Του Γιώργου Καραμπελιά
Μετά από πέντε χρόνια οι δανειστές κατόρθωσαν να κάμψουν τους Έλληνες και να τους υποχρεώσουν να παραδεχτούν τον μοιραίο και αναπόδραστο χαρακτήρα των μνημονίων οδηγώντας...
τους σε εκλογές όπου το μόνο και πραγματικό διακύβευμα θα είναι ποιος συνδυασμός κομμάτων θα αναλάβει την εφαρμογή του μνημονίου. Θα είναι τρία ή τέσσερα κόμματα; Αυτό είναι το αποκλειστικό επιδικο των εκλογών. Και επειδή στην ουσία πρόκειται για έλλειψη πραγματικού διακυβεύματος, επιστρέφουν οι παλιοί καλοί διαχωρισμοί: δεξιά ή κεντροαριστερά, (διότι προφανώς ο Σύριζα δεν απευθύνεται πλέον στην αριστερά), καλύτερη διαχειριστική δυνατότητα, νέο ή παλιό κ.λπ., κ.λπ.
Έτσι, μέσα σε συνθήκες ήττας και απογοήτευσης, οδηγούνται οι Έλληνες, κυριολεκτικά, ως πρόβατα επί σφαγήν, σε αναγκαστικές επιλογές και γι’ αυτό και η αδιαφορία του κόσμου για τις πολιτικές διαμάχες (σε πλήρη αντίθεση με την έντονη πολιτικοποίηση της εποχής του δημοψηφίσματος) η αυξημένη τάση προς αποχή και η επιλογή κομμάτων της «πλάκας» όπως ο Λεβέντης.
Κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος όσοι θεωρούσαμε καταστροφική την εμπλοκή στα ψευδεπίγραφα διλήμματα που προέτασσε και επιλέγαμε την αποχή ή το άκυρο αντιμετωπίσαμε πολύ ισχυρές και έντονες επικρίσεις γι’ αυτή την επιλογή μας. Και όμως τονίζαμε πως η συμμετοχή στο δημοψήφισμα, η εμπλοκή στη μεγαλύτερη «σύγκρουση» που πραγματοποιήθηκε κατά τα πέντε χρόνια του μνημονίου γύρω από ένα αίτημα ψευδεπίγραφο (ποιος άραγε θα συμφωνούσε με την καρατόμησή του ψηφίζοντας “Ναι” στην εφαρμογή των μέτρων Γιουνκέρ;) και μάλιστα κάτω από μία ηγεσία πολιτικών τυχοδιωκτών (Τσίπρας), δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και να επιφέρει μια συντριπτική ήττα στο λαϊκό και αντιμνημονιακό κίνημα. Διότι όταν επιλέγεις να δώσεις τη σύγκρουση σε ένα πεδίο, όπου και οι δύο πιθανές επιλογές οδηγούν σε ήττα και αδιέξοδο, (είτε υπογραφή του μνημονίου είτε grexit,) τότε οι συνέπειες θα είναι αναπόφευκτα αρνητικές. Και αυτό ανέλαβε να μας το παρουσιάσει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο ίδιος ο Τσίπρας με την υπογραφή του μνημονίου μία εβδομάδα μετά και την εμπλοκή της χώρας σε μια νέα εκλογική περιπέτεια η οποία είχε σαν στόχο απλώς να επικυρώσει αυτή τη μεγάλη στροφή.
Έτσι οι Έλληνες, αφού δοκίμασαν επί πέντε χρόνια όλους τους τρόπους για να απορρίψουν τον μνημονιακό κορσέ, (πλατείες, Αγανακτισμένοι, Σπίθες, Σαμαράς αρχικώς, και εν τέλει Σύριζα-Ανέλ) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει διέξοδος, αποδεχόμενοι μία ήττα, με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Διότι όταν η επιλογή του πεδίου της σύγκρουσης γίνεται στο χώρο που επιλέγει ο αντίπαλος τότε η ήττα είναι ακόμα πιο συντριπτική και επώδυνη.
Θα ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχουν και κόμματα τα οποία θέλουν να αποτελέσουν την συνέχεια και την έκφραση του 62% του δημοψήφισματος. Ακριβώς όμως η αδυναμία του κόμματος που προέκυψε ως ο εκφραστής της συνέπειας και του Όχι να αναδειχθεί σε σοβαρό πόλο της πολιτικής ζωής του τόπου (η ΛΑΕ στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει 3,5% με 4,5% των ψήφων) καταδεικνύει στην τεράστια αναντιστοιχία της με το τεράστιο 62% του Όχι, και εν τέλει τις σαθρές βάσεις αυτού του ίδιου του εγχειρήματος. Κάποιοι μάλιστα, ως τελευταία γραμμή άμυνας, προτάσσουν την άποψη πως η ευθύνη δεν βρίσκεται στο ίδιο το δημοψήφισμα –η απήχηση του οποίου συρρικνώθηκε τόσο δραματικά και μετασχηματίστηκε σε ναι– αλλά γι’ αυτό ευθύνεται ο παλαιοκομματικός χαρακτήρας του κόμματος Λαφαζάνη.
Όσο και εάν αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, εν τούτοις δεν αλλάζει ποιοτικά τα δεδομένα του προβλήματος. Αρκεί να δούμε τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν σε ποσοστά 65% ως λανθασμένη την επιλογή του δημοψηφίσματοςακόμα και από εκείνους που στήριξαν το Οχι! Ακόμα χαρακτηριστικότερη είνια η προτροπή των ίδιων των ψηφοφόρων του Σύριζα να «συμβάλλει στην εφαρμογή του μνημονίου». Όντως, στη σχετική ερώτηση της εταιρείας Pulse σε δημοσκόπηση της 8ης Σεπτεμβρίου, το 68% των ψηφοφόρων του Σύριζα του Ιανουαρίου του 2015, απαντούν καταφατικά (υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου δηλαδή) και μόνον το 20% αυτών των ψηφοφόρων είναι ενάντιο, ενώ ένα 12% ανήκε στην κατηγορία «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ». Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσοστό «μνημονιακής» ευθυγράμμισης, ενώ είναι εντυπωσιακά μικρό το 20% των ψηφοφόρων του Συριζα που αρνείται τη συμμετοχή του στην εφαρμογή του μνημονίου! Δηλαδή, πίσω από τα σχετικά υψηλά ποσοστά του Σύριζα, στις δημοσκοπήσεις, παρά την μνημονιακή στροφή του θα βρούμε την ίδια τη μνημονιακή στροφή της πλειοψηφίας των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Αυτό λοιπόν είναι που εξηγεί εν τέλει τα χαμηλά ποσοστά της ΛΑΕ και όχι απλώς ο ξύλινος λόγος του Λαφαζάνη. Ή μάλλον, αυτός ο ξύλινος λόγος ταιριάζει απολύτως με τη συρρίκνωση του ποσοστού εκείνων που εμμένουν στην αντιμνημονιακή στρατηγική. Διότι πράγματι ποιοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να εμφανίζονται ως αντιμνημονιακοί; Η Χ.Α., το ΚΚΕ, η ΛΑΕ, η Ανταρσύα, και διάφορες ομαδούλες τύπου ΕΠΑΜ κ.λπ. Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, αποτελούν έκφραση της κατάρρευσης και της ήττας ενός πλειοψηφικά αντιμνημονιακού κινήματος τέτοιου που γνώρισε το κύκνειο άσμα του με το όχι στο δημοψήφισμα.
Από πολύ παλιά επιμέναμε πως, δυστυχώς, το αντιμνημονιακό κίνημα έχει πήλινα πόδια, παραμένει επικεντρωμένο σε ένα οικονομίστικο λαϊκισμό, και δεν μπορεί να εκφράσει μια αυθεντική εναλλακτική πρόταση με συνέχεια και επιμονή. Αναπόφευκτα λοιπόν, εφ’ όσον δεν έγινε καμία ποιοτική αλλαγή στο εσωτερικό του, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο και ήττα.
Εν τούτοις, δεν θεωρούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι συμβιβασμένοι ενώ ασυμβίβαστοι είναι οι χρυσαυγίτες. Πιστεύουμε αντίθετα πως το πιο συγκροτημένο και συνειδητό κομμάτι του ελληνικού λαού, είτε ψηφίσει τη ΛΑ.Ε είτε το ΚΚΕ, είτε κάποιο από τα μνημονιακά κόμματα, μετά το τέλος της αντιπαράθεσης μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί, ως κεντρικού επίδικου της κοινωνίας μας, θα αποκτήσει τη δυνατότητα επιτέλους να αρχίσει να σκέφτεται συνολικότερα και θετικότερα. Πώς δηλαδή θα οικοδομηθεί μια οικονομία πως να πατάει στα πόδια της εγχώριας παραγωγής, πως η χώρα μας θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μεταναστευτικού, και του τουρκικού νεοθωμανισμού, πώς θα επιτελέσει έναν εκσυγχρονισμό δεμένο και στηριγμένο στην εγχώρια παράδοση.
Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες αρκετών, τα προηγούμενα χρόνια, να μετασχηματισθεί άμεσα και απευθείας το αντιμνημονιακό κίνημα σε ένα συνολικό εθνοαπελευθερωτικό πρόταγμα, αποφεύγοντας τον μονοδιάστατο και αδιέξοδο εγκλωβισμό στο σχήμα μνημόνιο- αντιμνημόνιο, δεν κατέστη δυνατό να ευοδωθεί. Χρειάστηκε να οδηγηθούμε στο ζενίθ της αντιμνημονιακής φενάκης του δημοψηφίσματος για να καταλήξουμε στο μνημονιακό ναδίρ των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου. Και μόνον αφού ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος θα ανοίξει πραγματικά ο δρόμος ενός πιθανού μετασχηματισμού των συνειδήσεων και των ευαισθησιών που αναδύθηκαν αυτά τα πέντε χρόνια, σε μια αυθεντική πρόταση για τη σωτηρία της πατρίδας και την επιβίωση του ελληνισμού, ελεύθερου επιτέλους –ίσως!
ΥΓ. Τι άραγε να ψηφίσουμε σ’ αυτές τις εκλογές; Προφανώς θα μαυρίσουμε πριν απ’ όλα τα δύο κόμματα που εξαπάτησαν τους Έλληνες και προκάλεσαν τις μεγαλύτερες οικονομικές καταστροφές που έχει πραγματοποιήσει κυβέρνηση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα· εκείνους που κατέστρεψαν τις ελπίδες για μια απελευθέρωση από τα δεσμά του μνημονίου. Επομένως σε καμία περίπτωση Τσίπρα – Καμμένο. Δεν ψηφίζουμε σε καμία περίπτωση τη Χ.Α. αλλά ούτε και τα λοιπά μνημονιακά κόμματα. Όσο για τη ΛΑ.Ε και το ΚΚΕ παρ’ ότι μπορούν να φαίνονται πιο συνεπείς στις εξαγγελίες τους, θεωρούμε ότι βαδίζουν σ’ ένα αδιέξοδο δρόμο χωρίς καμία προοπτική. Κατανοούμε βέβαια εκείνους που καταψηφίζοντας το δίδυμο της συμφοράς, κάνουν άλλες επιλογές αλλά εμείς αρνούμαστε να επιλέξουμε κάποιον από το παρόν πολιτικό σκηνικό. Καταλαβαίνουμε και όσους επιλέξουν την αποχή, θεωρούμε όμως πιο σωστή και ενεργητική στάση την άκυρη και λευκή ψήφο.
Περιοδικό Άρδην - Εφημερίδα Ρήξη
Μετά από πέντε χρόνια οι δανειστές κατόρθωσαν να κάμψουν τους Έλληνες και να τους υποχρεώσουν να παραδεχτούν τον μοιραίο και αναπόδραστο χαρακτήρα των μνημονίων οδηγώντας...
τους σε εκλογές όπου το μόνο και πραγματικό διακύβευμα θα είναι ποιος συνδυασμός κομμάτων θα αναλάβει την εφαρμογή του μνημονίου. Θα είναι τρία ή τέσσερα κόμματα; Αυτό είναι το αποκλειστικό επιδικο των εκλογών. Και επειδή στην ουσία πρόκειται για έλλειψη πραγματικού διακυβεύματος, επιστρέφουν οι παλιοί καλοί διαχωρισμοί: δεξιά ή κεντροαριστερά, (διότι προφανώς ο Σύριζα δεν απευθύνεται πλέον στην αριστερά), καλύτερη διαχειριστική δυνατότητα, νέο ή παλιό κ.λπ., κ.λπ.
Έτσι, μέσα σε συνθήκες ήττας και απογοήτευσης, οδηγούνται οι Έλληνες, κυριολεκτικά, ως πρόβατα επί σφαγήν, σε αναγκαστικές επιλογές και γι’ αυτό και η αδιαφορία του κόσμου για τις πολιτικές διαμάχες (σε πλήρη αντίθεση με την έντονη πολιτικοποίηση της εποχής του δημοψηφίσματος) η αυξημένη τάση προς αποχή και η επιλογή κομμάτων της «πλάκας» όπως ο Λεβέντης.
Κατά την περίοδο του δημοψηφίσματος όσοι θεωρούσαμε καταστροφική την εμπλοκή στα ψευδεπίγραφα διλήμματα που προέτασσε και επιλέγαμε την αποχή ή το άκυρο αντιμετωπίσαμε πολύ ισχυρές και έντονες επικρίσεις γι’ αυτή την επιλογή μας. Και όμως τονίζαμε πως η συμμετοχή στο δημοψήφισμα, η εμπλοκή στη μεγαλύτερη «σύγκρουση» που πραγματοποιήθηκε κατά τα πέντε χρόνια του μνημονίου γύρω από ένα αίτημα ψευδεπίγραφο (ποιος άραγε θα συμφωνούσε με την καρατόμησή του ψηφίζοντας “Ναι” στην εφαρμογή των μέτρων Γιουνκέρ;) και μάλιστα κάτω από μία ηγεσία πολιτικών τυχοδιωκτών (Τσίπρας), δεν μπορούσε παρά να οδηγήσει στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα και να επιφέρει μια συντριπτική ήττα στο λαϊκό και αντιμνημονιακό κίνημα. Διότι όταν επιλέγεις να δώσεις τη σύγκρουση σε ένα πεδίο, όπου και οι δύο πιθανές επιλογές οδηγούν σε ήττα και αδιέξοδο, (είτε υπογραφή του μνημονίου είτε grexit,) τότε οι συνέπειες θα είναι αναπόφευκτα αρνητικές. Και αυτό ανέλαβε να μας το παρουσιάσει με τον πιο παραστατικό τρόπο ο ίδιος ο Τσίπρας με την υπογραφή του μνημονίου μία εβδομάδα μετά και την εμπλοκή της χώρας σε μια νέα εκλογική περιπέτεια η οποία είχε σαν στόχο απλώς να επικυρώσει αυτή τη μεγάλη στροφή.
Έτσι οι Έλληνες, αφού δοκίμασαν επί πέντε χρόνια όλους τους τρόπους για να απορρίψουν τον μνημονιακό κορσέ, (πλατείες, Αγανακτισμένοι, Σπίθες, Σαμαράς αρχικώς, και εν τέλει Σύριζα-Ανέλ) κατέληξαν στο συμπέρασμα πως δεν υπάρχει διέξοδος, αποδεχόμενοι μία ήττα, με τους χειρότερους δυνατούς όρους. Διότι όταν η επιλογή του πεδίου της σύγκρουσης γίνεται στο χώρο που επιλέγει ο αντίπαλος τότε η ήττα είναι ακόμα πιο συντριπτική και επώδυνη.
Θα ισχυριστεί κάποιος ότι υπάρχουν και κόμματα τα οποία θέλουν να αποτελέσουν την συνέχεια και την έκφραση του 62% του δημοψήφισματος. Ακριβώς όμως η αδυναμία του κόμματος που προέκυψε ως ο εκφραστής της συνέπειας και του Όχι να αναδειχθεί σε σοβαρό πόλο της πολιτικής ζωής του τόπου (η ΛΑΕ στις δημοσκοπήσεις συγκεντρώνει 3,5% με 4,5% των ψήφων) καταδεικνύει στην τεράστια αναντιστοιχία της με το τεράστιο 62% του Όχι, και εν τέλει τις σαθρές βάσεις αυτού του ίδιου του εγχειρήματος. Κάποιοι μάλιστα, ως τελευταία γραμμή άμυνας, προτάσσουν την άποψη πως η ευθύνη δεν βρίσκεται στο ίδιο το δημοψήφισμα –η απήχηση του οποίου συρρικνώθηκε τόσο δραματικά και μετασχηματίστηκε σε ναι– αλλά γι’ αυτό ευθύνεται ο παλαιοκομματικός χαρακτήρας του κόμματος Λαφαζάνη.
Όσο και εάν αυτό είναι εν μέρει αλήθεια, εν τούτοις δεν αλλάζει ποιοτικά τα δεδομένα του προβλήματος. Αρκεί να δούμε τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων που εμφανίζουν σε ποσοστά 65% ως λανθασμένη την επιλογή του δημοψηφίσματοςακόμα και από εκείνους που στήριξαν το Οχι! Ακόμα χαρακτηριστικότερη είνια η προτροπή των ίδιων των ψηφοφόρων του Σύριζα να «συμβάλλει στην εφαρμογή του μνημονίου». Όντως, στη σχετική ερώτηση της εταιρείας Pulse σε δημοσκόπηση της 8ης Σεπτεμβρίου, το 68% των ψηφοφόρων του Σύριζα του Ιανουαρίου του 2015, απαντούν καταφατικά (υπέρ της εφαρμογής του μνημονίου δηλαδή) και μόνον το 20% αυτών των ψηφοφόρων είναι ενάντιο, ενώ ένα 12% ανήκε στην κατηγορία «δεν γνωρίζω, δεν απαντώ». Πρόκειται για ένα τεράστιο ποσοστό «μνημονιακής» ευθυγράμμισης, ενώ είναι εντυπωσιακά μικρό το 20% των ψηφοφόρων του Συριζα που αρνείται τη συμμετοχή του στην εφαρμογή του μνημονίου! Δηλαδή, πίσω από τα σχετικά υψηλά ποσοστά του Σύριζα, στις δημοσκοπήσεις, παρά την μνημονιακή στροφή του θα βρούμε την ίδια τη μνημονιακή στροφή της πλειοψηφίας των αντιμνημονιακών δυνάμεων. Αυτό λοιπόν είναι που εξηγεί εν τέλει τα χαμηλά ποσοστά της ΛΑΕ και όχι απλώς ο ξύλινος λόγος του Λαφαζάνη. Ή μάλλον, αυτός ο ξύλινος λόγος ταιριάζει απολύτως με τη συρρίκνωση του ποσοστού εκείνων που εμμένουν στην αντιμνημονιακή στρατηγική. Διότι πράγματι ποιοι είναι αυτοί που συνεχίζουν να εμφανίζονται ως αντιμνημονιακοί; Η Χ.Α., το ΚΚΕ, η ΛΑΕ, η Ανταρσύα, και διάφορες ομαδούλες τύπου ΕΠΑΜ κ.λπ. Η ποιότητα και τα χαρακτηριστικά τους, αποτελούν έκφραση της κατάρρευσης και της ήττας ενός πλειοψηφικά αντιμνημονιακού κινήματος τέτοιου που γνώρισε το κύκνειο άσμα του με το όχι στο δημοψήφισμα.
Από πολύ παλιά επιμέναμε πως, δυστυχώς, το αντιμνημονιακό κίνημα έχει πήλινα πόδια, παραμένει επικεντρωμένο σε ένα οικονομίστικο λαϊκισμό, και δεν μπορεί να εκφράσει μια αυθεντική εναλλακτική πρόταση με συνέχεια και επιμονή. Αναπόφευκτα λοιπόν, εφ’ όσον δεν έγινε καμία ποιοτική αλλαγή στο εσωτερικό του, θα οδηγούσε σε αδιέξοδο και ήττα.
Εν τούτοις, δεν θεωρούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων είναι συμβιβασμένοι ενώ ασυμβίβαστοι είναι οι χρυσαυγίτες. Πιστεύουμε αντίθετα πως το πιο συγκροτημένο και συνειδητό κομμάτι του ελληνικού λαού, είτε ψηφίσει τη ΛΑ.Ε είτε το ΚΚΕ, είτε κάποιο από τα μνημονιακά κόμματα, μετά το τέλος της αντιπαράθεσης μνημονιακοί – αντιμνημονιακοί, ως κεντρικού επίδικου της κοινωνίας μας, θα αποκτήσει τη δυνατότητα επιτέλους να αρχίσει να σκέφτεται συνολικότερα και θετικότερα. Πώς δηλαδή θα οικοδομηθεί μια οικονομία πως να πατάει στα πόδια της εγχώριας παραγωγής, πως η χώρα μας θα αντιμετωπίσει τις προκλήσεις του μεταναστευτικού, και του τουρκικού νεοθωμανισμού, πώς θα επιτελέσει έναν εκσυγχρονισμό δεμένο και στηριγμένο στην εγχώρια παράδοση.
Δυστυχώς, παρά τις προσπάθειες αρκετών, τα προηγούμενα χρόνια, να μετασχηματισθεί άμεσα και απευθείας το αντιμνημονιακό κίνημα σε ένα συνολικό εθνοαπελευθερωτικό πρόταγμα, αποφεύγοντας τον μονοδιάστατο και αδιέξοδο εγκλωβισμό στο σχήμα μνημόνιο- αντιμνημόνιο, δεν κατέστη δυνατό να ευοδωθεί. Χρειάστηκε να οδηγηθούμε στο ζενίθ της αντιμνημονιακής φενάκης του δημοψηφίσματος για να καταλήξουμε στο μνημονιακό ναδίρ των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου. Και μόνον αφού ολοκληρωθεί αυτός ο κύκλος θα ανοίξει πραγματικά ο δρόμος ενός πιθανού μετασχηματισμού των συνειδήσεων και των ευαισθησιών που αναδύθηκαν αυτά τα πέντε χρόνια, σε μια αυθεντική πρόταση για τη σωτηρία της πατρίδας και την επιβίωση του ελληνισμού, ελεύθερου επιτέλους –ίσως!
ΥΓ. Τι άραγε να ψηφίσουμε σ’ αυτές τις εκλογές; Προφανώς θα μαυρίσουμε πριν απ’ όλα τα δύο κόμματα που εξαπάτησαν τους Έλληνες και προκάλεσαν τις μεγαλύτερες οικονομικές καταστροφές που έχει πραγματοποιήσει κυβέρνηση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα· εκείνους που κατέστρεψαν τις ελπίδες για μια απελευθέρωση από τα δεσμά του μνημονίου. Επομένως σε καμία περίπτωση Τσίπρα – Καμμένο. Δεν ψηφίζουμε σε καμία περίπτωση τη Χ.Α. αλλά ούτε και τα λοιπά μνημονιακά κόμματα. Όσο για τη ΛΑ.Ε και το ΚΚΕ παρ’ ότι μπορούν να φαίνονται πιο συνεπείς στις εξαγγελίες τους, θεωρούμε ότι βαδίζουν σ’ ένα αδιέξοδο δρόμο χωρίς καμία προοπτική. Κατανοούμε βέβαια εκείνους που καταψηφίζοντας το δίδυμο της συμφοράς, κάνουν άλλες επιλογές αλλά εμείς αρνούμαστε να επιλέξουμε κάποιον από το παρόν πολιτικό σκηνικό. Καταλαβαίνουμε και όσους επιλέξουν την αποχή, θεωρούμε όμως πιο σωστή και ενεργητική στάση την άκυρη και λευκή ψήφο.
Περιοδικό Άρδην - Εφημερίδα Ρήξη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου