Rootkit χαρακτηρίζεται το κακόβουλο λογισμικό που λειτουργεί σε επίπεδο υπερχρήστη. Root, στον κόσμο του Unix (και μετέπειτα του Linux) είναι το αντίστοιχο του superuser στα Windows που σημαίνει πως τέτοιου είδους κακόβουλο λογισμικό μπορεί να καταλήξει πολύ δυσκολότερο να αφαιρεθεί και να ανιχνευθεί με τη συνήθη διαδικασία από ένα αντιιικό πρόγραμμα.
To θέμα με το κενό ασφαλείας στον σχεδιασμό/φιλοσοφία των Windows σε σχέση με το Linux είναι πως ένας χρήστης μπορεί να λειτουργεί συνεχώς τον υπολογιστή του με λογαριασμό με τέτοια δικαιώματα που καθιστά την εγκατάσταση κακόβουλου λογισμικού πολύ ευκολότερη ενώ στo Linux ο λογαριασμός που το σύστημα δημιουργεί κατά την εγκατάσταση είναι περιορισμένης πρόσβασης.
Όπως και το γεγονός πως τα αρχεία του χρήστη βρίσκονται στον ίδιο χώρο με αυτά του συστήματος ενώ στο Linux το λειτουργικό δημιουργεί (ας δεν θέλει δικαίωμα του να το από-επιλέξει και να ρισκάρει) ξεχωριστό διαμέρισμα με τα προσωπικά του αρχεία και ρυθμίσεις καθιστώντας τα πάντα λιγότερο ευάλωτα και ακόμη και την επανεγκατάσταση παιχνιδάκι αφού τα πάντα, από φωτογραφίες μέχρι οι σελιδοδείκτες του browser του και τον περιμένουν εκεί που τα είχε αφήσει.
Όταν λοιπόν έρχεται και το πρόγραμμα ενός τρίτου κατασκευαστή με ψηφιακή υπογραφή της Microsoft πως ακριβώς να προστατευτεί ο τελικός χρήστης από την έκθεση σε κίνδυνο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου