Η ΠτΔ
δήλωσε εξ αφορμής των πυρκαγιών που κατακαίουν τη χώρα: «Πολλά πρέπει να
γίνουν, μεγάλα και μικρά».
Η αναδάσωση είναι μεγάλο ή μικρό;
Μάλλον ελάχιστο, αμελητέο. Εξ ου και δεν θα γίνει.
https://www.youtube.com/watch?v=1cMqQ65SIwk
Θα
παραθέσω τα κρίσιμα σημεία της απόφασης 2499/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου
της Επικρατείας, με την οποία ξεχειλώθηκε για μία ακόμη φορά το Σύνταγμα και θα
επισυνάψω ολόκληρη την απόφαση. Η
πλειοψηφία: 18-9.
Δεν θα σχολιάσω. Θα παραθέσω, όμως, προσωπική μαρτυρία:
εξέδραμα επί 5ήμερο στην Ιστιαία Ευβοίας [29.07-02.08.21]. Ένα πρωινό που έκανα
το θαλάσσιο μπάνιο μου, άκουγα καθήμενος στην αμμουδιά συνομιλίες τριών
λουομένων που έδειχναν ότι είναι μέλη αυτοδιοικητικών οργάνων της περιοχής.
Κάποια στιγμή ύψωσε ο ένας τη φωνή του
λέγοντας «Νομίζεις πως θα καταφέρεις κάτι; Αφού δεν ενδιαφέρονται για τη βόρεια
Εύβοια. Τους ενδιαφέρει η ανάπτυξη της νότιας».
« …. Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της
παραπεμπτικής αποφάσεως*, η οποία επέχει θέση εισηγήσεως από την Εισηγήτρια, Σύμβουλο Αικ.
Σακελλαροπούλου.
…………..
8.
……..με την πρώτη προσβαλλόμενη πράξη εγκρίθηκαν περιβαλλοντικοί όροι για την
εγκατάσταση αιολικού σταθμού παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας (ΑΣΠΗΕ) ισχύος 36
MW στη θέση «.........», στην περιφέρεια του τέως Δήμου .............. Ν.
Βοιωτίας, ο οποίος αποτελείται από 12 ανεμογεννήτριες ισχύος 3 MW η καθεμιά και
οικίσκο ελέγχου 120 τ.μ., εγκαθίσταται δε σε περιοχή του όρους Ελικώνα που
αποτελεί τμήμα μείζονος δασικής αναδασωτέας εκτάσεως. ………
η υπόθεση παραπέμφθηκε στην Ολομέλεια,
δηλαδή το ζήτημα του επιτρεπτού εγκατάστασης αιολικών σταθμών σε αναδασωτέες
εκτάσεις και της συνταγματικότητας των άρθρων δέκατο τρίτο παρ. 1 του ν.
1822/1988 και 24 παρ. 1 του ν. 3468/2006.
……..
10.
Επειδή, με τις διατάξεις του ν. 3468/2006 (Α΄ 129), μεταφέρθηκε στο ελληνικό
δίκαιο η Οδηγία 2001/77/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για
την προαγωγή της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ενόψει
της σπουδαιότητας την οποία αποδίδει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ανάπτυξη των
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας (Α.Π.Ε.) για την προστασία του περιβάλλοντος και
την ασφάλεια του ενεργειακού σχεδιασμού, είχε τεθεί ως στόχος μέχρι το 2010, το
22% της συνολικής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Κοινότητα να προέρχεται
από Α.Π.Ε., ειδικότερα δε για την Ελλάδα, με βάση, τους ενδεικτικούς εθνικούς
στόχους, όπως προσδιορίζονται στην Οδηγία, το ποσοστό συμμετοχής των Α.Π.Ε.
στην ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας, αρχικώς ορίστηκε σε
20,1% μέχρι το 2010. Ακολούθως, ενόψει της νεότερης Οδηγίας 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού
Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, με το άρθρο 1 του ν. 3851/2010 (Α΄ 85),
προστέθηκε στο άρθρο 1 του ανωτέρω ν. 3468/2006 παράγραφος 3, με την περίπτωση
β της οποίας ορίστηκε ως στόχος το ποσοστό συμμετοχής των Α.Π.Ε. στην
ακαθάριστη κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας να ανέλθει σε 40% μέχρι το 2020, το
ποσοστό δε αυτό δεν μεταβλήθηκε με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του ν.
3889/2010 (Α΄ 182), με την οποία αντικαταστάθηκε η προαναφερόμενη περίπτωση β΄.
Τέλος, σύμφωνα με το Πρωτόκολλο του Κυότο, που κυρώθηκε με το ν. 3017/2002 (Α΄
117), η Ελλάδα έχει για την περίοδο 2008 - 2012 υποχρέωση συγκράτησης της
αύξησης των εκπομπών αερίου που συμβάλλουν στο φαινόμενο του θερμοκηπίου με την
προώθηση, μεταξύ άλλων, της χρήσης Α.Π.Ε. για την παραγωγή ηλεκτρισμού. Περαιτέρω,
στο άρθρο 7 του ως άνω ν. 3468/2006 ορίζεται ότι: «Οι σταθμοί παραγωγής
ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α., καθώς και κάθε έργο που συνδέεται
με την κατασκευή και τη λειτουργία τους, συμπεριλαμβανομένων των έργων
οδοποιίας πρόσβασης και των έργων σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο,
επιτρέπεται να εγκαθίστανται και να λειτουργούν: Α) Σε γήπεδο ή σε χώρο, επί
των οποίων ο αιτών έχει το δικαίωμα νόμιμης χρήσης. Β) Σε δάση ή δασικές
εκτάσεις, εφόσον έχει επιτραπεί, επ’ αυτών, η εκτέλεση έργων σύμφωνα με τα
άρθρα 45 και 58 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289 Α΄), όπως ισχύει, ή το άρθρο 13 του ν.
1734/1987 (ΦΕΚ 189 Α΄), όπως ισχύει. ……..
12.
Επειδή, στη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζεται ότι
απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και δασικών εκτάσεων, εκτός αν
προέχει για την Εθνική Οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που
την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον, και στο άρθρο 117 παρ. 3 αυτού προβλέπεται
ότι: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή
καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται
δεν αποβάλλουν για το λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν,
κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο
προορισμό». Σε εκτέλεση των ως άνω συνταγματικών διατάξεων, εκδόθηκε ο ν.
998/1979 «Περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της
χώρας» (Α΄ 289), ο οποίος στο πέμπτο κεφάλαιο αυτού (άρθρα 37 - 44) ρυθμίζει τα
θέματα κήρυξης και άρσης αναδασώσεως και στο έκτο κεφάλαιο (άρθρα 45 - 61)
προβλέπει τις επιτρεπόμενες επεμβάσεις στα δάση και τις δασικές εκτάσεις.
Ειδικότερα, στο άρθρο 38 παρ. 1 του νόμου αυτού ορίζεται ότι «Κηρύσσονται
υποχρεωτικώς ως αναδασωτέα τα δάση και αι δασικαί εκτάσεις, ανεξαρτήτως της ειδικωτέρας
κατηγορίας αυτών ή της θέσεως εις ην ευρίσκονται, εφόσον ταύτα καταστρέφονται ή
αποψιλούνται συνεπεία πυρκαϊάς ή παρανόμου υλοτομίας αυτών …». Περαιτέρω, στο
άρθρο 45 του νόμου 998/1979 προβλέπονται οι γενικές, ουσιαστικές και
διαδικαστικές, προϋποθέσεις του επιτρεπτού των επεμβάσεων. Αρχικώς, στο άρθρο
αυτό ορίστηκαν τα εξής: «1. Εις τα δάση και τας δασικάς εκτάσεις περί ων το
άρθρον 117 παρ. 3 του Συντάγματος ουδεμία επιτρέπεται επέμβασις προβλεπομένη
υπό των διατάξεων του παρόντος ή άλλης τινός διατάξεως, εξαιρέσει των
αναφερομένων εις την παρ. 1 του άρθρου 59 του παρόντος και των όλως απαραιτήτων
δια την τεχνητήν αναδάσωσιν και την προστασίαν της βλαστήσεως. 2. … 3. Δεν
επιτρέπεται η εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής
εκτάσεως, ή η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η δημιουργία μονίμων
εγκαταστάσεων, ή η παροχή άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως εφ όσον δια τον αυτόν
σκοπόν είναι δυνατή η παραχώρησις ή η διάθεσις ή η χρησιμοποίησις εδαφών, τα
οποία δεν εμπίπτουν εις την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη
προσδιορίζεται εν άρθρω 3 του παρόντος. Η ως άνω γενική απαγόρευσις δεν ισχύει
προκειμένου περί της εκτελέσεως στρατιωτικών έργων αφορώντων αμέσως εις την
εθνική άμυνα της Χώρας, ως και περί διανοίξεως δημοσίων οδών, η χάραξις, των
οποίων προβλέπει διέλευσιν αυτών δια δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως».
Ακολούθως, η παράγραφος 1 του ως άνω άρθρου 45 αντικαταστάθηκε και η παράγραφος
3 αυτού τροποποιήθηκε με τις παραγράφους 1 και 2, αντιστοίχως, του δέκατου τρίτου
άρθρου του ν. 1822/1988 (Α΄ 272) ως εξής: «1. Στα δάση και τις δασικές
εκτάσεις, περί των οποίων το άρθρο 117 παρ. 3 του Συντάγματος, ουδεμία
επιτρέπεται επέμβαση προβλεπόμενη από τις διατάξεις του παρόντος ή από άλλη
διάταξη, με εξαίρεση τα αναφερόμενα στις διατάξεις του άρθρου 59 του ν.
998/1979, όπως αυτό αντικαταστάθηκε με το άρθρο 17 του ν. 1734/1987, των
παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 58 του παρόντος και τα όλως απαραίτητα για την
τεχνητή αναδάσωση και την προστασία της βλαστήσεως. 2. …. 3. Δεν επιτρέπεται η
εν όλω ή εν μέρει μεταβολή του προορισμού δημοσίου δάσους ή δασικής εκτάσεως, ή
η εντός αυτών εκτέλεσις έργων, ή η δημιουργία μονίμων εγκαταστάσεων, ή η παροχή
άλλης διαρκούς εξυπηρετήσεως, εφ’ όσον δια τον αυτόν σκοπόν είναι δυνατή η
παραχώρησις ή η διάθεσις ή η χρησιμοποίησις εδαφών, τα οποία δεν εμπίπτουν εις
την έννοιαν των δασών ή δασικών εκτάσεων, ως αύτη προσδιορίζεται εν άρθρω 3 του
παρόντος. Η παραπάνω γενική απαγόρευση δεν ισχύει εφ’ όσον πρόκειται για
εκτέλεση στρατιωτικών έργων που αφορούν άμεσα την εθνική άμυνα της Χώρας, για
διανοίξεις δημόσιων οδών, καθώς και για κατασκευή και εγκατάσταση αγωγών
φυσικού αερίου, η χάραξη των οποίων προβλέπει διέλευσή τους από δημόσιο δάσος ή
δασική έκταση». Το ως άνω δεύτερο εδάφιο της παρ. 3 αντικαταστάθηκε με την παρ.
1 του άρθρου 2 του ν. 2941/2001 (Α΄ 201), ως εξής: «Η παραπάνω γενική
απαγόρευση δεν ισχύει εφόσον πρόκειται για εκτέλεση στρατιωτικών έργων που
αφορούν άμεσα την εθνική άμυνα της χώρας, για διανοίξεις δημόσιων οδών, για την
κατασκευή και εγκατάσταση αγωγών φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων, για
την κατασκευή και εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές
ενέργειας (Α.Π.Ε.), καθώς και δικτύων σύνδεσής τους με το Σύστημα ή το Δίκτυο
του άρθρου 2 του Ν. 2773/1999 (ΦΕΚ 286 Α΄) η χάραξη των οποίων προβλέπει
διέλευσή τους από δάσος ή δασική έκταση». Εξάλλου, στην παρ. 2 του άρθρου 58
του ίδιου νόμου ορίστηκαν αρχικώς τα εξής: «Δια την εκτέλεσιν έργων υποδομής
και εγκατάστασιν δικτύων ηλεκτρισμού εντός δασών ή δασικών εκτάσεων, απαιτείται
έγκρισις του Υπουργού Γεωργίας, παρεχομένη μετά γνώμην του Συμβουλίου Δασικής
Πολιτικής. Διά της αποφάσεως του Υπουργού Γεωργίας δύναται να τεθούν όροι ως
προς τον τρόπον και τους χώρους εκτελέσεως των έργων και εγκαταστάσεως των
δικτύων ή ωρισμένων γραμμών ή αγωγών εντός του εδάφους ή να επιβληθή υποχρέωσις
όπως ταύτα συνδυασθούν προς το υφιστάμενο ή υπό εκτέλεσιν δίκτυον δασικών οδών
ή προς άλλα τεχνικά έργα». Η παράγραφος αυτή αντικαταστάθηκε με το δέκατο τρίτο
άρθρο παρ. 3 του ως άνω ν. 1822/1988 ως εξής: «Για την εκτέλεση έργων υποδομής
και εγκατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού και των δικτύων μεταφοράς και διανομής
φυσικού αερίου εντός των δασών ή δασικών εκτάσεων απαιτείται έγκριση του
Υπουργού Γεωργίας. Με την απόφαση του Υπουργού Γεωργίας μπορεί να τεθούν όροι
ως προς τον τρόπο και τους χώρους εκτέλεσης των έργων και εγκατάστασης των
δικτύων ή ορισμένων γραμμών ή αγωγών των δικτύων αυτών εντός του εδάφους ή να
επιβληθεί υποχρέωση να συνδυαστούν αυτά με το υφιστάμενο ή υπό εκτέλεση δίκτυο δασικών
οδών ή με άλλα τεχνικά έργα». Εν συνεχεία, με τις παρ. 3 και 4 αντιστοίχως, του
άρθρου 2 του ως άνω ν. 2941/ 2001, αφενός αντικαταστάθηκε το πρώτο εδάφιο της
εν λόγω παρ. 2 του άρθρου 58 του ν. 998/1979 ως εξής: «Για την εκτέλεση έργων
υποδομής και εγκατάσταση των δικτύων ηλεκτρισμού, στα οποία περιλαμβάνονται και
τα δίκτυα σύνδεσης έργων ηλεκτροπαραγωγής από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας με το
Σύστημα ή το Δίκτυο του άρθρου 2 του Ν. 2773/1999 και των συνοδών έργων, καθώς
και των δικτύων μεταφοράς και διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων
μέσα σε δάση ή δασικές εκτάσεις απαιτείται έγκριση του Υπουργού Γεωργίας» και
αφετέρου προστέθηκε στο ίδιο άρθρο νέα παράγραφος 3 ως εξής: «Για την εφαρμογή
του παρόντος νόμου στα έργα υποδομής της προηγούμενης παραγράφου
περιλαμβάνονται και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. και τα συνοδά αυτών
έργα. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την έναρξη εφαρμογής του Ν.
2244/1994». Ακολούθως, με τις παρ. 2 και 3 του άρθρου 19 του ν. 3377/2005 (Α΄
202), αντικαταστάθηκε εκ νέου, αντιστοίχως, το πρώτο εδάφιο της παρ. 2 και η
παρ. 3 του ανωτέρω άρθρου 58 ως εξής: «2. Για την εκτέλεση έργων υποδομής, την
εγκατάσταση δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την κατασκευή
υποσταθμών και εν γένει κάθε τεχνικού έργου, που αφορά την υποδομή και
εγκατάσταση σταθμών ηλεκτροπαραγωγής, στα οποία περιλαμβάνονται και τα έργα
σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο όπως ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 2773/1999
(ΦΕΚ 286 Α΄) και των συνοδών έργων, καθώς και των δικτύων μεταφοράς και
διανομής φυσικού αερίου και πετρελαϊκών προϊόντων μέσα σε δάση ή δασικές
εκτάσεις απαιτείται έγκριση του Γενικού Γραμματέα της οικείας Περιφέρειας. Στην
απόφαση έγκρισης μπορεί να τίθενται όροι ως προς τον τρόπο και τις θέσεις
εκτέλεσης των έργων και εγκατάστασης των δικτύων ή ορισμένων γραμμών ή αγωγών
των δικτύων αυτών εντός του εδάφους, καθώς και να επιβάλλεται υποχρέωση
συνδυασμού αυτών με υφιστάμενο ή υπό κατασκευή δίκτυο δασικών οδών ή με άλλα
τεχνικά έργα … 3. Για την εφαρμογή του παρόντος νόμου στα έργα υποδομής της
προηγούμενης παραγράφου περιλαμβάνονται και οι σταθμοί ηλεκτροπαραγωγής και τα
συνοδά αυτών έργα. Η διάταξη της παραγράφου αυτής ισχύει από την έναρξη
εφαρμογής του ν. 2244/1994 (ΦΕΚ 168 Α΄)». Τέλος, στο ως άνω πρώτο εδάφιο της
παρ. 2 του άρθρου 58, όπως αντικαταστάθηκε και πάλι, με την παρ. 1 του άρθρου
24 του προαναφερόμενου στη σκέψη 7 ν. 3468/2006, τροποποιήθηκε με το άρθρο 29
παρ. 8β του ν. 3734/ 2009 (Α΄ 8) και ίσχυε κατά την έκδοση των προσβαλλόμενων
πράξεων, ορίζονται τα εξής: «Για την εκτέλεση έργων υποδομής, την εγκατάσταση
δικτύων μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, την κατασκευή υποσταθμών
και κάθε, εν γένει, τεχνικού έργου που αφορά την υποδομή και εγκατάσταση
σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από Α.Π.Ε. ή Σ.Η.Θ.Υ.Α. με χρήση Α.Π.Ε.,
στα οποία περιλαμβάνονται και τα έργα σύνδεσης με το Σύστημα ή το Δίκτυο, όπως
ορίζονται στο άρθρο 2 του ν. 2773/1999 και των συνοδών έργων, καθώς και των
δικτύων μεταφοράς και διανομής πετρελαϊκών προϊόντων μέσα σε δάση ή δασικές
εκτάσεις, απαιτείται σχετική έγκριση επέμβασης……….
13.
Επειδή, κατά την έννοια των παρατεθεισών διατάξεων των άρθρων 45, 58 και 59 του
ν. 998/1979, όπως τροποποιήθηκαν και ίσχυαν κατά τον κρίσιμο εν προκειμένω
χρόνο, μεταξύ των επιτρεπομένων επεμβάσεων σε αναδασωτέες εκτάσεις είναι η
κατασκευή υποσταθμών και κάθε τεχνικού έργου που αφορά την υποδομή και
εγκατάσταση σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές και τα
συνοδά έργα…..
14. Επειδή, κατά τα προκύπτοντα από τις
συζητήσεις κατά τη διαδικασία ψηφίσεως του Συντάγματος, τόσο στην
Κοινοβουλευτική Επιτροπή επί του Συντάγματος, όσο και στην ολομέλεια της
Βουλής, η υποχρέωση κήρυξης ως αναδασωτέων των δημοσίων και ιδιωτικών δασών και
δασικών εκτάσεων που καταστρέφονται από πυρκαγιά ή αποψιλώνονται από
οποιαδήποτε αιτία και το αυστηρό καθεστώς που προβλέπονται με την ανωτέρω
διάταξη για τις αναδασωτέες εκτάσεις, θεσπίσθηκε προκειμένου να προστατευθούν
πολύτιμοι θύλακες δασικών οικοσυστημάτων από την οικοπεδοποίηση. Όπως συνάγεται
δε από τα πρακτικά των σχετικών συνεδριάσεων, η ανάγκη της ανωτέρω ρύθμισης
ανακύπτει κυρίως για περιοχές, στις οποίες παρουσιάζονται έντονες οικιστικές
πιέσεις με αποτέλεσμα να επέρχεται σημαντική αύξηση της αξίας γης και στις
οποίες εμφανίζεται το φαινόμενο της καταστροφής από πυρκαγιές ευρείας έκτασης
δασικών οικοσυστημάτων. Κατά την έννοια όμως της συνταγματικής διάταξης, παρά
την απόλυτη διατύπωσή της, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι ο συνταγματικός νομοθέτης
είχε τη βούληση να απαγορεύσει τη χρησιμοποίηση αναδασωτέων εκτάσεων ακόμη και
για σκοπούς ιδιαίτερης σημασίας για το δημόσιο συμφέρον που δεν μπορούν να
καλυφθούν με άλλο τρόπο, αφού η απαγόρευση αυτή στις παραπάνω περιπτώσεις θα
είχε ως συνέπεια να καταστεί αδύνατη η ικανοποίηση υπέρτερων δημόσιων σκοπών,
λόγω του γεγονότος ότι προηγήθηκε καταστροφή της δασικής βλάστησης, που
ενδεχομένως, μάλιστα, να προκλήθηκε, με σκοπό τη ματαίωση του έργου. Ως εκ
τούτου, κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης του Συντάγματος, με την οποία
συμπληρώνεται η ρύθμιση για την προστασία των δασικών οικοσυστημάτων που
εισάγεται με το άρθρο 24 παρ. 1 και η οποία, ως εκ τούτου, αν και θεσπίζει
αυστηρό καθεστώς προστασίας για τις αναδασωτέες εκτάσεις, είναι ερμηνευτέα στο
πλαίσιο του επιδιωκόμενου με τη διάταξη του άρθρου 24 παρ. 1 σκοπού, δεν
αποκλείεται η θέσπιση από το νομοθέτη ρυθμίσεως, δια της οποίας παρέχεται η δυνατότητα σε
εξαιρετικές περιπτώσεις, να εγκριθεί επέμβαση σε έκταση που έχει κηρυχθεί
αναδασωτέα, ακόμη και πριν ανακτήσει τη δασική μορφή της, προκειμένου να
εκτελεστεί έργο, το οποίο αποβλέπει στην εξυπηρέτηση ανάγκης με ιδιαίτερη
κοινωνική, εθνική ή οικονομική σημασία, αν η εκτέλεση του έργου στην έκταση
αυτή είναι απολύτως αναγκαία και επιτακτική, στο μέτρο που η παρέλευση του
απαιτούμενου για την πραγματοποίηση της αναδάσωσης χρονικού διαστήματος θα είχε
ως συνέπεια τη ματαίωση του επιδιωκόμενου δημόσιου σκοπού. Εξαρχής, άλλωστε, ο
εκτελεστικός του Συντάγματος ν. 998/1979, διέκρινε τα σημαντικά, κατά τις
αντιλήψεις της εποχής εκείνης, έργα υποδομής, δηλαδή τα στρατιωτικά έργα, για
τα οποία ανεγνώρισε τη δυνατότητα να εκτελούνται και σε αναδασωτέες εκτάσεις.
Την αυτή δυνατότητα ανεγνώρισε μεταγενεστέρως ο νομοθέτης και για την εκτέλεση
σημαντικών δημοσίων έργων και έργων υποδομής, όπως αυτά των παρ. 1 και 2 του
άρθρου 58, μεταξύ των οποίων οι σταθμοί παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από
Α.Π.Ε. και τα συνοδά έργα, για τα οποία εκδίδεται σχετική έγκριση επέμβασης. Οι
διατάξεις αυτές, κατά την έννοια των οποίων η επέμβαση περιορίζεται στα τμήματα
μόνο της εκτάσεως που είναι αναγκαία για την εγκατάσταση των ανεμογεννητριών
και των συνοδών έργων, η δε υπόλοιπη έκταση διατίθεται για την πραγματοποίηση
του σκοπού της αναδάσωσης, είναι συνταγματικά ανεκτές, κατά το μέρος που επιτρέπουν
την επέμβαση αυτή, ενόψει της κατά τα ήδη εκτεθέντα εξαιρετικής σημασίας των
ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για τη βιώσιμη ανάπτυξη, και ειδικότερα τη
διασφάλιση της επάρκειας του ενεργειακού εφοδιασμού της χώρας και κυρίως την
αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών, που αποτελεί αντικείμενο διεθνούς
δεσμεύσεως της χώρας και ζήτημα έντονου κοινοτικού ενδιαφέροντος, σε συνδυασμό
με το χαρακτήρα της άδειας επέμβασης, η οποία, σε αντίθεση με την άρση της
αναδάσωσης, δεν συνεπάγεται μεταβολή του νομικού χαρακτήρα της αναδασωτέας
εκτάσεως, αλλά μόνο προσωρινή δυνατότητα επεμβάσεως για την άσκηση
συγκεκριμένης δραστηριότητας, με την υποχρέωση αποκαταστάσεως του δασικού
χαρακτήρα της εκτάσεως, μετά την παύση λειτουργίας της δραστηριότητας,
διατηρουμένου του προστατευτικού χαρακτήρα της αναδασώσεως. Ενόψει, πάντως, του
εξαιρετικού χαρακτήρα της επεμβάσεως στις περιπτώσεις αυτές, η σχετική
εγκριτική απόφαση πρέπει να αιτιολογείται ειδικώς, με κριτήρια αναφερόμενα τόσο
στην ιδιαίτερη σημασία του έργου, ασυνδέτως προς την επιδίωξη αποδοτικότερης
για το φορέα οικονομικής εκμετάλλευσης, όσο και στην αναγκαιότητα εκτέλεσής του
στην αναδασωτέα έκταση πριν από την πραγματοποίηση της αναδάσωσης, με γνώμονα
αφενός την ανάγκη προστασίας του δασικού οικοσυστήματος και αφετέρου την
εξυπηρέτηση του δημόσιου σκοπού στον οποίο αποβλέπει το έργο. Κατά τη γνώμη όμως των Συμβούλων
Ν. Ρόζου, Μ. Καραμανώφ, Γ. Ποταμιά, Ε. Αντωνόπουλου, Β. Καλατζή, Δ.
Κυριλλόπουλου, Ο. Ζύγουρα, Θ. Αραβάνη και Μ. Πικραμένου, η αδιάστικτη
γραμματική διατύπωση της διατάξεως του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος έχει
ως συνέπεια ότι δεν είναι αυτή δεκτική ερμηνείας. Πράγματι, τόσο ο
απαγορευτικός της χαρακτήρας όσο και η συστηματική της τοποθέτηση σε ιδιαίτερο
άρθρο και κεφάλαιο του Συντάγματος, διαφορετικό εκείνου που περιέχει το άρθρο
24 αυτού, το οποίο ρυθμίζει κατά τρόπο εξαντλητικό τις κατ΄ εξαίρεση επιτρεπτές
μεταβολές του προορισμού μόνο των δασών και των δασικών εκτάσεων, μαρτυρούν τη
σαφή βούληση του συνταγματικού νομοθέτη να αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο
διασταλτικής ή τελολογικής ερμηνείας της διατάξεως αυτής προς την κατεύθυνση
της δυνατότητας μεταβολής του προορισμού του διαφορετικού είδους εδαφών που
ρυθμίζει, δηλαδή των αναδασωτέων εκτάσεων. Eξ άλλου, η ερμηνεία μιάς διατάξεως
εναντίον του γράμματός της, και αν ακόμα γίνεται κατ΄ εξαίρεση και κατ΄
οικονομία δεκτή προκειμένου για διάταξη κοινού νόμου ώστε να επιτευχθεί η
συμφωνία της με το υπέρτερης αυτής τυπικής ισχύος Σύνταγμα και η καλύτερη
εναρμόνισή της προς το όλο πλέγμα της εννόμου τάξεως, δεν είναι πάντως νοητή
προκειμένου για συνταγματική διάταξη, κατά μείζονα δε λόγο όταν αυτή θεσπίζει
ρητή και απόλυτη απαγόρευση ώστε να εναρμονισθεί προς διάταξη κοινού νόμου,
κατώτερης δηλαδή αυτής τυπικής ισχύος. Αντίθετη εκδοχή, σύμφωνα με την οποία ο
κοινός νομοθέτης δύναται, επικαλούμενος σοβαρούς λόγους δημοσίου συμφέροντος,
να θεσπίζει εξαιρέσεις από ρητή και απόλυτη συνταγματική απαγόρευση, όπως η του
άρθρου 117 παρ. 3, καθιστά αυτήν ανίσχυρη και ισοδυναμεί πράγματι με
ανεπίτρεπτη άσκηση αναθεωρητικής εξουσίας. Ειδικώτερα, από το συνδυασμό των
άρθρων του Συντάγματος 24 παρ. 1, της υπ΄ αυτό ερμηνευτικής δηλώσεως, κατά την
οποία «Ως δάσος ή δασικό οικοσύστημα νοείται το οργανικό σύνολο άγριων φυτών με
ξυλώδη κορμό πάνω στην αναγκαία επιφάνεια εδάφους, τα οποία, μαζί με τη
συνυπάρχουσα χλωρίδα και πανίδα, αποτελούν μέσω της αμοιβαίας αλληλεξάρτησης
και αλληλοεπίδρασής τους, ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) κατ΄
ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει όταν στο
παραπάνω σύνολο η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά» και
117 παρ. 3, εν όψει δε και του άρθρου 37 παρ. 1 του Ν. 998/1979, κατά το οποίο
«Ως αναδάσωσις νοείται η αναδημιουργία της καθ΄ οιονδήποτε τρόπον
καταστραφείσης ή συνταγματικής αραιωθείσης ή άλλως πως υποβαθμισθείσης δασικής
βλαστήσεως, είτε δια της φυτεύσεως ή σποράς, είτε δια της διευκολύνσεως της
φυσικής αναγεννήσεως, προς δημιουργίαν δάσους ή δασικής εκτάσεως» συνάγονται τα
εξής: Με την πρώτη από τις ανωτέρω διατάξεις (άρθρο 24 παρ. 1) τίθεται ρητώς ο
κανόνας ότι, εν όψει της προστασίας του εν γένει φυσικού περιβάλλοντος μέρος
του οποίου αποτελούν τα δάση και οι δασικές εκτάσεις (εφεξής για αμφότερα:
εκτάσεις με δασική βλάστηση) απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού τους,
δηλαδή η απώλεια της ιδιότητάς τους αυτής ως εκτάσεων με δασική βλάστηση, όπως
η εν λόγω ιδιότητα ορίζεται ειδικότερα στην υπό την ανωτέρω διάταξη ερμηνευτική
δήλωση. Τίθεται δε περαιτέρω εξ ίσου ρητώς αλλά και εξαντλητικώς η εξαίρεση ότι
η εν λόγω μεταβολή επιτρέπεται με την έκδοση της οικείας νομικής πράξεως (ΣτΕ
Ολομ. 2636/2009) προκειμένου οι εκτάσεις που έχουν την ανωτέρω ιδιότητα να την
απωλέσουν για να χρησιμοποιηθούν ως αγροτική εκμετάλλευση ή για άλλο,
επιβαλλόμενο από το δημόσιο συμφέρον σκοπό, όντως εν προκειμένω περαιτέρω
αδιαφόρου αν εν συνεχεία οι ανωτέρω εκτάσεις απώλεσαν και υλικώς την ιδιότητά
τους αυτή ή αν, μετά το πέρας της κατά τα ανωτέρω μεταβολής του προορισμού
τους, επιβάλλεται η επανάκτησή της (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2636/2009, Ολομ. 2573/1994,
Ολομ. 2281/1992). Αντιθέτως, από την αδιάστικτη διατύπωση της δεύτερης από τις
ανωτέρω συνταγματικές διατάξεις, που όπως έχει ήδη λεχθεί δεν τοποθετείται
συστηματικώς ούτε καν στο κεφάλαιο στο οποίο περιλαμβάνεται το ανωτέρω άρθρο 24
περί επιτρεπτών μεταβολών των εκτάσεων με δασική βλάστηση, εν όψει δε και του
άρθρου 37 παρ. 1 του Ν. 998/1979, προκύπτει ότι τίθεται με αυτήν ο άνευ
ουδεμιάς προβλεπόμενης εξαιρέσεως για δημοσίου συμφέροντος σκοπούς κανόνας ότι
μία έκταση με δασική βλάστηση που έχει υλικώς απολέσει την κατά τα οριζόμενα
στην προαναφερόμενη ερμηνευτική δήλωση ιδιότητά της αυτή όχι κατ΄ εκτέλεση
νομικής πράξεως, αλλά από υλικές πράξεις ή φυσικά αίτια (ΣτΕ Ολομ. 2753/1994,
Ολομ. 2281/1992), ναι μεν δεν παύει νομικώς να την έχει, εφ΄ όσον υλικώς την
έχει κατά τα προαναφερόμενα απολέσει, αλλά επί πλέον α) όχι μόνον κηρύσσεται
αναδασωτέα, προφανώς για να επανακτήσει υλικώς την υλικώς και μόνο απολεσθείσα,
κατά τα ανωτέρω ιδιότητα, εφ΄ όσον καμία άλλη έννοια της αναδασώσεως δεν
δίνεται από τη νομοθεσία ούτε και είναι νοητή, αλλά και β) αποκλείεται να
διατεθεί για άλλον προορισμό, δηλαδή κατά τρόπο αναιρούντα τη δυνατότητα υλικής
επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσης ιδιότητας, για την οποία ακριβώς κηρύχθηκε
αναδασωτέα και μετά την επίτευξη της οποίας (επανακτήσεως) η έκταση αυτή παύει
να είναι αναδασωτέα με την έκδοση της οικείας περί άρσεως της αναδασωτέας
πράξεως ως καταστάσα πλέον και υλικώς έκταση με δασική βλάστηση και, συνεπώς,
υποκείμενη εφεξής πλέον στις διατάξεις του άρθρου 24 παρ. 1 του Συντάγματος,
άρα και στην προβλεπόμενη από αυτές εξαίρεση (ΣτΕ Ολομ. 2778/1988). Η διάθεση
της αναδασωτέας εκτάσεως κατά τρόπο αναιρούντα την κατά τα ανωτέρω δυνατότητα
ολικής επανακτήσεως της υλικώς απολεσθείσας ιδιότητάς της θα ήταν επιτρεπτή
μόνον αν η διάταξη του άρθρου 117 παρ. 3 του Συντάγματος δεν προέβλεπε και τον
προαναφερόμενο αποκλεισμό της διαθέσεως της εκτάσεως αυτής για άλλον προορισμό,
αλλά περιοριζόταν στην συνεπεία της υλικής απώλειας της ιδιότητάς της διατήρηση
αυτής (της ιδιότητάς της) νομικώς και την κήρυξή της ως αναδασωτέας, οπότε ως
αναδασωτέα έκταση κατά πλάσμα δικαίου έχουσα δασική βλάστηση θα υπέκειτο στις
διατάξεις του άρθρ. 24 παρ. 1 του Συντάγματος. Υπέρ της απόψεως αυτής συνηγορεί
και το ότι στις συζητήσεις κατά την 25η Συνεδρίαση/22.3.197 της Ολομέλειας της
Επιτροπής του Συντάγματος 1975, οπότε η ανωτέρω διάταξη προτάθηκε για πρώτη
φορά και περιελήφθη ως παρ. 12 του άρθρ. 111 του σχεδίου αυτής με τη διατύπωση
«Δημόσιαι και ιδιωτικαί δασικαί εκτάσεις αποψιλωθείσα ή άλλως πως
καταστραφείσαι είναι μόνον αναδασωτέαι, ουδέποτε δε διατίθενται δι΄ έτερον
σκοπόν», η αποφυγή οικοπεδοποιήσεως των εκτάσεων με δασική βλάστηση που
καταστράφηκε αναφέρθηκε απλώς ως παράδειγμα τέτοιας διαθέσεως και μάλιστα
συνεπεία της καταστροφής της μόνο από πυρκαϊά. Το ανωτέρω δε παράδειγμα δεν το
ανέφεραν οι βουλευτές που είχαν υποβάλει τη σχετική πρόταση (σελ. 423-425
πρακτικών). Επί πλέον, στην Ολομέλεια της Βουλής (Συνεδρίαση Θ΄/2.6.1975, σ.
1055 πρακτικών), ο ... .........., εκπρόσωπος των βουλευτών που υπέβαλαν την
τροπολογία, η οποία αποτέλεσε την ισχύουσα διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 117,
ρητώς ανέφερε ότι ο κίνδυνος είναι η μετατροπή των καταστροφεισών εκτάσεων με
δασική βλάστηση «είτε εις οικόπεδα είτε εις χωράφια», δηλαδή η διάθεσή τους για
οιονδήποτε άλλο πλην της ανακτήσεως της δασικής βλαστήσεως προορισμό, παραθέτων
τους δύο συνηθέστερους πλην όχι μοναδικούς τέτοιους προορισμούς, εν γνώσει
βεβαίως της προβλεπόμενης από το άρθρ. 24 παρ. 1 εξαιρέσεως, το οποίο είχε
γίνει ήδη δεκτό ως άρθρο 27 (συνεδρ. ΟΘ/26.4.1975, σ. 551 πρακτικών). Τούτων
έπεται ότι οι επίδικες διατάξεις, καθ΄ όσον επιτρέπουν την κατασκευή και
εγκατάσταση έργων ηλεκτροπαραγωγής από Α.Π.Ε. σε αναδασωτέες εκτάσεις πριν την
έκδοση πράξεως περί άρσεως της αναδασώσεώς τους λόγω επανακτήσεως της ιδιότητας
για την απώλεια της οποίας κηρύχθηκαν αναδασωτέες είναι ανίσχυρες ως αντίθετες
προς το άρθρ. 117 παρ. 3 του Συντάγματος.
………..
Εξάλλου, με την 1276/31.8.1998 απόφαση του Διευθυντή Δασών Ν. Βοιωτίας
(Δ΄ 719), κηρύχθηκε αναδασωτέα λόγω καταστροφής της κατά την πυρκαγιά της
3.7.1998 δασική έκταση εμβαδού 47.500 στρεμμάτων του Όρους Ελικώνα (περιφ.
Κοινοτήτων Προδρόμου, Θίσβης, Δομβραίνας και Νεοχωρίου), έκταση δηλαδή, στην
οποία περιλαμβάνεται και το τμήμα του χώρου (127 περίπου στρεμμάτων), όπου
πρόκειται να δημιουργηθούν οι επίδικες εγκαταστάσεις. Υπό τα ανωτέρω δεδομένα,
νομίμως, επετράπη με την προσβαλλόμενη πράξη η επέμβαση στην επίδικη έκταση,
που αποτελεί μικρό τμήμα ευρύτερης αναδασωτέας εκτάσεως, η οποία περιγράφεται
ως έκταση με χαμηλή - αραιή βλάστηση, ενώ τόσο στη ΜΠΕ όσο και στην πράξη
έγκρισης περιβαλλοντικών περιλαμβάνονται μέτρα για τον περιορισμό της φθοράς
της δασικής βλάστησης, αλλά και μέτρα αποκατάστασή της. Συνεπώς, οι περί του
αντιθέτου λόγοι ακυρώσεως πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι. Κατά την ανωτέρω
γνώμη της μειοψηφίας οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι ακυρωτέες κατά το μέρος
που περιλαμβάνουν έκταση, τμήμα της οποίας έχει κηρυχθεί αναδασωτέο.
……….
Δ ι ά
τ α ύ τ α
Απορρίπτει την αίτηση».
Σώτος
*Η
παραπεμπτική είναι η 2474/2011 που ήταν απορριπτική για τους
αιτουμένους, δηλαδή ίδια με την απόφαση της πλειοψηφίας τής Ολομέλειας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου