Γράφει ο Ναπολέων Λιναρδάτος
Παρακολουθώντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ένα νεαρό άτομο, ας πούμε ηλικίας μεταξύ είκοσι και εικοσιπέντε, δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ότι....
ο κ. Τσοχατζόπουλος υπήρξε υπουργός τις περιόδους που ο κ. Σημίτης ήταν πρωθυπουργός. Είναι ως αν ο κ. Τσοχατζόπουλος να υπήρξε υπουργός μιας περιόδου χωρίς κυβερνήσεις, χωρίς φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, χωρίς κόλακες δημοσιογράφους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν έστω αποχρώσες ενδείξεις διαφθοράς.
Τα παραπάνω έχουν την σημασία τους, μιας και τελευταία έχει γίνει τόσος λόγος για την ευθύνη που φέρει ο κ. Τσίπρας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις υπουργών του. Αν ο κ. Τσίπρας ευθύνεται για το τι συμβαίνει στο υπουργικό του συμβούλιο, τότε γιατί ο κ. Σημίτης θεωρείται απλά άμοιρος ευθυνών; Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των κκ. Παπαντωνίου, Μαντέλη και Τσουκάτου. Στην κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων ο κ. Τσοχατζόπουλος ήταν η εσωτερική αντιπολίτευση του κ. Σημίτη, κάτι διαφορετικό από τον κ. Σημίτη. Μόνο που οι Παπαντωνίου, Μαντέλης και Τσουκάτος ήταν της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής πτέρυγας του κ. Σημίτη. Οι δε Μαντέλης και Τσουκάτος ήταν του στενού πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Το θέμα δεν είναι μόνο τα πολλαπλά και αποδεδειγμένα συμβάντα διαφθοράς της περιόδου Σημίτη. Ένα άλλο θέμα τότε ήταν αντίδραση του κ. Σημίτη στις καταγγελίες για διαφθορά. «’Όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα» ήταν η τότε απάντηση του κ Σημίτη, ενώ όλη η Ελλάδα γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε με τις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ενώ όλοι ήξεραν ότι αν δεν υπήρχε δράση από την κορυφή της κυβέρνησης δεν υπήρχε περίπτωση δικαστικός να αναλάβει μια ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση.
Ο κ. Σημίτης όχι μόνο δεν έκανε τίποτε για να αντιμετωπίσει την διαφθορά στις κυβερνήσεις του, αλλά προσπάθησε να δημιουργήσει όσον το δυνατόν και περισσότερα εμπόδια για την διαλεύκανση και δημοσιοποίηση τέτοιων υποθέσεων. Το 1996 όχι μόνο θα διατηρηθεί η διάταξη του Συντάγματος για την ευθηνή υπουργών, αλλά θα γίνει η προσπάθεια ώστε η παραπομπή υπουργού στην δικαιοσύνη να πρέπει να γίνει με αυξημένη πλειοψηφία, πράγμα που θα έκανε τις παραπομπές υπουργών κάτι ακόμα πιο δύσκολο και σπάνιο. Ταυτόχρονα γίνεται δραματικά πιο αυστηρό το πλαίσιο για τον τύπο με ποινές που έχουν ως στόχο την αποθάρρυνση ρεπορτάζ για θέματα διαφθοράς.
Οι κυβερνήσεις Σημίτη μέχρι στιγμής έχουν αποδειχτεί οι πιο διεφθαρμένες της μεταπολίτευσης. Ο κ. Σημίτης όμως κρίνεται ως κάτι ξεχωριστό από τη περίοδο που κυβέρνησε και πρωταγωνίστησε. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα να σε κρίνουν αυτοί που δημιούργησες.
Παρακολουθώντας τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ένα νεαρό άτομο, ας πούμε ηλικίας μεταξύ είκοσι και εικοσιπέντε, δεν πρόκειται ποτέ να μάθει ότι....
ο κ. Τσοχατζόπουλος υπήρξε υπουργός τις περιόδους που ο κ. Σημίτης ήταν πρωθυπουργός. Είναι ως αν ο κ. Τσοχατζόπουλος να υπήρξε υπουργός μιας περιόδου χωρίς κυβερνήσεις, χωρίς φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ, χωρίς κόλακες δημοσιογράφους που ποτέ δεν μπόρεσαν να διαπιστώσουν έστω αποχρώσες ενδείξεις διαφθοράς.
Τα παραπάνω έχουν την σημασία τους, μιας και τελευταία έχει γίνει τόσος λόγος για την ευθύνη που φέρει ο κ. Τσίπρας για τις πράξεις ή τις παραλείψεις υπουργών του. Αν ο κ. Τσίπρας ευθύνεται για το τι συμβαίνει στο υπουργικό του συμβούλιο, τότε γιατί ο κ. Σημίτης θεωρείται απλά άμοιρος ευθυνών; Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι ο κ. Τσοχατζόπουλος δεν ήταν η εξαίρεση του κανόνα. Υπάρχουν και οι περιπτώσεις των κκ. Παπαντωνίου, Μαντέλη και Τσουκάτου. Στην κυρίαρχη αφήγηση των γεγονότων ο κ. Τσοχατζόπουλος ήταν η εσωτερική αντιπολίτευση του κ. Σημίτη, κάτι διαφορετικό από τον κ. Σημίτη. Μόνο που οι Παπαντωνίου, Μαντέλης και Τσουκάτος ήταν της λεγόμενης εκσυγχρονιστικής πτέρυγας του κ. Σημίτη. Οι δε Μαντέλης και Τσουκάτος ήταν του στενού πρωθυπουργικού περιβάλλοντος.
Το θέμα δεν είναι μόνο τα πολλαπλά και αποδεδειγμένα συμβάντα διαφθοράς της περιόδου Σημίτη. Ένα άλλο θέμα τότε ήταν αντίδραση του κ. Σημίτη στις καταγγελίες για διαφθορά. «’Όποιος έχει στοιχεία να πάει στον εισαγγελέα» ήταν η τότε απάντηση του κ Σημίτη, ενώ όλη η Ελλάδα γνώριζε τι ακριβώς συνέβαινε με τις συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ενώ όλοι ήξεραν ότι αν δεν υπήρχε δράση από την κορυφή της κυβέρνησης δεν υπήρχε περίπτωση δικαστικός να αναλάβει μια ευθεία σύγκρουση με την κυβέρνηση.
Ο κ. Σημίτης όχι μόνο δεν έκανε τίποτε για να αντιμετωπίσει την διαφθορά στις κυβερνήσεις του, αλλά προσπάθησε να δημιουργήσει όσον το δυνατόν και περισσότερα εμπόδια για την διαλεύκανση και δημοσιοποίηση τέτοιων υποθέσεων. Το 1996 όχι μόνο θα διατηρηθεί η διάταξη του Συντάγματος για την ευθηνή υπουργών, αλλά θα γίνει η προσπάθεια ώστε η παραπομπή υπουργού στην δικαιοσύνη να πρέπει να γίνει με αυξημένη πλειοψηφία, πράγμα που θα έκανε τις παραπομπές υπουργών κάτι ακόμα πιο δύσκολο και σπάνιο. Ταυτόχρονα γίνεται δραματικά πιο αυστηρό το πλαίσιο για τον τύπο με ποινές που έχουν ως στόχο την αποθάρρυνση ρεπορτάζ για θέματα διαφθοράς.
Οι κυβερνήσεις Σημίτη μέχρι στιγμής έχουν αποδειχτεί οι πιο διεφθαρμένες της μεταπολίτευσης. Ο κ. Σημίτης όμως κρίνεται ως κάτι ξεχωριστό από τη περίοδο που κυβέρνησε και πρωταγωνίστησε. Είναι μεγάλο πλεονέκτημα να σε κρίνουν αυτοί που δημιούργησες.