Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 8 Φεβρουαρίου 1913. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, αρχικά στην προσφυγική περιοχή του Βύρωνα.
Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών με βαθμό απολυτηρίου «ακέραιο άριστα». Σπούδασε, ενώ εργαζόταν, νομικά στο ΕΚΠΑ παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας. Το 1939 αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Η διατριβή του, που είχε ως θέμα την «έννοια του δικαιώματος», βαθμολογήθηκε με «άριστα» παμψηφεί και, όπως ανέφερε η αρμόδια κριτική επιτροπή στην εισηγητική έκθεσή της, αποδείκνυε «την παρά τω συγγραφεί υπάρχουσαν εξαιρετικήν ιδιοφυΐαν». Ως νέος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδίως με το βόλει, παίζοντας στο Βύρωνα, αλλά και στην εθνική ομάδα. Στα φοιτητικά του χρόνια γνωρίστηκε και συνδέθηκε —έκτοτε— με στενή φιλία με τους λεγόμενους «νεοκαντιανούς» καθηγητές Π. Κανελλόπουλο, Κ. Τσάτσο και Ι. Θεοδωρακόπουλο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, αλλά και κατόπιν, στα κατοχικά χρόνια, κατηύθυνε έναν σπουδαστικό όμιλο συζητήσεων και προβληματισμού. Σε αυτόν είχε ενταχθεί και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος, με την προτροπή του, στράφηκε στη μελέτη του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού και, ιδίως, της σκέψης του Αριστοτέλη. Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε έφεδρο αξιωματικό στη Σύρο, απ’ όπου στάλθηκε στο μέτωπο. Στη διάρκεια της Κατοχής ο όμιλος εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ που τελούσε υπό την πολιτική καθοδήγηση του Π. Κανελλόπουλου. Ωστόσο, τόσον αυτός όσο και ο δίδυμος αδελφός του δεν ακολούθησαν τα υπόλοιπα μέλη σε αυτήν την επιλογή. Σε όλη τη διάρκεια των κατοχικών χρόνων βρισκόταν σε επαφή και «συμβουλευτική συνεργασία» με διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, χωρίς όμως να ενταχθεί σε καμμία σε αντίθεση με τον αδελφό του, που είχε ενεργότερη συμμετοχή. Δημοσίευσε άρθρα εμψυχωτικού και πολιτικού χαρακτήρα στον παράνομο αντιστασιακό τύπο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας θέσεων γύρω από τις μεταπολεμικές διπλωματικές και εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Ένα από τα έντυπα που συνεργάστηκε ήταν τα Ελληνικά Νειάτα, όργανο της Ιερής Ταξιαρχίας, που ήταν ουσιαστικά η σπουδαστική οργάνωση της ΠΕΑΝ. Το 1945 ανέλαβε, με την παρότρυνση του στενού φίλου του Καρτάλη, την προεδρία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων, θέση από την οποία εργάστηκε για την προώθηση της υπόθεσης της ένταξης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Επίσης, εξελέγη υφηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η συμμετοχή του στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο τού κόστισε τη θέση του και τη δίωξη. Τον Ιούλιο του 1947 εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο και συνελήφθη μαζί με χιλιάδες άλλους. Mεταφέρθηκε στην Ψυττάλεια, απ’ όπουν εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Λίγο αργότερα επανήλθε στην Αθήνα με απόφαση της κυβέρνησης Σοφούλη. Τον Σεπτέμβριο κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό ως έφεδρος αξιωματικός και τον Νοέμβριο μετατέθηκε από το στρατόπεδο Χαΐδαρίου στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του δεν υπέστη διώξεις και βασανιστήρια μέχρι το Μάρτιο του 1948. Αργότερα, αρνούμενος πεισματικά και σθεναρά να υπογράψει «δήλωση», αντέτεινε στους βασανιστές του: «Έχω καθήκον να περισώσω την τιμήν της ελληνικής φιλοσοφίας». Το καλοκαίρι του 1948 συμπεριελήφθη από τους δεσμοφύλακές του στην ομάδα των λιγοστών «αμετανόητων». Παρέμεινε έγκλειστος στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ως το 1950. Μετά την απελευθέρωσή του δεν κατόρθωσε να επανέλθει στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε με τη δικηγορία, από ανάγκη βιοπορισμού, χωρίς να παραμελεί τις φιλοσοφικές έρευνές του. Συμμετείχε σε επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δίδαξε σε ιδιωτικές σχολές και σεμιναριακούς, επιμορφωτικούς κύκλους συλλόγων. Την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, όπου απασχολήθηκε αρχικά ως συνεργάτης του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών. Στη συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο Νανσύ ΙΙ. Μετά τη Μεταπολίτευση εξελέγη καθηγητής στην Πάντειο, της οποίας διετέλεσε και πρύτανης την περίοδο 1978-1979. Το 1978 διώχθηκε για την άρνησή του να δώσει θρησκευτικό όρκο ενώπιον του ανακριτή, όπου είχε κληθεί ως μάρτυρας, επικαλούμενος, ως χριστιανός ορθόδοξος, τη σχετική ρητή ευαγγελική απαγόρευση, αλλά και την επιστημονική ευσυνειδησία του. Καταδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό το 1979, χωρίς ωστόσο να εκδικασθεί η υπόθεση και από τον Άρειο Πάγο λόγω παραγραφής. Η απολογία του στο Εφετείο Αθηνών (20 Σεπτεμβρίου 1979), όπως και το σχετικό υπόμνημά του στον Άρειο Πάγο, συνιστούν έως σήμερα ισχυρά νομικά κείμενα για την επιχειρηματολογία όσων εναντιώνονται στην ορκοδοσία. Εκ πεποιθήσεως πολέμιος της θανατικής ποινής αγωνίστηκε για την κατάργησή της στην Ελλάδα. Ως υπέρμαχος της ισότητας των δυο φύλων είχε εμπνευστεί και προτείνει ένα σύστημα για το σχηματισμό των ελληνικών επιθέτων, με το οποίο επιβίωνε η θηλυγονική σειρά μιας οικογένειας, δίπλα στην αρρενογονική. Το 1989 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Παιδείας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Γρίβα και το 1990 στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Στο δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε υπέρ του «Ναι». Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2016, μια ημέρα πριν κλείσει την ηλικία των 103 ετών.
Περί του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου ο λόγος.
Κηδεύτηκε χωρίς να «πέσει» το διαδίκτυο από τα μηνύματα, χωρίς να μυξοκλαίνε οι μαντάμες και οι μουσιούδες των πρωινάδικων, των μεσημεριανάδικων, ξεκωλάδικων εν γένει, χωρίς να αναρτώνται στα ιστολόγια λεπτό προς λεπτό εικόνες από την κηδεία. Εν ολίγοις χωρίς kits.
Σώτος
Υ.Γ. Το βιογραφικό του έλαβα από τη Βικιπαίδεια.
Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 8 Φεβρουαρίου 1913. Mετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, αρχικά στην προσφυγική περιοχή του Βύρωνα.
Τελείωσε το Α΄ Γυμνάσιο Αθηνών με βαθμό απολυτηρίου «ακέραιο άριστα». Σπούδασε, ενώ εργαζόταν, νομικά στο ΕΚΠΑ παρακολουθώντας παράλληλα μαθήματα φιλοσοφίας, ιστορίας και κοινωνιολογίας. Το 1939 αναγορεύτηκε διδάκτωρ. Η διατριβή του, που είχε ως θέμα την «έννοια του δικαιώματος», βαθμολογήθηκε με «άριστα» παμψηφεί και, όπως ανέφερε η αρμόδια κριτική επιτροπή στην εισηγητική έκθεσή της, αποδείκνυε «την παρά τω συγγραφεί υπάρχουσαν εξαιρετικήν ιδιοφυΐαν». Ως νέος, ασχολήθηκε με τον αθλητισμό και ιδίως με το βόλει, παίζοντας στο Βύρωνα, αλλά και στην εθνική ομάδα. Στα φοιτητικά του χρόνια γνωρίστηκε και συνδέθηκε —έκτοτε— με στενή φιλία με τους λεγόμενους «νεοκαντιανούς» καθηγητές Π. Κανελλόπουλο, Κ. Τσάτσο και Ι. Θεοδωρακόπουλο. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας, αλλά και κατόπιν, στα κατοχικά χρόνια, κατηύθυνε έναν σπουδαστικό όμιλο συζητήσεων και προβληματισμού. Σε αυτόν είχε ενταχθεί και ο Κορνήλιος Καστοριάδης, ο οποίος, με την προτροπή του, στράφηκε στη μελέτη του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού στοχασμού και, ιδίως, της σκέψης του Αριστοτέλη. Η έκρηξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου τον βρήκε έφεδρο αξιωματικό στη Σύρο, απ’ όπου στάλθηκε στο μέτωπο. Στη διάρκεια της Κατοχής ο όμιλος εντάχθηκε στην αντιστασιακή οργάνωση ΠΕΑΝ που τελούσε υπό την πολιτική καθοδήγηση του Π. Κανελλόπουλου. Ωστόσο, τόσον αυτός όσο και ο δίδυμος αδελφός του δεν ακολούθησαν τα υπόλοιπα μέλη σε αυτήν την επιλογή. Σε όλη τη διάρκεια των κατοχικών χρόνων βρισκόταν σε επαφή και «συμβουλευτική συνεργασία» με διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, χωρίς όμως να ενταχθεί σε καμμία σε αντίθεση με τον αδελφό του, που είχε ενεργότερη συμμετοχή. Δημοσίευσε άρθρα εμψυχωτικού και πολιτικού χαρακτήρα στον παράνομο αντιστασιακό τύπο, ενώ παράλληλα δραστηριοποιήθηκε προς την κατεύθυνση της επεξεργασίας θέσεων γύρω από τις μεταπολεμικές διπλωματικές και εδαφικές διεκδικήσεις της Ελλάδας. Ένα από τα έντυπα που συνεργάστηκε ήταν τα Ελληνικά Νειάτα, όργανο της Ιερής Ταξιαρχίας, που ήταν ουσιαστικά η σπουδαστική οργάνωση της ΠΕΑΝ. Το 1945 ανέλαβε, με την παρότρυνση του στενού φίλου του Καρτάλη, την προεδρία του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου Νέων, θέση από την οποία εργάστηκε για την προώθηση της υπόθεσης της ένταξης των Δωδεκανήσων στην Ελλάδα. Επίσης, εξελέγη υφηγητής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Η συμμετοχή του στον Ελληνοσοβιετικό Σύνδεσμο τού κόστισε τη θέση του και τη δίωξη. Τον Ιούλιο του 1947 εκδιώχθηκε από το Πανεπιστήμιο και συνελήφθη μαζί με χιλιάδες άλλους. Mεταφέρθηκε στην Ψυττάλεια, απ’ όπουν εκτοπίστηκε στην Ικαρία. Λίγο αργότερα επανήλθε στην Αθήνα με απόφαση της κυβέρνησης Σοφούλη. Τον Σεπτέμβριο κλήθηκε να υπηρετήσει στον στρατό ως έφεδρος αξιωματικός και τον Νοέμβριο μετατέθηκε από το στρατόπεδο Χαΐδαρίου στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματά του δεν υπέστη διώξεις και βασανιστήρια μέχρι το Μάρτιο του 1948. Αργότερα, αρνούμενος πεισματικά και σθεναρά να υπογράψει «δήλωση», αντέτεινε στους βασανιστές του: «Έχω καθήκον να περισώσω την τιμήν της ελληνικής φιλοσοφίας». Το καλοκαίρι του 1948 συμπεριελήφθη από τους δεσμοφύλακές του στην ομάδα των λιγοστών «αμετανόητων». Παρέμεινε έγκλειστος στο στρατόπεδο της Μακρονήσου ως το 1950. Μετά την απελευθέρωσή του δεν κατόρθωσε να επανέλθει στο Πανεπιστήμιο. Ασχολήθηκε με τη δικηγορία, από ανάγκη βιοπορισμού, χωρίς να παραμελεί τις φιλοσοφικές έρευνές του. Συμμετείχε σε επιστημονικά συνέδρια στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και δίδαξε σε ιδιωτικές σχολές και σεμιναριακούς, επιμορφωτικούς κύκλους συλλόγων. Την περίοδο της απριλιανής δικτατορίας αυτοεξορίστηκε στη Γαλλία, όπου απασχολήθηκε αρχικά ως συνεργάτης του γαλλικού Εθνικού Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών. Στη συνέχεια δίδαξε ως καθηγητής στο πανεπιστήμιο Νανσύ ΙΙ. Μετά τη Μεταπολίτευση εξελέγη καθηγητής στην Πάντειο, της οποίας διετέλεσε και πρύτανης την περίοδο 1978-1979. Το 1978 διώχθηκε για την άρνησή του να δώσει θρησκευτικό όρκο ενώπιον του ανακριτή, όπου είχε κληθεί ως μάρτυρας, επικαλούμενος, ως χριστιανός ορθόδοξος, τη σχετική ρητή ευαγγελική απαγόρευση, αλλά και την επιστημονική ευσυνειδησία του. Καταδικάσθηκε σε δεύτερο βαθμό το 1979, χωρίς ωστόσο να εκδικασθεί η υπόθεση και από τον Άρειο Πάγο λόγω παραγραφής. Η απολογία του στο Εφετείο Αθηνών (20 Σεπτεμβρίου 1979), όπως και το σχετικό υπόμνημά του στον Άρειο Πάγο, συνιστούν έως σήμερα ισχυρά νομικά κείμενα για την επιχειρηματολογία όσων εναντιώνονται στην ορκοδοσία. Εκ πεποιθήσεως πολέμιος της θανατικής ποινής αγωνίστηκε για την κατάργησή της στην Ελλάδα. Ως υπέρμαχος της ισότητας των δυο φύλων είχε εμπνευστεί και προτείνει ένα σύστημα για το σχηματισμό των ελληνικών επιθέτων, με το οποίο επιβίωνε η θηλυγονική σειρά μιας οικογένειας, δίπλα στην αρρενογονική. Το 1989 ανέλαβε το χαρτοφυλάκιο του υπουργού Παιδείας στην υπηρεσιακή κυβέρνηση Γρίβα και το 1990 στην οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα. Στο δημοψήφισμα του 2015 τάχθηκε υπέρ του «Ναι». Απεβίωσε στις 7 Φεβρουαρίου 2016, μια ημέρα πριν κλείσει την ηλικία των 103 ετών.
Περί του Κωνσταντίνου Δεσποτόπουλου ο λόγος.
Κηδεύτηκε χωρίς να «πέσει» το διαδίκτυο από τα μηνύματα, χωρίς να μυξοκλαίνε οι μαντάμες και οι μουσιούδες των πρωινάδικων, των μεσημεριανάδικων, ξεκωλάδικων εν γένει, χωρίς να αναρτώνται στα ιστολόγια λεπτό προς λεπτό εικόνες από την κηδεία. Εν ολίγοις χωρίς kits.
Σώτος
Υ.Γ. Το βιογραφικό του έλαβα από τη Βικιπαίδεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου