Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Η επικαιρότητα προσφέρει τόσα και τόσα για να γκρινιάξει κανείς, να λοιδορήσει, να βρίσει, να χλευάσει όλα αυτά τα νούμερα που μας κυβερνούν ή θέλουν να μας κυβερνήσουν. Δεν....
έχει μείνει τίποτε όρθιο. Δεν υπάρχει εντιμότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια, ευθιξία, σοβαρότητα, φιλότιμο. Μπορεί κανείς να γράφει χωρίς τελειωμό για τα μικρά και μεγάλα ανοσιουργήματα που διαπράττουν καθημερινά όλα αυτά τα πωλητικά λαμόγια, τα απαίδευτα που μόνο για την καρέκλα, το εφελίκι και τις μίζες ενδιαφέρονται.
Προτίμησα, όμως, σήμερα να γράψω δυο λόγια για δύο άξιους δικαστικούς λειτουργούς: τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωακείμ Κασσωτάκη και τον Πρωτοδίκη Α.-Ι. Καργόπουλο που υπηρετούν στο Ρέθυμνο. Διάβαζα τις προάλλες σε νομικό περιοδικό μία απόφαση που είχε εκδώσει το 2014 ο πρωτοδίκης με σύμφωνη πρόταση του αντεισαγγελέα. Επρόκειτο για μία απλή υπόθεση κλοπής κατά τη διερεύνηση της οποίας οι αστυνομικές προανακριτικές Αρχές είχαν ζητήσει, λάβει και επεξεργασθεί όλες τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των εμπλεκομένων. Υπέρ της νομιμότητος της πρακτικής αυτής είχαν αποφανθεί με γνωμοδοτήσεις και εισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Θα μπορούσαν, λοιπόν, αυτοί οι δικαστικοί λειτουργοί που δίκαζαν την υπόθεση της κλοπής, να την «ξεπετάξουν» με μία καμπάνα και να πάνε σπίτι για μάσα και σιέστα. Και όμως είχαν το κουράγιο να αμφισβητήσουν την αυθεντία ανώτατων δικαστικών λειτουργών και να συντάξουν μία απόφαση 30 σελίδων, με την οποίαν ανέστειλαν τη διαδικασία, μέχρις ότου απαντήσει το δικαστήριο της ΕΕ στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλαν: κατά πόσον επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών χωρίς άδεια δικαστικού οργάνου και μάλιστα ανεξαρτήτως της σοβαρότητος του διερευνώμενου αδικήματος.
Και μετά θυμήθηκα ότι το ίδιο δίδυμο είναι που αθώωσε τον ιστορικό Χανς Ρίχτερ, ο οποίος είχε διωχθεί για τις ανιστόρητες απόψεις του τις σχετικές με τη στάση των Ελλήνων απέναντι στους ναζί κατακτητές προγόνους του. Και δεν αρκέσθηκε ο Πρόεδρος στην εκφώνηση της απόφασης με ένα απλό «το δικαστήριο κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο». Διάβασε από έδρας τους άξονες του αθωωτικού σκεπτικού του, όπερ ασύνηθες για ποινικό δικαστήριο. Αξίζει να τους διαβάσει κανείς, έστω και αν είναι κουραστικοί για τους μη νομικούς.
«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και, ειδικότερα, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του Κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάσει σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.
Η δικαστική λειτουργία έγκειται στην επίλυση των διαφορών που αφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει αφενός την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, το νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και αφετέρου την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.
Η Βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες, και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 σε συνδ. με τα κατ’ εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44.
Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους, κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες.
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της Βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ.
Ειρήσθω εν παρόδω, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.
Σε γενικές γραμμές ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.
Ο Έλληνας νομοθέτης, όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της Βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και το νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.
Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με το Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κλπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον».
Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.
Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.
Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της Συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της Βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και, συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.
Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Φρονώ ότι η απόφαση αυτή αποτελεί υπόδειγμα εφαρμογής του άρθρου 87§2 του Συντάγματος που ορίζει ότι
«Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»
αλλά και του άρθρου 177 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας που ορίζει ότι
«1.Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά τη πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων.»
Εύχομαι η προσήλωση των εν λόγω δικαστικών λειτουργών στο καθήκον και στην τήρηση του όρκου τους να τους συνοδεύει αταλάντευτα σε όλη τη σταδιοδρομία τους και να μην αποτελέσει εμπόδιο στην ανέλιξή τους μέχρι τα ανώτατα αξιώματα της Δικαιοσύνης, την οποία κοσμούν.
Σώτος
Η επικαιρότητα προσφέρει τόσα και τόσα για να γκρινιάξει κανείς, να λοιδορήσει, να βρίσει, να χλευάσει όλα αυτά τα νούμερα που μας κυβερνούν ή θέλουν να μας κυβερνήσουν. Δεν....
έχει μείνει τίποτε όρθιο. Δεν υπάρχει εντιμότητα, ευθύτητα, ειλικρίνεια, ευθιξία, σοβαρότητα, φιλότιμο. Μπορεί κανείς να γράφει χωρίς τελειωμό για τα μικρά και μεγάλα ανοσιουργήματα που διαπράττουν καθημερινά όλα αυτά τα πωλητικά λαμόγια, τα απαίδευτα που μόνο για την καρέκλα, το εφελίκι και τις μίζες ενδιαφέρονται.
Προτίμησα, όμως, σήμερα να γράψω δυο λόγια για δύο άξιους δικαστικούς λειτουργούς: τον αντεισαγγελέα Πρωτοδικών Ιωακείμ Κασσωτάκη και τον Πρωτοδίκη Α.-Ι. Καργόπουλο που υπηρετούν στο Ρέθυμνο. Διάβαζα τις προάλλες σε νομικό περιοδικό μία απόφαση που είχε εκδώσει το 2014 ο πρωτοδίκης με σύμφωνη πρόταση του αντεισαγγελέα. Επρόκειτο για μία απλή υπόθεση κλοπής κατά τη διερεύνηση της οποίας οι αστυνομικές προανακριτικές Αρχές είχαν ζητήσει, λάβει και επεξεργασθεί όλες τις τηλεφωνικές επικοινωνίες των εμπλεκομένων. Υπέρ της νομιμότητος της πρακτικής αυτής είχαν αποφανθεί με γνωμοδοτήσεις και εισαγγελείς του Αρείου Πάγου. Θα μπορούσαν, λοιπόν, αυτοί οι δικαστικοί λειτουργοί που δίκαζαν την υπόθεση της κλοπής, να την «ξεπετάξουν» με μία καμπάνα και να πάνε σπίτι για μάσα και σιέστα. Και όμως είχαν το κουράγιο να αμφισβητήσουν την αυθεντία ανώτατων δικαστικών λειτουργών και να συντάξουν μία απόφαση 30 σελίδων, με την οποίαν ανέστειλαν τη διαδικασία, μέχρις ότου απαντήσει το δικαστήριο της ΕΕ στο προδικαστικό ερώτημα που υπέβαλαν: κατά πόσον επιτρέπεται η άρση του απορρήτου των τηλεπικοινωνιών χωρίς άδεια δικαστικού οργάνου και μάλιστα ανεξαρτήτως της σοβαρότητος του διερευνώμενου αδικήματος.
Και μετά θυμήθηκα ότι το ίδιο δίδυμο είναι που αθώωσε τον ιστορικό Χανς Ρίχτερ, ο οποίος είχε διωχθεί για τις ανιστόρητες απόψεις του τις σχετικές με τη στάση των Ελλήνων απέναντι στους ναζί κατακτητές προγόνους του. Και δεν αρκέσθηκε ο Πρόεδρος στην εκφώνηση της απόφασης με ένα απλό «το δικαστήριο κηρύσσει αθώο τον κατηγορούμενο». Διάβασε από έδρας τους άξονες του αθωωτικού σκεπτικού του, όπερ ασύνηθες για ποινικό δικαστήριο. Αξίζει να τους διαβάσει κανείς, έστω και αν είναι κουραστικοί για τους μη νομικούς.
«Θεμελιώδη αρχή του Συντάγματος συνιστά το κράτος δικαίου και ειδικότερες πτυχές του, η αρχή της νομιμότητας της δράσης των πολιτειακών οργάνων, η διάκριση των λειτουργιών και, ειδικότερα, μεταξύ της νομοθετικής και της δικαστικής λειτουργίας, και η προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου.
Η νομοθετική λειτουργία συνίσταται, στην έκφραση της γενικής βούλησης του λαού με τη θέσπιση νόμων, οι οποίοι, κατ’ αρχήν και πλην εξαιρέσεων, όπως λ.χ. ο προϋπολογισμός του Κράτους, απαρτίζονται από κανόνες δικαίου. Τέτοιοι ιδίως είναι οι ποινικοί νόμοι, οι οποίοι ως κανόνες δικαίου πρέπει να περιέχουν γενικές, αφηρημένες και απρόσωπες ρυθμίσεις, επί τη βάσει σαφώς ορισμένων στοιχείων ανθρώπινης εξωτερικής συμπεριφοράς, ώστε κανονιστικά και υποθετικά να ορίζουν τις συμπεριφορές των ανθρώπων για το μέλλον.
Η δικαστική λειτουργία έγκειται στην επίλυση των διαφορών που αφορούν στην εφαρμογή ή μη των κανόνων δικαίου, η οποία, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει αφενός την τιμωρία των εγκλημάτων, δηλαδή την εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών, το νομικό χαρακτηρισμό τους και την επιβολή των προβλεπόμενων κυρώσεων, και αφετέρου την υποχρέωση ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, σε περίπτωση αντίθεσής τους με συνταγματικούς κανόνες και αρχές, όπως τα ατομικά δικαιώματα και η ίδια η διάκριση των λειτουργιών.
Η Βουλή με τους νόμους 2193/94, 2645/98 έχει αναγνωρίσει συγκεκριμένες γενοκτονίες, και με το άρθρο 18 παρ. 5 του Ν. 2503/1997 σε συνδ. με τα κατ’ εξουσιοδότηση βάσει αυτού εκδοθέντα προεδρικά διατάγματα ΠΔ 399/1998, 99/2000, 40/2004, εγκλήματα που τέλεσαν στην Κρήτη οι δυνάμεις κατοχής κατά τα έτη 1941-44.
Οι νόμοι αυτοί όμως, ανεξαρτήτως του πολιτικού συμβολισμού και χαρακτήρα τους, κατά τον οποίον δεν υπάγονται σε δικαστική κρίση, αναγνωρίζουν παρελθοντικά γεγονότα και τα χαρακτηρίζουν νομικώς, χωρίς όμως να διαθέτουν κανονιστικό περιεχόμενο, ώστε να ανάγονται σε δεσμευτικούς κανόνες δικαίου με έννομες συνέπειες.
Με τη διάταξη του άρθρου 2 του Ν. 4285/14 με την οποίαν ενσωματώθηκε η απόφαση-πλαίσιο 2008/931/ΔΕΥ, ο νομοθέτης επέλεξε να τιμωρήσει την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας γενοκτονιών, εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας και πολέμου, τα οποία, εκτός από αποφάσεις διεθνώς δικαστηρίων, έχουν αναγνωριστεί και «με αποφάσεις της Βουλής», στις οποίες εμπίπτουν και οι παραπάνω νόμοι σε συνδυασμό με τα εκδοθέντα ΠΔ.
Ειρήσθω εν παρόδω, η απόφαση-πλαίσιο αποτέλεσε τον καρπό της Γερμανικής Προεδρίας της ΕΕ κατά το 2007.
Σε γενικές γραμμές ο νόμος Ν. 4285/14, καθόσον απαιτεί την εκφορά ρατσιστικού λόγου που δύναται να προκαλέσει μίσος ή έχει υβριστικό ή απειλητικό περιεχόμενο και δεν αρκείται μόνον στην άρνηση, την επιδοκιμασία ή τον ευτελισμό των παραπάνω εγκλημάτων, κινείται εντός των πλαισίων που διαγράφονται από τα θεμελιώδη δικαιώματα και το Σύνταγμα.
Ο Έλληνας νομοθέτης, όμως, με την προσθήκη του σκέλους που παραπέμπει «σε αποφάσεις της Βουλής» μπορεί να τιμωρεί την επιδοκιμασία, τον ευτελισμό ή την κακόβουλη άρνηση της ύπαρξης και της σοβαρότητας ιστορικών ή σύγχρονων περιστατικών, των οποίων την ύπαρξη και το νομικό χαρακτηρισμό ως εγκλήματα, μπορεί ο ίδιος να καθορίζει, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική λειτουργία.
Επιπλέον, η προσθήκη του προαναφερθέντος στοιχείου, όχι μόνο δεν προβλεπόταν από την ίδια την απόφαση-πλαίσιο που ενσωματώθηκε με το Ν. 4285/14, αντιθέτως σαφέστατα αποκλειόταν, διότι αυτή αναφερόταν αποκλειστικά στην αναγνώριση εγκλημάτων πολέμου κλπ. «με αποφάσεις διεθνών ή/και εθνικών δικαστηρίων μόνον».
Συνεπώς, ο νομοθέτης με την εισαγωγή του σκέλους που παραπέμπει σε εγκλήματα που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής», υπερέβη αντισυνταγματικώς τα όρια της νομοθετικής του λειτουργίας, παραβίασε τη συνταγματική αρχή της νομιμότητας των ποινικών εγκλημάτων και επιχείρησε να εισχωρήσει ανεπίτρεπτα στη δικαστική λειτουργία, διότι δεν θεμελίωσε το αξιόποινο αποκλειστικά σε κανόνα δίκαιου ως όφειλε, αλλά στην αναγνώριση και το νομικό χαρακτηρισμό γεγονότων του παρελθόντος ως εγκλημάτων με νόμο, υποκαθιστώντας έτσι τη δικαστική κρίση.
Επιπροσθέτως, παραβίασε την ελευθερία του λόγου και την ακαδημαϊκή ελευθερία, δοθέντος ότι οι νόμοι που «αναγνωρίζουν» (ή θεσπίζουν) ιστορικά γεγονότα, ακόμη κι αν εκφράζουν την πλειοψηφία, δεν μπορούν σε μια δημοκρατική και πλουραλιστική κοινωνία και σύγχρονο κράτος δικαίου να αποτελούν τη βάση δεσμευτικών κανόνων που να συνεπάγονται νομικές απαγορεύσεις και κυρώσεις.
Τέλος, παραβίασε το καθήκον αμοιβαίας και πιστής συνεργασίας της Συνθήκης της ΕΕ, διότι, κατά την ενσωμάτωσή της παραπάνω απόφασης-πλαισίου, εξάρτησε το αξιόποινο από «αποφάσεις της Βουλής», το οποίο η ίδια σαφώς απέκλεισε και έτσι παρέκκλινε ουσιωδώς από την αξιόποινη συμπεριφορά που αυτή τυποποιούσε, με αποτέλεσμα να αναιρεί τους επιδιωκόμενους σκοπούς της και, συγκεκριμένα, τη νομοθετική εναρμόνιση σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Τούτων δοθέντων, το άρθρο 2 του Ν. 4285/14 με το οποίο αντικ. το άρθρο 2 του Ν. 927/1979 κατά το σκέλος που παραπέμπει σε γενοκτονίες και εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και πολέμου που έχουν αναγνωριστεί «με αποφάσεις της Βουλής των Ελλήνων» είναι αντίθετο με το Σύνταγμα και το Ευρωπαϊκό δίκαιο, και, ως εκ τούτου, ανίσχυρο και ανεφάρμοστο.
Κατόπιν τούτων, ο κατηγορούμενος κηρύσσεται αθώος».
Φρονώ ότι η απόφαση αυτή αποτελεί υπόδειγμα εφαρμογής του άρθρου 87§2 του Συντάγματος που ορίζει ότι
«Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»
αλλά και του άρθρου 177 του Κώδικος Ποινικής Δικονομίας που ορίζει ότι
«1.Οι δικαστές δεν είναι υποχρεωμένοι να ακολουθούν νομικούς κανόνες αποδείξεων, πρέπει όμως να αποφασίζουν κατά τη πεποίθησή τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησής τους και οδηγούμενοι από την απροσωπόληπτη κρίση που προκύπτει από τις συζητήσεις και που αφορά την αλήθεια των πραγματικών γεγονότων, την αξιοπιστία των μαρτύρων και την αξία των άλλων αποδείξεων.»
Εύχομαι η προσήλωση των εν λόγω δικαστικών λειτουργών στο καθήκον και στην τήρηση του όρκου τους να τους συνοδεύει αταλάντευτα σε όλη τη σταδιοδρομία τους και να μην αποτελέσει εμπόδιο στην ανέλιξή τους μέχρι τα ανώτατα αξιώματα της Δικαιοσύνης, την οποία κοσμούν.
Σώτος