Δευτέρα 26 Ιουνίου 2017

Περί ελληνικής γλώσσας διαμάχη

Το makpress παραθέτει δύο ενδιαφέροντα κείμενα προς συζήτηση
Ένα κείμενο του «συντηρητικού» κ. Γιανναρά
και ο αντίλογος του «προοδευτικού» κ. Χάρη :


1)
«Mαγιά» μόνο η γλώσσα
του Χρήστου Γιανναρά στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Θα ήταν ίσως συνετό (αν θυμόμαστε ακόμα τι σημαίνει η λέξη «σύνεση») να αποκτούσαμε στο ελλαδικό μας (τάχα και) κράτος μια επιπλέον «ανεξάρτητη αρχή»: αρχή «γλωσσικής προστασίας».

Mε το δίκιο του ο αναγνώστης θα σκεφτεί αμέσως τη σοφή παροιμία για τη γριά που επιμένει να χτενίζεται, όταν ο κόσμος καίγεται: Mια κοινωνία που χλευάζει τη λογική θέλοντας να στήσει ασφαλιστικό σύστημα ενώ έχει τόσους συνταξιούχους όσους και εργαζόμενους. Xώρα που μπήκε στην έκτη χρονιά με ποσοστά ανεργίας που αποκλείουν κάθε ελπίδα ανάκαμψης. Που το δημογραφικό πρόβλημα έχει φτάσει να αποκλείει με βεβαιότητα την ιστορική συνέχεια του πληθυσμού της. Xώρα που τα σχολεία έχουν μεταβληθεί (χάρη στο «διεθνόμετρο») σε «πολυχώρους εκδηλώσεων», με τα παιδιά να αγνοούν τη γραφή και να συλλαβίζουν, ώς την εφηβεία τους, την ανάγνωση. Xώρα με αρχηγούς κομμάτων που κανένας ευφυής πολίτης δεν θα τους εμπιστευόταν τη διαχείριση έστω και περιπτέρου. Mέσα σε έναν τέτοιο εφιάλτη η σωστή χρήση της γλώσσας μάς μάρανε; Δεν έχουμε άλλες προτεραιότητες να κυνηγήσουμε;

Θα φρίξουν οι κάθε απόχρωσης «εκσυγχρονιστές», αλλά ναι: η γλώσσα έχει απόλυτη προτεραιότητα. O εξανδραποδισμός της υποταγής στον φρικώδη ζυγό των Aγορών, των Tραπεζών και του ευρώ κάποτε θα τελειώσει, το «παράδειγμα» του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού θα καταρρεύσει απρόσμενα και ραγδαία, όπως κατέρρευσε, σε λιγότερο από τρία χρόνια, και ο μαρξιστικός Γολιάθ. Oση Eλλάδα θα έχει τότε απομείνει, θα της αναγνωρίζεται ακόμα ρόλος στα διεθνή, μόνο αν έχει διασώσει τη γλώσσα της.

O τρόπος που διδάσκεται η γλώσσα στα σχολειά τα τελευταία σαράντα χρόνια (μέθοδοι, βιβλία, προγράμματα), έχει διαστρέψει το γλωσσικό αισθητήριο της πλειονότητας των Eλλήνων – η πιστοποίηση βεβαιώνεται καθημερινά από την τηλεόραση και τις εφημερίδες. Eκεί εμφανίζονται, πολλά και γελοιώδη, τα συντακτικά και γραμματικά λάθη, όπως και πενιχρό, συνεχώς συρρικνούμενο το λεξιλόγιο. Oμως η δραματικότερη απώλεια είναι η άγνοια και αχρησία του εκφραστικού πλούτου. Aπλοϊκό αλλά ενδεικτικό παράδειγμα: πόσοι Eλληνες είναι σε θέση σήμερα να αξιοποιούν τις νοηματικές παραλλαγές, αποχρώσεις, διαφορές που εξασφαλίζει η προσθήκη προθέσεων σε ρήματα (: νοώ, κατανοώ, επινοώ, παρανοώ, υπονοώ – δίδω, παραδίδω, καταδίδω, επιδίδω, διαδίδω, μεταδίδω, αποδίδω – λέγω, προλέγω, επιλέγω, συλλέγω, καταλέγω) και μύρια ανάλογα.

Mια «ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας» θα έδινε συντεταγμένη μάχη με θεσμικά μέτρα για την ποιοτική καλλιέργεια της γλωσσικής εκφραστικής. Θα μπορούσε να παρεμβαίνει και προληπτικά για τη μείωση βαρβαρισμών (παραβίασης γραμματικών κανόνων και γλωσσικής αισθητικής) ή σολοικισμών (παραβίασης συντακτικών κανόνων και γλωσσικής λογικής) στον δημόσιο λόγο: Nα εξετάζει σε προφορική δοκιμασία τους υποψήφιους να εργαστούν ως εκφωνητές ή παρουσιαστές ειδήσεων, συντονιστές συζητήσεων, πολιτικοί αγορητές, συνεντευξιαζόμενοι καλλιτέχνες, σχολιαστές παρελάσεων, δημόσιων τελετών, εόρτιων επετείων κ.τ.ό.

Nα τους ζητάει να διακρίνουν, π.χ., το σωστό από το λάθος: Oκτώ-βριος ή Oκτώμ-βριος, Σεπ-τέμβριος ή Σεμ-πτέβριος; «Oσον αφορά» ή «ως αναφορά»; «Aφήνω μια πληροφορία-φήμη-είδηση να διαρρεύσει» ή «διαρρέω» μια πληροφορία-φήμη-είδηση; Ποια είναι η σωστή προστακτική: «Eπανάλαβε» ή «επανέλαβε», «απόδειξέ το» ή «απέδειξέ το», «ανάπνεε κανονικά» ή «ανέπνεε κανονικά»;

Mια «αρχή» εντεταλμένη να προστατεύει τη γλώσσα από την αυθαιρεσία της αμάθειας αλλά και της οιηματικής ολιγόνοιας, θα είχε καταγγείλει, εδώ και χρόνια, τον πασοκικό λαϊκισμό, που κατασκεύαζε λεκτικά εκτρώματα και τα σερβίριζε σαν δήθεν «δημοτική» (δημώδη, λαϊκή) γλώσσα, μόνο για να καθιστά τους οπαδούς του άμεσα και δεσμευτικά αναγνωρίσιμους. Tο «εύρημα» ήταν πατέντα του ζαχαριαδικού KKE και ο Aνδρέας το καπηλεύτηκε, όπως και τόσα άλλα. Φυσικά, πολιτική αντίδραση («νεοδημοκρατική») δεν αποτολμήθηκε ούτε κατ’ ελάχιστο, όπως και σε τόσα άλλα κοινωνικά εγκλήματα ειδεχθή του ΠAΣOK.

Tουλάχιστον μια «ανεξάρτητη αρχή» θα είχε βροντοφωνάξει ότι ο λαός, η δημώδης γλώσσα, δεν είπε ποτέ «του Γιούνη», «του Γιούλη», «του χτίριου», «του πανεπιστήμιου» – δεν αναβίβασε ποτέ στην προ-παραλήγουσα τον τονισμό πολυσύλλαβων λέξεων (το λαϊκό αισθητήριο ανάδειχνε πάντα, δεν κακοποιούσε τη «μουσική» της γλώσσας). Zήσαμε χρόνια εφιαλτικού παλιμβαρβαρισμού: O κ. Σημίτης είχε καταργήσει τον χρονικό αναδιπλασιασμό στα ρήματα (του έμοιαζε «καθαρευουσιάνικος») και έτσι στερούσε την ελληνική γλώσσα από τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφορά του στιγμιαίου από το διαρκές. Eλεγε: «η Eλλάδα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτες» – καταργούσε τη δυνατότητα που του έδινε η γλώσσα να πει: «άλλοτε η χώρα παρήγε τόσους τόνους, ενώ πέρυσι παρήγαγε διπλάσιους».

Yπάρχουν πάμπολλες ανάλογες περιπτώσεις βιασμού, κακουργηματικών παραμορφώσεων της γλώσσας, που λανσάρονται σαν «απλοποιήσεις» και μάλιστα με «προοδευτικό» πρόσημο. Eνα μένος κατεδάφισης κάθε πραγματικού δεδομένου συνοχής και συνέχειας της πρότασης που σάρκωσε η ελληνική ιδιαιτερότητα μέσα στην Iστορία (μένος, δηλαδή ψυχαναγκαστικού χαρακτήρα ιδίωμα) χαρακτηρίζει τους «οργανικούς διανοουμένους» στην Eλλάδα της μεταπολίτευσης – από τη μαρξιστική Aριστερά ώς τη μηδενιστική Δεξιά (όλο το φάσμα). Nα μνημονεύσουμε ένα ακόμα στρεβλωτικό της γλώσσας σύμπτωμα: Tη ραγδαία μετατροπή της κλίσης των συνηρημένων, με κατάληξη -έω, ρημάτων που εξομοιώνονται με τα λήγοντα σε -άω. Kυρίως οι Kύπριοι, αλλά και συνεχώς περισσότεροι Eλλαδίτες λένε και γράφουν ζητά, προχωρά, παρακαλά, περπατά, συνομιλά – σε λίγο θα διολισθαίνουν και στο εξηγά, ειδοποιά, πληροφορά, πλεονεκτά, διοικά.

Oι ρεαλιστικότατες ηδονοθηρικές, άτεγκτα κατεστημένες προδιαγραφές του ανθρώπινου βίου σήμερα εξουδετερώνουν, με τον χαρακτηρισμό της «τρομολαγνείας», κάθε νηφάλια δυσοίωνη πρόβλεψη. Aλλά αυτή η καμουφλαρισμένη βία δεν μας δικαιώνει σε σιωπή αμνών. Nα κραυγάσουμε λοιπόν το προφανές: Δύσκολες μέρες έρχονται για τον Eλληνισμό (τον όποιο απομένει), πιο δύσκολες και από αυτές του 1922 ή και του 1453. Διότι τότε υπέκυπτε ακούσια το γένος των Eλλήνων στον εξανδραποδισμό και στη σφαγή, αλλά έσωζε ιστορική συνείδηση και γλώσσα, την αρχοντιά του – γι’ αυτό «έμενε πάντα κάποια μαγιά». Σήμερα παραδινόμαστε εκούσια στον εξανδραποδισμό για να περισώσουμε το εισόδημα, τους αυτουργούς του ευτελισμού μας τους ψηφίζουμε εμείς.

«Mαγιά», για να περισωθεί Eλλάδα, μόνο η γλώσσα.

2)
Ο κ.Γιανναράς και η γλωσσική αστυνομία
του Γιάννη Χάρη στην ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ

1986-2016, τριακονταετία γιορτάζει ο Χρήστος Γιανναράς αφότου σάλπισε πρώτη φορά, αρχικά με άρθρο, έπειτα με ομότιτλο βιβλίο, έπειτα μ’ άλλες αναδημοσιεύσεις, το φοβερό άγγελμα πως πάει, τέλειωσε η Ελλάδα: Finis Graeciae!

Εντάξει, σχήμα λόγου, θα πείτε, δεν ξόφλησε τελείως, κι ας μην την αποκαλεί χρόνια τώρα με το όνομά της ο κ. Γιανναράς (ΧΓ), μόνο «γελοίο» και «φαιδρό Ελλαδέξ», «Ελλαδιστάν», «ελληνώνυμο κρατίδιο του βαλκανικού Νότου», «τρισάθλιο κρατίδιο των Eλληνωνύμων» κ.α., δεν ξόφλησε, λέω, τελείως, όμως ψυχορραγεί.

Υπάρχει ελπίδα να σωθεί; «“Μαγιά” μόνο η γλώσσα» γνωματεύει ο ΧΓ μέσα από τη θλιβερή σκιά του εαυτού της Καθημερινή (17/1), στο ίδιο φύλλο όπου ο ομοαίματος αδερφός του Τάκης Θεοδωρόπουλος ανιχνεύει τον δρόμο «Από το Γλωσσικό στην αγλωσσία», ενώ κατά σύμπτωση κάποιος επιστολογράφος, πάντα στο ίδιο φύλλο, βοηθά να σχηματιστεί μια τριπλέτα ημιμάθειας: «Περί γλωσσών και αγλώσσων» ο δικός του τίτλος.

Συμπτωματική, είπα, η παρουσία του επιστολογράφου, έτσι κι αλλιώς θα ήταν άδικο να σχολιαστεί η όποια κατάρτισή του, σε αντίθεση με των δύο κατά τεκμήριο υπεύθυνων αρθρογράφων.

Αρχισα με τον ΧΓ, σεβόμενος την ιεραρχία, ή τέλος πάντων την επετηρίδα:

«Δύσκολες μέρες έρχονται για τον Ελληνισμό (τον όποιο απομένει), πιο δύσκολες και από αυτές του 1922 ή και του 1453» εκτοξεύει την προφητεία, λίγον καιρό αφότου ο ίδιος αποφαινόταν πως «η γκαγκστερική επιβολή του μονοτονικού» υπήρξε καταστροφή «ολεθριότερη» (!) κι από τη Μικρασιατική.

Προτείνει έτσι, έσχατη ελπίδα σωτηρίας, να σχηματιστεί μια «ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας». Η οποία λ.χ. θα περνάει από εξετάσεις υποψήφιους «εκφωνητές ή παρουσιαστές ειδήσεων, συντονιστές συζητήσεων, πολιτικούς αγορητές, συνεντευξιαζόμενους καλλιτέχνες, σχολιαστές παρελάσεων, δημόσιων τελετών, εόρτιων επετείων κ.τ.ο.»

ΚΑΙ ΦΥΡΔΗΝ ΜΙΓΔΗΝ επισημαίνει διάφορα λάθη ο ΧΓ, από τον «Οκτώ-μ-βριο» και την προστακτική «επανέλαβε» ώς το «διαρρέω μια πληροφορία» (που ακολουθεί ωστόσο μια παμπάλαιη τάση της γλώσσας να μεταβατικοποιεί τα ρήματα: «ανεβαίνω τη σκάλα», «κατεβαίνω το ποτάμι» κ.α.)· ανακαλύπτει, ποιος ξέρει πού, σήμερα πια, τον «Γιούνη» και τον «Γιούλη»· στηλιτεύει τον Σημίτη που, προσέξτε τώρα, «είχε καταργήσει τον χρονικό αναδιπλασιασμό στα ρήματα [...] και έτσι στερούσε την ελληνική γλώσσα από τη δυνατότητα να εκφράσει τη διαφορά του στιγμιαίου από το διαρκές.

Ελεγε: “η Ελλάδα πέρυσι παρήγε τόσους τόνους πατάτες” – καταργούσε τη δυνατότητα που του έδινε η γλώσσα να πει: “άλλοτε η χώρα παρήγε τόσους τόνους, ενώ πέρυσι παρήγαγε διπλάσιους”».

Στοπ! Εδώ καλείται να επέμβει δραστικά η ανεξάρτητη αρχή γλωσσικής προστασίας (η ΓΑΔΑ, η «Γλωσσική Αστυνομική Διεύθυνση Αττικής, ώστε να γίνει οικονομία στις ταμπέλες», όπως γράφει ο Ν. Σαραντάκος, που σχολίασε έγκαιρα και εξαντλητικά το εν λόγω άρθρο): ότι η διαφορά παρήγε-παρήγαγε, στα προβληματικά έτσι κι αλλιώς ρήματα σε -άγω, είναι θέμα αναδιπλασιασμού μαρτυρεί κραυγαλέα σύγχυση, κακούργημα μπροστά στον «Οκτώμβριο» του μέσου χρήστη.

ΕΧΕΙ ΟΜΩΣ ΚΙ ΑΛΛΗ, ΠΟΛΛΗ ΔΟΥΛΕΙΑ η νέα ΓΑΔΑ: «η δημώδης γλώσσα δεν είπε ποτέ [...] “του πανεπιστήμιου” – δεν αναβίβασε ποτέ στην προ-παραλήγουσα τον τονισμό πολυσύλλαβων λέξεων (το λαϊκό αισθητήριο ανάδειχνε πάντα, δεν κακοποιούσε τη “μουσική” της γλώσσας)» αγορεύει ο ΧΓ.

Οπου μοιάζει να αγνοεί τον νόμο της τρισυλλαβίας, αυτόν που κατέβαζε τον τόνο στην παραλήγουσα, γιατί, όταν προφέρονταν μακρά και βραχέα, το μακρό -ου της γενικής είχε δύο χρόνους: του πανεπιστή-μι-ου-ου· οπότε ο τόνος δεν μπορούσε να μείνει αμετακίνητος, στην τέταρτη πλέον συλλαβή από το τέλος· έπρεπε να κατέβει στην τρίτη: του πανεπιστη-μί-ου-ου.

Από τότε που έπαψαν τα μακρά-βραχέα, ατόνησε αναπόφευκτα ο νόμος αυτός, ο τόνος άρχισε σιγά σιγά να μένει αμετακίνητος: στα κύρια ονόματα: του Σαββόπουλου, του Θεόδωρου (και πολύ περισσότερο του λαϊκότερου Θόδωρου)· έπειτα στα επίθετα: του άρρωστου παιδιού, του αβέβαιου μέλλοντος. Εξακολουθεί να κατεβαίνει στα ουσιαστικά: του ανθρώπου, του πανεπιστημίου, άγνωστο πάντως για πόσο.

ΕΠΕΙΤΑ ΞΕΧΝΑ ότι ειδικά η δημώδης γλώσσα και το λαϊκό αισθητήριο, όπως είπαμε για τον Θόδωρο, στα πολυσύλλαβα και μάλιστα στα σύνθετα κρατούσε πάντα αμετακίνητο τον τόνο: ποτέ δεν είπε «του λουκανίκου», «του πρωτοπαλικάρου» και «του πανεμόρφου». Και όχι μόνο η δημώδης και λαϊκή, γιατί ούτε «του πολυσελίδου βιβλίου» λέμε, ούτε «του αλλοκότου θεάματος».

Αλλά, ακόμα ακόμα, και πάντα προκειμένου για πανεπιστημιακό δάσκαλο και εισαγγελέα-τιμητή, τι θα ’πρεπε να κάνει μια ΓΑΔΑ και με διατυπώσεις δικές του, όπως «η πιστοποίηση βεβαιώνεται», «ποιοτική καλλιέργεια της γλωσσικής εκφραστικής», «δεν μας δικαιώνει σε σιωπή αμνών» (που επισημαίνει και ο Ν. Σαραντάκος), ή με την «ενεργό δημιουργική αυτεπίγνωση ελληνικής ταυτότητας», συμπληρώνω από παλαιότερα του ΧΓ εγώ, τις «ποιότητες ελληνικότητας» ή τη γενιά που «κομίζει καύχηση ελληνικής “ευγένειας”».

Υπερωρίες η καινούρια αρχή. Καλή αρχή.

Με το άλλο πικρό ποτήρι, τον κ. Θεοδωρόπουλο, την άλλη φορά.