Παρασκευή 3 Απριλίου 2015

Συνάντηση με την κυρά-Βίκη

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Προ ημερών είχα ακούσει την είδηση της ληστείας που διέπραξαν δύο αλλοδαποί εις βάρος ανυπεράσπιστης 85χρονης ημεδαπής. Η ταυτότητα της 85χρονης δεν ανακοινώθηκε λόγω προσωπικών δεδομένων, ενώ η ταυτότητα των δραστών δεν αναμένεται να γίνει ποτέ γνωστή, όπως...
συμβαίνει σε κάθε ευνομούμενη πολιτεία. Κάτι μ’ έτρωγε και έψαξα να μάθω ποια είναι αυτή η γυναίκα. Τα κατάφερα και θέλησα να τη γνωρίσω. Της τηλεφώνησα και δεν μου αρνήθηκε. Την επόμενη μέρα ήμουν ακριβής στο ραντεβού 11 π.μ. έξω από μια μονοκατοικία στη γωνία των οδών Λεωνίδα και Περικλέους σε μια υποβαθμισμένη γειτονιά των δυτικών προαστείων της Αττικής.
Με υποδέχθηκε στην αυλόπορτα μία λεπτοκαμωμένη μαυροντυμένη φιγούρα με πάλλευκα μαλλιά και χαραγμένο από τις ρυτίδες πρόσωπο. Καθώς με καλημέρισε με ένα πλατύ χαμόγελο διέκρινα το κενό στην κάτω οδοντοστοιχία της, το οποίο θα κατελάμβαναν κάποτε δύο δόντια. Το βλέμμα της λαμπερό, το αριστερό της μάτι μαυρισμένο από μια μελανιά και από κάτω το μάγουλο κάπως πεσμένο, κάτι σαν πάρεση. Σφίγγοντας το χέρι της ένοιωσα τους ρόζους. «Περάστε» μου είπε.
Διασχίσαμε μαζί το λιθόστρωτο της αυλής που ήταν πληγωμένο από τους σεισμούς της Πάρνηθας. Με οδήγησε στο εσωτερικό του σπιτιού, απέριττα επιπλωμένο με τα καθιερωμένα σεμενάκια από τα χέρια της, προφανώς. Πήγε στην κουζίνα και μετά από λίγο γύρισε με τον καφέ και το γλυκό κουταλιού. «Σε τί μπορώ να φανώ χρήσιμη;» με ρώτησε. Και τότε άρχισε ο διάλογος.
-Άκουσα ότι σας λήστεψαν δύο αλλοδαποί. Τί ακριβώς έγινε;
- Πήγα στην τράπεζα και πήρα τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα μου. € 470. Μόλις γύρισα σπίτι, δυο μαντράχαλοι έσπασαν την πόρτα και μου ζήτησαν τα λεφτά. Τους είπα πως δεν έχω και ο ένας μου έδωσε μια γροθιά στο στόμα. Έφτυσα δυο δόντια και με πήραν τα αίματα. Τους είπα να τους βάλω να φάνε, αν πεινάνε, αλλά εκείνοι μου είπαν αγριεμένα «Τέλι το λεφτά. Ντεν τέλι φαΐ». Τους έδωσα € 200 να μ’ αφήσουν ήσυχη, αλλά επέμεναν. Ο άλλος μού έριξε μια μπουνιά στο αριστερό μάτι, γι’ αυτό είναι μπλαβιασμένο. «Όλο το λεφτά» ούρλιαξε. Τους έδωσα και τα υπόλοιπα € 270. Ήθελα να τελειώνω και για έναν ακόμα λόγο. Ο τρόπος που μιλούσαν ελληνικά με ενοχλούσε. Δεν αντέχω ν’ ακούω σπασμένα ελληνικά γύρω μου. Δεν τόχω συνηθίσει.
- Δεν φοβόσαστε, μήπως σας πουν ρατσίτρια;
- Σιγά μη φοβηθώ. Ποιος είναι ικανός να με πει;
- Δεν έχετε δική σας σύνταξη;
- Είναι του άντρα μου του Γιάννη. Ήταν ναυτικός. Μόλις παντρευτήκαμε, κατάφερε να μπει στην ακτοπλοϊα, για νάναι κοντά στην οικογένεια, αλλά μετά από λίγα χρόνια χάθηκε στη Φαλκονέρα. Έμεινα ν’ αναστήσω μόνη μου τον Πέτρο μου και τον Γιώργη μου. Έκανα παραδουλεύτρα, σφουγγάριζα σκάλες, χίλια δυο, αλλά τα κατάφερα. Χωρίς ασφάλιση βέβαια.
- Τα παιδιά;
- Αυστραλία. Βρήκαν τις γυναίκες τους στο Διδυμότειχο και στο Νευροκόπι, όπου υπηρέτησαν τη θητεία τους, παντρεύτηκαν και έφυγαν. Νάναι καλά. Έχω και πέντε εγγόνια. Κοίτα τα καμάρια μου.
Και μου έδειξε τρεις φωτογραφίες με τα παιδιά της, τις νύφες, και τα χαρωπά εγγονάκια.
-Και οι δύο στα σύνορα υπηρέτησαν;
- Ναι.
-Δεν είχατε κάποιο «μέσο»;
-Όχι.
-Αν είχατε, θα το χρησιμοποιούσατε;
-Ναι!
-Μιλήσατε στα παιδιά σας για το περιστατικό;
-Γιατί να τα ταράξω;
-Δεν θέλετε να πάτε να μείνετε μαζί τους;
-Με πιέζουν χρόνια τώρα, αλλά δεν πάω. Είμαι καλά στον τόπο μου με τη σύνταξη του Γιάννη μου. Ευγνωμονώ τον Θεό, όταν βλέπω ανθρώπους της ηλικίας μου να κρέμονται στους κάδους απορριμμάτων για ένα αποφάι.
Έριξα μια ματιά τριγύρω. Καθώς περιεργαζόμουν το σπίτι, μου είπε:
-Εδώ ανάστησα τ’ αγόρια μου. Ο Θεός να τα έχει καλά.
-Σχολείο πήγατε κυρία Βίκη;
-Μη με λέτε Βίκη. Παρασκευή. Το Βίκη μού το κόλλησαν κάτι φιλενάδες για να κάνουν πλάκα.
-Σχολείο πήγατε;
-Μέχρι την Πέμπτη Δημοτικού. Αρρώστησε ο πατέρας και έπρεπε να βοηθήσω τη μάνα φροντίζοντας τα τέσσερα μικρότερα αδέλφια μου.
-Τηλεόραση βλέπετε, ραδιόφωνο ακούτε;
-Και τα δύο. Μόνο εφημερίδες δεν διαβάζω. Δεν με βοηθάνε τα μάτια μου πια.
-Τι σας έκανε εντύπωση αυτές τις μέρες;
-Η φασαρία που έγινε μ’ αυτούς τους, πώς τους λένε, αντεξουσιαστές που σήκωσαν ένα πανώ μπροστά στη Βουλή. Πολλή φασαρία για το τίποτα.
-Μα ήταν ωραίο αυτό το θέαμα της Βουλής; Σας άρεσε; Εκεί είναι ο Ναός της Δημοκρατίας.
-Εξαρτάται. Κι’ η εκκλησία της ενορίας μας είναι ωραία, αλλά αν μέσα στο Ιερό στριμώχνει στη γωνία ο αρχιμανδρίτης το παπαδάκι, παύει να είναι ωραία.
-Τι θέλετε να πείτε;
-Δεν μ΄ ενδιαφέρει το απ’ έξω. Μ’ ενδιαφέρει το από μέσα. Το βλέπεις αυτό το σπίτι; Δεν είναι φανταχτερό απ’ έξω. Δεν θα τόλεγες «Ναός της οικογένειας». Μέσα σ’ αυτό όμως υπάρχει ο ναός, εδώ γεννήθηκε ζωή, εδώ έμαθα τα παιδιά μου να είναι σωστοί άνθρωποι και να υπομένουν τις αναποδιές πολεμώντας με νύχια και με δόντια για το καλλίτερο, για το δίκηο, για το αύριο. Να περπατάνε με το κεφάλι ψηλά και να μη σηκώνουν μύγα στο σπαθί τους. Εδώ έφυγαν ψυχές. Εδώ μεγαλούργησε η φύση. Λύπες, χαρές, πίκρες, γέλιο, κλάμα. Όλη η ζωή πέρασε από ‘δω.
-Ψηφίζετε;
-Δεν έχω χάσει εκλογή.
-Θα ήμουν αδιάκριτος, αν σας ρώταγα τί ψηφίζετε;
-Πολύ.
-Μπερδεύτηκα κυρία Παρασκευή. Μου λέτε στην ουσία πως είσθε αγράμματη, αλλά μιλάτε με τρόπο θαυμαστό.
-Το μεγαλύτερο σχολείο που πέρασα ήταν αυτό της γιαγιάς μου, του παππού μου και των γονέων μου. Αν σας μπέρδεψα, εκεί στον Ναό της Δημοκρατίας θα σας ξεμπερδέψουν οι γραμματιζούμενοι.
Δαγκώθηκα. Σηκώθηκα να φύγω. Με συνόδεψε ως την αυλόπορτα. Της έσφιξα με τα δυο μου χέρια το δικό της και τη ρώτησα, αν μου επιτρέπει να τη φιλήσω.
-Το επιτρέπω, αποκρίθηκε.
Έσκυψα και της φίλησα απαλά το μελανιασμένο μάτι. Κατευθυνόμενος στο αυτοκίνητο γύρισα και σήκωσα το χέρι κουνώντας το σε χαιρετισμό. Αντιχαιρέτισε. Πριν βάλω μπρος μονολόγησα: «Σκίσ’ τους ρε Ζωή».
Σωτήριος Καλαμίτσης
Ταπεινός, πλην ακροδεκσιός, γραφιάς πάσχων ανιάτως από εσχάτως διαγνωσθείσα ακράτεια εμπαθείας και λαϊκισμού, επιστήθιος, όμως, φίλος του γιατρού Γωγούση, σφόδρα δε πιθανόν και επισκέπτης του εις οίκον ευγηρίας δι’ απόρους λόγω επαπειλούμενης εξώσεώς του από την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος, όπου κατοικεί επ’ ενοικίω, Ιεράν τινά δηλονότι Μονήν του Αγίου ΄Ορους [Μεγάλη η Χάρη της]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου