτε αυτοί οι μικροί ανθρωπάκοι που αρνήθηκαν ενώπιον της παιδίσκης του Αρχιερέως τον Κύριον να ανέλθουν -και αυτοί- σε έναν Σταυρόν. Ακόμη και αν κάποτε ελάλησεν ο Αλέκτωρ.
Περάσανε δύο χιλιάδες χρόνια περίπου από τότε. Και τώρα, μέσ’ στην Άνοιξη, ανήλθεν πάλιν ο Ναζωραίος τον Γολγοθάν. Και η Μάννα Του, ως δάμαλις, θρηνεί ανεπανάληπτον θρήνον: «Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς;» Και πάλι, κεκαμμένοι από τον Θάνατον, βοώμεν κεκραγότες και παρακαλούμε «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν». Γιατί η καρδιά είναι μικρή. Δεν χώρεσε ακόμη το θαύμα - δύο μονάχα λόγια: «Αγαπάτε αλλήλους».
Ν. Ι. Μέρτζος
θνήσκει και πάλιν αναθρώσκει, τραγικός, υπό τις ιερές σκιές του Βυζαντίου.
Δεν είναι μονάχα ο Γολγοθάς του Ιησού. Αυτός είναι η απωτάτη κορυφή -εκεί όπου ανήλθεν ο Θεός. Αλλά σ’ αυτήν την σιωπηλήν πομπήν, που αργά την σημαδεύει το αίμα Εκείνου, σταλάζοντας από τον στέφανον εξ ακανθών, είναι η μικρή και αδύναμη καρδιά του ανθρώπου που ακολουθεί. Είμαστε όλοι εμείς.
Είναι η ελπίδα που ανέρχεται στον Σταυρό και που, καθώς κρεμάται επί ξύλου, σβήνει σαν το καντήλι και πνίγονται οι τελευταίες της αναλαμπές στα δάκρυα των πιστών. Πιστεύουν και αγαπούν οι Μαθηταί. Και ελπίζουν. Αλλά έως τα ανθρώπινα όρια. Ως εδώ, πάνω στον Γολγοθά. Τώρα τι μένει πια; Μένουν μονάχα οι ήλοι που μας συνδέουν, δια του Σταυρού, με την Γη. Και παραπέρα δεν τολμά -και άμα τολμά δεν μπορεί- ο νους να ελευθερωθεί και να πετάξει πιο ψηλά, πέρα από τον Γολγοθά.
Μένει εκεί, σ’ επιθανάτιον σπαραγμόν, σεπτή και ισχνή η ελπίδα του ανθρώπου. Στον Σταυρόν. Πώς θα ημπορέσει να φτερουγίσει προς το Αύριον να διαπλεύσει το Μέγα Σύνορο, έως τον λίθον του Τάφου που «αποκεκύλισται»; Αδύναμη μικρή καρδιά. Και σήμερα ακόμη δεν το χωράει το θαύμα η καρδιά, νοιώθει ανάγκη, εκεί όπου θρηνεί τα πάθη του Χριστού, να αντιφωνήσει, με την φωνήν του Υμνωδού: «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν». Γιατί αλλιώς πώς να πορευθούμε;
Δεν επορεύθη ούτε ο Σίμων Πέτρος. Επί την πέτραν του θα έκτιζε την Αγάπην ο Δάσκαλος. Και όμως. «Πριν αλέκτωρ φωνήση, τρις απαρνήσεις με». Γιατί έτσι είναι οι άνθρωποι. Πλασμένοι από φόβον και πηλόν. Και ο Αλέκτωρ πάντα θα καραδοκεί για να μας διαψεύσει, να υπομιμνήσκει πόσον μικροί είμαστε, πόσο σπανίως μπορούμε να ανοίξουμε τα φτερά. Και για να υπογραμμίσει, επίσης, πως όλα εμπρός μας θα ρέουν και θα μεταλλάσσονται, άπιαστα και απροσδιόριστα, γιατί μπορεί κάποτε αυτοί οι μικροί ανθρωπάκοι που αρνήθηκαν ενώπιον της παιδίσκης του Αρχιερέως τον Κύριον να ανέλθουν -και αυτοί- σε έναν Σταυρόν. Ακόμη και αν κάποτε ελάλησεν ο Αλέκτωρ.
Περάσανε δύο χιλιάδες χρόνια περίπου από τότε. Και τώρα, μέσ’ στην Άνοιξη, ανήλθεν πάλιν ο Ναζωραίος τον Γολγοθάν. Και η Μάννα Του, ως δάμαλις, θρηνεί ανεπανάληπτον θρήνον: «Τις μοι δώσει ύδωρ και δακρύων πηγάς;» Και πάλι, κεκαμμένοι από τον Θάνατον, βοώμεν κεκραγότες και παρακαλούμε «Δείξον ημίν και την ένδοξόν Σου ανάστασιν». Γιατί η καρδιά είναι μικρή. Δεν χώρεσε ακόμη το θαύμα - δύο μονάχα λόγια: «Αγαπάτε αλλήλους».
Ν. Ι. Μέρτζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου