Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Αυτονομούμαι, αυτονομείσαι, αυτονομείται, αυτοϊκανοποιούμεθα.
Παγκόσμιος υπουργός Βερναρδάκης, εφευρέτης του «brand name ΣΥΡΙΖΑ» : «Πιστεύω ότι η βασική παθογένεια της δημοκρατίας στην Ελλάδα, την Αμερική και την Ευρώπη είναι η αυτονόμηση συγκεκριμένων πολιτικο-οικονομικών κύκλων δια μέσου των ΜΜΕ που δεν είναι δημοκρατικά και κάνουν κατάχρηση του δημόσιου χαρακτήρα της πληροφόρησης και της ενημέρωσης και προφανώς χρειάζεται ρύθμιση».
Δηλαδή οι πολιτικοοικονομικοί κύκλοι δεν πρέπει να είναι αυτονομημένοι από την εξουσία; Πρέπει να τους ελέγχει αυτή; Αν...
δεν αυτονομούνταν μέσω των ΜΜΕ θα ήταν καλλίτερα;
Αν τα ΜΜΕ ήταν δημοκρατικά! Μήπως θέλατε να πείτε κ. υπουργέ «αντικειμενικά»; Διότι εγώ τα βλέπω μια χαρά δημοκρατικά. Φροντίζουν την πάρτη τους όπως και κάθε άλλος.
Εν πάση περιπτώσει το γεγονός ότι η κυβέρνηση θέλει να κάνει διαγωνισμό για 4 τηλεοπτικές άδειες [προφανώς για να γίνουν τα μέσα δημοκρατικά και να πάψει η δι’ αυτών αυτονόμηση από την εξουσία διάφορων πολιτικο-οικονομικών κύκλων, αντί να απαιτήσει από κάθε καναλάρχη ή ραδιοφωνατζή να καταβάλει το αντίτιμο της χρήσης των δημόσιων συχνοτήτων] είναι απολύτως συμβατό με την ως άνω δήλωση του κ. υπουργού, η οποία μου θυμίζει άλλες εποχές.
Για τις άλλες εποχές, ας παραπέμψω στον φίλο Κοσμά Κρομμύδα που μας πάει πίσω στη δεκαετία του ΄60, λίγο πριν από την 1η εθνοσωτήριο, με τον δικό του γλαφυρό λογοτεχνικό τρόπο:
Μουσικός Γαλαξίας
- Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί μας ακροατές ακούτε το «Μουσικό Γαλαξία» σε μια δοκιμαστική του εκπομπή στους 886 χιλιόκυκλους. Παράκληση σε φίλους ερασιτέχνες να συντονιστούν και να μας πουν πως ακουγόμαστε...
Έτσι μπήκαμε ο φίλος μου κι εγώ στη γλυκιά περιπέτεια του πειρατικού ραδιοσταθμού στο πρώτο τρίτο της δεκαετίας του '60. Μια αξέχαστη νεανική τρέλα, μια ανεκτίμητη εμπειρία, η συγκίνηση της παρανομίας, η χαρά της δημιουργίας. Εγώ μόλις έμπαινα στην εφηβεία κι ο φίλος μου, γειτονάκι, κολλητά τα σπίτια μας, δυο χρονάκια μεγαλύτερος. Από πιτσιρικάδες μαζί στα παιχνίδια της αυλής, στο κυνηγητό, στους κλέφτες κι αστυνόμους, στην αμπάριζα, στο τετρακάβαλο μικρό ποδήλατο του, αυτός στη σέλα, ένας στο τιμόνι, ένας στη σωλήνα κι εγώ όρθιος στις βίδες της πίσω ρόδας να αφηνόμαστε στην κατηφόρα του χωματόδρομου μέχρι την πλατεία ώσπου να τσακιστούμε σκόρπιοι με γδαρσίματα και γέλια. Κι αργότερα, οι επικίνδυνες εξερευνήσεις στα βράχια και τις σπηλιές της Πειραϊκής.
Μονοκατοικίες και διώροφα νεοκλασικά τότε τα σπίτια στον Πειραιά, λίγες οι πολυκατοικίες, εδώ κι εκεί. Μονώροφο το πατρικό του φίλου μου μ' ένα γιαπί πανωσήκωμα στα τούβλα που περίμενε για να τελειώσει την επιστροφή του πατέρα του μετά από δυο χρόνια δουλειάς στα μηχανοστάσια των καραβιών που έσκιζαν τους ωκεανούς. Α' μηχανικός, παλιός, έμπειρος, γεμάτος δώρα και αναμνήσεις από περιπέτειες και ατέλειωτες εξωτικές ιστορίες απ' τη Μπραζίλια, την Αρτζεντίνα μέχρι τις Ινδίες και την Κίνα. Σ' ένα από τα μπροστινά δωμάτια του γιαπιού στήθηκε ο σταθμάκος μας.
Την ιδέα ξεφούρνισε ο φίλος μου ένα πρωί στην αρχή του καλοκαιριού, μόλις άρχισαν οι σχολικές διακοπές. Μια εποχή που οι ερασιτεχνικοί σταθμοί είχαν πιάσει όλη τη γκάμα συχνοτήτων, οι αφιερώσεις πήγαιναν και έρχονταν, το ροκ, τα μπλουζ, το τσα-τσα, η μπόσα-νόβα, το χάλι-γκάλι και το χούλα-χουπ έδιναν κι έπαιρναν στα πάρτυ, αλλά και στις αυλές που προβάρονταν επί ώρες απ' τα κορίτσια.
- Μεγάλε, είσαι να βγούμε στα ερτζιανά; Θα στήσουμε το σταθμό στην οικοδομή. Ένα σασί μ' ένα μικρό σταθμάκι θα μας δώσει ο Γιώργος, αυτοί έστησαν μεγάλο σταθμό, κάνουν ακρόαση από Αθήνα και Γλυφάδα, αυτοί είναι μεγάλοι, ξέρουν από ηλεκτρονικά. Εμείς εδώ, στον Πειραιά και κύρια στη γειτονιά μας. Μας λείπει μόνο ένας μετασχηματιστής και δυο λυχνίες. Τα αγοράζουμε, τα βάζουμε επάνω και εκπέμπουμε.
Μου φάνηκε σαν παραμύθι. Εκείνο τον καιρό θαυμάζαμε αυτούς που έκαναν εκπομπές και αφιερώσεις στα ραδιοκύματα. Ένας άλλος, θαυμαστός κόσμος. Αλλά, που λεφτά για ανταλλακτικά; Ούτε κουβέντα να ζητήσουμε απ' τους γονείς μας μιας και θα 'πρεπε να πούμε γιατί τα θέλουμε και δεν μας έπαιρνε.
- Ρε συ, του λέω, έχω κάτι παληοβιβλία σχολικά, άχρηστα στο αποθηκάκι, λες να κάνουμε τίποτα;
- Κι εγώ κάτι παλιά βατραχοπέδιλα της αδελφής μου που δεν τα θέλει. Πάμε...
Έτσι, αρπάξαμε τα παλιά και τραβήξαμε, που αλλού, για τα παλιατζίδικα του Πειραιά. Πλατεία Ιπποδάμειας και στο μικρό βιβλιοπωλείο-παλαιοπωλείο κοντά στο Ταχυδρομείο, απέναντι από το λούνα-παρκ. Ξεφορτωθήκαμε τα παλιά μας για λίγες δραχμούλες που ίσα-ίσα φτάσανε για ένα μεταχειρισμένο μετασχηματιστή και τις δυο λυχνίες. Τρέχοντας γυρίσαμε στο σπίτι και με αγωνία συνδέσαμε τα ανταλλακτικά. Είχε πάρει καλά μαθήματα ο φίλος μου απ' τους έμπειρους πειρατές. Ανεβήκαμε στο γιαπί, στήσαμε ένα πλιαν τραπεζάκι και δυο παλιο-καρέκλες. Ανεβάσαμε μπαλαντέζα για το ρεύμα απ' τον κάτω όροφο κι ανεβήκαμε στην ταράτσα για να απλώσουμε την κεραία. Την κάναμε τρίγωνο στεριωμένη στα κολωνάκια που δένουν τα σύρματα για τα ρούχα. Το όνομα του σταθμού ήταν ήδη συμφωνημένο. Να πω την αλήθεια, δεν σκάμπαζα και πολλά από τα τεχνικά, ο φίλος μου φαινόταν σοφός. Και μιας και είχε περάσει η μιάμιση το μεσημέρι έφυγα για το σπίτι γιατί «απών» στην ιεροτελεστία του μεσημεριανού φαγητού με όλη την οικογένεια παρούσα δεν σήκωνε.
- Εγώ θα το πολεμήσω λίγο και τα λέμε το απόγευμα, και μου 'γνεψε ένα γεια ο φίλος μου σκυμμένος στο μεγάλο μας απόκτημα.
Το ραδιόφωνο έπαιζε, το φαγητό μοσχομύριζε και τα βήματα του πατέρα στην αυλή ήταν η εισαγωγή στη μεσημεριανή πανδαισία. Κι ενώ το αχνιστό κοκκινιστό με το χοντρό μακαρόνι σερβιριζόταν, το ραδιόφωνο μας γρατζούνισε τ' αυτιά. Τρομερό παράσιτο για λίγα δευτερόλεπτα και λίγο πριν κάνει η μάνα μου την κίνηση να το κλείσει ακούγεται δυνατά και σταθερά:
- Αγαπητοί γείτονες, καλή σας όρεξη! Ακούτε τον πειραματικό ερασιτεχνικό σταθμό «Μουσικός Γαλαξίας». Αν με λαμβάνετε καλά φωνάξτε μου απ' την αυλή.
Όλοι γνωρίσαμε τη φωνή του φίλου μου που με συγκίνηση έκανε την πρώτη εκπομπή μας. Οι δικοί μου τα 'χασαν στην κυριολεξία. Ό πατέρας μου με κοίταξε αυστηρά με το διαπεραστικό του βλέμμα. Φοβήθηκα επειδή οι πάντες ήξεραν πως οι σταθμοί είναι παράνομοι και τους κυνηγάει η Αστυνομία. Με την άκρη του ματιού μου έπιασα ένα αβανταδόρικο μισοχαμόγελο της γιαγιάς, μια σπίθα θαυμασμού στο μάτι της μάνας πριν την ερώτηση του πατέρα:
- Τι ξέρεις εσύ γι' αυτό; Δεν πιστεύω να είσαι μπλεγμένος...
- Ναι, ξέρετε, παρέα είμαστε, δεν κάνουμε κακό, να ασχολιόμαστε και να μην αλητεύουμε στην πλατεία... και ότι άλλο μου 'ρθε στο μυαλό για να υπερασπιστώ την πρωτοβουλία μας.
- Ά ρε μπαγάσα θα μας τραβάνε στο Τμήμα καμιά μέρα... αντέτεινε ο πατέρας και δεν ξαναμίλησε.
Η καλοκαιριάτικη μεσημεριανή σιέστα μου φάνηκε ένας χρόνος.
Με το που έφυγε ο πατέρας για το μαγαζί ξετρύπωσα από την αυλή και βρέθηκα με μιας στο «στούντιο». Μεγαλεία, ο φίλος μου τα είχε στήσει όλα. Μικρόφωνο, ενισχυτή και το φοβερό Τεπάζ, το παλιό φορητό πικάπ για τα σαρανταπεντάρια βινύλια. Τον είδα σκεπτικό, σοβαρό, με ύφος επαγγελματικό.
- Σκέφτομαι πως θα γίνει με το τηλέφωνο. Όταν αρχίσουν οι αφιερώσεις θα γίνει χαμός...
Πολύ αισιόδοξος μου φάνηκε αλλά του είπα τη λύση:
- Το τηλέφωνο είναι στην τραπεζαρία, κάτω. Θα αφήνουμε ανοιχτό το φεγγίτη του φωταγωγού, θα το ακούμε και θα πετάγομαι να παίρνω την αφιέρωση...
Στο μεταξύ, μου λέει, όταν δεν είσαι στο τηλέφωνο και δεν με αντικαθιστάς, όταν χρειαστεί, στο μικρόφωνο, θα βρίσκεις το δίσκο που θα σου λέω και θα 'χεις, κυρίως το νου σου από την μπαλκονόπορτα μην εμφανιστεί στη γειτονιά κανένα καρούμπαλο της ασφάλειας. Μου 'παν οι μεγάλοι να προσέχουμε γιατί το ραδιογωνιόμετρο κάνει θραύση. Με το που θα τους πάρουμε χαμπάρι ορμάμε στην ταράτσα και μαζεύουμε την κεραία, μετά εσύ το πικάπ με τους δίσκους κι εγώ το σταθμό στην κούτα που βλέπεις δίπλα και βουρρρ να τα περάσουμε στο αποθηκάκι σας. Ίχνος μηδέν, αλλιώς τη βάψαμε, Θα πάμε είκοσι χρονών για να σταυρώσουμε χαρτζιλίκι...
Δύσκολα και πολύπλοκα μου φάνηκαν όλα τούτα και ιδιαίτερα πολλά τα καθήκοντα μου. Το σχέδιο, όμως, φαινόταν τέλειο και συναρπαστικό. Σε δυο περιπτώσεις αποδείχθηκε και σωτήριο. Με την εμφάνιση του «100» παίχτηκε όλο το σενάριο και τη γλιτώσαμε... Και αμέσως μετά ξαναστήσιμο και: «ακούτε Μουσικό Γαλαξία πάντα στην ίδια συχνότητα. Η διακοπή της εκπομπής οφείλετο σε τεχνικούς λόγους. Συνεχίζουμε με τον «Σ» στο μικρόφωνο και τον συνεργάτη «Κ» στο τηλεφωνικό κέντρο. Περιμένουμε τη γνώμη σας, τις προτιμήσεις σας και, προ παντός, τις αφιερώσεις σας».
Μπιτλς, Μπομπ Ντύλαν, Έλβις Πρίσλεϊ, Ρέϊ Τσάρλς, Άνιμαλς, Β.Β. Κινγκ, Ντιούκ Έλιγκτον, Μισέλ Πολναρέφ, Σάντοους, Χένρι Μαντσίνι, Ζακ Μπρελ, Νέιλ Σεντάκα και δεκάδες άλλοι με τα φοβερά τραγούδια τους γέμιζαν τις ώρες των εκπομπών μας κι εγώ έκανα τα μέτρα μου ανεβοκατεβαίνοντας τραπεζαρία-«στούντιο» για τις τηλεφωνικές αφιερώσεις: «Από τη Γιούλα για τον Σταύρο», «Από τον Γιώργο στο κορίτσι με τα μπλε μάτια με αγάπη», «Από την Τζένη στα ναυτάκια του Ναυτικού Νοσοκομείου» και πολλά άλλα χαριτωμένα άλλοτε κοινότυπα κι άλλοτε πρωτότυπα. Δισκάκια των 33 στροφών του φίλου μου και δανεικά ή ανταλλαγές με άλλους φίλους.
Από τις ακροάσεις των συναδέλφων πειρατών μάθαμε ότι ακουγόμασταν μέχρι Προφητ’ Ηλία και Καστέλα. Εμάς μας έφτανε, μας άκουγε ο Πειραιάς. Είχαμε και τα ευτράπελα μας κύρια με το τηλέφωνο:
- Είστε ο συνεργάτης «Κ»;
- Μάλιστα, σας ακούω...
- Τι ωραία φωνή έχετε! Είμαι η Λίζα και είμαι με τη φίλη μου την Άντζελα. Πότε μπορούμε να έρθουμε στο σταθμό να γνωρισθούμε και να κάνουμε ζωντανή αφιέρωση;
Άντε τώρα να καθαρίσεις... Που να τους ξεφουρνίσεις την ηλικία μας! Τόμπολα!
- Ξέρετε, είναι αρχή του σταθμού να μην κάνει ζω ντανά, η θέση μας είναι μυστική... Εν πάση περιπτώσει, θα το δούμε.. Για να 'χουμε καλό ερώτημα, πόσο χρονών είσαστε κορίτσια;
- Στα είκοσι, ήρθε η απάντηση μετά από μικρό δισταγμό. Και συνεχίζει:
- Μπορούμε να σας γνωρίσουμε και έξω... Ξεπερνάω όλες μου τις αναστολές και, το ομολογώ, με χτυποκάρδι αλλά σταθερή φωνή λέω:
- Αν θέλετε, στις οχτώ το βράδυ στη Φρεαττύδα ανά μεσα στου «Φανού» και στο Ναυτικό Νοσοκομείο, εντάξει; Βολτάρετε για να μην καρφωθείτε, ΟΚ;
- Έγινε γλύκα, μου πετάει και το κλείνει... Ανεβαίνω, τα λέω στο φίλο μου, μου ρίχνει μια ματιά
σαν να μου λέει «τρελός είσαι;» αλλά μου χαρίζει κι ένα χαμόγελο πονηρό.
- Καλά θα πάμε από μακριά να δούμε αν θα 'ρθουν... Στις οκτώ στηθήκαμε στο στενάκι της Υγείας, πίσω από το Τζάνειο για να 'χουμε θέα στη βόλτα της παραλίας. Μετά από λίγη ώρα φάνηκαν δυο κοπελιές, όχι πάνω από δεκαεφτά-δεκαοχτώ, χεράκι-χεράκι, κοιτάζοντας μπρος-πίσω, η μια κοντοχοντρούλα κι άλλη ξανθιά ξερακιανή, σπάγγος.
- Πάμε να φύγουμε ρε φίλε, τολμάω. Δεν γουστάρω... Μόνο καρπαζιά δεν άρπαξα...
- Τι λες ρε γόη, άμα ήταν, δηλαδή, η Αολό με τη Αόρεν θα πηγαίναμε; Βρε μόμολο, άντε να πιεις το γάλα σου, που μου ξετσούμισες κι έχεις και προτιμήσεις, κότα...
Συνήλθα, είδα ότι ήταν νωρίς για τέτοια παιχνίδια, τουλάχιστον για μένα, και φύγαμε για το σταθμό, τη βραδινή εκπομπή και τη διαδρομή μου «τραπεζαρία-στούντιο»...
- Ο Μουσικός Γαλαξίας σας εύχεται όνειρα γλυκά και σας καλούμε στην αυριανή μας εκπομπή την ίδια ώρα με γνωστά τραγούδια και αφιερώσεις. Καλή σας νύχτα.
[Από το πόνημά του «17 παράθυρα ανοιχτά – σταγόνες ψυχής», 2015]
Σώτος - αυτοαμολημένος πολιτικοοικονομικός χιλιόκυκλος
Υ.Γ. Το ξεκατίνιασμας ΔΟΛ, Παππά, Τσίπρα κ.λπ. μου θύμισε κάτι σχετικό που είχα γράψει προ 4ετίας και είπα να το προσφέρω δίκην επιδορπίου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου