Σάββατο 4 Απριλίου 2015

Καμμία συνάντηση με την κυρία Βίκυ

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Δεν είχα την τύχη να τη συναντήσω. Όμως, την ώρα που αναλογιζόμουν πώς θα μου φαινόταν π.χ. ο Σαμαράς, αν είχε γεννηθεί χθες, άρχισε το σύστημα να με βομβαρδίζει με τόσες λεπτομέρειες που ήταν σαν τη συνάντησα. Σ’ αυτό το σημείο ακριβώς έξω από την εκκλησία τη βρήκαν. Ήταν σε...
καλή κατάσταση, πράγμα που σημαίνει ότι δεν κοιμήθηκε σε παγκάκια, άρα υπήρχε συνεργός που τη φιλοξένησε στο σπίτι του, το σχέδιο απόδρασης [ή δραπέτευσης που λένε οι μορφωμένοι] άλλαξε την τελευταία στιγμή, επειδή την ενημέρωσαν ότι ο υπουργός Δικαιοσύνης φέρνει διάταξη νόμου, με την οποίαν οι συγγενείς συγκατηγορούμενοι δεν θα μπαίνουν όλοι στη φυλακή, αλλά μερικοί κ.λπ. Ωπα! Και γιατί δεν καταργείτε επί μία ώρα τον Ποινικό Κώδικα, να ξεμπερδεύουμε κ. υπουργέ; Ν’ αδειάσουν οι φυλακές και τα δικαστήρια και ν’ αρχίσουμε από την αρχή. Πιο φθηνά θα μας έρθει! Άλλωστε, οι εγκληματίες που κυκλοφορούν ελεύθεροι είναι πολλαπλασίως περισσότεροι των εγκλείστων.
Μετά μίλησαν οι δικηγόροι. Άκουσα πόσο δραματική είναι η κατάσταση στις φυλακές. Πού να το φανταστώ. Εγώ νόμιζα ότι είναι κάτι σαν το Χίλτον. Και όλ’ αυτά για τη γνωστή κ. Βίκυ, για το δράμα της οποίας έμαθα τόσα μέσα σε μια μέρα. Θαύμαζα την προσπάθεια των δημοσιογράφων να μην αφήσουν την παραμικρή λεπτομέρεια που να μη μου τη μεταφέρουν. Όλη η χώρα στο ρυθμό της παρέας της μίζας. Τεκμήριον αθωότητος γαρ. Μετά μου τηλεφώνησε ένας γκαρδιακός φίλος και μου είπε ένα παραμύθι για να με καλμάρει.
Ήταν λέει μία κυρία που ζούσε στο Κολωνάκι. Της άρεσαν πολύ τα μπιφτέκια και τα χόρτα που μαγείρευε μια ταβέρνα κατά Υμηττό μεριά. Μια μέρα, λοιπόν, παρήγγειλε δυο μερίδες. Φτάνει ο ταβερνιάρης στο σπίτι της και χτυπάει το κουδούνι. Από τη θυροτηλεόραση ακούει τις οδηγίες: «Αφήστε τα στο ασανσέρ, όπου θα βρείτε και τα λεφτά.» Ανοίγει ο ταβερνιάρης την πόρτα του ασανσέρ και βλέπει τρία πενηντάρικα. Αφήνει το φαγητό και ξαναχτυπάει το κουδούνι. «Είναι πολλά αυτά που αφήσατε.» «Καλά είναι». Έφυγε ευτυχής ο ταβερνιάρης. Το βιολί αυτό συνεχιζόταν επί μήνες. Κάποια φορά ο ταβερνιάρης βρήκε μόνον δύο πενηντάρικα. Τα πήρε και έφυγε αδιαμαρτύρητα, καθότι δεν ήταν άπληστος. Δεν είχε προλάβει να κάνει ένα χιλιόμετρο και τον προλαβαίνουν κάτι Ζητάδες με σειρήνες και του κάνουν νόημα να σταματήσει. Χέστηκε επάνω του ο ταβερνιάρης. Κατεβαίνει ο ένας αστυνομικός και λέει: «Γιατί δεν πήρες και το τρίτο πενηντάρικο ρε παλληκάρι; Για να μας βάζει τις φωνές η τρελλή και να μας κάνει να τρέχουμε;». «Δεν είδα τρία πενηντάρικα ρε παιδιά». «Έλα, πάρ’ το και άλλη φορά να προσέχεις». Μου έπεσε τ’ ακουστικό απ’ το χέρι. Την καημένη! Παρά λίγο να την παρεξηγήσει ο ταβερνιάρης ότι έπαψε να είναι γαλαντόμα.
Είναι προσβολή στη νοημοσύνη του ελληνικού λαού να τον βομβαρδίζουν με τα πάθη των μελών της μαφίας που οδήγησαν τον λαό στο σημερινό χάλι.
Παρακαλούνται τα κανάλια να μας εξιστορήσουν επί μία ολόκληρη ημέρα με λεπτομέρειες τη ζωή μίας οικογένειας, της οποίας το στήριγμα αυτοκτόνησε πνιγμένο στα χρέη, επειδή κάποιοι δανείζονταν στην πλάτη μας για να τα ‘κονομάνε. Κι’ αν αυτό φαντάζει λαϊκίστικο, ας μας εξιστορήσουν επί μία ημέρα με λεπτομέρειες τη ζωή της οικογένειας ενός πιλότου της ΠΑ που έχασε του ζωή του στο Αιγαίο!

Σωτήριος Καλαμίτσης
Ταπεινός, πλην ακροδεκσιός, γραφιάς πάσχων ανιάτως από εσχάτως διαγνωσθείσα ακράτεια εμπαθείας και λαϊκισμού, επιστήθιος, όμως, φίλος του γιατρού Γωγούση, σφόδρα δε πιθανόν και επισκέπτης του εις οίκον ευγηρίας δι’ απόρους λόγω επαπειλούμενης εξώσεώς του από την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, όπου κατοικεί επ’ ενοικίω, Ιεράν τινά δηλονότι Μονήν του Αγίου ΄Ορους [Μεγάλη η Χάρη της]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου