Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Καθημερινά αντιμετωπίζω πρόβλημα επικοινωνίας με τους συμπατριώτες μου. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθώ να καταλάβω τί ακριβώς ήθελε να μου πει ο συνομιλητής μου ανασυντάσσοντας τις προτάσεις του, ώστε να βγάζουν νόημα. Με ενοχλεί αφάνταστα αυτή η διαδικασία, αφού προκαλεί απώλεια χρόνου, καθώς αναγκάζομαι να....
αναπαράγω τον λόγο του, για να μου επιβεβαιώσει ότι ήθελε να πει αυτό που κατάλαβα ή κάτι άλλο. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές έχω καταλάβει άλλο πράγμα. Ίσως και να φταίω εγώ που έχω παιδιόθεν τη συνήθεια να βάζω πρώτα το υποκείμενο, μετά το ρήμα και στο τέλος το αντικείμενο.
Εκείνο που με τρελλαίνει, όμως, είναι να ακούω τους παρουσιαστές στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο να πετάνε τις μεγαλύτερες κοτσάνες με απόλυτη φυσικότητα. Ο ένας λέει ότι το Λιμενικό «περισυνελέγει» του ναυαγούς. Ο άλλος δίνει την προσταγή «υπέγραψε», «επέλεξε», «αντέγραψε». Η υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι κάτι τέτοιο «δεν είχε διασχίσει ποτέ το μυαλό της». Τί παράδειγμα να πάρουν οι νέοι που τους ακούνε;
Τί να φταίει άραγε; Θυμάμαι προ 15 ετών που είχα πάει στο σχολείο τού Βενιαμίν της οικογενείας άμα τη αποφοιτήσει του από την 1η Δημοτικού. Είχε καλέσει η δασκάλα τούς γονείς σε συνάντηση. Μας έδινε οδηγίες ως προς τη στάση μας απέναντι στα βλαστάρια μας για το καλοκαίρι. Να μην τα πιέζουμε να διαβάζουν κάποιο βιβλίο, να μην τα βάζουμε να γράφουν κάποια έκθεση πού και πού κ.λπ. [και όχι «κ.λ.π.»] Το αποκορύφωμα ήταν η προτροπή της να μη διορθώνουμε τα ορθογραφικά λάθη των παιδών. Στο σημείο εκείνο δεν άντεξα και της είπα ότι μία φορά που η Αλεξία μού έγραψε «μπαμπά σ’ αγαπό», την έβαλα να γράψει 10 φορές «σ’ αγαπώ». Ένας άλλος πετάχτηκε και είπε «εγώ τον Ηλία τον βάζω να τα γράφει 20 φορές».
Άλλη λόξα είναι που γράφουν, ακόμη και σε νόμους, «εξ’», ενώ είναι, ή θα έπρεπε να είναι, γνωστόν ότι επί προθέσεων που ακολουθούνται από φωνήεν η απόστροφος αντικαθιστά το φωνήεν της πρόθεσης [έκθλιψη]. Έτσι, το «από» γίνεται «απ’» ή «αφ’», το «επί» γίνεται «επ’» ή «εφ’» κ.ο.κ., αλλά η πρόθεση «εκ» γίνεται «εξ», όταν ακολουθείται από φωνήεν, διότι το «εκ» δεν έχει στο τέλος του φωνήεν, για να ακολουθήσει η έκθλιψη*. Παρεμπιπτόντως: όταν οι «μορφωμένοι» χρησιμοποιούν τη φράση «εξ απαλών ονύχων» εννοώντας «ακροθιγώς», αποτρελλαίνομαι.
Διάβαζα προ ημερών σε ανακοίνωση αντιεξουσιαστικής ομάδας ότι οι αστυνομικοί «επιτίθονταν». Σε βούλευμα είχα διαβάσει προ μηνών ότι οι πράξεις του κατηγορουμένου «αντίκονταν». Πόσο εύηχες, λέξεις. Και οι οδοκαθαριστές παραπονούνται που καταργείται «το βαρέο και ανθυγιεινό».
Γιατί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός μας να μην κάνει «απεύθυνση» πλατειού καλέσματος στις προοδευτικές δυνάμεις; Πάντως, ανέτρεξα στον Μπαμπινιώτη, για να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει η λέξη «απεύθυνση». Δεν είμαι παντογνώστης. Μπορεί να έκανα λάθος και να πίστευα πεπλανημένος ότι τέτοια λέξη είναι ανύπαρκτη, ενώ είναι υπαρκτή. Αλλά τί μπορεί να ξέρει ο Μπαμπινιώτης που ακόμη πιστεύει ο δύσμοιρος, ότι δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει π.χ. η κ. Κατριβάνου, η κ. Καρακώστα, η κερα-Τασία, η θεία Όλγα και τ’ άλλα τα παιδιά;
Ωχ Θε μου! Δεν μου φτάνουν όλα τ’ άλλα, πρέπει να μου ξύνουν και τ’ αυτιά με τις ελληνικούρες τους κυβερνώντες και μη.
Σώτος
* εκ [ek] & εξ [eks], όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν· πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εκ-)· συντάσσεται με γενική συνήθ. σε εκφράσεις ή ΦΡ και δηλώνει τό πο, προέλευση, καταγωγή, τρόπο, χρόνο, αιτία, μέρος ενός συνόλου κτλ.: ~ δεξιών / εξ αριστερών. ~ Λαρίσης. ~ των ένδον*. ~ βάθρων*. ~ θεμελίων*. ~ των ενόντων*. ~ των ων ουκ άνευ*. ~ του μη όντος*. ~ πρώτης όψεως*. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής* / όψεως*. εξ ονόματος* κάποιου. ~ βάθους ψυχής* / καρδίας*. ~ των πραγμάτων*. ~ μέρους* κάποιου. ~ Θεού*. ~ γενετής*. εξ αντικειμένου*. εξ υπαρχής*. εξ υποκειμένου*. εξ ανάγκης*. εξ επαγγέλματος*. εξ επαφής*. εξ αποστάσεως*. εξ ολοκλήρου*. εξ απαλών* ονύχων. (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα*. (νομ.) εξ αδιαιρέτου*. εξ αμελείας*. εξ ημισείας*.
[λόγ. < αρχ. ἐξ, πριν από σύμφ. ἐκ] εκ- [ek] & [eg], κάποτε πριν από [v, γ, δ, z] & εξ- [eks], πριν από φωνήεν & έκ- [ék] ή [ég] ή έξ- [éks], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η πρόθεση εκ ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· συνήθ. δηλώνει: I1α. αφαίρεση· (πρβ. απο-): εκκοκίζω· εκκοκιστήριο, εκχύμωση, εκχωμάτωση, εξαερισμός· εκκοκιστικός. β. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εκθρονίζω, εκπατρίζομαι, εκτοπίζω· εκθρόνιση, εκπατρισμός, εκτόπιση. γ. κίνηση, φορά προς τα έξω: εκπαραθυρώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· εκπαραθύρωση, εκτίναξη, εκτόξευση, εκσφενδόνιση· συχνά σε αντίθεση με το εισ-: εκβάλ λω, εκπνέω, εκρέω, εξέρχομαι· εκβολή, εκπνοή, εκροή, έξοδος. 2. με τη σημασία: α. έξω, προς τα έξω: έξωμος· (ιατρ.) εξόφθαλμος, εξοφθαλμία. β. έξω από τα όρια που θέτει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκπρόθεσμος. ANT εμπρόθεσμος. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το υποκείμενο: εκμαιεύω, εκπλειστηριάζω, εκτελωνίζω, εκφοβίζω, εξαναγκάζω· εκτελωνισμός, εκφοβισμός, εξαναγκασμός· εκβιαστικός. 4. (σε ρήματα) δηλώνει τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκλαϊκεύω, εκχυδαΐζω, εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξαχνώνω· εκλαΐκευση, εκχυδαϊσμός, εξάτμιση, εξαΰ λωση, εξάχνωση. || εντατική εφαρμογή ή επιβολή των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκβιομηχανίζω, εκγαλλίζω, εκπολιτίζω, εξαγγλίζω, εξευρωπαΐζω, εξισλαμίζω· εκβιομηχάνιση, εκγαλλισμός, εξευρωπαϊσμός, εξηλεκτρισμός, εκπολιτιστικός. 5. λειτουργεί: α. ως επιτατικό: έκδηλος, έκθαμβος, εκκωφαντικός, έκπληκτος, εκτυφλωτικός, εξεζητημένος· εκζήτηση, εκθήλυνση, εκμάθηση, εκλέπτυνση· εκγυμνάζω. β. ως στερητικό αίροντας τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: έκρυθμος, έκτακτος· εκτονώνω· εκτόνωση. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: εκλέγω, εξοχή. [λόγ. < αρχ. ἐξ- (ἐκ- πριν από σύμφ.) < πρόθ. ἐξ (ἐκ) `από, μέσα από΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων: αρχ. ἐκ-καλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ἐξ-απατῶ `απατώ τελείως΄, ἐξ-ανδραποδίζω, ἐκ-βαρβαρῶ καθώς και μεταρ. ουσ.: ελνστ. ἐξ-ανδραποδισμός, ἐκ-βαρβάρωσις & διεθ. ec- < αρχ. ἐκ-: εκ-κρινολογία < γαλλ. eccrinologie & σε μτφρδ.: εκ-θρονίζω < γαλλ. détrἄner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]
Καθημερινά αντιμετωπίζω πρόβλημα επικοινωνίας με τους συμπατριώτες μου. Δεν είναι λίγες οι φορές που προσπαθώ να καταλάβω τί ακριβώς ήθελε να μου πει ο συνομιλητής μου ανασυντάσσοντας τις προτάσεις του, ώστε να βγάζουν νόημα. Με ενοχλεί αφάνταστα αυτή η διαδικασία, αφού προκαλεί απώλεια χρόνου, καθώς αναγκάζομαι να....
αναπαράγω τον λόγο του, για να μου επιβεβαιώσει ότι ήθελε να πει αυτό που κατάλαβα ή κάτι άλλο. Και δυστυχώς τις περισσότερες φορές έχω καταλάβει άλλο πράγμα. Ίσως και να φταίω εγώ που έχω παιδιόθεν τη συνήθεια να βάζω πρώτα το υποκείμενο, μετά το ρήμα και στο τέλος το αντικείμενο.
Εκείνο που με τρελλαίνει, όμως, είναι να ακούω τους παρουσιαστές στην τηλεόραση ή στο ραδιόφωνο να πετάνε τις μεγαλύτερες κοτσάνες με απόλυτη φυσικότητα. Ο ένας λέει ότι το Λιμενικό «περισυνελέγει» του ναυαγούς. Ο άλλος δίνει την προσταγή «υπέγραψε», «επέλεξε», «αντέγραψε». Η υπουργός Εργασίας δήλωσε ότι κάτι τέτοιο «δεν είχε διασχίσει ποτέ το μυαλό της». Τί παράδειγμα να πάρουν οι νέοι που τους ακούνε;
Τί να φταίει άραγε; Θυμάμαι προ 15 ετών που είχα πάει στο σχολείο τού Βενιαμίν της οικογενείας άμα τη αποφοιτήσει του από την 1η Δημοτικού. Είχε καλέσει η δασκάλα τούς γονείς σε συνάντηση. Μας έδινε οδηγίες ως προς τη στάση μας απέναντι στα βλαστάρια μας για το καλοκαίρι. Να μην τα πιέζουμε να διαβάζουν κάποιο βιβλίο, να μην τα βάζουμε να γράφουν κάποια έκθεση πού και πού κ.λπ. [και όχι «κ.λ.π.»] Το αποκορύφωμα ήταν η προτροπή της να μη διορθώνουμε τα ορθογραφικά λάθη των παιδών. Στο σημείο εκείνο δεν άντεξα και της είπα ότι μία φορά που η Αλεξία μού έγραψε «μπαμπά σ’ αγαπό», την έβαλα να γράψει 10 φορές «σ’ αγαπώ». Ένας άλλος πετάχτηκε και είπε «εγώ τον Ηλία τον βάζω να τα γράφει 20 φορές».
Άλλη λόξα είναι που γράφουν, ακόμη και σε νόμους, «εξ’», ενώ είναι, ή θα έπρεπε να είναι, γνωστόν ότι επί προθέσεων που ακολουθούνται από φωνήεν η απόστροφος αντικαθιστά το φωνήεν της πρόθεσης [έκθλιψη]. Έτσι, το «από» γίνεται «απ’» ή «αφ’», το «επί» γίνεται «επ’» ή «εφ’» κ.ο.κ., αλλά η πρόθεση «εκ» γίνεται «εξ», όταν ακολουθείται από φωνήεν, διότι το «εκ» δεν έχει στο τέλος του φωνήεν, για να ακολουθήσει η έκθλιψη*. Παρεμπιπτόντως: όταν οι «μορφωμένοι» χρησιμοποιούν τη φράση «εξ απαλών ονύχων» εννοώντας «ακροθιγώς», αποτρελλαίνομαι.
Διάβαζα προ ημερών σε ανακοίνωση αντιεξουσιαστικής ομάδας ότι οι αστυνομικοί «επιτίθονταν». Σε βούλευμα είχα διαβάσει προ μηνών ότι οι πράξεις του κατηγορουμένου «αντίκονταν». Πόσο εύηχες, λέξεις. Και οι οδοκαθαριστές παραπονούνται που καταργείται «το βαρέο και ανθυγιεινό».
Γιατί, λοιπόν, ο πρωθυπουργός μας να μην κάνει «απεύθυνση» πλατειού καλέσματος στις προοδευτικές δυνάμεις; Πάντως, ανέτρεξα στον Μπαμπινιώτη, για να βεβαιωθώ ότι δεν υπάρχει η λέξη «απεύθυνση». Δεν είμαι παντογνώστης. Μπορεί να έκανα λάθος και να πίστευα πεπλανημένος ότι τέτοια λέξη είναι ανύπαρκτη, ενώ είναι υπαρκτή. Αλλά τί μπορεί να ξέρει ο Μπαμπινιώτης που ακόμη πιστεύει ο δύσμοιρος, ότι δεν υπάρχει μακεδονική γλώσσα σε αντίθεση με ό,τι πιστεύει π.χ. η κ. Κατριβάνου, η κ. Καρακώστα, η κερα-Τασία, η θεία Όλγα και τ’ άλλα τα παιδιά;
Ωχ Θε μου! Δεν μου φτάνουν όλα τ’ άλλα, πρέπει να μου ξύνουν και τ’ αυτιά με τις ελληνικούρες τους κυβερνώντες και μη.
Σώτος
* εκ [ek] & εξ [eks], όταν η επόμενη λέξη αρχίζει από φωνήεν· πρόθ. : (λόγ.) (βλ. και εκ-)· συντάσσεται με γενική συνήθ. σε εκφράσεις ή ΦΡ και δηλώνει τό πο, προέλευση, καταγωγή, τρόπο, χρόνο, αιτία, μέρος ενός συνόλου κτλ.: ~ δεξιών / εξ αριστερών. ~ Λαρίσης. ~ των ένδον*. ~ βάθρων*. ~ θεμελίων*. ~ των ενόντων*. ~ των ων ουκ άνευ*. ~ του μη όντος*. ~ πρώτης όψεως*. (γνωρίζω κπ. ή κτ.) εξ ακοής* / όψεως*. εξ ονόματος* κάποιου. ~ βάθους ψυχής* / καρδίας*. ~ των πραγμάτων*. ~ μέρους* κάποιου. ~ Θεού*. ~ γενετής*. εξ αντικειμένου*. εξ υπαρχής*. εξ υποκειμένου*. εξ ανάγκης*. εξ επαγγέλματος*. εξ επαφής*. εξ αποστάσεως*. εξ ολοκλήρου*. εξ απαλών* ονύχων. (κρίνω) εξ όνυχος τον λέοντα*. (νομ.) εξ αδιαιρέτου*. εξ αμελείας*. εξ ημισείας*.
[λόγ. < αρχ. ἐξ, πριν από σύμφ. ἐκ] εκ- [ek] & [eg], κάποτε πριν από [v, γ, δ, z] & εξ- [eks], πριν από φωνήεν & έκ- [ék] ή [ég] ή έξ- [éks], όταν ο τόνος ανεβαίνει στο πρόθημα : η πρόθεση εκ ως πρόθημα για τη δήλωση ποικίλων επιρρηματικών σχέσεων· συνήθ. δηλώνει: I1α. αφαίρεση· (πρβ. απο-): εκκοκίζω· εκκοκιστήριο, εκχύμωση, εκχωμάτωση, εξαερισμός· εκκοκιστικός. β. απομάκρυνση από αυτό που δηλώνει η πρωτότυπη λέξη: εκθρονίζω, εκπατρίζομαι, εκτοπίζω· εκθρόνιση, εκπατρισμός, εκτόπιση. γ. κίνηση, φορά προς τα έξω: εκπαραθυρώνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω· εκπαραθύρωση, εκτίναξη, εκτόξευση, εκσφενδόνιση· συχνά σε αντίθεση με το εισ-: εκβάλ λω, εκπνέω, εκρέω, εξέρχομαι· εκβολή, εκπνοή, εκροή, έξοδος. 2. με τη σημασία: α. έξω, προς τα έξω: έξωμος· (ιατρ.) εξόφθαλμος, εξοφθαλμία. β. έξω από τα όρια που θέτει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκπρόθεσμος. ANT εμπρόθεσμος. 3. (σε ρήματα) προσδιορίζει τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί το υποκείμενο: εκμαιεύω, εκπλειστηριάζω, εκτελωνίζω, εκφοβίζω, εξαναγκάζω· εκτελωνισμός, εκφοβισμός, εξαναγκασμός· εκβιαστικός. 4. (σε ρήματα) δηλώνει τη μεταβολή του αντικειμένου στην κατάσταση που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: εκλαϊκεύω, εκχυδαΐζω, εξατμίζω, εξαϋλώνω, εξαχνώνω· εκλαΐκευση, εκχυδαϊσμός, εξάτμιση, εξαΰ λωση, εξάχνωση. || εντατική εφαρμογή ή επιβολή των στοιχείων που συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: εκβιομηχανίζω, εκγαλλίζω, εκπολιτίζω, εξαγγλίζω, εξευρωπαΐζω, εξισλαμίζω· εκβιομηχάνιση, εκγαλλισμός, εξευρωπαϊσμός, εξηλεκτρισμός, εκπολιτιστικός. 5. λειτουργεί: α. ως επιτατικό: έκδηλος, έκθαμβος, εκκωφαντικός, έκπληκτος, εκτυφλωτικός, εξεζητημένος· εκζήτηση, εκθήλυνση, εκμάθηση, εκλέπτυνση· εκγυμνάζω. β. ως στερητικό αίροντας τη σημασία της πρωτότυπης λέξης: έκρυθμος, έκτακτος· εκτονώνω· εκτόνωση. II. χωρίς να έχει στα νέα ελληνικά κάποια εμφανή σημασία: εκλέγω, εξοχή. [λόγ. < αρχ. ἐξ- (ἐκ- πριν από σύμφ.) < πρόθ. ἐξ (ἐκ) `από, μέσα από΄ ως α' συνθ., παραγωγικό ρημάτων: αρχ. ἐκ-καλύπτω `ξεσκεπάζω΄, ἐξ-απατῶ `απατώ τελείως΄, ἐξ-ανδραποδίζω, ἐκ-βαρβαρῶ καθώς και μεταρ. ουσ.: ελνστ. ἐξ-ανδραποδισμός, ἐκ-βαρβάρωσις & διεθ. ec- < αρχ. ἐκ-: εκ-κρινολογία < γαλλ. eccrinologie & σε μτφρδ.: εκ-θρονίζω < γαλλ. détrἄner· το α' συνθ. περιορίστηκε σε λειτουργία προθήματος και στη σημερ. μορφή της γλ. πολλά παράγωγα δεν αναλύονται πια]