του Δημήτρη Καζάκη
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε λίγους μήνες πριν κλείσει τα 99. Μπορεί να...
μοιάζει απίστευτο, αλλά συνέβη. Είναι γεγονός. Απεβίωσε τα ξημερώματα της Δευτέρας. Σε ανακοίνωσή της, η οικογένειά του ανέφερε: «Σήμερα στη 01:00 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν».
Κι αμέσως άρχισαν οι ευλογίες στον «μέγα πολιτικό» Κ. Μητσοτάκη για να ξεχάσουμε ποιος αληθινά ήταν. «Κορυφαίο πολιτικό ηγέτη» που «άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην πολιτική ζωή του τόπου» χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, σε δήλωσή του για τον θάνατο του πρώην πρωθυπουργού και επίτιμου προέδρου της ΝΔ.
Βρήκε ο σκύλος τη γενιά του, όπως λέει ο λαός μας κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν ο νεκρός χρήζει σεβασμού, η πολιτική του διαδρομή δεν προσφέρεται ούτε για ψέματα, ούτε για συγκαλύψεις. Όσο και να ψάξει κανείς δεν μπορεί να βρει τίποτε το θετικό – ούτε κατ’ επίφαση – που να συνδέεται με το όνομα Μητσοτάκη.
Ο Κ. Μητσοτάκης από την εποχή που για πρώτη φορά πολιτεύτηκε υπηρέτησε κυριολεκτικά όλες τις καταστάσεις εκτός από την πατρίδα και την δημοκρατία. Δεν θυμάμαι να καταλάμβαναν ποτέ, ακόμη κι ως έννοιες, σημαντικές θέσεις στο πολιτικό του λεξιλόγιο.
Ο Κ. Μητσοτάκης διακρίθηκε για το πόσο ικανός ψεύτης ήταν. Μπορούσε να σταθεί μπροστά σου και να σου πει το μεγαλύτερο ψέμα με τον πιο ειλικρινή τρόπο. Και ύστερα σε άφηνε εμβρόντητο να αναρωτιέσαι. Μα καλά, μήπως είναι έτσι όπως τα λέει; Ακόμη θυμάμαι την επίθεση φιλίας του Κ. Μητσοτάκη προς τον Χαρίλαο Φλωράκη, τότε την εποχή των ξεροτήγανων της Μαρίκας. Προσπαθούσε να πείσει τον Χαρίλαο και κατ’ επέκταση την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, ότι δεν υπήρχε καλύτερος φίλος του κόμματος στο αστικό πολιτικό στερέωμα.
Θεωρούσε τους κομμουνιστές ως συντρόφους του, γιατί μαζί πολέμησαν το ναζί καταχτητή. Έτσι έλεγε. Επρόκειτο για ιστορίες για αγρίους, αλλά έπεισε αρκετούς από την ηγεσία του ΚΚΕ της εποχής εκείνης. Πίστεψαν ότι ήταν ειλικρινής και έπεσαν στην παγίδα.
Άλλωστε, ποιος μπορούσε να αναμετρηθεί με τον Κ. Μητσοτάκη με όρους πολιτικής τακτικής; Ποιος μπορούσε να τον ξεπεράσει σε πολιτική σκέψη; Πάντως όχι η ηγεσία του ΚΚΕ εκείνης της εποχής. Μπροστά του ήταν μαθητούδια πρώτης δημοτικού. Η πολιτική οξυδέρκεια του Κ. Μητσοτάκη είχε εντοπίσει την Αχίλλεια πτέρνα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως της γενιάς του Χαρίλαου, που ήθελαν να δουν να αναγνωρίζεται η πατριωτική συνεισφορά του κόμματος έτσι ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα πισωγυρίσματος στις μαύρες εποχές της παρανομίας και του κατατρεγμού.
Ο Κ. Μητσοτάκης την είχε εντοπίσει και την χειριζόταν εξαιρετικά επιδέξια. Μέχρι και τον εμφύλιο αναγνώρισε ως συνέχεια της αντίστασης. Ποιος; Ο Μητσοτάκης παρακαλώ! Στο όνομα φυσικά της «εθνικής συμφιλίωσης». Εμφανίζοντας τον εαυτό του ως τον πρώτο αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, ο οποίος βρέθηκε να ηγείται της δεξιάς κι επομένως δεν είχε κανένα λόγο να διατηρήσει τα εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα.
Η τακτική αυτή είχε συνεπάρει την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία νόμιζε πώς έτσι ερχόταν επιτέλους η πολυπόθητη συμφιλίωση. Δεν μιλάμε για την ηγεσία του τότε ενιαίου ΣΥΝ, η οποία κυριολεκτικά σερνόταν πίσω από τον Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσοτάκης κέρδισε την φαντασία της παλιά γενιά του ΚΚΕ και οικοδόμησε στενές σχέσεις με την ανερχόμενη γενιά για μελλοντική χρήση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι επί κυβερνήσεώς του η ομάδα Δραγασάκη έχαιρε στενότατων σχέσεων με τον ίδιο τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Έτσι ο άνθρωπος του Δραγασάκη, καθηγητής (ελέω Μητσοτάκη) Σταθάκης, προτιμήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εκπροσωπήσει την Ελλάδα το 1991 στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που είχαν δημιουργήσει οι δυτικοί με πρωτεργάτη τον Φρανσουά Μιτεράν, ως τραπεζικό βραχίονα για τη λεηλασία των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού μετά την κατάρρευση του μπλοκ. Αν θέλεις να διεισδύσεις σ’ αυτές τις χώρες ποιος είναι καλύτερος να σε βοηθήσει από τους παλιούς κομματικούς με διασυνδέσεις με την παλιά κομματική νομεκλατούρα. Κι ο Μητσοτάκης δεν ήταν από εκείνους που ήξεραν να χάνουν ευκαιρίες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν διακρίθηκε για κανένα Credo. Δεν πίστευε σε τίποτε άλλο εκτός από την απόλυτη ισχύ της εξουσίας. Ο λαός γι' αυτόν δεν ήταν ένα αναγκαίο κακό, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αυταρχική και αυθαίρετη λειτουργία της εξουσίας.
Ήταν ο πολιτικός που δεν γνώριζε κομματικά ή ιδεολογικά όρια. Δεν είχε καμιά ιδεολογία, εκτός από το προσωπικό του συμφέρον. Μπορούσε να πάει με τους πάντες, να συναναστραφεί με τους πάντες αρκεί κάτι τέτοιο να συνέφερε τον ίδιο και τους σκοπούς του. Ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει ο τρόπος που «τύλιξε» την ηγεσία του ΚΚΕ το 1989 με μια επίθεση φιλίας άνευ προηγουμένου. Λες και επρόκειτο για παλιό σύντροφο που επέστρεφε στην πολιτική θαλπωρή του Κόμματος.
Και μπορεί να μην αισθάνθηκε ποτέ τίποτε γι’ αυτή την χώρα, αλλά είχε – ίσως όσο κανένας άλλος – την δυνατότητα να ταυτίζεται με τα συμφέροντα με των ξένων προστατών. Ήξερε πολύ καλά ότι χωρίς ξένες πλάτες δεν μπορεί κανείς αστός πολιτικός να διακριθεί. Και προκειμένου να διακριθεί δεν είχε κανένα πρόβλημα, καμιά αναστολή, κανένα δισταγμό να ταυτιστεί πλήρως με τα συμφέροντα των ξένων προστατών. Ακόμη κι αν χαντάκωνε προσωρινά την πολιτική του καριέρα από άποψη «πολιτικού κόστους» ή δημοτικότητας.
Το μόνο θετικό που μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτόν είναι η απίστευτη πειθαρχία που διέθετε στην επίτευξη των στόχων του. Κανείς άλλος σύγχρονός του πολιτικός δεν διέθετε την πολιτική συγκρότηση και την πολιτική σκέψη του Κ. Μητσοτάκη. Ήταν ο μόνος επώνυμος πολιτικός, ο οποίος μπορούσε να μιλήσει χωρίς χειρόγραφο, χωρίς προετοιμασία, χωρίς υποβολείς και επικοινωνιολόγους να του γράφουν, ή να του υποδεικνύουν τι να πει.
Ήταν ο μόνος που δεν ζητούσε τις ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους εκ των προτέρων. Ούτε κανόνιζε από τα πριν που θα κινηθεί μια συνέντευξη. Ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεδιπλώσει τη σκέψη του και να υποστηρίξει τις πολιτικές του επιλογές με τον πιο εύγλωττο τρόπο. Χωρίς να καταφεύγει σε εύκολα συνθήματα, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι.
Αν συνδυάσει κανείς αυτή την εντυπωσιακή αυτοπειθαρχία με το γεγονός ότι σαν άνθρωπος ήταν παντελώς αναίσθητος και αδίστακτος, δίνει ένα εκρηκτικό μείγμα πολιτικού άκρως επικίνδυνου για αυτή την άμοιρη χώρα. Να ευχαριστούμε τον καλό Θεό της Ελλάδας πού ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπόρεσε να κάνει μεγαλύτερο κακό σ' αυτή την χώρα.
Το πόσο αναίσθητος και αδίστακτος υπήρξε στη ζωή του, θεωρώ ότι το δείχνει αβίαστα μια ιστορία που ο ίδιος διηγούταν σε μια από τις αυτοβιογραφικές του συνεντεύξεις στη δεκαετία του 1990. Έλεγε λοιπόν ότι κατά την κατοχή υπήρχε πείνα κι αυτός, καθώς ήταν μεγαλόσωμος, δεν του αρκούσε ένα πιάτο φασολάδα από το συσσίτιο. Και τι έκανε; Βρήκε τρόπο να πηγαίνει σε τρία συσσίτια στα Χανιά της κατοχής κι έτσι να τρώει τρία πιάτα φασολάδα. Έτσι επιβίωσε.
Ειλικρινά, πόσο αδίστακτος πρέπει να είσαι και πόσο αναίσθητος στον ανθρώπινο πόνο γύρω σου για να διηγείσαι ως διασκεδαστική μια τέτοια κατοχική ιστορία; Ακόμη και στα γεροντάματά του, δεν πέρασε ούτε καν από το μυαλό του Κ. Μητσοτάκη ότι τα επιπλέον πιάτα φασολάδας που έτρωγε από το συσσίτιο τα στερούσε από άλλους. Ίσως πιο αδύναμους και πιο άρρωστους από τον ίδιο. Αλλά πότε νοιάστηκε για τον συνάνθρωπο, για να νοιαστεί τότε;
Μπορεί ο ίδιος να ξόδεψε πολλά για να οικοδομήσει τη φήμη του αντιστασιακού κατά τη ναζιστική κατοχή στην Κρήτη, αλλά υπάρχουν ακόμη συγγενείς των θυμάτων εξαιτίας του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αν και έφεδρος στη Μακεδονία κατά τη ναζιστική εισβολή δεν επέλεξε τη συνέχιση του πολέμου ούτε στο νησί τους, ούτε στην Αίγυπτο.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν πόδι στην Κρήτη οι ναζί, ο Κ. Μητσοτάκης φρόντισε να μπει στην υπηρεσία τους ως διερμηνέας και δικηγόρος. Οι δυνάμεις κατοχής στις μαζικές εκτελέσεις που έκαναν τότε όριζαν και δικηγόρους των θυμάτων τους, προκειμένου όλα να φαίνονται νομότυπα. Κι αποδείχτηκε εξαιρετικά επιδέξιος αφενός στο να υπηρετεί τους ναζί καταχτητές και αφετέρου να κάνει ότι μπορεί για να επωφεληθεί από δαύτους. Συχνά πουλούσε υπηρεσίες και στην αντίσταση, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα έρθουν τα πράγματα.
Η λεγόμενη αντιστασιακή δράση του Κ. Μητσοτάκη κατασκευάστηκε πολλά χρόνια αργότερα. Κι απ' ότι λένε οι κακές γλώσσες στοίχισε ακριβά στον ίδιο, γιατί έπρεπε να βουλώσει πολλά στόματα. Έτσι η σύλληψη και η φυλάκισή του από τους Γερμανούς ως αντίποινα για τις πανωλεθρίες που πάθαιναν οι κατακτητές από το αντάρτικο κυρίως του ΕΛΑΣ στον νομό Χανίων, μεταφράστηκε σε καταδίκη για δήθεν αντιστασιακή δράση.
Η αλήθεια είναι ότι φυλακίστηκε από τους ναζί με την απειλή τυφεκισμού μαζί με δεκάδες άλλους, προκειμένου οι κατακτητές να αποκτήσουν πληροφορίες για τη δράση του ΕΛΑΣ στα Χανιά. Ο Μητσοτάκης γλύτωσε γιατί οι ναζί τον θεώρησαν «αθώο» και τον απελευθέρωσαν. Πολλούς άλλους από τους συγκρατούμενούς του τους εκτέλεσαν. Γιατί άραγε;
Προσωπικά έχω γνωρίσει πολλούς παλιούς αντάρτες – που δυστυχώς οι κακουχίες της ζωής τους δεν τους επέτρεψαν να πλησιάσουν τον σχεδόν έναν αιώνα ζωής του Κ. Μητσοτάκη – οι οποίοι διηγούντο ιστορίες φρίκης και προδοσίας από αυτόν τον «κορυφαίο πολιτικό ηγέτη». Και παρά το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης φέρεται να συμμετείχε σε πολλές αντιστασιακές οργανώσεις, δεν συνδέθηκε ποτέ του με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, ούτε ανέλαβε αποστολές από αυτό. Όπως έκαναν όλες σχεδόν οι οργανώσεις αντίστασης - με πρώτο τον ΕΛΑΣ - όταν δεν ήταν βιτρίνα για κάτι άλλο.
Αφού κέρδισε τα πολιτικά του εύσημα ο Κ. Μητσοτάκης μέσα στον εμφύλιο ως μέλος της Βουλής που αθώωσε όλους τους δωσίλογους και σταμάτησε τις διώξεις εναντίον τους (Δεκέμβριος 1946) λούφαξε μέχρις νεοτέρας. Το 1951 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου. Τι σχέση είχε ο Κ. Μητσοτάκης με τα οικονομικά; Καμία. Μόνο τις στενές σχέσεις με τους Γερμανούς κατά την κατοχή. Την εποχή εκείνη η Γερμανία του Αντενάουερ επιχειρούσε νέα διείσδυση στην Ελλάδα και αξιοποιούσε όλους εκείνους που είχαν σχέσεις με τους ναζί της κατοχής.
Το 1961 βιάζεται να γίνει βουλευτής της νεοσύστατης «Ένωσης Κέντρου» και να πλασαριστεί δίπλα στον αρχηγό της, Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η πετυχημένη κίνηση, αλλά και η ένθερμη συμμετοχή του στον «ανένδοτο» είχαν ως στόχο να εξασφαλίσει υπουργικό θώκο στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Με τον στόχο αυτό κατά νου, ο Κ. Μητσοτάκης επιτίθεται αδίστακτα εναντίον της ΕΡΕ και προσωπικά εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σε τέτοιο βαθμό που ο μνησίκακος Καραμανλής του το φύλαγε ακόμη και μετά την μεταπολίτευση.
Το 1964 προχωρά στη χειρότερη μέχρι τότε πράξη εθνικού ξεπουλήματος. Διαπραγματεύεται και πετυχαίνει τη χειρότερη δυνατή ρύθμιση των προπολεμικών χρεών της χώρας. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών, ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη η παλιότερη της ΕΡΕ, που ο ίδιος ως βουλευτής της «Ένωσης Κέντρου» είχε καταγγείλει. Και την προχώρησε παρά τις αντιδράσεις και εντός του δικού του κόμματος.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Το όνειδος αυτής της ρύθμισης ολοκληρώθηκε όταν η κυβέρνηση Σημίτη το 2000 μετέτρεψε το εναπομείναν προπολεμικό χρέος σε ευρώ. Μόνο και μόνο για να συνεχίσει η χώρα να το πληρώνει σε ευρώ που για να το αποκτήσει το δανειζόταν από την ΕΚΤ.
Γιατί; Όχι μόνο γιατί η εθελοδουλία του προς τους εκάστοτε ξένους δυνάστες της πατρίδας ήταν παροιμιώδης, αλλά και γιατί περί το 30% των ομολογιών βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Πρώτα και κύρια στο παλάτι, αλλά και σε μεγάλες οικογένειες της οικονομίας και της πολιτικής, που ορέγονταν να λεηλατήσουν τη χώρα με χρέη πολυκαιρισμένα, ξεχασμένα και πολυπληρωμένα πρώτα και κύρια με το αίμα του ελληνικού λαού σε 2 δεκαετίες πολέμων.
Ιούλιος του 1965 και ο Μητσοτάκης πρωταγωνιστεί στο βασιλικό πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Παπανδρέου. Επίδικο; Πρώτα και κύρια ο έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν η εποχή που πυρετωδώς ετοιμαζόταν ο γύψος για την Ελλάδα και ο Μητσοτάκης προσέφερε πολλές υπηρεσίες για την πολιτική κάλυψη των σχεδίων για την επιβουλή χούντας.
Η δράση του αυτή την εποχή του χάρισε το προσωνύμιο «αποστάτης», από το οποίο αν και προσπάθησε πολύ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί. Ούτε καν τον καιρό Σημίτη, όπου είχε στηθεί κανονική βιομηχανία συχωροχαρτιών.
Κατά τη διάρκεια της χούντας βρέθηκε – κι αυτός – στο εξωτερικό να διεξάγει «αντιδικτατορικό αγώνα» από τα σαλόνια των χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας και ανάλογων «δημοκρατικών» δυνάμεων, αλλά ήταν ανεπιθύμητος απ’ όλους. Κανείς δεν τον ήθελε δίπλα του. Ο Καραμανλής στο Παρίσι θυμόταν ακόμη τον «ανένδοτο». Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κέντρο δεν είχε καμιά διάθεση για σχέσεις με τον πρωταγωνιστή της «αποστασίας».
Ο Μητσοτάκης βρέθηκε παντελώς απομονωμένος πολιτικά. Το μόνο που κατορθώνει αυτή την εποχή είναι να εμπεδώσει τις σχέσεις του με τον αμερικανικό παράγοντα. Άλλωστε του είχε χρησιμέψει όσο κανένας άλλος για την πολιτική προετοιμασία του δρόμου προς τη χούντα μετά τα Ιουλιανά του 1965.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε ποτέ του τις στενές οικογενειακές (και άλλες;) σχέσεις που είχε με την οικογένεια πατέρα Μπους από την εποχή που ο δεύτερος «διέπρεπε» ως διευθυντής της CIA. Ο Μπους ίσως αποτέλεσε το πιο καλό εισιτήριο για την επιστροφή του Μητσοτάκη στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα.
Με την μεταπολίτευση ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκεται στα αζήτητα της πολιτικής. Δεν τον ήθελε κανείς. Προσπάθησε να το αντιστρέψει. Το 1977 συμμετείχε στις εκλογές και εξελέγη στην περιφέρεια Χανίων ως αρχηγός του νεοσυσταθέντος από τον ίδιο κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Το 1978 «πείθει» τον Κ. Καραμανλή να τον δεχθεί στη ΝΔ και μάλιστα να τον κάνει υπουργό συντονισμού στην κυβέρνησή του. Τέτοια πολιτική ανατροπή δεν εξηγείται εύκολα. Ίσως μόνο λόγω του αόρατου χειρός του ξένου παράγοντα, της Ουάσιγκτον που θεωρούσε τότε τον Μητσοτάκη πιο σταθερό και πιο αξιόπιστο «δικό» της άνθρωπο ακόμη κι από τον ίδιο τον Καραμανλή. Και δεν είχε καθόλου άδικο.
Κι έτσι πείστηκε ο Κ. Καραμανλής να τον δεχθεί στο κόμμα και την κυβέρνησή του, παρά τη μνησικακία που έτρεφε εναντίον του Κ. Μητσοτάκη. Βέβαια, ο Μητσοτάκης προσπάθησε να εξιλεωθεί στα μάτια του «εθνάρχη», αλλά δεν νομίζω ότι το κατόρθωσε ποτέ. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι πολιτικοί, ιδίως της ψωροκώσταινας. Ξέρουν να γλύφουν όσο κανένας άλλος, εκεί που μέχρι χθες έφτυναν μετά μανίας. Και την τέχνη αυτή ο Κ. Μητσοτάκης την κατείχε ίσως όσο κανένας άλλος.
Ως υπουργός της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή ο Κ. Μητσοτάκης ήταν από τους πιο ένθερμους θιασώτες του εξωτερικού δανεισμού. Όσο μεγαλύτερος και πιο επαχθής ήταν ο δανεισμός, τόσο ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979) Και πώς να μην επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό, συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής σε βάρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Με άλλα λόγια ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την θεωρία ότι όσο περισσότερο μας δανείζουν από το εξωτερικό, ανεξάρτητα του τρομακτικού κόστους και των όρων δανεισμού, αυτό δείχνει την αυξημένη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους έναντι των ξένων κρατών και αγορών. Η θεωρία αυτή που εφάρμοσε κατά γράμμα το υπουργείο Σημίτη από το 1985 και μετά υπήρξε ο επιτάφιος για τη χώρα μας.
Στις 11 Απριλίου 1990, ενώ είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 στις οποίες το κόμμα του δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού στις τρίτες κατά σειράν εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, η ΝΔ συγκέντρωσε 150 έδρες (ποσοστό 46,88%) και έλαβε την υποστήριξη του Θ. Κατσίκη μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ. Είπαμε, ο Κ. Μητσοτάκης υπήρξε τεχνίτης στις «αποστασίες» με γνώμονα την προσωπική ιδιοτέλεια.
Στις 12 Ιουλίου 1991, ήταν ο πρώτος που πρότεινε την αποστρατιωτικοποίηση της Θράκης με την σταδιακή απομάκρυνση των «επιθετικών όπλων» από τις περιοχές της ελληνικής Θράκης, της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της νότιας Βουλγαρίας. Αυτό, αν γινόταν, θα μετέτρεπε την Θράκη σε περιοχή περιορισμένης κυριαρχίας. Δηλαδή υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης.
Η πρόταση αυτή, η οποία καθόλου συμπτωματικά ανακοινώθηκε λίγες μέρες πριν από το ταξίδι του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αθήνα, έγινε αμέσως αποδεκτή από τη Βουλγαρία, αλλά δεν βρήκε την ανάλογη ανταπόκριση από την Τουρκία. Από τότε αρχίζουν τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», τα οποία οδηγούν στην παράδοση του Αιγαίου και της Θράκης στην Τουρκία υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά συμμετέχει ενεργά στη διάλυση των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Ανοίγουν τα σύνορα με την Αλβανία με αποτέλεσμα το πρώτο μεγάλο κύμα λαθραίων μεταναστών. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε εφαλτήριο κάθε λογής μαφιόζου επιχειρηματία που αναζητά την αρπαχτή στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στην κατάρρευση αυτών των χωρών πρωταγωνιστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι έτσι η Ελλάδα δέχεται τις μάζες λαθραίων μεταναστών απ’ όλες αυτές τις χώρες, θυμάτων της κατάρρευσης.
Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρωθυπουργός του Σκοπιανού. Ήταν εκείνος που απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό είπε για το όνομα της Μακεδονίας, «…σε δέκα χρόνια ούτε που θα το θυμάται κανένας.»
Το διήμερο 1-2 Μαΐου 1993, υπήρξε ο οικοδεσπότης πρωθυπουργός της Διάσκεψης των Αθηνών, η οποία εγκωμιάστηκε ως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη γιουγκοσλαβική κρίση, αφού, κατά τη διάρκειά της, ο ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας Ράντοβαν Κάρατζιτς, πείσθηκε να υπογράψει υπό όρους το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο Βανς-Οουεν. Αυτό το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο άνοιξε το δρόμο στον πόλεμο, αφού επέτρεψε την επέμβαση της Γερμανίας πρώτα και του ΝΑΤΟ ύστερα με σκοπό τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Κ. Μητσοτάκης προσωπικά και η κυβέρνησή του βρέθηκαν να εμπλέκονται στο σκάνδαλο των υποκλοπών με τον γνωστό Μαυρίκη, αλλά και σε σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας. Με την άμεση εμπλοκή του κ. Γρυλάκη, πρώην αρχηγού της ΕΛΑΣ και μετέπειτα προσωπικού συμβούλου του Μητσοτάκη. Μάλιστα η Μελίνα Μερκούρη τότε είχε καταγγείλει προσωπικά τον Κ. Μητσοτάκη για άμεση συμμετοχή σε επιχειρήσεις αρχαιοκαπηλίας, αλλά δεν ίδρωσε ποτέ το αυτί της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη που εφάρμοσε πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή «αποκρατικοποιήσεων». Το μεγαλύτερο σκάνδαλο ξεπουλήματος της εποχής ήταν η πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής – της μεγαλύτερης συναλλαγματοφόρας βιομηχανίας της Ελλάδας - στην Καλτσεστρούτσι το 1991.
Ο Μητσοτάκης με τους υπουργούς του έφεραν τον επικεφαλής της Καλτσεστρούτσι, Παντσαβόλτα, στην Ελλάδα με τιμές αρχηγού κράτους. Έτρεχαν όλοι να φωτογραφηθούν δίπλα του. Λίγα χρόνια η Ιταλική δικαιοσύνη αποκάλυψε ότι η Καλτσεστρούτσι ήταν μια από τις εταιρείες βιτρίνα της μαφίας και καταδίκασε τον Παντσαβόλτα ως εκπρόσωπό της σε κατ' οίκον περιορισμό - λόγω του μεγάλου της ηλικίας του - ισόβια.
Στην Ελλάδα ο Κ. Μητσοτάκης γλύτωσε τις ποινικές συνέπειες της εμπλοκής του σε τόσο μεγάλα σκάνδαλα λόγω του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος τον κάλυψε με τη δικαιολογία ότι πρέπει να πάψει η «ποινικοποίηση» της πολιτικής. Κι επομένως μπορεί άνετα ένας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να έχει πάρε-δώσε με τη μαφία, να εμπλέκεται σε υποκλοπές και αρχαιοκαπηλίες, χωρίς να έχει καμιά ποινική ευθύνη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεπέρασε κάθε προηγούμενη σε φόρους και δανεισμό. Τα πιστωτικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού εκτινάχθηκαν. Το 1990 αντιστοιχούσαν στο 40% του ΑΕΠ. Το 1991 στο 54% του ΑΕΠ. Το 1992 στο 57% του ΑΕΠ και το 1993 στο 75% του ΑΕΠ. Αν δεν είχαμε τη δραχμή, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα το 1993 θα είχε οδηγηθεί σε χρεοκοπία.
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε δρομολογήσει επίσης την πώληση της Ολυμπιακής Αεροπορίας με σκοπό τη διάλυσή της. Όχι μόνο για να περάσει το εγχώριο αεροπορικό έργο σε ιδιωτικά χέρια, αλλά και για να επιτρέψει στην Turkish Airlines να κερδίσει τα μερίδια αγορών που κατείχε η ΟΑ. Κι έτσι να ευνοηθεί η αλματώδης ανάπτυξη του τουρκικού τουρισμού.
Όπως κι έγινε. Αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα κατάφερε τότε, γιατί έπεσε λόγω της διαμάχης των συμφερόντων που ήθελαν να ελέγξουν την πώληση του ΟΤΕ.
Μετά την ήττα του, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε να παραδώσει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και από τότε να μείνει στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής σκηνής. Μια από τις τελευταίες πράξεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι όταν τον Οκτώβριο του 2011 καλεί την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την αδίστακτη «επιβολή του νόμου».
Όταν ο Παπαχελάς του επισημαίνει ότι η «επιβολή του νόμου» από την κυβέρνηση σε μια περίοδο με εκατομμύρια στους δρόμους και τις πλατείες σημαίνει ότι «κάποια στιγμή θα χυθεί αίμα γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τηρηθεί ο νόμος και αυτό καμιά κυβέρνηση βεβαίως στην Ελλάδα δεν θέλει να το κάνει.»
Η απάντηση Μητσοτάκη σόκαρε ακόμη και τον Παπαχελά: «Τι θα πει αυτό θα χυθεί αίμα; Δηλαδή δεν θα χυθεί αίμα αν παραβιάζεται ο νόμος; Ξέρετε πρέπει ο πολιτικός να είναι ρεαλιστής και πρέπει να είναι και αποφασιστικός. Εάν δεν υπάρχει αποφασιστικότητα στο κράτος δεν γίνεται τίποτε.»
Δυστυχώς γι’ αυτόν κι ευτυχώς για τον κόσμο, που θεωρούσε τότε την ειρηνική διαμαρτυρία ως αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του, δεν δόθηκε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η ευκαιρία να ματοκυλίσει τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων με σκοπό την «επιβολή του νόμου». Ποιου νόμου; Του νόμου που επιτρέπει στον κάθε Μητσοτάκη να στήνει κυβερνήσεις με όρους μαφίας και να διαπράττει ειδεχθή εγκλήματα κατά της πατρίδας άνευ τιμωρίας. Του νόμου που ξέρει να σέβεται την ομερτά της εξουσίας και να θυσιάζει τα συμφέροντα των απλών πολιτών και της χώρας στα μεγάλα συμφέροντα των ισχυρών.
Μην ανησυχείτε όμως. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να μην κατόρθωσε να δει το όνειρό του πραγματικότητα, δηλαδή να υπογράφει ο ίδιος την ολοκληρωτική διάλυση – όπως έκανε με τη Γιουγκοσλαβία – της Ελλάδας και δεν πρόλαβε να ματοκυλίσει τον τόπο για να επιβάλει τον δικό του νόμο και των μεγάλων πατρόνων του, αλλά άφησε παρακαταθήκη. Το γιο και την κόρη του.
Κι επομένως έχει ακόμη την ευκαιρία να δικαιωθεί. Έστω και μετά θάνατο. Αρκεί οι ψηφοφόροι να αποδειχθούν τόσο ανόητοι και απάτριδες, όσο χρειάζεται για να αναδείξουν τον Κυριάκο στην εξουσία. Και ύστερα να διαπιστώσουμε όλοι μαζί ότι υπάρχουν χειρότεροι ακόμη και από τον Τσίπρα.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε λίγους μήνες πριν κλείσει τα 99. Μπορεί να...
μοιάζει απίστευτο, αλλά συνέβη. Είναι γεγονός. Απεβίωσε τα ξημερώματα της Δευτέρας. Σε ανακοίνωσή της, η οικογένειά του ανέφερε: «Σήμερα στη 01:00 ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης έφυγε από τη ζωή, περιστοιχισμένος από τους ανθρώπους που αγαπούσε και τον αγαπούσαν».
Κι αμέσως άρχισαν οι ευλογίες στον «μέγα πολιτικό» Κ. Μητσοτάκη για να ξεχάσουμε ποιος αληθινά ήταν. «Κορυφαίο πολιτικό ηγέτη» που «άφησε ανεξίτηλο το στίγμα του στην πολιτική ζωή του τόπου» χαρακτηρίζει τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, σε δήλωσή του για τον θάνατο του πρώην πρωθυπουργού και επίτιμου προέδρου της ΝΔ.
Βρήκε ο σκύλος τη γενιά του, όπως λέει ο λαός μας κι αναγάλλιασε η καρδιά του. Η αλήθεια είναι ότι όσο κι αν ο νεκρός χρήζει σεβασμού, η πολιτική του διαδρομή δεν προσφέρεται ούτε για ψέματα, ούτε για συγκαλύψεις. Όσο και να ψάξει κανείς δεν μπορεί να βρει τίποτε το θετικό – ούτε κατ’ επίφαση – που να συνδέεται με το όνομα Μητσοτάκη.
Ο Κ. Μητσοτάκης από την εποχή που για πρώτη φορά πολιτεύτηκε υπηρέτησε κυριολεκτικά όλες τις καταστάσεις εκτός από την πατρίδα και την δημοκρατία. Δεν θυμάμαι να καταλάμβαναν ποτέ, ακόμη κι ως έννοιες, σημαντικές θέσεις στο πολιτικό του λεξιλόγιο.
Ο Κ. Μητσοτάκης διακρίθηκε για το πόσο ικανός ψεύτης ήταν. Μπορούσε να σταθεί μπροστά σου και να σου πει το μεγαλύτερο ψέμα με τον πιο ειλικρινή τρόπο. Και ύστερα σε άφηνε εμβρόντητο να αναρωτιέσαι. Μα καλά, μήπως είναι έτσι όπως τα λέει; Ακόμη θυμάμαι την επίθεση φιλίας του Κ. Μητσοτάκη προς τον Χαρίλαο Φλωράκη, τότε την εποχή των ξεροτήγανων της Μαρίκας. Προσπαθούσε να πείσει τον Χαρίλαο και κατ’ επέκταση την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, ότι δεν υπήρχε καλύτερος φίλος του κόμματος στο αστικό πολιτικό στερέωμα.
Θεωρούσε τους κομμουνιστές ως συντρόφους του, γιατί μαζί πολέμησαν το ναζί καταχτητή. Έτσι έλεγε. Επρόκειτο για ιστορίες για αγρίους, αλλά έπεισε αρκετούς από την ηγεσία του ΚΚΕ της εποχής εκείνης. Πίστεψαν ότι ήταν ειλικρινής και έπεσαν στην παγίδα.
Άλλωστε, ποιος μπορούσε να αναμετρηθεί με τον Κ. Μητσοτάκη με όρους πολιτικής τακτικής; Ποιος μπορούσε να τον ξεπεράσει σε πολιτική σκέψη; Πάντως όχι η ηγεσία του ΚΚΕ εκείνης της εποχής. Μπροστά του ήταν μαθητούδια πρώτης δημοτικού. Η πολιτική οξυδέρκεια του Κ. Μητσοτάκη είχε εντοπίσει την Αχίλλεια πτέρνα της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ και κυρίως της γενιάς του Χαρίλαου, που ήθελαν να δουν να αναγνωρίζεται η πατριωτική συνεισφορά του κόμματος έτσι ώστε να αποκλειστεί κάθε πιθανότητα πισωγυρίσματος στις μαύρες εποχές της παρανομίας και του κατατρεγμού.
Ο Κ. Μητσοτάκης την είχε εντοπίσει και την χειριζόταν εξαιρετικά επιδέξια. Μέχρι και τον εμφύλιο αναγνώρισε ως συνέχεια της αντίστασης. Ποιος; Ο Μητσοτάκης παρακαλώ! Στο όνομα φυσικά της «εθνικής συμφιλίωσης». Εμφανίζοντας τον εαυτό του ως τον πρώτο αγωνιστή της εθνικής αντίστασης, ο οποίος βρέθηκε να ηγείται της δεξιάς κι επομένως δεν είχε κανένα λόγο να διατηρήσει τα εμφυλιοπολεμικά κατάλοιπα.
Η τακτική αυτή είχε συνεπάρει την τότε ηγεσία του ΚΚΕ, η οποία νόμιζε πώς έτσι ερχόταν επιτέλους η πολυπόθητη συμφιλίωση. Δεν μιλάμε για την ηγεσία του τότε ενιαίου ΣΥΝ, η οποία κυριολεκτικά σερνόταν πίσω από τον Μητσοτάκη. Με τον τρόπο αυτό ο Μητσοτάκης κέρδισε την φαντασία της παλιά γενιά του ΚΚΕ και οικοδόμησε στενές σχέσεις με την ανερχόμενη γενιά για μελλοντική χρήση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι επί κυβερνήσεώς του η ομάδα Δραγασάκη έχαιρε στενότατων σχέσεων με τον ίδιο τον Μητσοτάκη και το περιβάλλον του.
Έτσι ο άνθρωπος του Δραγασάκη, καθηγητής (ελέω Μητσοτάκη) Σταθάκης, προτιμήθηκε από την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εκπροσωπήσει την Ελλάδα το 1991 στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, που είχαν δημιουργήσει οι δυτικοί με πρωτεργάτη τον Φρανσουά Μιτεράν, ως τραπεζικό βραχίονα για τη λεηλασία των χωρών του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού μετά την κατάρρευση του μπλοκ. Αν θέλεις να διεισδύσεις σ’ αυτές τις χώρες ποιος είναι καλύτερος να σε βοηθήσει από τους παλιούς κομματικούς με διασυνδέσεις με την παλιά κομματική νομεκλατούρα. Κι ο Μητσοτάκης δεν ήταν από εκείνους που ήξεραν να χάνουν ευκαιρίες.
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης δεν διακρίθηκε για κανένα Credo. Δεν πίστευε σε τίποτε άλλο εκτός από την απόλυτη ισχύ της εξουσίας. Ο λαός γι' αυτόν δεν ήταν ένα αναγκαίο κακό, προκειμένου να νομιμοποιηθεί η αυταρχική και αυθαίρετη λειτουργία της εξουσίας.
Ήταν ο πολιτικός που δεν γνώριζε κομματικά ή ιδεολογικά όρια. Δεν είχε καμιά ιδεολογία, εκτός από το προσωπικό του συμφέρον. Μπορούσε να πάει με τους πάντες, να συναναστραφεί με τους πάντες αρκεί κάτι τέτοιο να συνέφερε τον ίδιο και τους σκοπούς του. Ακόμη και σήμερα εντυπωσιάζει ο τρόπος που «τύλιξε» την ηγεσία του ΚΚΕ το 1989 με μια επίθεση φιλίας άνευ προηγουμένου. Λες και επρόκειτο για παλιό σύντροφο που επέστρεφε στην πολιτική θαλπωρή του Κόμματος.
Και μπορεί να μην αισθάνθηκε ποτέ τίποτε γι’ αυτή την χώρα, αλλά είχε – ίσως όσο κανένας άλλος – την δυνατότητα να ταυτίζεται με τα συμφέροντα με των ξένων προστατών. Ήξερε πολύ καλά ότι χωρίς ξένες πλάτες δεν μπορεί κανείς αστός πολιτικός να διακριθεί. Και προκειμένου να διακριθεί δεν είχε κανένα πρόβλημα, καμιά αναστολή, κανένα δισταγμό να ταυτιστεί πλήρως με τα συμφέροντα των ξένων προστατών. Ακόμη κι αν χαντάκωνε προσωρινά την πολιτική του καριέρα από άποψη «πολιτικού κόστους» ή δημοτικότητας.
Το μόνο θετικό που μπορεί κανείς να βρει σ’ αυτόν είναι η απίστευτη πειθαρχία που διέθετε στην επίτευξη των στόχων του. Κανείς άλλος σύγχρονός του πολιτικός δεν διέθετε την πολιτική συγκρότηση και την πολιτική σκέψη του Κ. Μητσοτάκη. Ήταν ο μόνος επώνυμος πολιτικός, ο οποίος μπορούσε να μιλήσει χωρίς χειρόγραφο, χωρίς προετοιμασία, χωρίς υποβολείς και επικοινωνιολόγους να του γράφουν, ή να του υποδεικνύουν τι να πει.
Ήταν ο μόνος που δεν ζητούσε τις ερωτήσεις από τους δημοσιογράφους εκ των προτέρων. Ούτε κανόνιζε από τα πριν που θα κινηθεί μια συνέντευξη. Ήταν έτοιμος ανά πάσα στιγμή να ξεδιπλώσει τη σκέψη του και να υποστηρίξει τις πολιτικές του επιλογές με τον πιο εύγλωττο τρόπο. Χωρίς να καταφεύγει σε εύκολα συνθήματα, όπως έκαναν όλοι οι άλλοι.
Αν συνδυάσει κανείς αυτή την εντυπωσιακή αυτοπειθαρχία με το γεγονός ότι σαν άνθρωπος ήταν παντελώς αναίσθητος και αδίστακτος, δίνει ένα εκρηκτικό μείγμα πολιτικού άκρως επικίνδυνου για αυτή την άμοιρη χώρα. Να ευχαριστούμε τον καλό Θεό της Ελλάδας πού ένας τέτοιος άνθρωπος δεν μπόρεσε να κάνει μεγαλύτερο κακό σ' αυτή την χώρα.
Το πόσο αναίσθητος και αδίστακτος υπήρξε στη ζωή του, θεωρώ ότι το δείχνει αβίαστα μια ιστορία που ο ίδιος διηγούταν σε μια από τις αυτοβιογραφικές του συνεντεύξεις στη δεκαετία του 1990. Έλεγε λοιπόν ότι κατά την κατοχή υπήρχε πείνα κι αυτός, καθώς ήταν μεγαλόσωμος, δεν του αρκούσε ένα πιάτο φασολάδα από το συσσίτιο. Και τι έκανε; Βρήκε τρόπο να πηγαίνει σε τρία συσσίτια στα Χανιά της κατοχής κι έτσι να τρώει τρία πιάτα φασολάδα. Έτσι επιβίωσε.
Ειλικρινά, πόσο αδίστακτος πρέπει να είσαι και πόσο αναίσθητος στον ανθρώπινο πόνο γύρω σου για να διηγείσαι ως διασκεδαστική μια τέτοια κατοχική ιστορία; Ακόμη και στα γεροντάματά του, δεν πέρασε ούτε καν από το μυαλό του Κ. Μητσοτάκη ότι τα επιπλέον πιάτα φασολάδας που έτρωγε από το συσσίτιο τα στερούσε από άλλους. Ίσως πιο αδύναμους και πιο άρρωστους από τον ίδιο. Αλλά πότε νοιάστηκε για τον συνάνθρωπο, για να νοιαστεί τότε;
Μπορεί ο ίδιος να ξόδεψε πολλά για να οικοδομήσει τη φήμη του αντιστασιακού κατά τη ναζιστική κατοχή στην Κρήτη, αλλά υπάρχουν ακόμη συγγενείς των θυμάτων εξαιτίας του. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αν και έφεδρος στη Μακεδονία κατά τη ναζιστική εισβολή δεν επέλεξε τη συνέχιση του πολέμου ούτε στο νησί τους, ούτε στην Αίγυπτο.
Από την πρώτη στιγμή που πάτησαν πόδι στην Κρήτη οι ναζί, ο Κ. Μητσοτάκης φρόντισε να μπει στην υπηρεσία τους ως διερμηνέας και δικηγόρος. Οι δυνάμεις κατοχής στις μαζικές εκτελέσεις που έκαναν τότε όριζαν και δικηγόρους των θυμάτων τους, προκειμένου όλα να φαίνονται νομότυπα. Κι αποδείχτηκε εξαιρετικά επιδέξιος αφενός στο να υπηρετεί τους ναζί καταχτητές και αφετέρου να κάνει ότι μπορεί για να επωφεληθεί από δαύτους. Συχνά πουλούσε υπηρεσίες και στην αντίσταση, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πώς θα έρθουν τα πράγματα.
Η λεγόμενη αντιστασιακή δράση του Κ. Μητσοτάκη κατασκευάστηκε πολλά χρόνια αργότερα. Κι απ' ότι λένε οι κακές γλώσσες στοίχισε ακριβά στον ίδιο, γιατί έπρεπε να βουλώσει πολλά στόματα. Έτσι η σύλληψη και η φυλάκισή του από τους Γερμανούς ως αντίποινα για τις πανωλεθρίες που πάθαιναν οι κατακτητές από το αντάρτικο κυρίως του ΕΛΑΣ στον νομό Χανίων, μεταφράστηκε σε καταδίκη για δήθεν αντιστασιακή δράση.
Η αλήθεια είναι ότι φυλακίστηκε από τους ναζί με την απειλή τυφεκισμού μαζί με δεκάδες άλλους, προκειμένου οι κατακτητές να αποκτήσουν πληροφορίες για τη δράση του ΕΛΑΣ στα Χανιά. Ο Μητσοτάκης γλύτωσε γιατί οι ναζί τον θεώρησαν «αθώο» και τον απελευθέρωσαν. Πολλούς άλλους από τους συγκρατούμενούς του τους εκτέλεσαν. Γιατί άραγε;
Προσωπικά έχω γνωρίσει πολλούς παλιούς αντάρτες – που δυστυχώς οι κακουχίες της ζωής τους δεν τους επέτρεψαν να πλησιάσουν τον σχεδόν έναν αιώνα ζωής του Κ. Μητσοτάκη – οι οποίοι διηγούντο ιστορίες φρίκης και προδοσίας από αυτόν τον «κορυφαίο πολιτικό ηγέτη». Και παρά το γεγονός ότι ο Κ. Μητσοτάκης φέρεται να συμμετείχε σε πολλές αντιστασιακές οργανώσεις, δεν συνδέθηκε ποτέ του με το στρατηγείο της Μέσης Ανατολής, ούτε ανέλαβε αποστολές από αυτό. Όπως έκαναν όλες σχεδόν οι οργανώσεις αντίστασης - με πρώτο τον ΕΛΑΣ - όταν δεν ήταν βιτρίνα για κάτι άλλο.
Αφού κέρδισε τα πολιτικά του εύσημα ο Κ. Μητσοτάκης μέσα στον εμφύλιο ως μέλος της Βουλής που αθώωσε όλους τους δωσίλογους και σταμάτησε τις διώξεις εναντίον τους (Δεκέμβριος 1946) λούφαξε μέχρις νεοτέρας. Το 1951 ανέλαβε για πρώτη φορά κυβερνητικό αξίωμα ως υφυπουργός Οικονομικών στην κυβέρνηση Σοφοκλή Βενιζέλου. Τι σχέση είχε ο Κ. Μητσοτάκης με τα οικονομικά; Καμία. Μόνο τις στενές σχέσεις με τους Γερμανούς κατά την κατοχή. Την εποχή εκείνη η Γερμανία του Αντενάουερ επιχειρούσε νέα διείσδυση στην Ελλάδα και αξιοποιούσε όλους εκείνους που είχαν σχέσεις με τους ναζί της κατοχής.
Το 1961 βιάζεται να γίνει βουλευτής της νεοσύστατης «Ένωσης Κέντρου» και να πλασαριστεί δίπλα στον αρχηγό της, Γεώργιο Παπανδρέου. Αυτή η πετυχημένη κίνηση, αλλά και η ένθερμη συμμετοχή του στον «ανένδοτο» είχαν ως στόχο να εξασφαλίσει υπουργικό θώκο στην κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου. Με τον στόχο αυτό κατά νου, ο Κ. Μητσοτάκης επιτίθεται αδίστακτα εναντίον της ΕΡΕ και προσωπικά εναντίον του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σε τέτοιο βαθμό που ο μνησίκακος Καραμανλής του το φύλαγε ακόμη και μετά την μεταπολίτευση.
Το 1964 προχωρά στη χειρότερη μέχρι τότε πράξη εθνικού ξεπουλήματος. Διαπραγματεύεται και πετυχαίνει τη χειρότερη δυνατή ρύθμιση των προπολεμικών χρεών της χώρας. Ο Μητσοτάκης προχώρησε σε τέτοια ρύθμιση χρεών, ώστε μπροστά της ωχριούσε ακόμη η παλιότερη της ΕΡΕ, που ο ίδιος ως βουλευτής της «Ένωσης Κέντρου» είχε καταγγείλει. Και την προχώρησε παρά τις αντιδράσεις και εντός του δικού του κόμματος.
«Η ονομαστική αξία των χορηγηθεισών νέων ομολόγων εις τους κομιστάς προπολεμικών εσωτερικών δανείων διαπλασιάζεται, ο τόκος αυξάνεται και θεσπίζεται λαχείον. Εν συγκρίσει προς την ρύθμισιν υπό της κυβερνήσεως της ΕΡΕ, δίνονται ήδη 160% επί πλέον», θριαμβολογούσε τότε η φιλική προς τον Μητσοτάκη «Ελευθερία» (16.7.1964). Ο διακανονισμός αποπληρωμής αυτής της λεόντειας σύμβασης προβλεπόταν να γίνει εντός 42 έως 45 ετών. Ο κ. Μητσοτάκης, δηλαδή, το 1964 υποθήκευσε τη χώρα έως το 2006 και 2009!
Το όνειδος αυτής της ρύθμισης ολοκληρώθηκε όταν η κυβέρνηση Σημίτη το 2000 μετέτρεψε το εναπομείναν προπολεμικό χρέος σε ευρώ. Μόνο και μόνο για να συνεχίσει η χώρα να το πληρώνει σε ευρώ που για να το αποκτήσει το δανειζόταν από την ΕΚΤ.
Γιατί; Όχι μόνο γιατί η εθελοδουλία του προς τους εκάστοτε ξένους δυνάστες της πατρίδας ήταν παροιμιώδης, αλλά και γιατί περί το 30% των ομολογιών βρίσκονταν σε ελληνικά χέρια. Πρώτα και κύρια στο παλάτι, αλλά και σε μεγάλες οικογένειες της οικονομίας και της πολιτικής, που ορέγονταν να λεηλατήσουν τη χώρα με χρέη πολυκαιρισμένα, ξεχασμένα και πολυπληρωμένα πρώτα και κύρια με το αίμα του ελληνικού λαού σε 2 δεκαετίες πολέμων.
Ιούλιος του 1965 και ο Μητσοτάκης πρωταγωνιστεί στο βασιλικό πραξικόπημα εναντίον της κυβέρνησης Παπανδρέου. Επίδικο; Πρώτα και κύρια ο έλεγχος των ενόπλων δυνάμεων. Ήταν η εποχή που πυρετωδώς ετοιμαζόταν ο γύψος για την Ελλάδα και ο Μητσοτάκης προσέφερε πολλές υπηρεσίες για την πολιτική κάλυψη των σχεδίων για την επιβουλή χούντας.
Η δράση του αυτή την εποχή του χάρισε το προσωνύμιο «αποστάτης», από το οποίο αν και προσπάθησε πολύ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί. Ούτε καν τον καιρό Σημίτη, όπου είχε στηθεί κανονική βιομηχανία συχωροχαρτιών.
Κατά τη διάρκεια της χούντας βρέθηκε – κι αυτός – στο εξωτερικό να διεξάγει «αντιδικτατορικό αγώνα» από τα σαλόνια των χριστιανοδημοκρατών της Γερμανίας και ανάλογων «δημοκρατικών» δυνάμεων, αλλά ήταν ανεπιθύμητος απ’ όλους. Κανείς δεν τον ήθελε δίπλα του. Ο Καραμανλής στο Παρίσι θυμόταν ακόμη τον «ανένδοτο». Ενώ ο Ανδρέας Παπανδρέου και το κέντρο δεν είχε καμιά διάθεση για σχέσεις με τον πρωταγωνιστή της «αποστασίας».
Ο Μητσοτάκης βρέθηκε παντελώς απομονωμένος πολιτικά. Το μόνο που κατορθώνει αυτή την εποχή είναι να εμπεδώσει τις σχέσεις του με τον αμερικανικό παράγοντα. Άλλωστε του είχε χρησιμέψει όσο κανένας άλλος για την πολιτική προετοιμασία του δρόμου προς τη χούντα μετά τα Ιουλιανά του 1965.
Ο Κ. Μητσοτάκης δεν έκρυψε ποτέ του τις στενές οικογενειακές (και άλλες;) σχέσεις που είχε με την οικογένεια πατέρα Μπους από την εποχή που ο δεύτερος «διέπρεπε» ως διευθυντής της CIA. Ο Μπους ίσως αποτέλεσε το πιο καλό εισιτήριο για την επιστροφή του Μητσοτάκη στο προσκήνιο της πολιτικής σκηνής στην Ελλάδα.
Με την μεταπολίτευση ο Κ. Μητσοτάκης βρίσκεται στα αζήτητα της πολιτικής. Δεν τον ήθελε κανείς. Προσπάθησε να το αντιστρέψει. Το 1977 συμμετείχε στις εκλογές και εξελέγη στην περιφέρεια Χανίων ως αρχηγός του νεοσυσταθέντος από τον ίδιο κόμματος Νεοφιλελευθέρων. Το 1978 «πείθει» τον Κ. Καραμανλή να τον δεχθεί στη ΝΔ και μάλιστα να τον κάνει υπουργό συντονισμού στην κυβέρνησή του. Τέτοια πολιτική ανατροπή δεν εξηγείται εύκολα. Ίσως μόνο λόγω του αόρατου χειρός του ξένου παράγοντα, της Ουάσιγκτον που θεωρούσε τότε τον Μητσοτάκη πιο σταθερό και πιο αξιόπιστο «δικό» της άνθρωπο ακόμη κι από τον ίδιο τον Καραμανλή. Και δεν είχε καθόλου άδικο.
Κι έτσι πείστηκε ο Κ. Καραμανλής να τον δεχθεί στο κόμμα και την κυβέρνησή του, παρά τη μνησικακία που έτρεφε εναντίον του Κ. Μητσοτάκη. Βέβαια, ο Μητσοτάκης προσπάθησε να εξιλεωθεί στα μάτια του «εθνάρχη», αλλά δεν νομίζω ότι το κατόρθωσε ποτέ. Αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι πολιτικοί, ιδίως της ψωροκώσταινας. Ξέρουν να γλύφουν όσο κανένας άλλος, εκεί που μέχρι χθες έφτυναν μετά μανίας. Και την τέχνη αυτή ο Κ. Μητσοτάκης την κατείχε ίσως όσο κανένας άλλος.
Ως υπουργός της δεύτερης κυβέρνησης Καραμανλή ο Κ. Μητσοτάκης ήταν από τους πιο ένθερμους θιασώτες του εξωτερικού δανεισμού. Όσο μεγαλύτερος και πιο επαχθής ήταν ο δανεισμός, τόσο ο κ. Μητσοτάκης δήλωνε υπερηφάνως: «Όλοι επιδιώκουν να μας δανείσουν!» («Ναυτεμπορική», 20.10.1979) Και πώς να μην επιδιώκουν να μας δανείσουν, όταν κάθε σύμβαση δανείου, ιδίως από το εξωτερικό, συνοδευόταν με προνομιακούς όρους αποπληρωμής σε βάρος της Ελλάδας και ταυτόχρονα με δεσμεύσεις αγοράς προϊόντων, βιομηχανικών και άλλων, από την πιστώτρια χώρα;
Με άλλα λόγια ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρώτος που εισήγαγε την θεωρία ότι όσο περισσότερο μας δανείζουν από το εξωτερικό, ανεξάρτητα του τρομακτικού κόστους και των όρων δανεισμού, αυτό δείχνει την αυξημένη φερεγγυότητα του ελληνικού κράτους έναντι των ξένων κρατών και αγορών. Η θεωρία αυτή που εφάρμοσε κατά γράμμα το υπουργείο Σημίτη από το 1985 και μετά υπήρξε ο επιτάφιος για τη χώρα μας.
Στις 11 Απριλίου 1990, ενώ είχαν προηγηθεί οι εκλογές της 5ης Νοεμβρίου 1989 στις οποίες το κόμμα του δεν συγκέντρωσε την απαραίτητη πλειοψηφία, κατάφερε να σχηματίσει κυβέρνηση, αφού στις τρίτες κατά σειράν εκλογές της 8ης Απριλίου 1990, η ΝΔ συγκέντρωσε 150 έδρες (ποσοστό 46,88%) και έλαβε την υποστήριξη του Θ. Κατσίκη μοναδικού βουλευτή της ΔΗΑΝΑ. Είπαμε, ο Κ. Μητσοτάκης υπήρξε τεχνίτης στις «αποστασίες» με γνώμονα την προσωπική ιδιοτέλεια.
Στις 12 Ιουλίου 1991, ήταν ο πρώτος που πρότεινε την αποστρατιωτικοποίηση της Θράκης με την σταδιακή απομάκρυνση των «επιθετικών όπλων» από τις περιοχές της ελληνικής Θράκης, της ευρωπαϊκής Τουρκίας και της νότιας Βουλγαρίας. Αυτό, αν γινόταν, θα μετέτρεπε την Θράκη σε περιοχή περιορισμένης κυριαρχίας. Δηλαδή υπό καθεστώς γκρίζας ζώνης.
Η πρόταση αυτή, η οποία καθόλου συμπτωματικά ανακοινώθηκε λίγες μέρες πριν από το ταξίδι του Αμερικανού προέδρου Τζορτζ Μπους στην Αθήνα, έγινε αμέσως αποδεκτή από τη Βουλγαρία, αλλά δεν βρήκε την ανάλογη ανταπόκριση από την Τουρκία. Από τότε αρχίζουν τα «μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης», τα οποία οδηγούν στην παράδοση του Αιγαίου και της Θράκης στην Τουρκία υπό την ομπρέλα του ΝΑΤΟ και των Αμερικανών.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη με υπουργό εξωτερικών τον Αντώνη Σαμαρά συμμετέχει ενεργά στη διάλυση των γειτονικών βαλκανικών χωρών. Ανοίγουν τα σύνορα με την Αλβανία με αποτέλεσμα το πρώτο μεγάλο κύμα λαθραίων μεταναστών. Η Ελλάδα μετατρέπεται σε εφαλτήριο κάθε λογής μαφιόζου επιχειρηματία που αναζητά την αρπαχτή στη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Αλβανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στην κατάρρευση αυτών των χωρών πρωταγωνιστεί η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Κι έτσι η Ελλάδα δέχεται τις μάζες λαθραίων μεταναστών απ’ όλες αυτές τις χώρες, θυμάτων της κατάρρευσης.
Ο Κ. Μητσοτάκης ήταν ο πρωθυπουργός του Σκοπιανού. Ήταν εκείνος που απευθυνόμενος στον ελληνικό λαό είπε για το όνομα της Μακεδονίας, «…σε δέκα χρόνια ούτε που θα το θυμάται κανένας.»
Το διήμερο 1-2 Μαΐου 1993, υπήρξε ο οικοδεσπότης πρωθυπουργός της Διάσκεψης των Αθηνών, η οποία εγκωμιάστηκε ως επιτυχία της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής στη γιουγκοσλαβική κρίση, αφού, κατά τη διάρκειά της, ο ηγέτης των Σέρβων της Βοσνίας Ράντοβαν Κάρατζιτς, πείσθηκε να υπογράψει υπό όρους το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο Βανς-Οουεν. Αυτό το λεγόμενο ειρηνευτικό σχέδιο άνοιξε το δρόμο στον πόλεμο, αφού επέτρεψε την επέμβαση της Γερμανίας πρώτα και του ΝΑΤΟ ύστερα με σκοπό τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.
Η Κ. Μητσοτάκης προσωπικά και η κυβέρνησή του βρέθηκαν να εμπλέκονται στο σκάνδαλο των υποκλοπών με τον γνωστό Μαυρίκη, αλλά και σε σκάνδαλα αρχαιοκαπηλίας. Με την άμεση εμπλοκή του κ. Γρυλάκη, πρώην αρχηγού της ΕΛΑΣ και μετέπειτα προσωπικού συμβούλου του Μητσοτάκη. Μάλιστα η Μελίνα Μερκούρη τότε είχε καταγγείλει προσωπικά τον Κ. Μητσοτάκη για άμεση συμμετοχή σε επιχειρήσεις αρχαιοκαπηλίας, αλλά δεν ίδρωσε ποτέ το αυτί της δικαιοσύνης.
Ταυτόχρονα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν η πρώτη που εφάρμοσε πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, δηλαδή «αποκρατικοποιήσεων». Το μεγαλύτερο σκάνδαλο ξεπουλήματος της εποχής ήταν η πώληση της ΑΓΕΤ-Ηρακλής – της μεγαλύτερης συναλλαγματοφόρας βιομηχανίας της Ελλάδας - στην Καλτσεστρούτσι το 1991.
Ο Μητσοτάκης με τους υπουργούς του έφεραν τον επικεφαλής της Καλτσεστρούτσι, Παντσαβόλτα, στην Ελλάδα με τιμές αρχηγού κράτους. Έτρεχαν όλοι να φωτογραφηθούν δίπλα του. Λίγα χρόνια η Ιταλική δικαιοσύνη αποκάλυψε ότι η Καλτσεστρούτσι ήταν μια από τις εταιρείες βιτρίνα της μαφίας και καταδίκασε τον Παντσαβόλτα ως εκπρόσωπό της σε κατ' οίκον περιορισμό - λόγω του μεγάλου της ηλικίας του - ισόβια.
Στην Ελλάδα ο Κ. Μητσοτάκης γλύτωσε τις ποινικές συνέπειες της εμπλοκής του σε τόσο μεγάλα σκάνδαλα λόγω του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος τον κάλυψε με τη δικαιολογία ότι πρέπει να πάψει η «ποινικοποίηση» της πολιτικής. Κι επομένως μπορεί άνετα ένας πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του να έχει πάρε-δώσε με τη μαφία, να εμπλέκεται σε υποκλοπές και αρχαιοκαπηλίες, χωρίς να έχει καμιά ποινική ευθύνη.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεπέρασε κάθε προηγούμενη σε φόρους και δανεισμό. Τα πιστωτικά έσοδα του κρατικού προϋπολογισμού εκτινάχθηκαν. Το 1990 αντιστοιχούσαν στο 40% του ΑΕΠ. Το 1991 στο 54% του ΑΕΠ. Το 1992 στο 57% του ΑΕΠ και το 1993 στο 75% του ΑΕΠ. Αν δεν είχαμε τη δραχμή, είναι σίγουρο ότι η Ελλάδα το 1993 θα είχε οδηγηθεί σε χρεοκοπία.
Ο Κ. Μητσοτάκης είχε δρομολογήσει επίσης την πώληση της Ολυμπιακής Αεροπορίας με σκοπό τη διάλυσή της. Όχι μόνο για να περάσει το εγχώριο αεροπορικό έργο σε ιδιωτικά χέρια, αλλά και για να επιτρέψει στην Turkish Airlines να κερδίσει τα μερίδια αγορών που κατείχε η ΟΑ. Κι έτσι να ευνοηθεί η αλματώδης ανάπτυξη του τουρκικού τουρισμού.
Όπως κι έγινε. Αν και η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν τα κατάφερε τότε, γιατί έπεσε λόγω της διαμάχης των συμφερόντων που ήθελαν να ελέγξουν την πώληση του ΟΤΕ.
Μετά την ήττα του, ο Μητσοτάκης αναγκάστηκε να παραδώσει την ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας και από τότε να μείνει στο περιθώριο της επίσημης πολιτικής σκηνής. Μια από τις τελευταίες πράξεις του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη είναι όταν τον Οκτώβριο του 2011 καλεί την κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια με την αδίστακτη «επιβολή του νόμου».
Όταν ο Παπαχελάς του επισημαίνει ότι η «επιβολή του νόμου» από την κυβέρνηση σε μια περίοδο με εκατομμύρια στους δρόμους και τις πλατείες σημαίνει ότι «κάποια στιγμή θα χυθεί αίμα γιατί δεν υπάρχει άλλος τρόπος να τηρηθεί ο νόμος και αυτό καμιά κυβέρνηση βεβαίως στην Ελλάδα δεν θέλει να το κάνει.»
Η απάντηση Μητσοτάκη σόκαρε ακόμη και τον Παπαχελά: «Τι θα πει αυτό θα χυθεί αίμα; Δηλαδή δεν θα χυθεί αίμα αν παραβιάζεται ο νόμος; Ξέρετε πρέπει ο πολιτικός να είναι ρεαλιστής και πρέπει να είναι και αποφασιστικός. Εάν δεν υπάρχει αποφασιστικότητα στο κράτος δεν γίνεται τίποτε.»
Δυστυχώς γι’ αυτόν κι ευτυχώς για τον κόσμο, που θεωρούσε τότε την ειρηνική διαμαρτυρία ως αναπαλλοτρίωτο δικαίωμά του, δεν δόθηκε στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη η ευκαιρία να ματοκυλίσει τις διαδηλώσεις των αγανακτισμένων με σκοπό την «επιβολή του νόμου». Ποιου νόμου; Του νόμου που επιτρέπει στον κάθε Μητσοτάκη να στήνει κυβερνήσεις με όρους μαφίας και να διαπράττει ειδεχθή εγκλήματα κατά της πατρίδας άνευ τιμωρίας. Του νόμου που ξέρει να σέβεται την ομερτά της εξουσίας και να θυσιάζει τα συμφέροντα των απλών πολιτών και της χώρας στα μεγάλα συμφέροντα των ισχυρών.
Μην ανησυχείτε όμως. Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης μπορεί να μην κατόρθωσε να δει το όνειρό του πραγματικότητα, δηλαδή να υπογράφει ο ίδιος την ολοκληρωτική διάλυση – όπως έκανε με τη Γιουγκοσλαβία – της Ελλάδας και δεν πρόλαβε να ματοκυλίσει τον τόπο για να επιβάλει τον δικό του νόμο και των μεγάλων πατρόνων του, αλλά άφησε παρακαταθήκη. Το γιο και την κόρη του.
Κι επομένως έχει ακόμη την ευκαιρία να δικαιωθεί. Έστω και μετά θάνατο. Αρκεί οι ψηφοφόροι να αποδειχθούν τόσο ανόητοι και απάτριδες, όσο χρειάζεται για να αναδείξουν τον Κυριάκο στην εξουσία. Και ύστερα να διαπιστώσουμε όλοι μαζί ότι υπάρχουν χειρότεροι ακόμη και από τον Τσίπρα.