Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, φώναξε για τελευταία φορά Ντα ζίβε Γκρτσια! (Ζήτω η Ελλάς) και κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο της κρεμάλας.
O Κωνσταντίνος Χρήστου, γεννήθηκε από οικογένεια Μακεδόνων της Φλώρινας, που αρχικά είχαν το επώνυμο Ρουσάνης, το 1860. Έμεινε γνωστός ως Κώττας Ρούλιας, από ...
το όνομα του χωριού του, Ρούλια Φλώρινας, που σήμερα λέγεται Κώττας.
Ήταν ο πρωτοπόρος του Μακεδονικού αγώνα.
Στις 9 Ιουνίου του 1904, οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε το κρησφύγετο του καπετάν Κώττα Χρήστου στη Ρούλια όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε.
Μετά τη σύλληψή του ο Κώττας Χρήστου, μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικά στις φυλακές Μοναστηρίου. Η σύζυγός του, Ζωή, για λόγους ασφαλείας εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στην Καστοριά και επανήλθε στη Ρούλια το φθινόπωρο του 1904. Τον Αύγουστο του 1905 ο Μήτρο Βλάχο εισέβαλε με το πολυπληθές σώμα του στη Ρούλια, πότισε με πετρέλαιο την οικία του Κώττα και έβαλε φωτιά. Με τη συμπαράσταση των κατοίκων του χωριού, η Ζωή με τα τέκνα της κατάφεραν να σωθούν.
Κατά την κράτησή του στην φυλακή, ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Σταμάτιος Κιουζές Πεζάς και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν αλλά οι οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες, καθώς εκκρεμούσαν σε βάρος του πολλές καταδίκες. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον οθωμανικό στρατό, κάτι που ο ίδιος φυσικά αρνήθηκε.
Ο απαγχονισμός του αποφασίστηκε για το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα που τον μετάλαβε και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας Χρήστου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της πόλης και τελικά συνελήφθη. Οδηγήθηκε τελικά στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά Ντα ζίβε Γκρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο της κρεμάλας.
* η φωτογραφία αναπαριστά απαγχονισμό από Βουλγάρους και είναι ενδεικτική, δεν αφορά τον Κώττα.
O Κωνσταντίνος Χρήστου, γεννήθηκε από οικογένεια Μακεδόνων της Φλώρινας, που αρχικά είχαν το επώνυμο Ρουσάνης, το 1860. Έμεινε γνωστός ως Κώττας Ρούλιας, από ...
το όνομα του χωριού του, Ρούλια Φλώρινας, που σήμερα λέγεται Κώττας.
Ήταν ο πρωτοπόρος του Μακεδονικού αγώνα.
Στις 9 Ιουνίου του 1904, οθωμανικό απόσπασμα εντόπισε το κρησφύγετο του καπετάν Κώττα Χρήστου στη Ρούλια όπου είχε απομείνει με τρεις στενούς συνεργάτες του και τον συνέλαβε.
Μετά τη σύλληψή του ο Κώττας Χρήστου, μεταφέρθηκε αρχικά στις φυλακές Καστοριάς, στη συνέχεια στις φυλακές Κορυτσάς και τελικά στις φυλακές Μοναστηρίου. Η σύζυγός του, Ζωή, για λόγους ασφαλείας εγκαταστάθηκε με τα παιδιά της στην Καστοριά και επανήλθε στη Ρούλια το φθινόπωρο του 1904. Τον Αύγουστο του 1905 ο Μήτρο Βλάχο εισέβαλε με το πολυπληθές σώμα του στη Ρούλια, πότισε με πετρέλαιο την οικία του Κώττα και έβαλε φωτιά. Με τη συμπαράσταση των κατοίκων του χωριού, η Ζωή με τα τέκνα της κατάφεραν να σωθούν.
Κατά την κράτησή του στην φυλακή, ο Έλληνας πρόξενος του Μοναστηρίου Σταμάτιος Κιουζές Πεζάς και ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης, προσπάθησαν να τον αποφυλακίσουν αλλά οι οθωμανικές αρχές ήταν ανένδοτες, καθώς εκκρεμούσαν σε βάρος του πολλές καταδίκες. Ο Μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης πέτυχε συμφωνία με τους Οθωμανούς, ώστε να αποφυλακιστεί ο Κώττας με αντάλλαγμα την υπηρεσία του στον οθωμανικό στρατό, κάτι που ο ίδιος φυσικά αρνήθηκε.
Ο απαγχονισμός του αποφασίστηκε για το πρωινό της 27ης Σεπτεμβρίου του 1905. Απαίτησε να του φέρουν Έλληνα ορθόδοξο ιερέα που τον μετάλαβε και στη συνέχεια οδηγήθηκε στην πλατεία Ατ Παζάρ της πόλης του Μοναστηρίου. Κατά τη διαδρομή έως την πλατεία ο Κώττας Χρήστου, σε μια απέλπιδα προσπάθεια, ξέφυγε από τους φρουρούς του και διέφυγε στα στενά σοκάκια της πόλης. Ακολούθησε τεράστια κινητοποίηση των Οθωμανικών δυνάμεων και ανθρωποκυνηγητό στους δρόμους της πόλης και τελικά συνελήφθη. Οδηγήθηκε τελικά στην πλατεία Ατ Παζάρ και εκεί ο Κώττας απαίτησε να του λύσουν τα χέρια. Ανέβηκε μόνος του στο ικρίωμα και αποφασισμένος, αφού φώναξε για τελευταία φορά Ντα ζίβε Γκρτσια! (Ζήτω η Ελλάς), κλώτσησε μόνος του το υποπόδιο της κρεμάλας.
* η φωτογραφία αναπαριστά απαγχονισμό από Βουλγάρους και είναι ενδεικτική, δεν αφορά τον Κώττα.