Κυριακή 13 Οκτωβρίου 2024

Παύλος Μελάς (29 Μαρτίου 1870 – 13 Οκτωβρίου 1904)

Πριν εκατόν είκοσι χρόνια, 13 Οκτωβρίου 1904, έπεσε στα Κορέστεια ο Παύλος Μελάς. Υπήρξε ο Αμνός του Γένους: θυσιάσθηκε και η θυσία έφερε την Ανάσταση. Καπετάν Μίκη Ζέζα, εμείς οι Μακεδόνες σε ευγνωμονούμε. 


Και σε κάθε χαρά μας σε τραγουδούμε και συνάμα σε θρηνούμε με τα κλαρίνα μας και τα χάλκινά μας. Μας λείπεις, Παληκάρι. Μας λείπουν όλοι κι όλες στους χαλεπούς καιρούς μας. Λείπει σήμερα στην  Πατρίδα το υψηλό παράδειγμά τους.


Ο Μακεδονικός Αγώνας φτέρωσε τον Ελληνισμό, τον ένωσε, τον αναγέννησε και υπήρξε ένα Έπος που, με επίκεντρο πάντα τη Μακεδονία, σε τέσσερα μόνο χρόνια οδήγησε στο μεγαλύτερο ΄Επος των Ελλήνων μετά το Εικοσιένα. Όταν οι πατέρες μας τον κίνησαν και τον πλήρωσαν βαρύτατα, οι εξ Εσπερίας Βραχμάνες τους Γένους στους καφενέδες της Αθήνας, κακή ώρα σαν τώρα, είχαν χαμένη τη Μακεδονία. Η μικρή Ελλάδα πτωχεύει το 1893 και συντρίβεται στον τυχοδιωκτικό της πόλεμο το 1897. Εδώ, ωστόσο, οι σλαβόφωνοι Έλληνες Μακεδόνες μόνοι, κατάμονοι, περιφρονημένοι και ύποπτοι υπερασπίζονται την ιδιοπροσωπεία τους και τη γενέτειρά τους. Παίρνουν τα όπλα. Πρώτος το 1898 ο ατρόμητος πολέμαρχος καπετάν Κώττας εγκαθιδρύει επί έξι συνεχή έτη αυτόνομη επικράτεια στα Κορέστεια.


Αμέσως στρατεύονται πρώτοι οι σλαβόφωνοι καπετάνιοι. Εδώ, στον Βάλτο, ο καπετάν Γιώτας Γκόνος και οι Αδελφοί Δογιάμα. Στη Δυτική και στην Ανατολική Μακεδονία άλλοι. Η ένοπλη φάση του Μακεδονικού Αγώνα έχει αρχίσει.


Το 1904 έρχεται Αρχάγγελος στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς και σύντομα σκοτώνεται στα Κορέστεια, στο χωριό Στάτιστα. Είναι αριστοκράτης. Φίλος των πριγκίπων. Ο πατέρας του Μιχαήλ Μελάς, βαθύπλουτος και Δήμαρχος Αθηναίων. Ο πεθερός του Στέφανος Δραγούμης, υπουργός των Εξωτερικών και μετά Πρωθυπουργός. Τότε οι πρώτοι της Ελλάδος έριχναν στη φωτιά πρώτα τα παιδιά τους. Ο θάνατός του συγκλονίζει και αφυπνίζει την Αθήνα. Συναγείρεται ο ζωντανός Ελληνισμός. Παλικάρια από την Κρήτη και τον Μοριά, από τη Ρούμελη, την ΄Ηπειρο και τα νησιά, ακόμη κι από την Κύπρο, τρέχουν στη Μακεδονία. Πολεμούν, τιμωρούν και πολλά μαρτυρούν. Όλοι κι όλοι ήλθαν 752 μετρημένοι. Εμείς εδώ τους ευγνωμονούμε και τους αφιερώσαμε ανδριάντες και προτομές. Όμως, ήταν αδύνατον να επικρατήσουν μόνοι αυτοί στη Μακεδονία. Τα πάντα θα είχαν χαθεί, αν δεν είχαν εγερθεί, αγωνισθεί και θυσιασθεί κατά χιλιάδες οι αυτόχθονες Μακεδόνες, ιδίως οι σλαβόφωνοι. Οι σλαβόφωνοι Μακεδόνες υπήρξαν το Ιερόν Σφάγιον του Γένους, συνάμα, όμως, το δόρυ του και η ασπίδα του. Υπήρξαν το Έπαθλον που οι Βούλγαροι, μέσω της γλώσσας, διεκδίκησαν αλλά δεν λύγισαν. Τους αρμόζει η ευγνωμοσύνη του Έθνους.


Μέσα σε 4 χρόνια οι Έλληνες επικρατούν. Τον Αγώνα τερματίζει τον Ιούλιο 1908 η επανάσταση των Νεοτούρκων που διακηρύσσει την ελευθερία και την ισοπολιτεία όλων. Συνέβη το αντίθετο και σε 4 μόλις χρόνια, το 1912-1913 επακολουθούν οι δύο Βαλκανικοί Πόλεμοι. Σε λιγότερους από 9 εμπόλεμους μήνες η Ελλάδα απελευθερώνει το μεγαλύτερο μέρος της Ελληνικής Μακεδονίας, που τα αμετάθετα έως σήμερα όριά της επικυρώνει η διεθνής Συνθήκη Ειρήνης του Βουκουρεστίου, στις 28 Ιουλίου 1913. Η Ελλάδα διπλασίασε την έκτασή της και τον πληθυσμό της, πολλαπλασίασε τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της, κυριάρχησε στο Αιγαίο και κατέλαβε κεντρική θέση στα Βαλκάνια. Στα ερείπια της οικονομικής και της στρατιωτικής καταστροφής της επετέλεσε ένα απίστευτο, μα πραγματικό, θαύμα. Χρειάσθηκε θερμός πατριωτισμός, αρραγής εθνική ενότητα, άξια ηγεσία και βαριά θυσία. Αλλά το θαύμα έγινε και το μήνυμά του είναι πιο επίκαιρο παρά ποτέ σήμερα.


Τα Έθνη είναι κοινότητες κοινής μνήμης και αφανίζονται όταν χάσουν τη μνήμη τους. Χρειάσθηκαν, όμως, 80 ολόκληρα χρόνια για να καθιερώσει επίσημα η Αθήνα την επέτειο του Μακεδονικού Αγώνα. Ο Δήμος Αθηναίων τώρα, κρατάει 22 χρόνια πεταμένον σε κάποια αποθήκη τον έφιππο ανδριάντα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και αρνείται ακόμη να τον τοποθετήσει στην πρωτεύουσα των Ελλήνων.
Σαν ήμασταν παιδιά, τσιμουδιά στα σχολειά για τον Αγώνα. Φωτισμένοι Μακεδόνες δάσκαλοι μας τον δίδασκαν μυστικά. Και, φυσικά, μπροστά οι Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. Ο μακαριστός Γεώργιος Μόδης, Μακεδονομάχος και Υπουργός, έγραφε απανωτές τις Μακεδονικές Ιστορίες του. Τις διαβάζαμε κατανυκτικά. Κάθε σελίδα του κι ένας κτύπος της καρδιάς μας. Μπροστά μας περνούσαν οι δικοί μας άνθρωποι, οι παππούδες μας, τα δικά μας μέρη. Κι εκείνη η Πηνελόπη Δέλτα, Παναγιά μου! Μας συνεπήρε Στα Μυστικά του Βάλτου. Κλαίγαμε! Έκλαιγε μαζί μας κι ο παππούς. Ξαναζούσε τη ζωή του.


Νατη πάλι η κυρία Ηλέκτρα, η δασκάλα. Νάτο εκεί και το σχολειό της. Μυστικό κέντρο όλων των πληροφοριών και τα Μακεδονόπουλά του να μυσταγωγούν στα Άδυτα των Αδύτων.
Να κι ο Αποστόλης. Οδηγεί τα ελληνικά σώματα στον Βάλτο, τα πληροφορεί και συνεχώς κωπηλατεί την πλάβα του. Η Ιερά Ναυς γλιστράει στα απόκρυφα μονοπάτια του ρηχού νερού ανάμεσα στα καλάμια. Νάτες οι κρυψάνες, εδώ δίπλα στο παλιό σχολειό.

Νατος στο πλευρό του κι ο μικρός ορφανός Γιωβάν. Οι Γραικοί τον είπαν Βουλγαρόπαιδο, σαν τόσους άλλους από μας. Αλλά ο μικρός έπαιζε το κεφαλάκι του για την Ελλάδα και θυσιάσθηκε για να σώσει από την παγίδα των Βουλγάρων τον καπετάν Άγρα αλλά δεν τον έσωσε και οι Βούλγαροι τον κρέμασαν στην Καρυδιά. Ο Αντώνης Μίγκας, σλαβόφωνος από τη Νάουσα, τον Αρχηγό ακολούθησε πιστά. ΄Αειντε, ωρέ μπράτε, μπέγκατι. Νάσετο. Είσαι δικός μας, δηλαδή, φύγε –του λένε οι δήμιοι Βούλγαροι. Δεν είμαι Βούλγαρος, Έλληνας είμαι –τους λέει το Παληκάρι. Και τον κρέμασαν κι αυτόν στην Καρυδιά έξω από το Βλάντοβο, που το είπαμε Άγρας.


Αυτή είναι η Αλλόφωνη Ρωμιοσύνη μας. Αυτός είναι ο Μακεδονικός Αγώνας. Αυτή η Μακεδονία μας. Από εδώ είναι κι εκείνος πάλι ο κυρ-Αντωνάκης ο γιατρός. Κομπογιανίτης, μα σοφός, γιατρεύει αδιάκριτα Βουλγάρους, Οθωμανούς, χωρικούς, Μακεδονομάχους. Διακινεί πληροφορίες από δω κι από εκεί. Υπηρετεί ως αγγελιοφόρος και κατάσκοπος έναν πραγματικό γιατρό. Είναι ο βλαχόφωνος Δημήτριος Ζάννας, Πρόεδρος του Εκτελεστικού του Αγώνα σε όλη την Κεντρική Μακεδονία. Κρύβει μυστικά; Προδίδει; Ποιους σε ποιους; Ο Θεός και η ψυχή του. Ένα από τα Μυστικά του Βάλτου κι αυτός.


Αλλά τι μιλάμε οι αγέννητοι τότε; Ας μιλήσει τώρα εδώ εκείνη που μας μύησε παιδιά Στα Μυστικά του Βάλτου, η Πηνελόπη Δέλτα. Αυτή τα έμαθε από πρώτο χέρι, από τους πρωταγωνιστές. Η κόρη της, Βιργινία, νυμφεύθηκε τον Αλέξανδρο Ζάννα, γιο του γιατρού Δημητρίου Ζάννα. Ο Αλέξανδρος, Μακεδονομάχος νεαρός, της αφιέρωσε όσα μυστικά κρατούσε έως τότε επτασφράγιστα ο πατέρας του, Πρόεδρος του Εκτελεστικού και όσα κοντά του τα έζησε κι ο ίδιος. Είναι ο εκ μητρός παππούς του σημερινού Πρωθυπουργού Αντώνη Σαμαρά. 


Γράφει η Πηνελόπη Δέλτα, την ακούμε, είναι στον Ζορμπά, εδώ:


Μα μόλις μπήκαν στη μάννα, ανάμεσα στα καλάμια, είπε ο παπάς:


-Λοιπόν, αφού με πας στην καλύβα, θα γυρίσεις εσύ στο Ζορμπά, θα πας στους Βουλγάρους, θα διορθώσεις τα σπασμένα τους και θα τους αποπλανήσεις. Δεν πρέπει να υποψιαστούν πως με οδήγησες εδώ.
-Σε είδαν πως πήγες στο Ζορμπά;
-Όχι! Έφθασα νύχτα και πήγα ίσια στο σχολείο. Μα με παρακολούθησαν φαίνεται, έβαλαν υποψίες.
……………………………………………………………………………………………
Ο Άγρας κοίταζε τον Γιωβάν, τρίβοντας συλλογισμένα το σαγόνι του. Τα μαύρα μάτια του παιδιού δεν άφηναν τα δικά του. Μεμιάς αποφάσισε ο Αρχηγός. Ανορθώθηκε, πήρε το σταυρό από τα χέρια του Αποστόλη και, σιμώνοντας το μικρό, του τον πέρασε στο λαιμό.
-Καταλαβαίνεις ελληνικά; τον ρώτησε.
Ο μικρός κοκκίνισε.
-Καταλαβαίνω, αποκρίθηκε.
-Ξέρεις πού πέφτει το Τσέκρι, μια σκάλα…
-Το ξέρω, διέκοψε ο Γιωβάν.
-Είναι μακριά πολύ… και δεν μπορώ να σου δώσω πλάβα… Μπορεί όμως να σε συνοδεύσει ο Θεόδωρος, που είναι από το Πλατύ…
Τον διέκοψε ο Γιωβάν:
-Δεν έχω ανάγκη, είπε αργά, γυρεύοντας τις ελληνικές του λέξεις. Ξέρω το δρόμο, θα πάγω πιο γρήγορα μόνος. Βγάλε με μόνο στην ξηρά…
Έπειτα, είχε αρχίσει να τον μεταχειρίζεται ο Αποστόλης. Και η δουλειά τον γέμιζε υπερηφάνεια. Ήταν εμπιστευτική. Μέρες κι εβδομάδες τώρα, που ζούσε μ’ Έλληνες και άκουε ελληνικά, τα είχε μάθει, τα καταλάβαινε όλα.
……………………………………………………………………………………………
Είχαν σχολιάσει τα παιδιά, και γύρω στη δασκάλα μαζεμένα, σα σπουργίτια, τσίριζαν, μιλούσαν όλα μαζί. Και η δασκάλα όλα τ’ άκουε, σ’ όλα απαντούσε, παρηγορούσε, χάιδευε, όλα τα πρόφθανε.
-Άιντε, πάτε τώρα, τους είπε.
Ένα αγόρι, που είχε βγει έξω, ξαναμπήκε τρεχάτο στην αυλή, τη διέκοψε.
-Κυρία Ηλέκτρα! Κυρία Ηλέκτρα! Σε ζητάει απέξω κάποιος.
-Με ζητάει; Τι με θέλει; Ας έλθει μέσα.
Μοιάζει ζητιάνος. Είναι μικρός. Μοιάζει πολύ φτωχός…
-Φέρ΄ τον μέσα. Στάσου, έρχουμαι εγώ…
Ακουμπισμένος στο κούφωμα της αυλόπορτας, στέκουνταν ένας μικρός, ήταν ο Γιωβάν. Έπεσε χάμω λιπόθυμος.


Ήταν εδώ, σε τούτο το χωριό. Νάτο εκεί πέρα, πλάι στην παλιά εκκλησιά, εκείνο το σχολειό. Νάτες, εδώ μπροστά μας, οι δασκάλες μας με τα μικρά παιδιά σας. Νάτη κι η κρυψάνα.
…………………………………………………………………………………………….
Και βγήκε, παίρνοντας το κερί μαζί της, κι έκλεισε την πόρτα. Η τάξη ήταν άδεια. Ο Αποστόλης δεν ήταν εκεί. Η κυρία Ηλέκτρα κάθησε σε ένα θρανίο, τα χέρια ενωμένα μπροστά της, και άκουε. Κάθε τόσο κοίταζε τ΄ ωρολόγι της. Πέρασε ένα τέταρτο. Πέρασε μισή ώρα. Τότε έσβησε το κερί της και σίμωσε το κλειστό παράθυρο. Τίποτα δεν ακούονταν. Ψηλαφητά, ακολουθώντας τον τοίχο, βρήκε την πόρτα, βγήκε από τη τάξη και μπήκε στο σκοτεινό μαγειριό.
-Αποστόλη… ψιθύρισε.
-Εδώ είμαι, της αποκρίθηκε επίσης σιγά εκείνος. Όλα καλά … έξω ερημιά… Κι εκείνος έτοιμος…
-Του έδωσες του Γιωβάν τροφή;
-Ναι! Και καθώς μου είπες, ψωμί και τυρί για το δρόμο. Δε θέλει άλλο. Έχει λέγει, χρήματα.
-Έλα λοιπόν. Ν’ ανάψω; Δε βλέπω τίποτα.
-Εγώ βλέπω. Μην ανάψεις, κυρία Ηλέκτρα. Μόνο βοήθα. Μάζεψα την άμμο.
Ψάχνοντας χάμω μπρος στο τζάκι βρήκε ο Αποστόλης ένα τραχύ ξύλο μες στο σανίδι του πατώματος. Το έβγαλε χωρίς κρότο και ξεσκέπασε ένα χαλκά.
-Ελάτε τώρα … σιγά … μην τρίξει … παρήγγειλε ο Αποστόλης. Και πιάνοντας τις άκρες της ανεμόσκαλας που ανέβαινε από την τρύπα, τις ακούμπησε αθόρυβα στο άνοιγμα της καταπακτής.
Ανέβηκε ο παπάς και στα σκοτεινά τράβηξαν τη σκάλα και ξανάκλεισαν την καταπακτή. Και πάλι δεν άναψαν φως. Ψάχνοντας, πήρε ο παπάς τα χέρια της διδασκάλισσας και τα φίλησε.
……………………………………………………………………………………………
Πίσω, αγκαλιές-αγκαλιές έπεφταν τώρα βιαστικά τα καλάμια. Ώσπου ξεμύτισε η πλώρη μιας πλάβας στη μάννα, πλάγι στον Αποστόλη
Μέσα ήταν ο καπετάν-Άγρας με δύο άντρες, όλοι με το τουφέκι στο χέρι, το δάχτυλο στη σκανδάλη.
-Έμπα μέσα, γρήγορα, μουρμούρισε ο Αρχηγός.
Και πιάνοντας τον Αποστόλη από το μπράτσο, τον τράβηξε κοντά του:
-Γεια σου, του είπε, με το αγορίστικό του καλόκαρδο χαμόγελο.
Και είδε ο Αποστόλης πως είχε δάκρυα στα μάτια.
Την ίδια στιγμή, από άλλο πλάγιο μονοπάτι, ξεπρόβαλε άλλη πλάβα, με το γέρο-Πασκάλ και τους πλαβαδόρους του.
-Δε σου τόπα; μουρμούρισε βουλγαρικά, σα σίμωσε τον Άγρα και μπήκε στην πλάβα του. Το ήξερα καλά που είναι η Κούγκα…
Όταν ακόμη μπαίνουμε εμείς στα γήπεδα της Αθήνας, μας φωνάζουν «Βούλγαροι». Μα όταν ο Τραϊνός μας Δέλλας, από τούτο το χωριό, βάζει γκολ με την Εθνική Ελλάδος είναι εθνικός ήρωας. Ο «Βούλγαρος». Νάτη εδώ μπροστά μας συλλειτουργιέται η μητέρα του. Εδώ ζούσε κι ο κυρ-Αντωνάκης ο γιατρός.
……………………………………………………………………………………………
Ο καπετάν-Άγρας λοξοκοίταξε τον Αποστόλη. Μα δε μίλησε.
Μπήκε στην καλύβα ο Αρχηγός.
-Που είναι ο γιατρός; ρώτησε. Πονεί το άτιμο το χέρι μου.
Ήταν εκεί εγκατεστημένος κιόλα ο γιατρός.
Ήταν εμπειρικός, φερμένος από τα νότια ελληνικά χωριά του Βάλτου, γεμάτος θέληση, αλλά με πρωτόγονες γιατρικές γνώσεις.
Μπήκε στην καλύβα, έγδυσε τον Άγρα, κι εξέτασε τον ώμο και το χέρι του. Μια σφαίρα του είχε πάρει ένα δάχτυλο του αριστερού χεριού και άλλη είχε περάσει το δεξί του ώμο και είχε βγει από τη ράχη. Αυτή ήταν η σοβαρότερη πληγή, και ο κομπογιαννίτης γιατρός άρχισε να του περνά φυτίλια.
…………………………………………………………………………………………….


Αυτός είναι ο Μακεδονικός Αγώνας, αυτός είναι ο τόπος μας, αυτός είναι ο κόσμος μας. Είναι άγιος όλος. Τον προσκυνούμε με ευγνωμοσύνη και ευλάβεια. Το χρέος μας εκπληρώνουμε όσοι τον υπηρετούμε.


Νικόλαος Ι. Μέρτζος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου