Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΚΑΡΠΟΥΖΟΥ(Μυθοπλασία πριν τον Χεμώνα)

Γράφει ο Μήτσος Τούφας

Της έστησε μια παλιοομπρέλα θαλάσσης , μια πλαστική καρέκλα , μια τεράστια μεταλλική καλαθούνα στην άκρα του δρόμου , την τιγκάρισε ίσαμε τα μπούνια καρπούζι και λίγο πεπόνι κι ύστερον ....
συνέχισε παραπέρα ο χωραφόμαγκας να στήσει κι άλλο υπαίθριο κατέστημα με άλλον υπάλληλο, να κονομήσει αδερφέ ένεκα το καρπούζι είναι δολειά εποχιακή κι ότι προλάβουμε τώρα που γυρίζει, αν γένομαι αντιληπτός.

Ζουρ βουρ τ αυτοκίνητα γεμάτα κοσμάκη που πάγαινε στις παραλίες περί κωλοπλύσιμο ήγουν μπάνια και ηλιοθεραπεία και όσον να ναι , λόγω και ζέστης να πούμε σταματούσε περί φρούτο καθότι το τραβάει η εποχή, πως να το κάνουμε δηλαδής.

Η μανταμίτσα το λοιπόν στημένη στο δόχι νταραβεριζόταν εμπορευάμενη απέ το πρωί ίσα με το βραδάκι, όπου και ματαπερνούσε ο αρρεβωνιάρης χωραφόμαγκας να κλείσει κατέστημα, να τσιμπήσει είσπραξις, να μάσει το προσωπικό ,ως την επαύριον πάλε.

Ύστερις, γύριζε σπίτι σούξου μούξου να πλυθεί , λίγο συμμάζεμα, να τσιμπήσουν κάτι με τον μόρτη, λίγο τελεόρασις και βουρ για ύπνο ένεκα και αύριο περίμενε καργαριστό δωδεκάωρο στήσιμο.
''Υπεμονή μωράκι '' ξηγούσε ο τζές, ''δολειά μας είναι . Να κονομήσουμε τώρα που γυρίζει κι απέ Σεπτέμβρη θα σ έχω στο αραλίκι και την περιποίησις. Ξεκουράσου συ , πάω γω γύρα για κάνα ποτάκι κι έρχομαι ''.
Ματσ, μουτσ, ''γειαχαραντάν''.

Πάνω κάτω έτσι περνούσε ο βίος το καλοκαιράκι , κάπως έτσι και το Χεμώνα δω που τα λέμε, ένεκα ο Λάκης, διότι περί Λάκη επρόκειτο , δυόμιση χρονάκια τώρα στην αρρεβώνα ήτο σταθερός στις συνήθειές του.
Αγροτικαί εργασίαι ολιγμερίς ,λίγο σπίτι περί τα αναγκαία τα μεσημέρια, στη γύρα μοναχός τα βραδάκια, επιστροφή, ενίοτε τον σφυρίζαμε και στο σβέλτο, γύρισμα πλάτης, νανάκια, χαρ χούρ σα το κτήνος και τούμπαλιν.
Ενίοτε την πάγαινε τσάρκα περί κανά σοβλάκι, περί κάναν καφέ εθνικές εορτές και αργίες, μη λέν πως δε τη βγάζουμε και στην κεκλοφορία , τη μοστράραμε κιόλας ένεκα ήτο και μπάνικη να πούμε , κορίτσι απέ χωριό με καλή αναθροφή , δεν αυθαδίαζε , ήτο ολιγαρκής, πολλή δολειά , λίγα λόγια κι ούλα καλά.

Περί γάμο;
''Οσονούπω. Να σταθώμεν οικονομικώς κατ ολίγον και εντάξει.''

Διαγωνίως και παραδίπλα το λοιπόν στο καρπουζοπωλείον , έδρευε έτερον υπαίθριο κατέστημα , καντίνα. Πωλούσε μπριζολάκι και λουκάνικο στο κάρβουνο, μπυρόνια στη ζούλα, αναψεκτικά και άλλα συναφή είδη προς εξυπερέτησιν.
Διαυθυντής ήτο ένα μεσόκοπο παλικάρι να πούμε, όπου φρόντιζε τα του κατεστήματος και τους δύο αλβανούς υπαλλήλους έναν στην ψησταριά, όπου καπνοβολούσε απέ το πρωί ίσαμε το βράδυ κι έναν στη σεσκευασία, διανομή.

Η μανταμίτσα πότε κάνα σάντουιτς, πότε κάνα αναψυκτικό , πότε κάνα παγωμένο νεράκι ,καλοκαίρι γαρ κι η ζέστη πολλή, πότε πάγαινε κάνα καρπουζάκι να το βάλουν ψυγείο να το ξηγηθούν κατά βραδάκι μεριά , γνωριμία , ψου ψου ψου, μου μου μου, τα λέγανε, α και καμιά κουβέντα παραπάνου , τα βασανάκια, τα έτσι, τα αλλιώς, τα δικά τους και των περί αυτώνε .
Η ώρα να περνά και νταλαβέρι να γένεται.

Γύρω γύρω όλοι στη μέση ο Μανώλης να πούμε, η γνωριμία φέρνει τριβή, η τριβή ξάνοιγμα, το ξάνοιγμα φέρνει και τα πιο προσωπικά ,τα πιο προσωπικά φέρνουσι και μπελά.
''Στο ερωτικό πως τη βγάζεις; Ένεκα σας βλέπω με το Λάκη έχετε πέσει με τα μούτρα στη δολειά και όχι στο κεχρί ως και θάπρεπε. Νομίζω;''
Άνοιξε ο ασκός του Αιόλου.
Πάγαινε ερχόταν και ξομολογιόταν τα παράπονα της στον Σωκράτη τον καντινιέρη όπου ήταν ούλος αυτί.

Τα έτσι, τα αλλιώς, τα εικοσιτρία της χρόνια που τα τρώει το καρπουζομάγαζο και η δολειά στα χωράφια, η κλεισούρα το χεμώνα, η έλλειψις τρυφερότης , κατανόησης, αγάπης τελικώς.
'' Κι από έρως;''
''Αγγαρεία.
Να τελειώνει να πάμε παρακάτου''
''Κι εσύ;''
''Εγώ, τον έρωςς δεν τον έζησσα ωςς τον ονειρεύομαν'', ξηγούσε.
''Τον απερίμενα σσαν τον δυνατό αήρ να με πάρει μέσσα του, να με σστροβηλήξει, να με παρασσύρει, όσσπερ ο ανεμορούφουλαςς τα ξερά φύλλα , μεςς τα φτερά του να ταξιδέψω ωςς τα πέρατα του σσύμπαν. Τον περίμενα ωσσάν τον λίβα που καίει τα σσπαρτά, να κάπσσει τα μέσσα μου, να με γκαγκανιάσσει και μετά σσα τη πρώτη βροχή του ΣΣεπτέμβρη, να πάρει τη σσκόνη και να ποτίσσει ωςς το τελευταίο κύτταρο της ύπαρξιςς μο.
Δεν έζησα τον έρωςς ωςς τώρα σστην απόλυτη ολότηςς του. Με αντιλαμβάνεσσθε κύριε ΣΣωκράτη μου;''
''Περικαλώ και απολύτως .''
''Ψάχνω ένα χέρι σσίγουρο, δυνατό , πεπειραμένο, να με βγάλει απέ τη λούμπα , να μο δείξει το δρόμο , το πωςς να πορευτώ ωςς να σσυναντήσσω την ευτυχία, τον πραγματικό έρωςς , να ενδώσσω και να ολοκληρωθώ ωςς γεναίκα επιτέλουςς.
Με ξαναντιλαμβάνεσσθε κύριε ΣΣωκράτη μου;''
''Ποσώς αλλά εμείς τι κάνουμε δω πέρα; Μπρίκια κολλάμε;''
''Δηλαδήςς;''

''Επαναλαμβάνω την ερώτηξις. Εμείς τι κάνουμε δώ να πούμε;
Ως φίλοι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να βοηθάμε όπου ανάγκα να πούμε, ένεκα δεν είμεθα και απλοί καντινιέρηδες;
Το οποίον μανίτσα μου γλυκειά ,εμείς να πούμε, είμαστε δω έτοιμοι ,να διδάξουμε τον έρως σ ούλες του τις διαστάσεις. Χρόνια ολάκαιρα διδάσκουμε τις ερωτικώς προβληματικές αν και εφ όσον γένομαι αντιληπτός και με το μπαρδόν δηλαδής . Οχι να το περηφανευτώ να πούμε, αλλά σ αυτούς τους κύκλους είμαστε γνωστοί ως ''Ο Δάσκαλος.''
Και επειδής τα πολλά λόγια είναι φτώχεια, αύριο βράδυ περί δέκα η ώρα νταν, σε αναμένω ζούλα στο γηπεδάκι όπισθεν νεκροταφείο, να σου ξηγήσω το πως και το τι, το διότι και το διατί του πράματος. Από αντίρρησις μεδέν και αναμένω.

Εν τω μετάξυ πες μια καλή δικιολογία στο μαλάκα περί την απουσία σου ,νάχουμε ήσυχο το κεφάλι να ν αφοσιοθώμεν απερίσπαστοι στο μάθημα''.

Τάβαλε κάτω , η μαντάμ καρπουζοπώλις, αφήκε κατά μέρος τις παπαριές του Σωκράτη, το σκεύηκε από δώ, το σκεύηκε απέ κει, προχωρώ , μένω , τι χάνω, τι κερδίζω ,τι έχω, τι θέλω απ τη ζωή μου και τ αποφάσισε.
Βουρ!!!!
Φορτωθείσα το ίδιο βραδάκι στο χάρβαλο κορόλα του Σωκράτη, στον πρώτο ανευρεθέντα σκοτεινό χωματόδρομο έλαβε μια προκαταβολή περί έρωτος και άλλων δαιμονίων που έλεγε κι ένας τεράστιος, όπου τρόμαξαν απέ τις φωνές της ως κι οι πεθαμένοι απ το παραπέρα νεκροταφείο και παραλίγο να σηκωθούν και ν αρχέψουν το τρέξιμο. Κι επειδής ήτο μαθήτρια καλή και τάπαιρνε τα γράμματα , στον πρώτο μήνα πάνω ήρθε και γέννηκε αητός χρυσόφτερους σε άπαντα τα κόλπα και τα σαλτανάτια ,να πούμε.

Την έστρεξε ο έρως, ήρτε κι άνθησε , άλλαξε το μούτρο, η συμπεριφορά , το στυλ, το μαλλί, το ντύσιμο,το έτσι ,το αλλιώς, τα πάντα ούλα. Την αλλαγή την έπιασε ως κι Λάκης αλλά απόδωσε το γεγονότο στη γεναικεία φιλαρέσκεια και σ άλλα τέτοια μπαρμπούτσαλα.
Υστερις στο μαγαζί τώρα γενόταν λαϊκό προσκύνημα . Δεν προλάβαινε να κουβαλάει καρπούζι. Και το κονόμι ,κονόμι.
Γένηκε φίρμα. ΄Τα καρπούζια της μαντάμ είναι τα πιο μερακλαντάν''
Αλλά......
Τα γόνατα του Σωκράτη όμως άρχεψαν να τρέμουνε. Νεφρά ,μέσες πλάτες πονούσαν απέ την καταπόνησις. Δε μπόραγε να πάρει τα ποδάρια του.
Ητο και κοντά μισού αιώνα γάιδαρος, πού να τα βγάλει πέρα με την μικρά που μόλις ανακάλυψε τη φωτιά. Έπεσε στα βοηθητικά μπλε χαπάκια και στις βιταμίνες προς ενίσχυσιν. Ματαίως.
Τούφυγε η μαγκιά . Ήρθε κι έρεψε .
Προσπάθησε να ξαγκιστρώσει σιγά σιγά και να την κάνει με πλάγια πηδηματάκια αλλά η άλλη κει, βδέλλα.
''Δάσσκαλε και δάσσκαλε'' το πάγαινε. ''Την διδαχτέα ύλη δε την τέλεψεςς!!!''.

Αρχεψε ο Λάκης να σκαλώνει σε πόρτες και καμάρες . Θέριεψε το κέρατο τόσο που ούτε κάτω απέ το καμπαναριό του χωριού δε χώραγε πλέον.
Τον είχαν στο χαμογελαστό τα ''φιλαράκια'' του. Του χτυπούσαν και την πλάτη. ''Συγχαρητήρια''
''Περί τι;'' αρωτούσε.
''Γενικώς''χαχάνιζαν.

Στο χωριό άρχεψαν να βροντάν οι καμπάνες .Κακός και μικρός ο κόσμος, μεγάλα και κουσκουσιάρικα τα στόματα, έστειλαν τα χαμπέρια και στον χωραφόμαγκα.
Τη στυλιάρωσε καλώς και την έστειλε πακέτο πίσω. Πήρε καναδυό ακόμα νταβραντισμένους και κάναν θερινή την καντίνα. Τον ιδιοχτήτη τον στείλανε κουβαλητό κανά μήνα στο νοσοκομείο περί ανακατασκευή.

Ύστερις άλλαξε στέκι στο κατέστημα, προσέλαβε άλλον υπάλληλο και συνέχισε τη ζωή του ως κερατάς πλέον, αλλά μεδέν η ζημιά ένεκα δεν ήτο ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος, ούτε ο μόνος. Τα κωλάδικα νάναι καλά κι από γεναίκα....

Ο διδάσκαλος Σωκράτης μάζεψε τ απομεινάρια της καντίνας και του εαυτού του, έβαλε παραμάσκαλα τις ερωτικές του γνώσεις, εμπλουτισμένες με νέες εμπειρίες πλέον και την έκανε κι αυτός γι άλλη γη γι άλλα μέρη , σε βιομηχανική περιοχή αυτή τη φορά, με φορτηγατζήδες, λαμαρινάδες , μεταφορείς και άλλους παρόμοιους τύπους , μακράν απέ τουριστικά θέρετρα, απέ χωραφόμαγκες και καρπουζούδες με υπαρξιακές και άλλου είδους ανησυχίες.

Η μανταμίτσα , μετακομήσασα στην πόλη , έπιασε διαμέρισμα και δολειά σε επώνυμο καφέ, ξύπνια και τσιλικαδούρα ,γνωρίστηκε με καθηγητήν τινά περικαλώ ,αποκατασταθείσα εν δόξη και τιμή συνέχισε τη ζωή της κανονικώς , έξυπνα κι έμορφα ως κερία καθηγητού.

Ηθικόν δίδαγμα;

Κανένα.

Ιστορία αθρώπων, όπως μου τη διηγήθηκε φιλαράκι που γνώριζε προσώπατα και συμβάντα. 'Η έτσι έλεγε τουλάχιστον.

Ο περί την αναμετάδοσις

Μήτσος Τούφας