Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
« 1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.
2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν ...
υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»
Άρθρον 87
[Η Δικαιοσύνη είναι το έσχατο καταφύγιο του πολίτη]
Το νομισματικό δίκαιο διατρέχει η αρχή «μία νομισματική μονάδα = μία νομισματική μονάδα». Με απλά λόγια δραχμή = δραχμή παλαιότερα, ευρώ = ευρώ σήμερα. Τούτο σημαίνει ότι ο οφείλων ένα ευρώ υποχρεούται να αποδώσει ένα ευρώ και όχι 80Λ ή 110Λ. Τούτο δε ανεξαρτήτως της έκπτωσης της αξίας της νομισματικής μονάδος. Όμως, σε περιόδους οικονομικής αστάθειας μεγάλης κλίμακας, όπου παρατηρείται σημαντική έκπτωση της αξίας του νομίσματος, το δίκαιό μας προβλέπει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής τής οφειλής με βάση τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε να αμβλύνεται η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, η οποία έχει προκληθεί από σοβαρή μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες καταρτίσθηκε μία σύμβαση στο παρελθόν σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν κατά τον χρόνο που καλείται ο οφειλέτης να εκπληρώσει την οφειλή του [άρθρα 281, 288 και 388 Αστικού Κώδικος]. Η νομολογία των δικαστηρίων μας είναι πλούσια όσον αφορά στις περιόδους της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ΄30, αλλά και της κατάστασης που επικρατούσε αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή, ακόμη και στη δεκαετία του ΄50. Αφορά, όμως, μόνον σε σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους και όχι σε σχέσεις μεταξύ τραπεζών και ιδιωτών.
Στις ημέρες μας το ζήτημα των λεγόμενων κόκκινων τραπεζικών δανείων έχει προσλάβει τεράστιες διαστάσεις. Κυρίως των δανείων που είναι εξασφαλισμένα με προσημειώσεις επί της κατοικίας που αποκτήθηκε με δάνειο και αποτελεί τη μοναδική στέγη του δανειολήπτη.
Από τη μία έχουμε την υποχρέωση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη-δανειστή της ένα ευρώ για κάθε ευρώ που της κατέθεσε ο καταθέτης-δανειστής. Αν δεν μπορεί να το αποδώσει, τότε η τράπεζα πτωχεύει και ο καταθέτης χάνει το όλον ή μέρος της κατάθεσής του. Αυτή είναι μία μορφή κουρέματος. Επειδή, όμως, η πτώχευση μίας τράπεζας θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την οικονομία λόγω του πανικού που θα ακολουθήσει, αναζητείται τρόπος ενίσχυσης των τραπεζών, ώστε να είναι σε θέση να αποδώσουν τις καταθέσεις σε πρώτη ζήτηση. Όσο δεν είναι σε θέση να τις αποδώσουν, επιβάλλεται δια νόμου η απαγόρευση στον καταθέτη να τις αναλάβει [capital control]. Και ο λόγος που οι τράπεζες στην Ελλάδα αδυνατούν να αποδώσουν τις καταθέσεις είναι γνωστός: α] αλόγιστη χορήγηση δανείων για κάθε μορφής ενίσχυση του καταναλωτισμού [πιστωτικές κάρτες, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, φοροδάνεια κ.λπ.] που δεν εξυπηρετούνται λόγω σοβαρής συρρίκνωσης ή ισοπέδωσης του εισοδήματος του δανειολήπτη εξ αιτίας της κρίσης, β] χορήγηση δανείων χωρίς επαρκή εξασφάλιση ή με καθόλου εξασφάλιση προς «κολλητούς» ή «ημετέρους», γ] ανεπαρκέστατη έως ανύπαρκτη εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, δ] ατιμωρησία όσων έχουν εξαπατήσει τις τράπεζες, ε] τοποθέτηση των καταθέσεων των πολιτών σε ομόλογα του Δημοσίου κατ’ εντολήν των εκάστοτε κυβερνώντων με διάφορα ανταλλάγματα, στ] μη έλεγχος διοχέτευσης του προϊόντος του δανείου στη δραστηριότητα, για την οποίαν ελήφθη, παρά την υποχρέωση των τραπεζών να ελέγχουν.
Από την άλλη, ο δανειολήπτης που πήρε από την τράπεζα ένα ευρώ υποχρεούται να της αποδώσει ένα ευρώ.
Είναι δεδομένο και χιλιογραμμένο ότι στη χώρα μας εφαρμόσθηκε την τελευταία πενταετία η εσωτερική υποτίμηση της οικονομίας. Έτσι, τα αγαθά, στα οποία είχαν επενδύσει οι πολίτες είτε τις οικονομίες τους είτε το προϊόν των δανείων που είχαν λάβει έχουν χάσει τουλάχιστον το 50% τη αξίας τους. Παράδειγμα: δάνειο € 100.000 ληφθέν το 2003 για απόκτηση κατοικίας αξίας € 150.000. Άληκτο κεφάλαιο το 2015 = € 50.000. Αξία κατοικίας το 2015 € 75.000. το εισόδημα του δανειολήπτη ελάχιστο ή ανύπαρκτο λόγω ύφεσης. Η τράπεζα θέλει τα λεφτά της, για να μπορεί να αποδώσει τις καταθέσεις στους καταθέτες της. Κινεί τη διαδικασία πλειστηριασμού της κατοικίας. Αναδεικνύεται υπερθεματιστής με € 20.000. Η τράπεζα εισπράττει € 20.000 και ο δανειολήπτης εξακολουθεί να οφείλει € 30.000, τις οποίες δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει ποτέ.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι: α] ποίος ο υπερθεματιστής που διέθεσε € 20.000 για να αποκτήσει το σπίτι του δανειολήπτη σε εποχή κρίσης με δεδομένη την προβλεπομένη έτι περαιτέρω μείωση της αξίας των ακινήτων; β] πού θα βρει η τράπεζα τα € 30.00 που της λείπουν, για να τα αποδώσει στους καταθέτες της;
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι: με ανακεφαλαιοποίηση, ήτοι με κούρεμα φορολογικό των εισοδημάτων όλων των πολιτών, για να αποπληρωθούν τα δάνεια των ανακεφαλαιοποιήσεων, πράγμα που ισοδυναμεί εν μέρει και με κούρεμα των καταθέσεων, αφού μέρος αυτών θα αναληφθεί για να πληρωθούν φορολογικές υποχρεώσεις, ήτοι για να μην κουρευτούν οι καταθέσεις.
Στο πρώτο ερώτημα δεν έχω απάντηση. Απλώς διερωτώμαι ποιός είναι αυτός που διαθέτει κεφάλαια και θα πάει να πάρει σε πλειστηριασμό το σπίτι του συμπατριώτη του σε εξευτελιστική τιμή. Και δεν μιλάω γι’ αυτόν που θα αποκτήσει σε πλειστηριασμό την τάδε βίλα αντί € 500.000, η οποία άξιζε € 2.000.000, όταν αποκτήθηκε από τον δανειολήπτη, ο οποίος το μισό δάνειο έστειλε στο εξωτερικό και με το υπόλοιπο έχτισε τη βίλα. Αν και θα πρέπει ο αποκτών σε πλειστηριασμό να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση ως προς τη νόμιμη και φορολογημένη πηγή τού ποσού που θα καταβάλει στην απόκτηση της βίλας.
Το κούρεμα των καταθέσεων πήρε σε πρώτο στάδιο τη μορφή του «νόμου Κατσέλη». Αφού με τον νόμο αυτό γίνεται περικοπή τής οφειλής του δανειολήπτη, με αποτέλεσμα να μην εισπράξει η τράπεζα ένα μέρος της απαίτησής της, το μη εισπραττόμενο μέρος θα καλυφθεί με την ανακεφαλαιοποίηση από όλους τους φορολογούμενους, των οποίων, έτσι κουρεύονται μερικώς οι καταθέσεις. Το δεύτερο στάδιο του κουρέματος ήταν αυτό που προαναφέρθηκε: μείωση των καταθέσεων λόγω υπερφορολόγησης των καταθετών. Τώρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι και πρέπει οι τράπεζες να πάρουν πίσω ένα μέρος των χρημάτων που δάνεισαν με αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών τους.
Ήλθε η ώρα, λοιπόν, για τους δικαστές να εφαρμόσουν γενικώς την αρχή της αναπροσαρμογής της οφειλής του αδύναμου οφειλέτη λόγω σημαντικής έκπτωσης της αξίας του χρήματος, αλλά κυρίως να υποδεικνύουν στις εισαγγελικές Αρχές όλες τις περιπτώσεις, όπου οι τράπεζες και τα στελέχη τους έκαναν τα στραβά μάτια χορηγώντας αφειδώς και ακρίτως πάσης φύσεως πιστώσεις/δάνεια. Κάποιοι πρέπει να «πληρώσουν» γι’ αυτή την αβελτηρία. Δεν είναι δυνατόν να χορηγείς κάρτες και καταναλωτικά δάνεια χωρίς έλεγχο της φερεγγυότητος του δανειολήπτη και μάλιστα με υπέρογκο επιτόκιο εν γνώσει του ότι τη βέβαιη ή σφόδρα πιθανή χασούρα από τους αφερέγγυους θα καλύψουν οι φερέγγυοι με τη μεγάλη επιβάρυνση λόγω υπέρογκου επιτοκίου, οι οποίοι κάποια στιγμή θα γίνουν και αυτοί αφερέγγυοι. Πόσω μάλλον δεν μπορείς να επενδύεις σε κρατικά ομόλογα, επειδή ούτω έδοξε τω εκάστοτε κυβερνήτη και συ αδιαφορείς για τις αποταμιεύσεις του λαού συντασσόμενος τω ελεεινώ κυβερνήτη.
Σε κάθε περίπτωση γνωρίζουν οι δικαστές πώς να χρησιμοποιήσουν το πλούσιο νομικό οπλοστάσιο της χώρας και να αναγκάσουν μία τράπεζα να τους προσκομίσει και την έκθεση της Blackrock. Ναι, αυτήν που αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό για τον λαό, ο οποίος καλείται να πληρώσει τις λαμογιές χιλιάδων πολιτικών, επιχειρηματιών και τραπεζιτών. Αυτήν που έχουν πάψει να αναζητούν και όλοι οι πολιτικοί, του Τσίπρα, του Δραγασάκη, του Τσακαλώτου και του Σταθάκη και όλων των λοιπών καθηγηταράδων περιλαμβανομένων.
Σώτος
« 1. Η δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία.
2. Οι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν ...
υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»
Άρθρον 87
[Η Δικαιοσύνη είναι το έσχατο καταφύγιο του πολίτη]
Το νομισματικό δίκαιο διατρέχει η αρχή «μία νομισματική μονάδα = μία νομισματική μονάδα». Με απλά λόγια δραχμή = δραχμή παλαιότερα, ευρώ = ευρώ σήμερα. Τούτο σημαίνει ότι ο οφείλων ένα ευρώ υποχρεούται να αποδώσει ένα ευρώ και όχι 80Λ ή 110Λ. Τούτο δε ανεξαρτήτως της έκπτωσης της αξίας της νομισματικής μονάδος. Όμως, σε περιόδους οικονομικής αστάθειας μεγάλης κλίμακας, όπου παρατηρείται σημαντική έκπτωση της αξίας του νομίσματος, το δίκαιό μας προβλέπει τη δυνατότητα αναπροσαρμογής τής οφειλής με βάση τις αρχές της καλής πίστης, των χρηστών ηθών, του οικονομικού και κοινωνικού σκοπού του δικαιώματος, ώστε να αμβλύνεται η δυσαναλογία παροχής και αντιπαροχής, η οποία έχει προκληθεί από σοβαρή μεταβολή των συνθηκών υπό τις οποίες καταρτίσθηκε μία σύμβαση στο παρελθόν σε σχέση με τις συνθήκες που επικρατούν κατά τον χρόνο που καλείται ο οφειλέτης να εκπληρώσει την οφειλή του [άρθρα 281, 288 και 388 Αστικού Κώδικος]. Η νομολογία των δικαστηρίων μας είναι πλούσια όσον αφορά στις περιόδους της κρίσης των αρχών της δεκαετίας του ΄30, αλλά και της κατάστασης που επικρατούσε αμέσως μετά τη γερμανική Κατοχή, ακόμη και στη δεκαετία του ΄50. Αφορά, όμως, μόνον σε σχέσεις ιδιωτών μεταξύ τους και όχι σε σχέσεις μεταξύ τραπεζών και ιδιωτών.
Στις ημέρες μας το ζήτημα των λεγόμενων κόκκινων τραπεζικών δανείων έχει προσλάβει τεράστιες διαστάσεις. Κυρίως των δανείων που είναι εξασφαλισμένα με προσημειώσεις επί της κατοικίας που αποκτήθηκε με δάνειο και αποτελεί τη μοναδική στέγη του δανειολήπτη.
Από τη μία έχουμε την υποχρέωση της τράπεζας να αποδώσει στον καταθέτη-δανειστή της ένα ευρώ για κάθε ευρώ που της κατέθεσε ο καταθέτης-δανειστής. Αν δεν μπορεί να το αποδώσει, τότε η τράπεζα πτωχεύει και ο καταθέτης χάνει το όλον ή μέρος της κατάθεσής του. Αυτή είναι μία μορφή κουρέματος. Επειδή, όμως, η πτώχευση μίας τράπεζας θα έχει αλυσιδωτές αρνητικές επιπτώσεις σε όλη την οικονομία λόγω του πανικού που θα ακολουθήσει, αναζητείται τρόπος ενίσχυσης των τραπεζών, ώστε να είναι σε θέση να αποδώσουν τις καταθέσεις σε πρώτη ζήτηση. Όσο δεν είναι σε θέση να τις αποδώσουν, επιβάλλεται δια νόμου η απαγόρευση στον καταθέτη να τις αναλάβει [capital control]. Και ο λόγος που οι τράπεζες στην Ελλάδα αδυνατούν να αποδώσουν τις καταθέσεις είναι γνωστός: α] αλόγιστη χορήγηση δανείων για κάθε μορφής ενίσχυση του καταναλωτισμού [πιστωτικές κάρτες, εορτοδάνεια, διακοποδάνεια, φοροδάνεια κ.λπ.] που δεν εξυπηρετούνται λόγω σοβαρής συρρίκνωσης ή ισοπέδωσης του εισοδήματος του δανειολήπτη εξ αιτίας της κρίσης, β] χορήγηση δανείων χωρίς επαρκή εξασφάλιση ή με καθόλου εξασφάλιση προς «κολλητούς» ή «ημετέρους», γ] ανεπαρκέστατη έως ανύπαρκτη εποπτεία του τραπεζικού συστήματος, δ] ατιμωρησία όσων έχουν εξαπατήσει τις τράπεζες, ε] τοποθέτηση των καταθέσεων των πολιτών σε ομόλογα του Δημοσίου κατ’ εντολήν των εκάστοτε κυβερνώντων με διάφορα ανταλλάγματα, στ] μη έλεγχος διοχέτευσης του προϊόντος του δανείου στη δραστηριότητα, για την οποίαν ελήφθη, παρά την υποχρέωση των τραπεζών να ελέγχουν.
Από την άλλη, ο δανειολήπτης που πήρε από την τράπεζα ένα ευρώ υποχρεούται να της αποδώσει ένα ευρώ.
Είναι δεδομένο και χιλιογραμμένο ότι στη χώρα μας εφαρμόσθηκε την τελευταία πενταετία η εσωτερική υποτίμηση της οικονομίας. Έτσι, τα αγαθά, στα οποία είχαν επενδύσει οι πολίτες είτε τις οικονομίες τους είτε το προϊόν των δανείων που είχαν λάβει έχουν χάσει τουλάχιστον το 50% τη αξίας τους. Παράδειγμα: δάνειο € 100.000 ληφθέν το 2003 για απόκτηση κατοικίας αξίας € 150.000. Άληκτο κεφάλαιο το 2015 = € 50.000. Αξία κατοικίας το 2015 € 75.000. το εισόδημα του δανειολήπτη ελάχιστο ή ανύπαρκτο λόγω ύφεσης. Η τράπεζα θέλει τα λεφτά της, για να μπορεί να αποδώσει τις καταθέσεις στους καταθέτες της. Κινεί τη διαδικασία πλειστηριασμού της κατοικίας. Αναδεικνύεται υπερθεματιστής με € 20.000. Η τράπεζα εισπράττει € 20.000 και ο δανειολήπτης εξακολουθεί να οφείλει € 30.000, τις οποίες δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει ποτέ.
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν είναι: α] ποίος ο υπερθεματιστής που διέθεσε € 20.000 για να αποκτήσει το σπίτι του δανειολήπτη σε εποχή κρίσης με δεδομένη την προβλεπομένη έτι περαιτέρω μείωση της αξίας των ακινήτων; β] πού θα βρει η τράπεζα τα € 30.00 που της λείπουν, για να τα αποδώσει στους καταθέτες της;
Η απάντηση στο δεύτερο ερώτημα είναι: με ανακεφαλαιοποίηση, ήτοι με κούρεμα φορολογικό των εισοδημάτων όλων των πολιτών, για να αποπληρωθούν τα δάνεια των ανακεφαλαιοποιήσεων, πράγμα που ισοδυναμεί εν μέρει και με κούρεμα των καταθέσεων, αφού μέρος αυτών θα αναληφθεί για να πληρωθούν φορολογικές υποχρεώσεις, ήτοι για να μην κουρευτούν οι καταθέσεις.
Στο πρώτο ερώτημα δεν έχω απάντηση. Απλώς διερωτώμαι ποιός είναι αυτός που διαθέτει κεφάλαια και θα πάει να πάρει σε πλειστηριασμό το σπίτι του συμπατριώτη του σε εξευτελιστική τιμή. Και δεν μιλάω γι’ αυτόν που θα αποκτήσει σε πλειστηριασμό την τάδε βίλα αντί € 500.000, η οποία άξιζε € 2.000.000, όταν αποκτήθηκε από τον δανειολήπτη, ο οποίος το μισό δάνειο έστειλε στο εξωτερικό και με το υπόλοιπο έχτισε τη βίλα. Αν και θα πρέπει ο αποκτών σε πλειστηριασμό να ελέγχεται σε κάθε περίπτωση ως προς τη νόμιμη και φορολογημένη πηγή τού ποσού που θα καταβάλει στην απόκτηση της βίλας.
Το κούρεμα των καταθέσεων πήρε σε πρώτο στάδιο τη μορφή του «νόμου Κατσέλη». Αφού με τον νόμο αυτό γίνεται περικοπή τής οφειλής του δανειολήπτη, με αποτέλεσμα να μην εισπράξει η τράπεζα ένα μέρος της απαίτησής της, το μη εισπραττόμενο μέρος θα καλυφθεί με την ανακεφαλαιοποίηση από όλους τους φορολογούμενους, των οποίων, έτσι κουρεύονται μερικώς οι καταθέσεις. Το δεύτερο στάδιο του κουρέματος ήταν αυτό που προαναφέρθηκε: μείωση των καταθέσεων λόγω υπερφορολόγησης των καταθετών. Τώρα ο κόμπος έφτασε στο χτένι και πρέπει οι τράπεζες να πάρουν πίσω ένα μέρος των χρημάτων που δάνεισαν με αναγκαστική είσπραξη των απαιτήσεών τους.
Ήλθε η ώρα, λοιπόν, για τους δικαστές να εφαρμόσουν γενικώς την αρχή της αναπροσαρμογής της οφειλής του αδύναμου οφειλέτη λόγω σημαντικής έκπτωσης της αξίας του χρήματος, αλλά κυρίως να υποδεικνύουν στις εισαγγελικές Αρχές όλες τις περιπτώσεις, όπου οι τράπεζες και τα στελέχη τους έκαναν τα στραβά μάτια χορηγώντας αφειδώς και ακρίτως πάσης φύσεως πιστώσεις/δάνεια. Κάποιοι πρέπει να «πληρώσουν» γι’ αυτή την αβελτηρία. Δεν είναι δυνατόν να χορηγείς κάρτες και καταναλωτικά δάνεια χωρίς έλεγχο της φερεγγυότητος του δανειολήπτη και μάλιστα με υπέρογκο επιτόκιο εν γνώσει του ότι τη βέβαιη ή σφόδρα πιθανή χασούρα από τους αφερέγγυους θα καλύψουν οι φερέγγυοι με τη μεγάλη επιβάρυνση λόγω υπέρογκου επιτοκίου, οι οποίοι κάποια στιγμή θα γίνουν και αυτοί αφερέγγυοι. Πόσω μάλλον δεν μπορείς να επενδύεις σε κρατικά ομόλογα, επειδή ούτω έδοξε τω εκάστοτε κυβερνήτη και συ αδιαφορείς για τις αποταμιεύσεις του λαού συντασσόμενος τω ελεεινώ κυβερνήτη.
Σε κάθε περίπτωση γνωρίζουν οι δικαστές πώς να χρησιμοποιήσουν το πλούσιο νομικό οπλοστάσιο της χώρας και να αναγκάσουν μία τράπεζα να τους προσκομίσει και την έκθεση της Blackrock. Ναι, αυτήν που αποτελεί επτασφράγιστο μυστικό για τον λαό, ο οποίος καλείται να πληρώσει τις λαμογιές χιλιάδων πολιτικών, επιχειρηματιών και τραπεζιτών. Αυτήν που έχουν πάψει να αναζητούν και όλοι οι πολιτικοί, του Τσίπρα, του Δραγασάκη, του Τσακαλώτου και του Σταθάκη και όλων των λοιπών καθηγηταράδων περιλαμβανομένων.
Σώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου