του Βλάση Αγτζίδη
Ο Βρετανός ιστορικός Giles Milton θεωρεί ότι η Σμύρνη ήταν μια «κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη» και ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ...
ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι «οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».
Αυτό όμως που είναι αυτονόητο για τον Milton δεν είναι αυτονόητο στον τρόπο που ο σύγχρονος ελληνισμός βλέπει εκείνα τα γεγονότα. Η καταστροφή της Σμύρνης, η σφαγή των Ελλήνων και των Αρμενίων των ιωνικών παραλίων τον Σεπτέμβριο του ’22, η στάση των συμμαχικών χωρών αλλά και της τότε ελληνικής κυβερνήσεως αποτελούν έως σήμερα σημεία έντονης αντιπαράθεσης. Το κοινό αφήγημα απουσιάζει τόσο στον χώρο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας όσο και σ’ αυτόν της δημόσιας απεικόνισης. Τα μικρασιατικά -συμπεριλαμβανομένων των ποντιακών- γεγονότα συγκροτούν έως σήμερα ένα πεδίο συνάντησης και σύγκρουσης διαφορετικών ερμηνευτικών αναλύσεων, καθώς και αναθεωρητικών συμπεριφορών («συνωστισμός», ακύρωση της Δίκης των Εξ κ.ά.), που προέρχονται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται βεβαίως λόγω της βαρύτητας και της έντασης των πολιτικών αλλά και ιδεολογικών επιλογών των ελλαδικών ελίτ μετά το ’22. Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική μνήμη, που είχε συντηρηθεί με ευλάβεια μέσα στις κοινότητες των προσφύγων, θα καταφέρει να διεκδικήσει χώρο στο κοινό εθνικό συλλογικό αφήγημα.
Σε ιστοριογραφικό επίπεδο, η μνήμη των γεγονότων και η σημασία τους διατηρήθηκαν μέσα από βασικά έργα όπως της Μάρτζορι Χουσεπιάν (που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε), του René Puaux, του Hervé Georgelin, του Giles Milton και άλλων. Επίσης, σημαντικοί Ελληνες Μικρασιάτες, όπως ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου κ.ά. θα περιγράψουν με ενάργεια τα γεγονότα και θα συμβάλουν στη διατήρηση της μνήμης.
Ομως, ακόμα και σήμερα στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας η κυρίαρχη στάση είναι ο αγνωστικισμός και η άρνηση σαφούς τοποθέτησης. Επιφανείς σύγχρονοι Νεοέλληνες ιστορικοί αναπαράγουν διαρκώς, άλλοτε ευθαρσώς και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, την παραδοσιακή κρατική κεμαλική άποψη, ότι δηλαδή οι Τούρκοι εθνικιστές δεν είχαν κανένα λόγο να κάψουν τη Σμύρνη και ότι μάλλον η πυρκαγιά της Σμύρνης είναι ένα ασαφές ιστορικό ζήτημα το οποίο δεν έχει απάντηση. Mεγάλο ιδεολογικό αλλά και ηθικό ζήτημα είναι η παραγνώριση της γνωστής στους ερευνητές τουρκικής ομολογίας του F. R. Atay περί της ευθύνης των κεμαλικών.
η συνέχεια στο http://www.kathimerini.gr/832596/article/epikairothta/ellada/egklhma-kata-ths-an8rwpothtas
Ο Βρετανός ιστορικός Giles Milton θεωρεί ότι η Σμύρνη ήταν μια «κοσμοπολίτικη ελληνική πόλη» και ότι η καταστροφή της «είναι από τις στιγμές που άλλαξαν τον ρουν της Ιστορίας της Ελλάδας, αλλά ...
ήταν εξίσου σημαντική και για τη Δύση». Ξαφνιάζεται επίσης για το γεγονός ότι «οι Ευρωπαίοι δεν διδάσκονται στα σχολεία τους την Ιστορία της Μικράς Ασίας» και θεωρεί ότι είναι «άδικο να έχει παραλειφθεί τόσο σημαντικό κεφάλαιο από τη διδασκαλία». Τονίζει επίσης ότι «στη Μικρά Ασία είχαμε μια γενοκτονία, εθνική εκκαθάριση, τεράστιες μετακινήσεις πληθυσμού, ανάμειξη πολλών κυβερνήσεων».
Αυτό όμως που είναι αυτονόητο για τον Milton δεν είναι αυτονόητο στον τρόπο που ο σύγχρονος ελληνισμός βλέπει εκείνα τα γεγονότα. Η καταστροφή της Σμύρνης, η σφαγή των Ελλήνων και των Αρμενίων των ιωνικών παραλίων τον Σεπτέμβριο του ’22, η στάση των συμμαχικών χωρών αλλά και της τότε ελληνικής κυβερνήσεως αποτελούν έως σήμερα σημεία έντονης αντιπαράθεσης. Το κοινό αφήγημα απουσιάζει τόσο στον χώρο της νεοελληνικής ιστοριογραφίας όσο και σ’ αυτόν της δημόσιας απεικόνισης. Τα μικρασιατικά -συμπεριλαμβανομένων των ποντιακών- γεγονότα συγκροτούν έως σήμερα ένα πεδίο συνάντησης και σύγκρουσης διαφορετικών ερμηνευτικών αναλύσεων, καθώς και αναθεωρητικών συμπεριφορών («συνωστισμός», ακύρωση της Δίκης των Εξ κ.ά.), που προέρχονται απ’ όλο το πολιτικό φάσμα. Το φαινόμενο αυτό ερμηνεύεται βεβαίως λόγω της βαρύτητας και της έντασης των πολιτικών αλλά και ιδεολογικών επιλογών των ελλαδικών ελίτ μετά το ’22. Μόλις στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 η προσφυγική μνήμη, που είχε συντηρηθεί με ευλάβεια μέσα στις κοινότητες των προσφύγων, θα καταφέρει να διεκδικήσει χώρο στο κοινό εθνικό συλλογικό αφήγημα.
Σε ιστοριογραφικό επίπεδο, η μνήμη των γεγονότων και η σημασία τους διατηρήθηκαν μέσα από βασικά έργα όπως της Μάρτζορι Χουσεπιάν (που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε), του René Puaux, του Hervé Georgelin, του Giles Milton και άλλων. Επίσης, σημαντικοί Ελληνες Μικρασιάτες, όπως ο Ηλίας Βενέζης, η Διδώ Σωτηρίου κ.ά. θα περιγράψουν με ενάργεια τα γεγονότα και θα συμβάλουν στη διατήρηση της μνήμης.
Ομως, ακόμα και σήμερα στον χώρο της ακαδημαϊκής ιστορίας η κυρίαρχη στάση είναι ο αγνωστικισμός και η άρνηση σαφούς τοποθέτησης. Επιφανείς σύγχρονοι Νεοέλληνες ιστορικοί αναπαράγουν διαρκώς, άλλοτε ευθαρσώς και άλλοτε συγκεκαλυμμένα, την παραδοσιακή κρατική κεμαλική άποψη, ότι δηλαδή οι Τούρκοι εθνικιστές δεν είχαν κανένα λόγο να κάψουν τη Σμύρνη και ότι μάλλον η πυρκαγιά της Σμύρνης είναι ένα ασαφές ιστορικό ζήτημα το οποίο δεν έχει απάντηση. Mεγάλο ιδεολογικό αλλά και ηθικό ζήτημα είναι η παραγνώριση της γνωστής στους ερευνητές τουρκικής ομολογίας του F. R. Atay περί της ευθύνης των κεμαλικών.
η συνέχεια στο http://www.kathimerini.gr/832596/article/epikairothta/ellada/egklhma-kata-ths-an8rwpothtas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου