Ο ψηλός και ο χοντρός...
Αφηγείται ο Μίκης:
Θυμάμαι σαν και τώρα, όταν αρχίσαμε να επισκεπτόμαστε ο ένας το σπίτι του άλλου, αυτός να έρχεται στη Νέα Σμύρνη κι εγώ στο Παγκράτι, τα καυτά μεσημέρια του θέρους του 1946, μόνοι μας στα τελευταία καθίσματα του λεωφορείου που ανέβαινε τη Συγγρού. Κάθε μεσημέρι... η μητέρα μου μας έκανε το τραπέζι και μετά πηγαίναμε για σπουδές ή για το μεροκάματο, εκείνος δούλευε στου Fix, στο εργοστάσιο πάγου κι εγώ εφημεριδοπώλης, η αλήθεια είναι ότι ο δικός μου πατέρας μού εξασφάλιζε το καθημερινό πιάτο, ενώ ο Μάνος ήταν ο ίδιος πατέρας, γιος και αδελφός, έπρεπε να δουλέψει για να ζήσει την οικογένεια του, κάτι που θα τον απομακρύνει από τη μεγάλη του αγάπη, τη συμφωνική μουσική, είχε μια από τις καλύτερες δισκοθήκες στον κόσμο, χιλιάδες δίσκοι, κυρίως «κλασικοί». Και το σπουδαιότερο: τους άκουγε όλους! κανείς στην Ελλάδα (πέραν των κλασικών ) δεν γνώριζε καλύτερα τη μουσική του 20ού αιώνα τους ερμηνευτές, τις ορχήστρες, τις μουσικές σχολές από τον Μάνο, μού μιλούσε ασταμάτητα για τους πιο απίθανους συνδυασμούς οργάνων που θα χρησιμοποιούσε π.χ, τρία τρομπόνια και δύο άρπες για το ένα, ορχήστρα πνευστών με σόλο τσέλο για το άλλο...
Ο Μάνος εμπιστευόταν το ένστικτο και την ιδιοφυΐα του, εγώ εργάσθηκα σκληρά για να αποκτήσω τεχνική,
χρησιμοποίησε το μπουζούκι μόνο στα τραγούδια κινηματογραφικών ταινιών -που δεν τα «υπέγραφε», αντιθέτως στα έργα που υπέγραφε εμπιστευόταν «λόγια» όργανα, όπως το βιολοντσέλο και το πιάνο. Όταν είδα τη «Στέλλα», μέθυσα κυριολεκτικά με τις μελωδίες του, πήγα και ξαναπήγα έως ότου τις μάθω καλά για να τις παίζω στο πιάνο.
Στο σπίτι του στο Παγκράτι , με έκρυβε ενώ ήμουν στην παρανομία, μετά την μουσική ακολουθούσε συζήτηση για τα πολιτικά, ανταλλάσσαμε απόψεις και όνειρα, επιθυμίες και σχέδια, εγώ ήμουν φανατισμένος, δεν ήθελα να δω την πραγματικότητα που μου ανέλυε με την τετράγωνη λογική του ο Μάνος, όμως αυτές οι διαφωνίες μας έφερναν πιο κοντά, ο Μάνος αποδείχτηκε τελικά περισσότερο ρεαλιστής απέναντι στην έννοια «Λαός» από μένα που εγώ την αντιμετώπιζα με ρομαντική διάθεση σαν απόλυτη ηθική και πολιτιστική αξία. Προσωπικός φίλος του Καραμανλή, δεν δίσταζε να υποστηρίζει θέσεις πιο τολμηρές και ριζοσπαστικές από αυτές των επισήμων απόψεων της Αριστεράς.
Η σχέση τους περιπετειώδης, οι τσακωμοί τους παροιμιώδεις, μια φορά τους άκουσε όλος ο « Μαγεμένος Αυλός» το αγαπημένο εστιατόριο του Μάνου, σε διπλανό τραπέζι καθόταν η Ελένη Αρβελέρ, σηκώθηκε από την θέση της και τους μάλωσε «δεν ντρέπεστε, είστε τα ινδάλματα όλης της Ελλάδας και τσακωνόσαστε σαν μαθητούδια»
Το πειράγματα μεταξύ τους πολλά, μόλις ο Μάνος πρωτο-παρουσίασε τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς» του λέει ο Μίκης σε μια ταβέρνα «καλά τι σόι τραγούδι ειν' αυτό που πήγες κι έγραψες…πονούν οι ρώγες μου, θα' χεις τα πόδια σου ανοιχτά κλπ" (στο τραγούδι Ερωτική άσκηση για τέσσερις), του απαντά ο Μάνος « αυτά σε πείραξαν, δεν κοιτάς την δική σου σαχλαμάρα ; Ποιά; ρωτάει ο Μίκης έκπληκτος Ε, δεν ξέρεις, "Να τη πετιέται από ψηλά κι αγριεύει και θεριεύει κλπ."
Έλεγε όταν ήταν θυμωμένος « Με τον Μίκη δεν έχομε καμία σχέση παρά μόνο την κατάληξη –ακης στο επίθετο μας για αυτό και εγώ είπα να την γράφω με ι Χατζιδάκις, πέρναγε μια εβδομάδα και του πέρναγε ο θυμός, όταν τον ξαναρωτούσαν έλεγε « όχι μωρέ, άλλαξα την κατάληξη γιατί το η Χατζιδάκης με παχαίνει»!
Συνεχίζει ο Μίκης: ανεξάρτητα από τις περιπέτειες των σχέσεων μας, ένιωθα πάντα μια απέραντη τρυφερότητα για τον ευάλωτο Χατζιδάκι που προσπαθούσε με κάθε τρόπο να κρύψει την αγάπη που στερήθηκε, μου άρεσε να τον ακούω να μιλάει, δεν τον διέκοπτα ποτέ, όταν μιλούσε, διατύπωνε τόσο άρτια, με τόσο άψογα Ελληνικά και τόσο τέλεια τεκμηριωμένα οτιδήποτε έθιγε, που σε έπειθε χωρίς δεύτερη σκέψη, σε καθήλωνε μονάχα με ένα βλέμμα, ήταν ένας γόης, ως άνθρωπος, ως διανοούμενος και ως συνθέτης. Ένα δώρο των Θεών στη χώρα μας
Πολιτική είναι οποιαδήποτε πράξη επηρεάζει την κοινωνία, αν σας ρωτήσουν λοιπόν ποιοι είναι οι κορυφαίοι Έλληνες πολιτικοί, πείτε αυτοί οι δύο, σε αντίθεση με τους επαγγελματίες της πολιτικής που ιδιοτελώς μας χρεοκόπησαν, μας ντρόπιασαν, μας δίχασαν , αυτοί έκαναν περήφανο ένα ολόκληρο λαό, όλη η οικουμένη ταύτισε την μουσική τους με την Ελλάδα, ένωσαν ένα ολόκληρο λαό, τους τραγουδούσαμε και οι αποστάσεις μεταξύ μας εκμηδενίζονταν!
Σαν σήμερα, 15 Ιουνίου του 1994, μας άφησε το «δώρο των Θεών στη χώρα μας», ο Μίκης σπεύδει στο Νεκροτομείο του Ευαγγελισμού και παρακαλεί την Διευθύντρια να τους αφήσει μόνους τους, ο Μάνος γυμνός στο τραπέζι του νεκροτομείου , είχε χάσει πολλά κιλά από την περιπέτεια της υγείας του και ήταν πανέμορφος, έμεινε μαζί του περίπου μισή ώρα χαιδεύοντας του το κεφάλι, μιλώντας του τρυφερά, όλα όσα δεν του είχε πει ολόκληρες δεκαετίες, στο τέλος «του έκλεισα τα μάτια και του είπα, Καλή Αντάμωση Μάνο μου, και έφυγα δακρυσμένος».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου