Τρίτη 7 Απριλίου 2020

Περί Δικαιοσύνης και πάλι


Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης     

      Μέρες τώρα σκεφτόμουν να γράψω για την αργούσα λόγω κορωναϊού Δικαιοσύνη εξ αφορμής άρθρου στην επίσημη ιστοσελίδα τής Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων [dikastis.gr] σχετικού με το ενδεχόμενο επιμήκυνσης του δικαστικού έτους, την οποίαν....
εξετάζει η κυβέρνηση, προκειμένου, να αναπληρωθεί ο χαμένος λόγω της πανδημίας χρόνος.

       Στο άρθρο εκφράζεται η άποψη ότι δεν θα πρέπει να επιμηκυνθεί το δικαστικό έτος, διότι οι δικαστές εργάζονται στο σπίτι επεξεργαζόμενοι δικογραφίες και εκδίδοντας αποφάσεις ακόμη και στη διάρκεια αναστολής της λειτουργίας των δικαστηρίων. Άρα, δεν τεμπελιάζουν. Παρατίθενται δε αριθμητικά στοιχεία, από τα οποία προκύπτει, ότι στη διάρκεια των δικαστικών  διακοπών οι δικαστές εκδίδουν πληθώρα αποφάσεων μη υπολειπομένων ποσοτικώς εκείνων που εκδίδονται στη διάρκεια του δικαστικού έτους.

         Έχω αντίθετη ασφαλώς άποψη. Και τούτο, διότι στη διάρκεια των δικαστικών διακοπών [01.07-15.09] δεν εκδικάζονται παρά ελάχιστες αστικές υποθέσεις, οπότε οι δικαστικές διακοπές σε τίποτε δεν διαφέρουν από τη σημερινή αναστολή λειτουργίας τών δικαστηρίων. Άρα, αυτό που θα έκαναν οι δικαστές το καλοκαίρι κατά τις δικαστικές διακοπές, το κάνουν τώρα.  Τί θα γίνει, όμως, με όλες τις υποθέσεις που ήδη ματαιώθηκαν και θα ματαιωθούν από 13.03 και εντεύθεν; Γιατί δεν θα πρέπει να εκδικασθούν εντός του μηνός Ιουλίου και του πρώτου δεκαπενθημέρου του Σεπτεμβρίου;

          Είναι αληθές ότι στις λεγόμενες δικαστικές διακοπές οι δικαστές εκδίδουν χιλιάδες αποφάσεων, πράγμα που σημαίνει ότι η περίοδος αυτή δεν ισοδυναμεί για τους δικαστές με διακοπές αναψυχής. Από την άλλη, αφού οι δικαστές δεν δικάζουν στο διάστημα αναστολής λειτουργίας τών δικαστηρίων, αλλά εκδίδουν αποφάσεις όπως ακριβώς συμβαίνει την περίοδο 01.07-31.07 και 01.09.-15.09, αν όχι και 01.08-31.08, θα έχουν ελάχιστο φόρτο εργασίας στη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, οπότε γιατί να μην εκμεταλλευθούμε τον χρόνο των φετινών δικαστικών διακοπών για την εκδίκαση υποθέσεων, ώστε να μη λιμνάσουν και αυτές μαζί με τις άλλες εκκρεμείς και φθάσουμε στο σημείο να βλέπουμε να ορίζονται δικάσιμοι για το 2024 και το 2025, αν όχι για το 2027 και το 2028, όπως θα συμβεί σε αρκετά Ειρηνοδικεία τής Αττικής;

        Μαζί με την ανωτέρω ανάρτηση την προσοχή μου τράβηξε η επιστολή Προέδρου Εφετών τινός ονόματι Θωμαΐτσα Πατρώνα ενόψει αρχαιρεσιών στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, από την οποίαν σταχυολογώ 

               https://dikastis.blogspot.com/2020/04/blog-post_74.html?spref=tw&m=1

«……..             Στις ημέρες μας τα πράγματα στον πολιτικό και κοινωνικό μας βίο γενικότερα είναι σε οριακή κατάσταση. Αυτό αντανακλάται φυσικά και στον ευρύτερο χώρο της Δικαιοσύνης. Γι'  αυτό επιβάλλεται να είμαστε γενναίοι στις τοποθετήσεις μας και προπαντός ειλικρινείς. Δεν πρέπει και δεν έχουμε δικαίωμα πλέον να εξωραΐζουμε καταστάσεις.
            Βιώνουμε μία πρωτοφανή αμφισβήτηση του κύρους και της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης. Μεγάλος αριθμός πολιτών θεωρεί τη Δικαιοσύνη ως ένα είδος προέκτασης της εκτελεστικής εξουσίας. Σ'  αυτό όμως πολύ έχει συντελέσει η όσμωση της πολιτικής με τη  δικαστική εξουσία.  Η όσμωση αυτή (δεν πρέπει να εθελοτυφλούμε) είναι βασικά παράγωγο του θεσμοθετημένου τρόπου επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων από το Υπουργικό Συμβούλιο. Και μάλιστα χωρίς κριτήρια ή μάλλον με εκείνα τα κριτήρια, που το εκάστοτε κυβερνών πολιτικό κόμμα διαμορφώνει φυσικά προς το πολιτικό του συμφέρον.
            Γι'  αυτό, επειδή το πιστεύω ακράδαντα,  δεν παύω να καταγγέλλω τον τρόπο επιλογής της ηγεσίας της Δικαιοσύνης ως τη βασικότερη εν δυνάμει αιτία δημιουργίας εξάρτησης της ίδιας  της ηγεσίας από την πολιτική εξουσία.
            Αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς πρέπει ωστόσο να πούμε  ότι η προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία του δικαστή είναι κατά βάση ζήτημα ποιότητας προσώπων και σε μικρότερο βαθμό ζήτημα συστήματος.  Αν το κάθε υπουργικό συμβούλιο διάλεγε την ηγεσία με καθαρά και αξιοκρατικά κριτήρια, το υπάρχον σύστημα επιλογής δεν θα γεννούσε παθογένειες. Αν πάλι, αντίστροφα, οι επιλεγέντες ανώτατοι δικαστές, ανεξάρτητα από τα κριτήρια και τις προθέσεις της Κυβέρνησης,  ασκήσουν τα καθήκοντά τους όπως το Σύνταγμα και οι νόμοι επιτάσσουν, η απειλή που ενυπάρχει στο σύστημα επιλογής θα εξουδετερώνονταν. Και θέλω να πιστεύω ότι αυτό κατά κανόνα συμβαίνει στην πράξη, προς τιμήν μίας τέτοιας ηγεσίας. Δεν είναι λίγες οι φορές, που μέλη του υπουργικού συμβουλίου, το οποίο τους επέλεξε, στρέφονται εναντίον τους γιατί έλαβαν αποφάσεις δυσάρεστες για τις πολιτικές τους.
            Η διαπλοκή όμως, όπως έχω ξαναπεί, είναι σαν το ταγκό. Χορεύεται με δύο. Γιατί, ναι μεν «ευσεβής πόθος» της κάθε Εκτελεστικής Εξουσίας είναι να έχει χειραγωγημένη και υπό τον έλεγχό της τη Δικαιοσύνη. Θα μπορούσε όμως να το επιτύχει, αν δεν έβρισκε πρόθυμους και συνεργάσιμους δικαστές; Δεν είναι μυστικό ότι στην διαχρονική ιστορία της Δικαιοσύνης υπήρξαν και δικαστές με εύκαμπτη σπονδυλική στήλη και ευήκοα ώτα. Θέλω να πιστεύω ότι ως αριθμός είναι μειοψηφία. Αν καταλάβουν όμως θέσεις ευθύνης, συνιστούν αναμφίβολα απειλή.
            Η παθογένεια αυτή θα εξέλιπε αν κατά την επικείμενη αναθεώρηση αφαιρούνταν η αρμοδιότητα επιλογής από το Υπουργικό Συμβούλιο και ανετίθετο σε άλλο φορέα.  Μια καλή λύση θα ήταν να συντεθεί ένα μικτό συλλογικό όργανο  στο οποίο θα συμμετέχουν αντιπροσωπευτικά εκείνες οι πολιτειακές και κοινωνικές συνιστώσες που έχουν άμεσο λόγο στη διαφύλαξη της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης (ένας αριθμός δικαστών του οικείου ανώτατου δικαστηρίου,  εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων με αναλογία δύναμης, φυσικά η κυβέρνηση, αλλά και εκπρόσωποι του νομικού κόσμου, δικηγόροι και πανεπιστημιακοί).
            ……….. Δεν είμαι αντίθετη στην κριτική των δικαστικών αποφάσεων. Οι δικαστές ουσιαστικά νομιμοποιούνται  από τις  αιτιολογίες των αποφάσεών τους. Και γι'  αυτό πρέπει να κρίνονται. Είναι διαφορετικό όμως όταν κυβερνητικοί παράγοντες της Δικαιοσύνης κατακρίνουν εξακολουθητικά αποφάσεις που δεν "άρεσαν", προβάλλοντας μάλιστα αντίθεση στο κοινό περί δικαίου αίσθημα, όπως βέβαια το αυτοπροσδιορίζουν. Δημιουργείται έτσι μία ασφυκτική, κοινωνική και ψυχολογική, κατάσταση, που σαφώς πιέζει και επηρεάζει την ανεξαρτησία της κρίσης κάποιων δικαστών. Ενδεχόμενα, οι έχοντες φιλοδοξίες για μία θέση είτε στην επιλεγόμενη από την Κυβέρνηση ηγεσία της Δικαιοσύνης είτε σε άλλα δημόσια λειτουργήματα, θα επηρεασθούν και θα συντονιστούν προς το "κοινό περί δικαίου αίσθημα", που μεταφέρει η κυβερνητική κριτική. Έχω τη γνώμη ότι οι πάντες δικαιούνται στην κριτική των δικαστικών αποφάσεων, πολιτικοί και κοινωνικοί φορείς και κυρίως ο απλός λαός. Τα μέλη όμως της Κυβέρνησης και ιδιαίτερα ο υπουργός Δικαιοσύνης δεν δικαιούνται. Η κριτική τους, με αιχμή την προσβολή της "κοινής γνώμης", ισοδυναμεί με άσκηση πιέσεως.  Η -εκάστοτε- Κυβέρνηση οφείλει μόνο να εφαρμόζει τις δικαστικές αποφάσεις.
            ……… και εμείς οι δικαστές πρέπει να καταβάλλουμε κάθε δυνατή προσπάθεια να αποδίδουμε στο λαό δικαστικές υπηρεσίες εξίσου ανάλογες με τις αποδοχές μας. Δεν νοείται να αξιώνουμε υψηλούς μισθούς και να εργαζόμαστε εμφορούμενοι από δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Μεγάλη είναι η πληγή της καθυστέρησης στην έκδοση αποφάσεων για την οποία φέρουμε ευθύνη και πολλοί από εμάς προσωπικά. Η καθυστέρηση απονομής της Δικαιοσύνης πλήττει την ίδια την ιδέα της Δικαιοσύνης, τις συναλλαγές, τη λειτουργία του κράτους.  Πιστεύω ότι η μόνιμη λύση δεν μπορεί παρά να είναι η απλοποίηση ουσιαστικού δικαίου και των δικονομικών διαδικασιών, αλλιώς η Δικαιοσύνη θα τρέχει συνεχώς πίσω από την ουρά της.
            Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι δεν δικαιούμαστε να είμαστε κατώτεροι του λειτουργήματός μας και των περιστάσεων. Η κοινωνία μας έχει ανάγκη. Τίποτε στον κόσμο δεν είναι δυσκολότερο από την απονομή της Δικαιοσύνης, την οποία καλείται να απονείμει ο Δικαστής, διαχειριζόμενος τα πολυτιμότερα αγαθά του πολίτη. Την ελευθερία, την τιμή, την αξιοπρέπειά του, την κοινωνική και επαγγελματική του υπόσταση. Την ίδια του την ύπαρξη.
            ………..
            Πολλοί δικαστές στις καθημερινές μας συζητήσεις αγωνίας διαπιστώνουμε με θλίψη ότι το πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό, πολιτιστικό, θεσμικό περιβάλλον σήμερα είναι ένα περιβάλλον παρακμής, τόσο ως αίτιο όσο και ως αποτέλεσμα της κρίσης που βιώνουμε. Ο χρόνος έχει πυκνώσει τόσο πολύ, που έχει γίνει αφόρητος. Η ατιμώρητη ύβρις αυτών, που επαίσχυντα ιδιωτικοποίησαν τα δημόσια αξιώματα, κλείνει και σκοτεινιάζει τον ορίζοντα. Το ηθικό ζήτημα είναι πια ουσιώδες πολιτικό ζήτημα και στο χώρο της Δικαιοσύνης. Από την επίλυσή του εξαρτάται η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς.  Όλο και πιο πολλοί συνειδητοποιούν ότι, αντί να καταριούνται το σκοτάδι, καλύτερα να ανάψουν ένα φως. Να κάνουν κάτι….».

            Αυτή η επιστολή με γύρισε πίσω στο «μακρυνό» 2012. Τότε που οι δικαστές είχαν κηρύξει  αποχή από την άσκηση των καθηκόντων τους λόγω περικοπής των αποδοχών τους. Είχαν ονομάσει «αποχή» την απεργία, ώστε να παρακάμψουν  το Σύνταγμα που ορίζει
          «Άρθρο 23§2: Η απεργία αποτελεί δικαίωμα και ασκείται από τις νόμιμα συστημένες συνδικαλιστικές οργανώσεις για τη διαφύλαξη και προαγωγή των οικονομικών και εργασιακών γενικά συμφερόντων των εργαζομένων. Απαγορεύεται η απεργία με οποιαδήποτε μορφή στους δικαστικούς λειτουργούς και σ’ αυτούς που υπηρετούν στα σώματα ασφαλείας».
              Το «με οποιαδήποτε μορφή» δεν τους επτόησε.
             Ευτυχώς που την τιμή τού δικαστικού σώματος έσωσε τότε η εφέτις κ.  Μαρία Χασιρτζόγλου που έκλεινε επιστολή της με τούτα τα λόγια: 


     «Υστερόγραφο: Η συνολική περικοπή στις αποδοχές μας μέσα στην τελευταία διετία θα φθάσει το 60%, δημιουργώντας σε πολλούς, και ιδιαίτερα σε αυτούς που υπηρετούν κάποιες εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από τα σπίτια τους, οικονομική ασφυξία. Όμως η πραγματική αυτή κατάσταση, στην οποία σαφώς και έχουμε δικαίωμα να αντιδράσουμε, δεν δικαιολογεί την άρνηση της αποστολής μας μέσα στη συντεταγμένη πολιτεία ούτε, ακόμη χειρότερο, την παρανομία που ακυρώνει το ρόλο μας. Καλύτερα φτωχοί δικαστές, παρά καθόλου».
       Υποκλίνομαι για  μία  ακόμη φορά.

Σώτος

Υ.Γ. Ας θυμηθούμε και τον εφέτη Ν. Σαλάτα που είχε μειοψηφίσει στο βούλευμα παραπομπής τής ΧΑ για το αδίκημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης.  Ερωτηθείς από δημοσιογράφους είχε παραθέσει το νομικώς αδιάσειστο σκεπτικό της γνώμης του. Ακολούθως, όταν ο δημοσιογράφος διερωτήθηκε πώς συμβαίνει και αυτός ως αριστερός έλαβε τέτοια θέση απέναντι στη ΧΑ, ο κ. Σαλάτας απήντησε: «Αριστερός, αλλά δικαστής». Αυτή πρέπει να είναι η στερεότυπη απάντηση κάθε δικαστή: «……….., αλλά δικαστής».