Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Εις μνήμην του αξέχαστου Αετιδέως.

Για το 40ήμερο μνημόσυνο του αγαπημένου φίλου μας που έφυγε , δημοσιεύω όπως μου το είχε δώσει, το παρακάτω πόνημα του, όπως το είχα υποσχεθεί.

Αιωνία του η μνήμη.


ΣΤΗΝ ΠΑΛΙΑ ΑΓΟΡΑ ΤΩΝ ΓΙΑΝΝΙΤΣΩΝ.

«Συναγωνιστές και συναγωνίστριες ! Αύριο το πρωί στις 9 η ώρα, όλοι στην Παλιά Αγορά! Θα περάσουν οι προδότες, που ο ηρωικός ΕΛΑΣ έπιασε αιχμαλώτους. Αύριο, στην Παλιά Αγορά, να τους υποδεχτούμε όπως τους αξίζειειειειει!!! Όποιος δεν έρθει θα ΕΙΝΑΙ ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΙΚΟΟΟΟΟΟΟΣ !!!»

Ήρθε ο πατέρας, βιαστικός και αναστατωμένος: «…γρήγορα όλοι μέσα και ακούστε καλά τι θα σας πω. Πριν από λίγο στο Χασνέ (κεντρικό σημείο των Γιαννιτσών) έφεραν μερικούς από αυτούς που θα περάσουν αύριο και τους έσφαξαν όρθιους…Μη τολμήσει κανείς να πάει στην Παλιά Αγορά, θα χυθεί πολύ αίμα εκεί. Να μείνετε μέσα , εγώ θα φύγω πολύ πρωί για το χωράφι…»

Ο στρατηγός (υπήρξε και βουλευτής του ΠΑΣΟΚ ) Χονδροκούκης, περιγράφει σε βιβλίο που έγραψε, την πορεία (ματωμένη θα την ονομάσει άλλος συγγραφέας) 2700 Ελλήνων , από τη Θεσσαλονίκη προς την Αριδαία. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν είχαν καμία απολύτως σχέση με τους Γερμανούς και τα Τάγματα Ασφαλείας. Ήταν Έλληνες που, σε ανύποπτο χρόνο, απλά, αρνήθηκαν να ενταχθούν στο ΕΑΜ ή να υπηρετήσουν στον ΕΛΑΣ ή να προσφέρουν κάτι «για τον αγώνα» όπως έλεγαν… Ο στρατηγός περιγράφει τα γεγονότα, όπως τα έζησε τον Ιανουάριο του 45, αιχμάλωτος «προδότης» και αυτός, αφού είχε αρνηθεί να μπει στο ΕΑΜ, εξηγώντας τους πως δρα στα πλαίσια άλλης αντιστασιακής οργάνωσης .

Εγώ θα σας περιγράψω τα γεγονότα, όπως τα έζησα σαν «αυτόπτης και αυτήκοος μάρτυς» … και ήμουν τότε μόλις 10 χρονών!

Τα παιδιά της ΕΠΟΝ με τον τηλεβόα στα χέρια, σταματούσαν κάθε τόσο για να επαναλάβουν το μήνυμα που η «καθοδήγηση» τους είχε δώσει.«…όποιος δεν έρθει θα είναι αντιδραστικόοοοος!!!»

Την άλλη μέρα στα Γιαννιτσά, ο καιρός ήταν υγρός, (είχε βρέξει τη νύχτα) ενώ μαύρα σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό και απειλούσαν με νέα νεροποντή. Με τον φίλο μου τον Στέφανο (παρακούοντας όλες τις εντολές των γονιών μας) φτάσαμε στην Παλιά Αγορά (όσοι ταξιδεύουν από Θεσσαλονίκη προς Έδεσσα, περνούν υποχρεωτικά από το τμήμα αυτό του δρόμου που εφάπτεται της πόλης των Γιαννιτσών) πολύ πριν από τις 9 που έλεγε ο «τηλεβόας» και με έκπληξή μας είδαμε να υπάρχει ήδη αρκετός κόσμος…Το θέαμα ήταν μοναδικό. Παρά την υγρασία και τα μαύρα σύννεφα, άνθρωποι κάθε ηλικίας, άνδρες και γυναίκες είχαν πιάσει τις δύο πλευρές του δρόμου και κραδαίνοντας ρόπαλα, σιδερόβεργες, σωλήνες, τσεκούρια κ.ά. τραγουδούσαν αντάρτικα τραγούδια και ζητωκραύγαζαν κάθε φορά που έβλεπαν να περνά μπροστά τους κάποιος Καπετάνιος με τα φυσεκλίκια του καβάλα στο άλογό του…Θέαμα , που αν έλειπαν τα ρόπαλα και τα τσεκούρια, θα μπορούσε να πει κανείς πως θύμιζε τις παρελάσεις των Εθνικών εορτών…

Όλων τα μάτια στραμμένα προς το μαύρο άγαλμα (έτσι ονομάζουν οι Γιαννιτσιώτες το μνημείο που έχει στηθεί στην είσοδο της πόλης μετά τη μάχη των Γιαννιτσών το 1912) για να δουν αυτούς τους «προδότες» να κατηφορίζουν προς την ΠΑ…και κάθε τόσο ζητωκραυγές και χειροκροτήματα και ξανά το αντάρτικο τραγούδι από την αρχή Η ΠΑ των Γιαννιτσών, το τμήμα αυτό της οδού Θεσ/νίκης-Εδέσσης που εφάπτεται της πόλης των Γιαννιτσών, δεν πρέπει να ξεπερνά σε μήκος το 1χιλ. Στο μέσον αυτού του τμήματος υπήρχε ένα υποτυπώδες Σταθμαρχείο (λειτουργούσε μέσα σε ένα καφενείο) όπου το λεωφορείο της γραμμής έκανε υποχρεωτικά στάση για να αποβιβαστούν οι επιβάτες που είχαν προορισμό τα Γιαννιτσά ή για να επιβιβαστούν επιβάτες με προορισμό την Έδεσσα ή τα ενδιάμεσα χωριά (πάντως την εποχή για την οποία μιλάμε, ούτε το σταθμαρχείο λειτουργούσε, ούτε το λεωφορείο εκτελούσε δρομολόγια…)

Απέναντι από το καφενείο/Σταθμαρχείο υπήρχε μία μεγάλη στρόγγυλη στέρνα με συντριβάνι, όπου κάθε σούρουπο, τα κατάκοπα ζώα, που γύριζαν από τη λίμνη, σέρνοντας τα φορτωμένα κάρα, ξεδίψαγαν με το δροσερό νερό της. Ο ερχόμενος από Θεσ/νίκη, πριν φτάσει στο χώρο αυτόν, περνούσε από ένα μικρό εστιατόριο, «τα 5 Φ» ( φίλε, φέρε, φίλους, φάγετε, φύγετε) .
Μετά το καφενείο/ Σταθμαρχείο, ο δρόμος έστριβε ελαφρώς αριστερά και σε πολύ μικρή απόσταση είχες, στο αριστερό σου χέρι, το Παγοποιείο του Τάντση και προχωρώντας λίγα μέτρα έφτανες στο σημείο όπου ο κύριος δρόμος συναντούσε (σχεδόν κάθετα) τον δρόμο που σ`έβγαζε στην εύφορη λίμνη των Γιαννιτσών (σήμερα ο δρόμος αυτός είναι η οδός Κ.Καραμανλή). Από το σημείο αυτό, την εποχή εκείνη, σταματούσε η επαφή με την πόλη, άρχιζε μία ελαφρά άνοδος και συνέχιζες πλέον για το Μελίσσι, το πρώτο χωριό μετά τα Γιαννιτσά…

Με τον φίλο μου τον Στέφανο πήγαμε προς τη στέρνα, όπου νομίζαμε θα ήταν πιο εύκολη η πρόσβαση προς το «Μαύρο άγαλμα», αλλά γρήγορα διαπιστώσαμε πως κάτι τέτοιο ήταν αδύνατο κι έτσι μείναμε στην περιοχή στέρνα-Παγοποιείο Τάντση. Χρειάστηκε να σκαρφαλώσουμε σε έναν ετοιμόρροπο τοίχο για να μπορέσουμε να δούμε προς το μαύρο άγαλμα, όταν ακούστηκαν δυνατές φωνές από το πλήθος: « Νάτοι, νάτοι έρχονται». Και πραγματικά, στο βάθος του δρόμου φάνηκαν κάποιες σκιές να έρχονται προς το μέρος μας, ύστερα κι άλλες σκιές κι άλλες κι άλλες,ώσπου ο δρόμος γέμισε με ανθρώπινες σκιες σχηματίζοντας ένα μακρύ, μαύρο ποτάμι που αργοκυλούσε προς το μέρος μας. Και τότε ήταν που είδαμε ένοπλους Ελασίτες να κάνουν βόλτες πίσω από το πλήθος και να το παρωτρύνουν : «Συναγωνιστές, όχι μόνο λόγια. Τώρα που θα περνάνε από μπροστά σας, αρπάζετε όποιον σας αρέσει και καθαρίστε τον.» Και το «μαύρο ποτάμι» όλο και πλησίαζε προς την Παλιά Αγορά, αργά –αργά, περπατώντας με κόπο, φάνηκαν στην αρχή κάποιες ανθρώπινες σκιές, ανάμεσά τους και μερικές γυναίκες, με την αγωνία ζωγραφισμένη στα σκελετωμένα πρόσωπά τους. Κι ύστερα άλλες κι άλλες σκιές ανθρώπινες και νάτο το μαύρο ποτάμι να περνά μπροστά μας. Κορμιά σκελετωμένα, μάτια φοβισμένα και ω Θεέ μου, κάποιοι με γυμνά τα πόδια να προσπαθούν να σταθούν όρθιοι και η προτροπή συνεχής και πιο έντονη τώρα: «Άντε, συναγωνιστές, τι περιμένετε, πιάστε όποιον θέλετε και καθαρίστε τον.»
Ο Στρατηγός Χονδροκούκης, στο βιβλίο του, αναφέρει πως, όλη την ώρα που το βασανισμένο αυτό ανθρώπινο ποτάμι περνούσε από την Παλιά Αγορά , σε ένα από τα καφενεία της, ο μητροπολίτης του ΕΛΑΣ Ιωακήμ (πρώην Κοζάνης), έπινε ατάραχος τον καφέ του και φυσικά δεν ήταν δυνατό να μη γνώριζε τι συνέβαινε έξω και τι επρόκειτο σε λίγο να επακολουθήσει.

Το πρώτο θύμα που είδα να πέφτει στην άσφαλτο, με ένα αδύναμο «ωχ», ήταν ένα γεροντάκι στην πρώτη –πρώτη σειρά. Περπατούσε σχεδόν με κόπο, με τα πόδια λυγισμένα όταν, οριζοντιωμένο με την άσφαλτο το βαρύ ρόπαλο ήρθε και χτύπησε με ορμή στα γόνατά του. Ύστερα, το γεροντάκι, το έβγαλαν από τη γραμμή και με χτυπήματα στο κεφάλι το αποτελείωσαν, εκεί δίπλα στο πλήθος και ο κόσμος χειροκροτούσε και ζητωκραύγαζε. Τον Στέφανο δεν τον ξαναείδα πιά και μόνος μου θέλησα να φτάσω στο συντριβάνι , απέναντι από το καφενείο. Ήταν πολύ δύσκολο να πλησιάσω γιατί στο μεταξύ οι «αγανακτισμένοι» Γιαννιτσιώτες, «εντελώς αυθόρμητα» , άρπαζαν συνεχώς «προδότες» από το πλήθος και με βρισιές και χτυπήματα στο κεφάλι τους σκότωναν. Πτώματα και αίμα πολύ στις παρυφές του δρόμου…κι όταν πλησίασα στο συντριβάνι αντίκρυσα τη φρίκη. Θα ήταν 8 με 10 ροπαλοφόροι που είχαν σχηματίσει ένα κύκλο και στη μέση ο «προδότης» και τα ρόπαλα να ανεβοκατεβαίνουν με δύναμη χτυπώντας τον δυστυχή στο κεφάλι, ώσπου αυτό άνοιξε και το αίμα άρχισε να εκτοξεύεται με δύναμη προς όλες τις κατευθύνσεις και ο άνθρωπος σωριάστηκε νεκρός και τότε είδα πως μερικά ρόπαλα ήταν κατακόκκινα κι αυτοί που τα κρατούσαν είχαν αίματα στα πρόσωπά τους και στα ρούχα τους… 

Νέα χειροκροτήματα, νέες ζητωκραυγές! Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι οι Γιαννιτσιώτες, εκείνη τη μέρα , έπαιρναν εκδίκηση για την εκτέλεση των 80 και πλέον συμπατριωτών τους, από τους Ταγματασφαλίτες και τους Γερμανούς , στις 14 σεπτεμβρίου 1944, μόλις δηλαδή 3 μήνες πριν. ‘Όμως ούτε ο Πούλος, ούτε ο Σκαπέρδας, ούτε ο Χασερλής που έσπερναν τον τρόμο λίγο καιρό πριν στην περιοχή (δεν ξέρω αν γράφω σωστά τα ονόματά τους, πάντως έτσι έχουν μείνει στη μνήμη μου), ούτε και κανένας Γερμανός ήταν την ημέρα εκείνη στην Παλιά Αγορά των Γιαννιτσών. Το αίμα χύθηκε γιατί το θέλησε ο ΕΛΑΣ. Οι σφαγές έγιναν με τις συνεχείς προτροπές του ΕΛΑΣ.

Κάποια παιδιά, άκουσα να λένε πως, στο παγοποιείο του Τάντση υπήρχαν νεκροί με στιλέτα καρφωμένα στους κροτάφους. Πήγα και είδα ακόμα ένα φριχτό θέαμα. Τρεις νεκροί στην αυλή του παγοποιείου. Στου ενός τον κρόταφο ήταν πράγματι καρφωμένο ένα στιλέτο οι άλλοι δύο είχαν ανοιχτά τα κρανία τους και από μέσα έλειπαν τα μυαλά.

Έφυγα τρέχοντας με σκοπό να πλησιάσω και πάλι την αρχή φάλαγγας. Όμως, πριν φτάσω σταμάτησα να δω τι είχε σκοπό να κάνει αυτος με το τσεκούρι στο ένα χέρι, που έσερνε πέρα από το πλήθος ένα κακόμοιρο που ψιθύριζε « Πού με πας πατριώτη;» Αμίλητος εκείνος συνέχισε να τον τραβά, ώσπου έφτασαν κάπου 50-60 μέτρα από τον δρόμο και τότε τον έριξε κάτω με δύναμη και όπως ήταν εκείνος ανάσκελα, πάτησε με το αριστερό του πόδι στο στέρνο του, σήκωσε ψηλά το τσεκούρι , μία, δύο, τρεις, πέντε, δέκα φορές χτυπώντας πάντα εκεί ανάμεσα στους δύο μηρούς, στα γεννητικά όργανα. Ύστερα , καθώς το σώμα του δύστυχου κοβόταν στα δύο, φάνηκαν τα εντόσθιά του, ενώ αφροί και αίματα γέμισαν το πρόσωπό του κι ένας φριχτός ρόγχος ακούστηκε και μετά τίποτε…

Η κορυφή της φάλαγγας είχε αρχίσει ν`ανηφορίζει πιά και σε λίγο θα κατηφόριζε προς το Μελίσσι. Έτρεξα, ενώ πέρα προς το παγοποιείο το μακελειό συνεχιζόταν με την ίδια ένταση. Έφτασα σχεδόν στο ύψος της πρώτης σειράς κι εκεί σταμάτησα. Οι «αιχμάλωτοι» συνέχιζαν την πορεία τους, μια πορεία που θα τους έφερνε στην Αριδαία. Εκεί, που όπως έλεγαν οι άνθρωποι του ΕΛΑΣ, θα δικάζονταν από Λαϊκό δικαστήριο. Μια ματωμένη πραγματικά πορεία, αφού από τους 2700 που ξεκίνησαν από τη Θεσσαλονίκη, στην Αριδαία έφτασαν τελικά μόνο 650.

Καθώς η φάλαγγα προχωρούσε είδα πως, πίσω από το πρώτο μεγάλο γκρουπ, ακολουθούσαν λίγα κάρα φορτωμένα που τα έσερναν άλογα. Σε κάθε κάρρο ένας Ελασίτης κρατούσε τα ηνία. Σε ένα από αυτά, δίπλα στον οδηγό, καθόταν μια νεαρή κοπέλλα. Ο κόσμος είχε αρχίσει να επιστρέφει προς την Παλιά Αγορα…Όμως ξαφνικά μια δυνατη φωνή ακούστηκε: «Να η αρραβωνιαστικιά του Σούμπερτ» κι έδειξε την κοπέλα. Άρχισαν να την τραβάνε από τα πόδια, ενώ ο οδηγός με το καμουτσίκι προσπαθούσε να τους απομακρύνει. Περικύκλωσαν το κάρο. Η κοπέλα είχε γαντζωθεί στον ελασίτη οδηγό, αλλά το μανιασμένο πλήθος συνέχιζε να την τραβά, ώσπου, παρά τις προσπάθειες του οδηγού την έριξαν κάτω κι όλοι μαζί άρχισαν να την κλωτσούν, να την ποδοπατούν, να της ξεσχίζουν τα ρούχα και τις σάρκες της και η φάλαγγα συνέχιζε την πορεία της. Και το αίμα της κοπέλας έτρεχε από όλο της το σώμα… Τότε, ένας που είχε όπλο είπε: «Κάντε στην άκρη συναγωνιστές.» Ακούστηκε ένα μπαμ και τα βάσανα της κοπέλας τελείωσαν, εκεί που αρχίζει ο ανήφορος, πηγαίνοντας για το Μελίσσι,λίγο πιο πέρα από την Παλιά Αγορά των Γιαννιτσών…

Ήταν μήνας Ιανουάριος του 1945. Και μόλις είχα κλείσει τα 10.

Χρ. Καρ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου