Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Οταν βγήκαμε στο βουνό για να σωθούμε από τους λυσσασμένους Τούρκους

Ήταν σούρουπο βγήκαμε στο βουνό γιά να σωθούμε , από τους λυσασμένους Τούρκους. Η μάνα μου , κουβαλώντας στην αγκαλιά , στο ένα της χέρι, το μικρό μου αδερφάκι ( τον Ευκλείδη μας ) και κρατώντας με το άλλο της χέρι εμένα, ( δεκάχρονο αγοράκι ) έτρεχε να ....
προφτάσει τους συγχωριανούς μας που προπορεύονταν .Ετρεχαν κι εκείνοι , να γλυτώσουν τις ψυχές τους . Περπατούσαμε ...περπατούσαμε ...μα οι άλλοι όλο και ξεμάκραιναν ... Όσπου τους χάσαμε από τα μάτια μας ...
Όμως δε σταματήσαμε να περπατάμε .
Από την απέναντι πλαγιά ακούστηκαν άγριες φωνές Τούρκων .
Και ύστερα ...πυροβολησμοί ...
- Μανίτσα μ` ... ( την πυροβολησαν )
- Σο καφούλ ` ... είπε και με έσμπρωξε στο θάμνο .
Έπεσε η μάνα μου , με το παιδί στην αγκαλιά.
- Μανίτσα μ `... φώναξα .
- Μη λαταρίεις , εκεί κάθκα... ους να φεύνε ( μην κουνιέσαι , εκεί κάτσε μέχρι να φύγουν) .
Οι φωνές τους όλο και πλησίαζαν ...
Ήρθαν και σταθηκαν πάνω από τη μάνα μου . Δεν ξέρω αν ζούσε ακόμα. Ο ένας την κλώτσησε .Ισως να χτυπησε καί το μωρό. Εκλαψε, δυνατά. " να το πάρουμε ; " ρώτησε. " Στο γυρισμό ..." του απάντησε ο άλλος. Εγώ πίσω από το θάμνο ...
"Έψυγαν .Έφυγαν; Μήπως γυρίσουν πάλι; Τί να κανω; Η μάνα μου είπε να μείνω ακίνητος" . Ο Ευκλείδης . σηκώθηκε...περπατούσε με τα μικρά του ποδαράκια..έπεφτε πάνω στις πέτρες , σηκωνόταν , ξανάπεφτε .Μάτωναν τα γονατάκια του .( Δύο χρονών μωρόπον )
Τον κάλεσα , χαμηλόφωνα , να έρθει κοντά μου .Δεν με άκουγε; Δεν ήθελε να με ακούσει ; Έκλαιγε και δεν ξεμάκραινε απο την μάνα μας .
Νύχτωνε ...Είδα στο μισοσκόταδο το μωρό να ψάχνει τον κόρφο της μάνας μου . Ξάπλωσε πάνω της. Ησύχασε ... Δεν έκλαιγε πιά. Τώρα έκλαιγα εγώ ..." Σήκω μανίτσα μ` , πες μου τι να κάνω ; αφού πάντα κάνω οτι μου πείς . Πες μου μανίτσα , τί να κάνω ; " σκεφτόμουν...Αποκοιμήθηκα ...
Άρχισε να ξημερώνει ...Άνοιξα τα μάτια μου . " Θεέ μου ας ήταν ένα κακό όνειρο ..." Όμως δεν ήταν. Η μάνα μου εκεί, ασάλευτη .
Το μωρό, βύζαινε . Οχι όμως για πολύ ακόμα . Το είδα να τραβιέται απο το μαστό της ,να γέρνει στο πλάϊ και να φτύνει... το αίμα της.
Σηκώθηκα .πλησίασα . Αγκάλιασα και τους δυό και έκλαψα πολύ . Δυνατά. Ξέχασα και τους Τούρκους και όλα.
Όμως αυτοί δε μας ξεχασαν .Ακούστηκαν παλι οι άγριες φωνές τους.
Πηρα το αδερφάκι μου στην αγκαλιά.
Περπάτησα...περπατησα... περπάτησα...
Εφτασα στο λιμάνι. Κόσμος πολύς, φοβισμένος , ταλαιπωρημένος .Κι εγώ, πολύ κουρασμένος " Δέκα χρονών παιδόπον " Με το μικρό αδερφάκι μου στην αγκαλιά.
Κόπηκαν τα χέρια μου. Το αφησα κάτω και κρατώντας το απο το χεράκι στριμωχνόμασταν , περπατουσαμε ανάμεσα στους άλλους . Φωνές, κλαματα ... "περιμένουμε..." " θα πάμε στην Ελλάδα " ...
.Κι εμείς; Κοιτάζω τριγύρω...κανένας χωριανός , κανένας συγγενείς. Δεν βλέπω γνωστά πρόσωπα .Να τους άλλαξε τόσο ο πόλεμος;
Δεν περνούσαν οι ώρες..."Πότε θα έρθουν τα καράβια, να μπούμε, να καθίσουμε , να ξεκουραστούμε ; κι ας μας πανε οπου θέλουν." Κι εκεί που σκεφτόμουν αυτά ... Θεε μου τον έχασα , μου ξέφυγε απ ` το χέρι...Τον έχασα, τον έχασα...πάει
"Ευκλείδη...Ευκλείδηηη...Ευκλείδηηηηηηηη...αδελφόπο μ`".
Αυτά θυμόταν ο παππούς μου και αυτά τα τελευταία λόγια του . Λιγο πριν ξεψυχήσει .Ετσι χώρισαν τα δύο αδέρφια καί δεν ξαναβρέθηκαν ποτέ.
Ο παππούς ποτέ δεν ξέχασε.
Κι εγώ ποτέ δεν θα ξεχάσω εκείνα τα μάτια τα θλιμμένα που ...έψαχναν .
Έρρικα Νικολαΐδου .
Ο παππούκας μου .
Δημήτριος Χ " Παυλίδης

Έρρικα Νικολαϊδου