Ανάλυση του Μένουμε Θεσσαλονίκη
Η πανδημία του Κορωνοϊού πρόσθεσε άλλη μια μακρά και με ανυπολόγιστο κόστος κρίση στον μακρύ κατάλογο των αναταράξεων της τελευταίας 20ετίας. Γιατί, αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει από το 2001 και την τρομοκρατική επίθεση στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης, το παγκόσμιο σύστημα διέρχεται ...
αλλεπάλληλες κρίσεις: Οικονομική κρίση, γεωπολιτική κρίση, μεταναστευτική και οικολογική κρίση –τώρα, υγειονομική κρίση.
Όλα τούτα τα φαινόμενα είναι αδιάψευστοι μάρτυρες μετάβασης. Η υπερπαγκοσμιοποίηση που κυριάρχησε και μεταβλήθηκε στα μυαλά των ανθρώπων σε αναπόδραστη πραγματικότητα, υποχωρεί σαφέστατα. Και μόνο τις προβλέψεις για την μεγάλη πτώση στις αεροπορικές μετακινήσεις, με την συνακόλουθη αλλαγή τοπίου που θα προκαλέσει αυτή η τάση στις αερομεταφορές και τον τουρισμό, αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε το πόσο θα αλλάξουν γύρω μας τα πράγματα.
Για μια χώρα σαν την Ελλάδα –και μια πόλη σαν την Θεσσαλονίκη, βέβαια– όπου επί χρόνια ακολουθούσαν ένα μοντέλο παρασιτικό, επικεντρωμένο κυρίως στον τουρισμό, την κατανάλωση και τις… εισαγωγές η μετατόπιση του κέντρου βάρους οικονομικής δραστηριότητας, καθώς και η απαιτούμενη, συνακόλουθη αλλαγή νοοτροπιών, συμπεριφορών και καθιερωμένων πρακτικών (όπως για παράδειγμα ως προς το τι είναι δημόσιο και πώς λειτουργεί) θέτει και ένα επιπλέον ζήτημα: Αυτό της εθνικής επιβίωσης και της αυτοδυναμίας μας στον 21ο αιώνα.
«Ή αλλάζουμε ή βουλιάζουμε» όπως έλεγε και ο Γεώργιος Ανδρέα Παπανδρέου, για να επιλέξει έπειτα με την ευστροφία που τον διακρίνει το δεύτερο. Τι σημαίνει αυτό, όμως, άραγε για τον Δήμο Θεσσαλονίκης;
Ότι θα πρέπει να αναλάβει καθοδηγητικό ρόλο και να σύρει την πόλη έξω από τα πρότυπα «διασκεδαστηρίου», εγκατάλειψης της παραγωγής, υποτίμησης της γνώσης, και καθήλωσης του πολιτισμού στην παρακμιακή λογική του «άρτος και θεάματα» που καθιερώθηκαν επί διοικήσεων Παπαγεωργόπουλου και Μπουτάρη.
Γι’ αυτήν την αυτονόητη θέση, η δημοτική παράταξη Μένουμε Θεσσαλονίκη έχει δεχθεί πολλές κριτικές τόσο από την προηγούμενη όσο και από την τρέχουσα διοίκηση: Ανεδαφική και γραφική την αποκαλούσε η προηγούμενη διοίκηση, «ακαδημαϊκή», «γενικόλογη» και «θεωρητική» σχολιάζεται σήμερα από το περιβάλλον του δημάρχου.
Με τις κάτωθι προτάσεις – παραδείγματα θα δείξουμε ότι κάθε άλλο παρά αφηρημένο είναι το αίτημα που διατυπώνουμε. Ότι ο Δήμος όντως μπορεί να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο, στην δημιουργική και παραγωγική στροφή της Θεσσαλονικιώτικης οικονομίας, και ότι υπάρχουν πεδία στα οποία μπορεί να δραστηριοποιηθεί άμεσα προς αυτήν την κατεύθυνση.
Προκαταρκτικά να διευκρινίσουμε ότι σε παγκόσμιο επίπεδο ήδη υπάρχει η σχετική διεθνής βιβλιογραφία με παραδείγματα πόλεων στα μεγέθη και με τα χαρακτηριστικά της Θεσσαλονίκης (1 εκ. πληθυσμός, ευνοϊκή γεωγραφική θέση, υψηλή εκπαιδευτική λειτουργία, ειδικό πολιτιστικό αποτύπωμα κ.ά.) οι οποίες κατάφεραν να αντιστρέψουν το κύμα αποβιομηχάνισης, και να αποκτήσουν νέο ρόλο στον παγκόσμιο παραγωγικό χάρτη, συνδυάζοντας την «οικονομία της γνώσης», την ποιοτική παραγωγή, την καινοτομία, και την υψηλή τεχνική πολυειδίκευση. Επί του συγκεκριμένου όμως:
Οι ενεργειακές κοινότητες και ο Δήμος Θεσσαλονίκης
Οι τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας καθώς και η παραγωγή της από Ανανεώσιμες Πηγές, αποτελούν κλάδους υψηλής παραγωγικότητας, υψηλής προστιθέμενης αξίας και μεγάλης ζήτησης. Για τις ΑΠΕ, και ιδίως για την ηλιακή ενέργεια, οι παράγοντες που κρίνουν την βιωσιμότητα των επενδύσεων είναι προφανώς το κλίμα (δηλαδή η ηλιοφάνεια), η δυνατότητα δέσμευσης μεγάλων εκτάσεων για την τοποθέτηση των ηλιοσυλλεκτών, και η δυνατότητα κινητοποίησης σημαντικών πόρων (καθώς ο κλάδος είναι υψηλής τεχνολογίας, και απαιτεί σημαντικά κεφάλαια για την δραστηριοποίηση σε αυτόν).
Ένας οργανισμός σαν τον Δήμο Θεσσαλονίκης, ανταποκρίνεται σε πολλά από αυτά τα πλεονεκτήματα: Παράδειγμα, η έκταση· ο δήμος θα μπορούσε να εφαρμόσει την συγκεκριμένα τεχνολογία στις ταράτσες όλων των κτηρίων που διαχειρίζεται (υπηρεσίες, βιβλιοθήκες, σχολεία κ.ά.). Επίσης, μπορεί να συμπράξει με άλλους μεγάλους φορείς (όπως το ΑΠΘ και το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας ή το Τρίτο Σώμα Στρατού) για να αυξήσει περαιτέρω την επιφάνεια που μπορεί να εκμεταλλευτεί –η νομοθεσία των ενεργειακών κοινοτήτων, το επιτρέπει εξ άλλου. Χώρια που σε πολλές περιπτώσεις, όπως εκείνην των Πανεπιστημίων η σύμπραξη μπορεί να έχει και άλλα αντικείμενα (όπως για παράδειγμα την έρευνα και την εξέλιξη της χρησιμοποιούμενης τεχνολογίας) καταφέρνοντας έτσι να προσελκύσει επιπλέον πόρους.
Όσο για το ζήτημα των κεφαλαίων, ο Δήμος ως οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης έχει πρόσβαση τόσο σε ευρωπαϊκούς πόρους (η ενεργειακή μετάβαση στις ΑΠΕ είναι ένας από τους κλάδους που επιδοτείται πιο αδρά από διεθνείς οργανισμούς), σε ειδικά δάνεια με πολύ συμφέροντα επιτόκια, και γενικότερα μπορεί να μοχλεύσει πόρους με πολύ μεγαλύτερη ευκολία απ’ ό,τι ο ιδιωτικός τομέας (όπως συμβαίνει στην Γερμανία, για παράδειγμα). Αυτό ισχύει, βέβαια, όπου και όποτε τα κομματικά καρτέλ δεν έχουν καταφέρει να καταστρέψουν εντελώς τους πολιτικούς οργανισμούς.
Ποια θα ήταν η ωφέλεια από τέτοιες επενδύσεις; Ο Δήμος θα εξοικονομούσε αρκετά από τις δαπάνες του σε ηλεκτρικό ρεύμα, καύσιμα κ.ο.κ. με συνέπεια να απελευθερώνονται πόροι που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν στην αυτοχρηματοδότηση δημοτικών έργων. Ενώ σε δεύτερη φάση, ο Δήμος θα μπορούσε να καθιερώσει και προγράμματα εξοικονόμησης που να απευθύνονται σε νοικοκυριά (όπως για παράδειγμα η μείωση του κόστους κοινοχρήστων με την τοποθέτηση ηλιοσυλλεκτών στις ταράτσες κ.ο.κ.).
Το ίδιο θα μπορούσε να γίνει και σε ό,τι αφορά στην αιολική ενέργεια (στην πόλη του… Βαρδάρη), καθώς η εφαρμογή φιλικών προς το αστικό περιβάλλον, κάθετων ανεμογεννητριών μέσα στις πόλεις είναι μια πρακτική που κερδίζει διεθνώς έδαφος –σε βάρος των από πολλές απόψεις ασύμφορων και οικολογικά καταστροφικών μεγάλων βιομηχανικών αιολικών πάρκων.
Μπορεί ένας δήμος να κάνει παραγωγικές επενδύσεις εξαγωγικού χαρακτήρα;
Ναι, αν εκμεταλλευτεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ευρύτερης περιοχής, καθιερώσει μια νέα πρακτική διαδημοτικών συνεργασιών, και εκμεταλλευτεί την «διπλωματία των πόλεων» προς αυτήν την κατεύθυνση. Ένα παράδειγμα, αφορά στην ελαιοπαραγωγική Χαλκιδική.
Ο Δήμος Θεσσαλονίκης σε κοινοπραξία με τον τοπικό δήμο και άλλους φορείς σχετικούς με το αντικείμενο, θα μπορούσε να επενδύσει στην δημιουργία μιας μεγάλης, σύγχρονης μονάδας μεταποίησης λαδιού (καθώς σήμερα το πρόβλημα της Ελλάδας έγκειται στο γεγονός ότι εξάγει ακατέργαστη πρώτη ύλη σε άλλους που την μεταποιούν και εκμεταλλεύονται την ποιότητά της). Η επένδυση θα μπορούσε να βασιστεί στις πρακτικές της «συμβολαιακής γεωργίας» από τη μια πλευρά, παρέχοντας σταθερές τιμές και ασφάλεια απορρόφησης της σοδειάς στους ελαιοπαραγωγούς. Για την διάθεση του λαδιού που θα συσκευάζει, στο πλάνο μπαίνει η «διπλωματία των πόλεων». Οι χώρες της Ανατολικής Ασίας αποτελούν σημαντικές αγορές για την ολοένα και αυξανόμενη καταναλωτική ισχύ των μεσαίων τους τάξεων. Επίσης, λειτουργούν σε κρατοκεντρικά οικονομικά μοντέλα, γεγονός που διευκολύνει την σύναψη συμφωνιών και σε επίπεδο τοπικής αυτοδιοίκησης. Την ίδια στιγμή, μια σημαντική παροικία Κινέζων δραστηριοποιείται στην Θεσσαλονίκη. Άραγε, ο Δήμος δεν θα μπορούσε να αξιοποιεί αυτά τα δεδομένα, προκειμένου η μονάδα του να εξάγει λάδι στην Ανατολική Ασία; Αξίζει να σημειωθεί ότι όταν μιλάμε για μια παραγωγική επένδυση κοινοπρακτικού χαρακτήρα δεν μιλάμε για «κρατικό τομέα» έτσι όπως τον έχουμε συνηθίσει στην Ελλάδα. Μιλάμε για ιδιωτικού δικαίου κοινοπρακτικές επιχειρήσεις που λειτουργούν βάσει της αρχής της οικονομικής βιωσιμότητας, με την διαφορά όμως ότι το κέρδος δεν πηγαίνει σε ιδιωτικές τσέπες αλλά απορροφάται σε κοινωνικές, οικολογικές, πολιτιστικές επενδύσεις κοινής ωφέλειας.
Η ανακύκλωση ως ευκαιρία παραγωγικής ανασυγκρότησης
Φυσικά, ένας άλλος κλάδος στον οποίον ο Δήμος θα μπορούσε να δραστηριοποιηθεί, γιατί ήδη διαχειρίζεται την πρώτη ύλη είναι εκείνος της αξιοποίησης των απορριμμάτων. Συγκεκριμένων τους ρευμάτων, όπως είναι τα βιοαπόβλητα, το μέταλλο, το χαρτί. Αν κρατούσε στα δικά του χέρια την αξιοποίηση αυτών των απορριμμάτων ο Δήμος, θα μπορούσε να αποκτήσει πηγές εσόδων για τον εκσυγχρονισμό όλων των υπηρεσιών καθαριότητας. Ήδη άλλοι Δήμοι της Θεσσαλονίκης, όπως ο Δήμος Συκεών, έχουν προχωρήσει σε πιλοτικά προγράμματα παραγωγής βιοντίζελ από ελαιοαπόβλητα. Ο Δήμος Θεσσσαλονίκης, με την εστίαση να κυριαρχεί στο κέντρο της πόλης, δεν θα μπορούσε να υλοποιήσει κάτι αντίστοιχο;
Επίσης, υπάρχει το ζήτημα με την κλοπή της ανακυκλώσιμης πρώτης ύλης από τους μπλε κάδους, πίσω από την οποία κρύβονται μαφίες, άθλιοι όροι εκμετάλλευσης όσων εργάζονται για λογαριασμό τους, και βέβαια κλοπή του πλούτου που ανήκει σε όλη την κοινωνία. Η λύση είναι μια, και την έχουμε επαναλάβει ουκ ολίγες φορές: Θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα υπογειοποίησης των ανακυκλώσιμων κάδων, έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί μια και καλή το φαινόμενο.
Ο Δήμος ως σημείο αναφοράς της ευρύτερης παραγωγικής οικονομίας
Ο Δήμος, βέβαια, ούτε μπορεί ούτε πρέπει να υποκαταστήσει τον ιδιωτικό τομέα, που είναι και η ραχοκοκαλιά της παραγωγικής οικονομίας. Στην εποχή μας, δε, οι πιο σύγχρονες οικονομικές τάσεις αποστρέφονται τις τεράστιες επιχειρήσεις, προκρίνουν τις μικρές και τις μεσαίες, που λειτουργούν σε δίκτυο και αξιοποιούν συνέργειες και συνεργασίες.
Ο κύριος ρόλος του Δήμου μέσα σε αυτό το τοπίο, είναι συντονιστικός. Επί παραδείγματι, είναι ήδη γνωστό πως οι επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας στην πόλη αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εύρεση εργαζόμενων με υψηλές δεξιότητες, καθώς ξένα πανεπιστήμια και επιχειρήσεις καταφέρνουν να κερδίζουν το μεγαλύτερο μέρος εκείνων που βγαίνουν από τα πανεπιστήμια της πόλης. Δουλειά του Δήμου είναι να συμβάλει ώστε να σταματήσει η «διαρροή εγκεφάλων», που τελματώνει τόσο την οικονομία της ευρύτερης περιοχής, όσο και εν γένει την εθνική οικονομία. Δεν θα μπορούσε να φτιάξει ένα γραφείο διασύνδεσης του πανεπιστημίου με τις τοπικές επιχειρήσεις, ώστε να μην αφήνει τους ξένους παίκτες με τις «ημέρες καριέρας» και τις λοιπές ημερίδες να μονοπωλούν στα πανεπιστήμια;
Αυτό που θέλουμε είναι ένας φορέας ικανός να προσελκύσει επιχειρήσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας ώστε να επενδύσουν στην Θεσσαλονίκη, αξιοποιώντας ορισμένα από τα πλεονεκτήματά της, όπως είναι το πανεπιστήμιο. Και όχι να συμβαίνει το αντίστροφο, που ισχύει τις τελευταίες δεκαετίες, δηλαδή, να χάνουμε ως πόλη και επενδύσεις και εργαζόμενους. Γι’ αυτό και θα πρέπει να προχωρήσουμε στην δημιουργία ενός ειδικού τοπικού συμβουλίου για την υποστήριξη των δραστηριοτήτων υψηλής προστιθέμενης αξίας, όπου ο Δήμος θα κληθεί να συνδιαμορφώσει πολιτικές με τους άμεσα ενδιαφερόμενους.
Δεύτερον, υπάρχει και ζήτημα δυο μέτρων και δυο σταθμών από την μέχρι τα τώρα συμπεριφορά του Δήμου. Με τον μόνο κλάδο που έχει μόνιμη, και κανονική επαφή, έχοντας θεσπίσει ειδικούς διαύλους διαβούλευσης, συντονισμού και κοινής δράσης είναι με τον τουριστικό κλάδο, τους Ξενοδόχους κ.ο.κ.
Την τελευταία δε δεκαετία, ο Δήμος έπαιξε πρωταγωνιστικό ρόλο στην τουριστική ανάπτυξη της πόλης, συνδιαμορφώνοντας την φυσιογνωμία της, προωθώντας την σε διεθνή φόρα κ.ο.κ. Εκεί που ήθελε, δηλαδή, ο Δήμος μπορούσε να αναπτύξει πολιτική ενίσχυσης της τοπικής οικονομίας.
Εκεί που δεν ήθελε, όπως κατεξοχήν συνέβη με την παραγωγή, την οικονομία της γνώσης, και την υψηλή τεχνολογία, οι διοικήσεις του Δήμου θυμόταν ξαφνικά τις… αδυναμίες και την ανημποριά της τοπικής αυτοδιοίκησης, ότι δεν υπάρχουν «σχέδια» ή ότι «οι κλάδοι αυτοί έχουν πεθάνει» υποτιμώντας πλήρως τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτά τα πεδία και έχουν διεθνή επιτυχία.
Γι’ αυτό, κλείνοντας αυτό το κείμενο – αναφορά στην δυνατότητα που έχει σήμερα ο Δήμος Θεσσαλονίκης να αποκτήσει παραγωγική φυσιογνωμία ποικιλοτρόπως, θα επαναλάβουμε άλλη μια φορά: Ο παρασιτισμός δεν είναι «κατάρα» ή «βάσκανος μοίρα», όπως δικαιολογείται γι’ αυτόν όλο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, επειδή στηρίζει ένα κομματικό-σύστημα καρτέλ ικανό μόνο για να αναπαράγεται το ίδιο στην καρέκλα του. Είναι πολιτική επιλογή –πράγμα που σημαίνει πως όποιος δεν θέλει να την ακολουθήσει, μπορεί να υλοποιήσει πολιτικές προς την αντίθετη κατεύθυνση. Φτάνει πια, λοιπόν, με αυτήν την κακομοιριά που δολίως διακινεί το κομματικό σύστημα της χώρας προκειμένου να ισοπεδώσει τα πάντα τριγύρω του ώστε να τα εξισώσει με το δικό του, ελάχιστο επίπεδο.
Ο κόσμος αλλάζει μοντέλο. Η υπερπαγκοσμιοποίηση μας τελειώνει, και μαζί της παρασέρνει και τα παράσιτά της. Ή θα καταφέρουμε να γλυτώσουμε από τα χέρια τους την χώρα, και την πόλη μας, προς όφελος όλων μας, ή θα συνεχίσουμε στην κατακρήμνιση που ξεκίνησε την προηγούμενη δεκαετία.