Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Ξεκίνησε πουρνό-πουρνό για τη μικρή παραθαλάσσια
κωμόπολη, όπου ο πατέρας του είχε χτίσει με κόπους, λίγο-λίγο κάθε χρόνο, ένα
μικρό σπιτάκι. Όπως όλοι οι νοικοκυραίοι. Το και «εξοχικό» επονομαζόμενο. Εκεί,
όπου μικρός πέρναγε ξέγνοιαστα καλοκαίρια τσαλαβουτώντας στα γαλάζια νερά του
κόλπου. Τα παιδιά ....
είχαν μεγαλώσει και είχαν τραβήξει ο καθένας το δρόμο του,
οπότε εκείνος σκέφτηκε να ερευνήσει, μήπως το εξοχικό έχει τίποτε αυθαιρεσίες,
ώστε να τις «τακτοποιήσει», για να παραδοθεί το εξοχικό «καθαρό» στους απογόνους.
Έσκασε μύτη περί την 09:00 στο πολεοδομικό
γραφείο. Άκρα του τάφου σιωπή σε ένα χώρο με δώδεκα γραφεία. Μόνον τα
πληκτρολόγια των Η/Υ ακούγονταν. Το ένα γραφείο ήταν κενό. Καλημέρισε και είπε
σε έναν εκ των παρόντων ότι θέλει αντίγραφο των εγγράφων του φακέλου της
οικοδομικής αδείας του εξοχικού του. «Λείπει ο συνάδελφος που έχει το κλειδί
της αποθήκης» του απάντησε βαριεστημένα ο υπάλληλος. «Δεν υπάρχει
αντικαταστάτης;». «Ναι, αλλά το κλειδί το έχει αυτός που λείπει». «Καλά, θα τον
περιμένω» είπε ο πολίτης και πήγε να καθίσει. «Δεν ξέρουμε τι ώρα θα έλθει» του
είπε μία άλλη υπάλληλος. «Ποιός είναι ο
διευθυντής εδώ;» ρώτησε ο πολίτης. Η υπάλληλος του έδειξε μία κυρία στο βάθος.
Την πλησίασε και με απόλυτη ηρεμία της
είπε ότι δεν είναι δυνατόν να έρχεται από την Αθήνα και να έχουν την απαίτηση
να τον ξαναφέρουν, για να κάνει τη δουλειά του. Στο μεταξύ ένας άλλος ρώτησε τη διπλανή του πότε θα έλθει η
εγκύκλιος της οργάνωσης για τις αυξήσεις. Η προϊσταμένη έκανε ένα τηλεφώνημα
και μετά έγνεψε σε έναν υφιστάμενο, αλλά το κλειδί δεν βρισκόταν. Τελικά μία
νεαρά υπάλληλος φώναξε «Για όνομα του Θεού ρε παιδιά. Πείτε πως ήταν ο πατέρας
σας. Άσπρα μαλλιά έχει. Δεν ντρεπόμαστε λίγο που τον ταλαιπωρούμε;». Τότε ένας
άλλος υπάλληλος άνοιξε ένα συρτάρι, πήρε ένα κλειδί και ζήτησε από τον πολίτη
να τον ακολουθήσει. Βγήκαν από το κτήριο και βάδιζαν προς ένα άλλο, ενώ ο υπάλληλος μονολογούσε «Πού να
βρεις άκρη εκεί μέσα! Ένα αχούρι είναι. Ψάξε κι’ αν βρεις τον φάκελο εν τάξει».
Εκείνη τη στιγμή διασταυρώθηκαν τα βήματά τους με μία νεαρά κυρία που κρατούσε
σακούλες από σούπερ μάρκετ. «Σάκη, έρχομαι και εγώ στην αποθήκη». Έφθασαν στην
αποθήκη και ο Σάκης έδωσε το ελεύθερο στον πολίτη να ψάξει. Για καλή του τύχη
κατέφθασε μετά από λίγο η νεαρά κυρία, αφού, προφανώς, είχε αφήσει κάπου τα
ψώνια της. Κύτταξε τον πολίτη και τον ρώτησε τί θέλει. Ενημερώθηκε και αμέσως
κινήθηκε προς ένα ράφι. Έψαξε λίγο και
τράβηξε ένα φάκελο. «Αυτή είναι η άδειά σας». Επρόκειτο για μια ντόπια
δικηγόρο, όπως ψυχανεμίστηκε ο πολίτης, αν και δεν παίρνει όρκο ότι δεν ήταν η
κλειδοκράτωρ της αποθήκης υπάλληλος της Πολεοδομίας.
Πανευτυχής πήρε τον δρόμο του γυρισμού
στο ιοστεφές άστυ. Στη διαδρομή άκουγε ραδιοφωνικά σχόλια για την εκλογή
Μητσοτάκη στην αρχηγία της ΝΔ και τις προοπτικές μίας ανανεωμένης κεντροδεξιάς
παράταξης που θα αποτελεί φόβητρο για τον Αλέξη. Άλλοι πολιτικοί εκτιμούσαν ότι βουλευτές θα
εγκαταλείψουν τα κόμματά τους και θα προσχωρήσουν στη ΝΔ. Πολιτικοί αναλυτές προέβλεπαν διάσπαση της ΝΔ, διάλυση του ΠΑΣΟΚ
και κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ.
Άλλος σταθμός ησχολείτο με την αύξηση
των μισθών των δημοσίων υπαλλήλων. Κάποιος είπε ότι η ΝΔ θα ρίξει το βάρος της
στον ιδιωτικό τομέα. «Λογικό είναι» μονολόγησε ο πολίτης. «Η δεξιά πρέπει να
ενισχύσει τον ιδιωτικό τομέα, για να μπορεί η αριστερά να πληρώνει τους μισθούς
των δημοσίων υπαλλήλων».
Παρασύρθηκε από τη σωρεία των
αντικρουόμενων πληροφοριών και από την αναπαραγωγή παλαιότερων αντιφατικών
δηλώσεων των πρωταγωνιστών της πολιτικής
θεατρικής σκηνής. Καραμανλής,
Παπανδρέου, Καραμανλής, Παπανδρέου, Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Σημίτης,
Καραμανλής, Παπανδρέου, Σαμαράς, Τσίπρας. Θυμήθηκε έναν-έναν τους λαοπρόβλητους
πρωθυπουργούς από την εποχή που μικρό παιδί έκανε θαλάσσια μπάνια ξέγνοιαστος
στο εξοχικό. Θυμήθηκε τις υποσχέσεις για
αλλαγή, για μία άλλη πορεία, για πάταξη της διαφθοράς, για εκσυγχρονισμό, για
μεταρρύθμιση, για κοινωνική δικαιοσύνη. Μπαίνοντας σπίτι του μονολόγησε: «Δόξα
τω Θεώ. Άλλη μια μέρα πέρασε. Πού θα πάει, μια ζωή είναι, θα περάσει». Τσίμπησε
κάτι και άνοιξε την τηλεόραση. Ίδιες φάτσες, ίδιες αρλούμπες, ίδιες κουβέντες
με άλλο περιτύλιγμα. Ξαναδόξασε τον Θεό και αφέθηκε στις αγκάλες του
πανδαμάτορος Μορφέως αποδίδοντας εύσημα στον μακαρίτη τον πατέρα του που του
είχε σκάσει το μεγάλο μυστικό: «Αν το ποσοστό των απασχολουμένων που δουλεύει
πέσει κάτω από το 10%, το υπόλοιπο 90% θα πεινάσει». Κι’ αν πέσει και πολλή
δουλειά, θα πληρωθούν υπερωρίες, όπως, στην ΥΠΑ, και οι 100 και όχι μόνον οι
10.
Σώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου