Συντρόφισσες και Σύντροφοι,
Είναι μια Κοινοβουλευτική Ομάδα, η οποία έχει καθυστερήσει λίγες ημέρες, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να είναι μια ουσιαστική και γόνιμη διαδικασία.
Η συνεδρίαση διεξάγεται λίγο πριν το πέρας της δεύτερης αξιολόγησης και μια εβδομάδα μετά από μία πολύ σημαντική επίσκεψη μεγάλης σημασίας, επίσκεψη που είχαμε εδώ στη χώρα μας, του Αμερικανού Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Και θα ήθελα να ξεκινήσω με αυτό. Η επίσκεψη αυτή δεν είχε απλώς συμβολικό χαρακτήρα. Θα έλεγα το αντίθετο. Αποτέλεσε ταυτόχρονα και ένα πολύ ισχυρό, ουσιαστικό μήνυμα στήριξης της χώρας και της κυβέρνησης, αλλά και αναγνώρισης των προσπαθειών που έχουμε καταβάλει και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε για να βγάλουμε επιτέλους τη χώρα από την κρίση στην οποία μας βύθισε το παλιό και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή, όμως, έδωσε την ευκαιρία και για μια πολιτική παρέμβαση επείγουσα και καίρια για την υπεράσπιση αξιών, την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, των ελευθεριών, αλλά και του ανθρωπισμού.
Σε μια συγκυρία μάλιστα όπου η άνοδος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς σε ολόκληρη τη Δύση, αποτελεί τον υπ΄ αριθμόν ένα κίνδυνο και απειλεί να καλύψει στο σκοτάδι τις κατακτήσεις μισού και επιπλέον αιώνα των λαών της Δύσης.
Διότι ξέρετε τα δικαιώματα, οι ελευθερίες, οι θεσμοί προστασίας των μειονοτήτων είναι αποτελέσματα αγώνων και όχι παραχωρήσεις καλής θέλησης εκ μέρους της εξουσίας.
Και αυτό ισχύει τόσο για την Ευρώπη, όσο όμως και για τις ΗΠΑ, που στη διάρκεια του περασμένου αιώνα συγκλονίστηκαν από μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση αυτών των κατακτήσεων.
Αποτέλεσε, όμως, η επίσκεψη αυτή και ένα πολύ δυνατό πολιτικό μήνυμα σε διεθνές επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα μήνυμα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον παράδειγμα προς αποφυγή όπως ήταν καθ΄ όλη τη διάρκεια σχεδόν της προηγούμενης καταστροφικής πενταετίας 2010-2014.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν επισκεφθεί τη χώρα μας εκτός από τον Πρόεδρο Ομπάμα την προηγούμενη εβδομάδα, και άλλοι μεγάλοι σημαντικοί ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς: Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο Πάπας Φραγκίσκος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο που επισκέφτηκαν τη Λέσβο. Ενώ, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πήραμε μια πρωτοβουλία και καταφέραμε μια συνάντηση εδώ στις αρχές του Σεπτέμβρη, που λίγους μήνες πριν κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να διεξαχθεί με δική μας πρωτοβουλία, εδώ στην Αθήνα: Τη συνάντηση των ηγετών των μεσογειακών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και θα ήθελα να αναρωτηθούμε, μετά από αυτό τον κύκλο πολύ σημαντικών πρωτοβουλιών, και άλλες στις οποίες θα άξιζε να αναφερθώ που έχει πρωτοστατήσει η χώρα μας, πόσο διαφορετική είναι αλήθεια η εικόνα σήμερα από την εικόνα της πλήρους απομόνωσης της Ελλάδας την περίοδο της καταστροφής 2010-2014. Όταν κανείς δεν ήθελε να ταυτιστεί με την Ελλάδα της κρίσης και όταν σχεδόν απέφευγαν και να φωτογραφηθούν ακόμα οι ηγέτες στις διεθνείς συναντήσεις με τους Έλληνες Πρωθυπουργούς.
Αλλά δεν είναι μόνο η εικόνα της Ελλάδας που αλλάζει. Έχουμε πολύ σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις, που συντελούνται αυτή τη στιγμή στο σύνολο της Ευρώπης και του πλανήτη θα έλεγα. Μετατοπίσεις που φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Και οφείλουμε πάνω σε αυτές να στοχαστούμε, να προβληματιστούμε.
Η οικονομική κρίση, αλλά κυρίως η διαχείρισή της από την ευρωπαϊκή ελίτ με τα σκληρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, την καταστροφική και ασφυκτική λιτότητα και τις εν γένει περιοριστικές πολιτικές, καθώς όμως και η προσφυγική κρίση δημιουργούν σήμερα πολώσεις στο κεντρικό ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό που δύο χρόνια πριν φάνταζαν για πολλούς -ίσως όχι για εμάς που προειδοποιούσαμε διαρκώς- αλλά για τους περισσότερους φάνταζαν απίθανες.
Από τη μια πλευρά έχουμε, λοιπόν, την ανησυχητική άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, αλλά και των υπερσυντηρητικών πολιτικών δυνάμεων σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης: στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία.
Και αυτή η εξέλιξη –θα μου επιτρέψετε να πω- σχετίζεται ευθέως, όχι τόσο με τις προσφυγικές ροές, που αποτελούν πρόσχημα, αλλά με τη διαμόρφωση ενός υπόβαθρου κοινωνικής ανασφάλειας για τεράστια τμήματα του πληθυσμού που επλήγησαν βάναυσα από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης.
Από τη μια, λοιπόν, πλευρά έχουμε την άνοδο της ακραίας λαϊκιστικής δεξιάς και από την άλλη, ταυτόχρονα, παρατηρούμε και μετατοπίσεις στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος.
Για πρώτη φορά υπάρχουν σαφείς, αν και συνήθως δειλές, κινήσεις και πρωτοβουλίες αμφισβήτησης της μέχρι χθες απόλυτα κυρίαρχης πολιτικής της στρατηγικής της λιτότητας και των περιοριστικών πολιτικών στην Ευρώπη.
Μεταξύ άλλων, οι χθεσινές δηλώσεις του Ιταλού Πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι, οι προτάσεις της Κομισιόν για την ανάγκη να ξεφύγουμε από την ακραία περιοριστική πολιτική που κυριάρχησε την τελευταία οκταετία στην Ε.Ε., ακόμα και οι πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Γαλλίας και φυσικά η κριτική που άσκησε ο Αμερικανός Πρόεδρος κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα με τις δηλώσεις του και τις ομιλίες του εδώ.
Πρόκειται, όμως, για μηνύματα (αυτές οι δηλώσεις και οι τοποθετήσεις) που θα έλεγα ότι αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα αντανακλούν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, που για πρώτη φορά αντηχούν με τέτοια ένταση στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Αντίστοιχες, όμως, αλλαγές παρατηρούμε και σε ό,τι αφορά τη στάση πολλών και κρίσιμων πολιτικών δυνάμεων στο θέμα της ελληνικής κρίσης.
Μετά από μια οκταετία διαρκών μεταθέσεων του χρόνου και πολιτικών αποφάσεων μετακύλησης του προβλήματος και παρέλκυσης, είναι πλέον σαφές ότι είναι πολλοί εκείνοι, θα έλεγα συντριπτικά περισσότεροι τούτη τη φορά, που επιθυμούν να μπει επιτέλους ένα οριστικό τέλος στο ελληνικό δράμα.
Να αναφερθώ στη στάση του Προέδρου του Eurogroup, στις δηλώσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ, γνωστού σε μας. Να αναφερθώ στις δηλώσεις του επκεφαλής του ESM του Κλάους Ρέκλινγκ. Να αναφερθώ στις δηλώσεις, στις ομιλίες του Προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, αλλά και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Οι οποίοι, νομίζω, έχουν διατυπώσει με μεγαλύτερη σαφήνεια από ποτέ άλλοτε, εδώ και πέντε χρόνια που η Ελλάδα είναι σε πρόγραμμα και πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, ότι πρέπει η αξιολόγηση αυτή να κλείσει στην ώρα της, αλλά και να ληφθούν αποφάσεις, συγκεκριμένες αποφάσεις σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Είναι τοποθετήσεις που θα έλεγα ότι μας επιτρέπουν, όχι να πανηγυρίζουμε, αλλά μας επιτρέπουν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι. Τουλάχιστον, είμαστε υποχρεωμένοι να τις αναδείξουμε αυτές τις τοποθετήσεις, γιατί –επαναλαμβάνω- για πρώτη φορά γίνονται. Συνήθως είχαμε τα ακριβώς αντίθετα σε δηλώσεις, λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση.
Και λέω ότι μας επιτρέπουν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, διότι η αίσθηση που έχουμε όλοι είναι ότι δημιουργείται στην Ευρώπη ένα πολιτικό μομέντουμ. Μια, δηλαδή, συγκυρία ευνοϊκή, ένα παράθυρο ευκαιρίας, να το πω έτσι, για να γίνουν άμεσα τα αποφασιστικά βήματα που απαιτούνται για να βγούμε επιτέλους από την κρίση, αλλά και να απαλλαγούμε από την επιτροπεία.
Στο φόντο, λοιπόν, αυτών των πολιτικών εξελίξεων συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση με τους τρεις ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι οποίοι τις προηγούμενες ημέρες (χθες, αν δεν κάνω λάθος) αποχώρησαν από την Αθήνα.
Με βάση την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες μέρες, είναι –νομίζω- ρεαλιστικό, αλλά και απολύτως αναγκαίο η διαπραγμάτευση να κλείσει σύντομα, ώστε στο προγραμματισμένο Eurogroup της 5ης του Δεκέμβρη να έχουμε την απαιτούμενη πολιτική συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Και φυσικά, ταυτόχρονα, να ανοίξει η συζήτηση για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, που αφορούν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Και πιο συγκεκριμένα: Στόχος είναι να ληφθούν άμεσα τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα (αυτά, δηλαδή, που πρέπει να ληφθούν τώρα) αλλά και να ανοίξει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα ληφθούν από τώρα μέχρι και το 2018 που τελειώνει το πρόγραμμα, καθώς και για τα μακροπρόθεσμα, που θα είναι από το 2018 και μετά. Ώστε ταυτόχρονα, με το κλείσιμο της αξιολόγησης, να συζητήσουμε και τα μέτρα εκείνα που η λήψη τους θα οδηγήσει και στην απαιτούμενη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στα έτη που αφορούν μετά το 2018, δηλαδή μετά τη λήξη του προγράμματος.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να είμαι απόλυτα σαφής σε σχέση και με το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης: Νομίζω ότι είναι κοινή διαπίστωση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και στον κόσμο, ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί κατά γράμμα όσα έχουν συμφωνηθεί και έχει αποδείξει ότι διαθέτει την πολιτική βούληση να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς άσκοπες κωλυσιεργίες.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαμε έστω και να μπούμε στον κόπο να συζητήσουμε καν λέω παράλογες απαιτήσεις, από όπου κι αν αυτές προέρχονται.
Και είμαστε συνηθισμένοι, γνωρίζουμε συνήθως από πού αυτές προέρχονται. Είτε αυτές οι παράλογες απαιτήσεις αφορούν νέα μέτρα, πολύ περισσότερο δε αν αυτά αφορούν τα έτη μετά τη λήξη του προγράμματος. Είτε αφορούν τη συνέχιση της ποινής αποκλεισμού της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Η κατάσταση εξαίρεσης στην οποία εισήλθε η ελληνική αγορά εργασίας με τις καταστροφικές αποφάσεις και επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων πρέπει να λάβει τέλος.
Σε μια χώρα που εξαιτίας της παταγώδους αποτυχίας των δυο πρώτων προγραμμάτων, η κυβέρνησή μας παρέλαβε το Γενάρη του 2015 μια ανεργία στο 27% και για τους νέους πάνω από 50%, σε μια τέτοια χώρα λοιπόν, σαν την Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία λογική αντί να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε τις θέσεις σταθερής εργασίας, να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε το όριο των απολύσεων.
Όπως, επίσης, δεν έχει καμιά λογική να αποτελεί η Ελλάδα εξαίρεση από τη θεσμική ευρωπαϊκή κανονικότητα στις εργασιακές σχέσεις.
Γι’ αυτό και επιμένουμε σταθερά στην επαναφορά της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά και της ρήτρας υπερίσχυσης της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Και εδώ, συντρόφισσες και σύντροφοι ξέρετε, δεν πρόκειται για μια ιδεολογική εμμονή της Αριστεράς, αλλά για αναγκαίες κινήσεις, ώστε επιτέλους στον τόπο μας να τερματιστεί το καθεστώς της γαλέρας, που επικράτησε στα χρόνια της κρίσης, με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ..
Και θα ήθελα να θυμίσω ότι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2013 και το 2014. Από το 38% του συνόλου των εργαζομένων, οι μερικώς απασχολούμενοι το 2014 εκτινάχθηκαν στο 57%.
Και αυτές είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά, τις οποίες σήμερα ο κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο δεν τις αποποιείται, όχι μόνο δεν παίρνει κάποιες, έστω, μικρές αποστάσεις από αυτές τις πολιτικές επιλογές, αλλά αντίθετα, με την ομιλία του, από αυτό το βήμα πριν στην Κ.Ο. της Ν.Δ. επιβεβαίωσε ότι επιθυμεί διακαώς τη διαιώνιση αυτού του καθεστώτος.
Υπερασπίστηκε, για άλλη μια φορά, με πάθος τις απόψεις των πιο ακραίων δυνάμεων εκ των δανειστών. Και φυσικά και των πιο ακραίων δυνάμεων εκ των εργοδοτών.
Υπερασπίστηκε τις εργασιακές σχέσεις γαλέρας, που η παράταξή του δημιούργησε. Δίνοντας τη δυνατότητα σε όλη την ελληνική κοινωνία, για άλλη μια φορά, να καταλάβει καθαρά με ποιούς είναι και ποιά συμφέροντα εξυπηρετεί.
Και ξέρετε κάτι; Αυτό δεν είναι «μένουμε Ευρώπη», όπως έλεγε το 2015. Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε Μπανανία, όχι «μένουμε Ευρώπη», γιατί στην Ευρώπη άλλο καθεστώς επικρατεί.
Ούτε είναι ιδεολογικές εμμονές της Αριστεράς αυτές, όπως είπε.
Να σας θυμίσω ότι ο Πρόεδρος Γιούνκερ είχε υπογράψει κοινή δήλωση μαζί μου, το καλοκαίρι του 2015, για την ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
Με την ομιλία του, λοιπόν, σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης ήταν σαν να λέει προς τους σκληρούς εκ των δανειστών, προς τους σκληρούς του ΔΝΤ: «Μην υποχωρείτε. Κρατήστε γερά και συνεχίστε την προσπάθεια να εξαναγκάσετε την ελληνική κυβέρνηση να αποδιοργανώσει πλήρως την αγορά εργασίας». Αυτή ήταν η ομιλία του σήμερα.
Η στάση του αυτή, βέβαια, είναι βαθειά υπονομευτική και την ίδια στιγμή είναι και ορκισμένα αντιλαϊκή, ορκισμένα αντικοινωνική, ορκισμένα ταξική. Παίρνει για άλλη μια φορά τη θέση των ακραίων, που κάθονται απέναντι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μειοψηφίας, τα συμφέροντα των ολίγων.
Όμως, για άλλη μια φορά, όπως έγινε και τον περασμένο Μάη, δεν θα του γίνει το χατίρι. Και η αξιολόγηση θα κλείσει και η διαπραγμάτευση θα πετύχει.
Τις προηγούμενες μέρες καλύψαμε πολύ μεγάλο έδαφος. Και είμαστε σήμερα κοντά στην αναγκαία συμφωνία.
Οι διαφορές που απομένουν σε δημοσιονομικό, εργασιακά και ενεργειακά μπορούν να γεφυρωθούν, αν υπάρχει -και είμαι βέβαιος ότι υπάρχει - η θέληση, η πολιτική βούληση, κυρίως όμως η θέληση για την τήρηση όλων όσων υπογράψαμε, συμφωνήσαμε τον Αύγουστο του 2015.
Η αξιολόγηση, λοιπόν, θα κλείσει και θα κλείσει χωρίς υποχωρήσεις σε θέματα αρχών.
Και αυτό –ξέρετε- ως γνωστόν, είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης για τη Ν.Δ.. Γιατί αυτό που έχουν στο μυαλό τους και το αποδεικνύουν καθημερινά, δεν είναι το πώς ο τόπος θα φύγει επιτέλους από αυτή την καταστροφική δίνη, στην οποία, άλλωστε, οι ίδιοι μας έβαλαν, αλλά το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι πώς θα καταφέρουν να επιστρέψουν στις καρέκλες της εξουσίας που με τόσο πόνο αποχωριστήκανε.
Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν διστάζουν και πριν την πρώτη αξιολόγηση, αλλά και τώρα πριν την κρίσιμη δεύτερη αξιολόγηση και πριν την κρίσιμη συζήτηση για το χρέος να αδιαφορούν για το τι διακυβεύεται σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Να προδικάζουν την αποτυχία, να εύχονται –θα έλεγα- την αποτυχία και να ζητάνε εκλογές.
Πρόκειται, προφανώς, για μια στάση ανεύθυνη, αλλά -εγώ σήμερα θα προσέθετα και θα μου επιτρέψετε να σας αναλύσω γιατί- και ταυτόχρονα εθνικά επιζήμια. Διότι θα έπρεπε να καταλαβαίνει ο κ. Μητσοτάκης ότι με αυτόν τον τρόπο δεν πιέζει την κυβέρνηση, αλλά θέτει σε κίνδυνο την ίδια την προσπάθεια για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Όμως εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Δεν είναι απλώς και μόνο ο υπερβάλλων αντιπολιτευτικός ζήλος που καθοδηγεί τον κύριο Μητσοτάκη.
Η στάση του είναι ενδεικτική ενός σαφούς πια πολιτικού σχεδίου.
Μιας στρατηγικής που έχει όνομα:
Και το όνομα αυτό είναι : 4ο Μνημόνιο.
Και θα εξηγήσω γιατί: Αυτό που επιδιώκει με πάθος είναι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, η μη λήψη μέτρων για το χρέος και άρα ο αποκλεισμός της χώρας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Αμφισβητεί την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας ακόμα και κόντρα στις προβλέψεις όλων, που προβλέπουν ότι θα έχουμε 2,7% ανάπτυξη. Εγώ λέω ότι θα τους διαψεύσουμε θετικότερα, όπως πάντα τα τελευταία δύο χρόνια, για το 2017 αναφέρομαι. Κατηγορεί ως ιδεοληπτική την κυβέρνηση, επειδή υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία και τους εργαζόμενους. Ταυτίζεται, για άλλη μια φορά, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα.
Επαναφέρει δε, και την φαντασιοπληξία του success story του κυρίου Σαμαρά – του κύριου συμμάχου του εντός Νέας Δημοκρατίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, δεν μας απασχολεί – και ξεχνά ότι το 2014 η Ν.Δ. έφερε την προεδρική εκλογή τον Δεκέμβρη και όχι τον Μάρτη, όπως θα μπορούσε, διότι έτσι προέβλεπε το Σύνταγμα, ακριβώς επειδή έβλεπε μπροστά της το φάσμα της αποτυχίας του προγράμματος, που η ίδια είχε συμφωνήσει.
Άλλωστε, φάνηκε από τα άδεια ταμεία που παρέδωσε το 2015, αλλά και από την αποτυχία να πιάσει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2014. Φάνηκε ότι το success story ήταν μια κακοπαιγμένη φάρσα σε βάρος του ελληνικού λαού.
Και σήμερα ζητά εκλογές, πάλι λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, προεξοφλώντας μάλιστα ότι αυτή δεν θα κλείσει.
Αλλά ζητά εκλογές για ποιον ακριβώς λόγο; Για να πετύχει τι για τη χώρα; Μήπως έχει να μας πει ότι αυτός έχει κάποιο σχέδιο να διαπραγματευθεί καλύτερα; Όχι.
Το μόνο που έχει να μας πει είναι ότι ενδεχομένως θα συνεννοείται καλύτερα με τους δανειστές, γιατί δεν θα φέρνει καμία αντίρρηση σε τίποτα.
Αλλά αυτό που αποκρύβει είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή σε ένα ενδεχόμενο αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και της δεύτερης αξιολόγησης, που ενδεχομένως να οδηγούσε και σε εκλογές, όπως διακαώς ζητά η Ν.Δ., ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποτελούσε την τέλεια καταστροφή για την οικονομία.
Θα χάναμε οριστικά το τραίνο της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και της εξόδου της οικονομίας στις αγορές, της έγκαιρης εξόδου, δηλαδή πριν από τη λήξη του προγράμματος. Και σε αυτό το ενδεχόμενο, ποιά θα ήταν η μοναδική επιλογή για όποιον και αν ήταν στην κυβέρνηση;
Μα, προφανώς, όταν λήγει το πρόγραμμα (τα ζήσαμε) και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές για να δανειστείς, να ζητήσεις νέο δάνειο. Να, λοιπόν, το 4ο Μνημόνιο. Αυτό είναι το σχέδιο του κ. Μητσοτάκη.
Και πρέπει σήμερα να το κατανοήσουμε και να το πούμε με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό: Το σχέδιό του είναι να οδηγηθεί η χώρα σε αδιέξοδο, για να φέρει αυτός ένα ακόμη μνημόνιο, ρίχνοντας όμως, ως συνήθως, τις ευθύνες στους άλλους.
Και μην έχετε καμία αμφιβολία εδώ για το ποιοι θα είναι οι όροι του μνημονίου που ονειρεύεται ο κ. Μητσοτάκης: Άγρια λιτότητα και περικοπές, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις στο Δημόσιο, πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και κατεδάφιση (από ό,τι έχει απομείνει, ό,τι με νύχια και με δόντια περισώσαμε) της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας.
Αυτό είναι το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη. Και αυτό είναι το 4ο μνημόνιο, το οποίο το έχει έτοιμο. Πολλές πτυχές του έχει ήδη φανερώσει από την ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και γι’ αυτό, λοιπόν, ζητά διαρκώς και επιμόνως εκλογές. Και γι’ αυτό το λόγο και σε κάθε θέμα, όχι μόνο στη διαπραγμάτευση, αλλά και σε άλλα θέματα, δυστυχώς και σε εθνικής σημασίας θέματα, υπονομεύει τόσο εξώφθαλμα την εθνική προσπάθεια.
Αλλά δεν θα του κάνουμε το χατίρι. Δεν πρόκειται να τον αφήσουμε. Δεν θα αφήσουμε τη χώρα και την κοινωνία να καταστραφεί για να έρθει αυτός να τη λεηλατήσει, μαζί με τον φίλο του τον κ. Βενιζέλο και τους ίδιους συνεργάτες και συνεργούς, που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ελληνικός λαός αυτό δεν θα το επιτρέψουν.
Το σχέδιό του, ευτυχώς για τον τόπο, είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Και αυτό, όχι μόνο γιατί η αξιολόγηση θα κλείσει, αλλά και γιατί πολύ σύντομα θα έχουμε θετικές εξελίξεις στο ζήτημα του χρέους.
Και έτσι θα κλείσει και η τρίτη πράξη του δράματος της περιβόητης πια αριστερής παρένθεσης.
Η προοπτική, όμως, της αποτυχίας αυτής της γραμμής, που ολοένα και περισσότερο γίνεται φανερή από το κλίμα που δημιουργείται σε διεθνές, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αποτυχία –επαναλαμβάνω- αυτής της γραμμής, αντί να οδηγήσει τον κ. Μητσοτάκη σε αναδίπλωση και στην υιοθέτηση μιας συνεπούς και εποικοδομητικής αντιπολιτευτικής στρατηγικής - που θα είναι και σύμφωνη με την εικόνα του μεταρρυθμιστή που υποτίθεται ότι επιχειρεί να προβάλλει - αντί, λοιπόν, να τον οδηγεί σε αναδίπλωση, οδηγείται σε έναν ακόμη πιο επικίνδυνο πολιτικό παροξυσμό.
Και τα τελευταία επεισόδια αυτού του παροξυσμού, ο οποίος καθοδηγείται από την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ., που ολοένα και περισσότερο δείχνει τα δόντια της και ηγεμονεύει μέσα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αφορούν το προσφυγικό ζήτημα. Ένα ζήτημα στο οποίο απαιτείται σύνεση, ευαισθησία, συνεννόηση.
Στο Προσφυγικό, αντί η ηγεσία της Ν.Δ. να συμβάλλει με τη στάση της στις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλλουμε, ώστε να διαχειριστούμε μια δύσκολη κατάσταση που είναι πανθομολογούμενο ότι υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητες μιας μόνης χώρας, πόσο δε μάλλον μιας χώρας που έχει περάσει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση και μόλις τώρα ανακάμπτει από αυτήν, αντί λοιπόν να συμβάλλει, προσπαθεί σε κάθε ευκαιρία να οξύνει την κατάσταση, να ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Εκμεταλλευόμενοι τις πραγματικές και αναντίρρητες δυσκολίες στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, οι κύριοι της Ν.Δ. επιχειρούν να πυροδοτήσουν αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και των τοπικών αρχών στα νησιά που δέχονται τις προσφυγικές ροές και πιέζουν σε μια κατεύθυνση που γνωρίζουν πολύ καλά ότι θέτει σε κίνδυνο την ίδια την εφαρμογή της συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας.
Διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αποσυμφόρηση των νησιών είναι μια διαδικασία που θέλει χρόνο και απαιτεί και κρίσιμες αποφάσεις που μπορεί καμιά φορά να είναι και δυσάρεστες, αλλά θα είναι ανακουφιστικές για τις τοπικές κοινωνίες.
Και γνωρίζουν, επίσης, ότι όποιος απομακρύνεται από τα νησιά, γιατί εκεί είναι το πρόβλημα (δεν είναι ότι δεν τους μεταφέρουμε, γιατί έχουμε κάποιο «καπρίτσιο») γνωρίζουν, λοιπόν, ότι όποιος απομακρύνεται από τα νησιά με βάση τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, δηλαδή δεν μπορεί να επιστρέψει, αν κριθεί από τις διαδικασίες που τηρούνται απαρεγκλίτως σύμφωνα με το διεθνές νομικό κεκτημένο, ότι δεν χρήζουν τα συγκεκριμένα άτομα προστασίας ασύλου.
Επομένως, η αποσυμφόρηση που είναι ανάγκη, πρέπει να γίνει συνδυασμένα, μεθοδευμένα, συγκροτημένα και με εξαιρετική προσοχή.
Και θα έλεγα ότι είναι το λιγότερο ανεύθυνο, αυτή τη στιγμή, η ηγεσία της Ν.Δ. να πρωταγωνιστεί σε πυροδότηση κοινωνικών αντιδράσεων που ξέρουμε πάρα πολύ καλά και ποιοι είναι οι φυσικοί αυτουργοί τους, αλλά και ποιοι θα καρπωθούν τα πιθανά πολιτικά οφέλη. Και αναφέρομαι σε μέλη, σε φίλους της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Αυτοί είναι οι φυσικοί αυτουργοί πολλές φορές. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ακροδεξιά θα καρπωθεί τη διολίσθηση της παράταξης της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια ατζέντα και ρητορική, η οποία ευνοεί την ακροδεξιά.
Από μεριάς μου θέλω να δηλώσω ότι αυτή η κυβέρνηση που για τη στάση της στο Προσφυγικό έχει πάρει τα συγχαρητήρια από όλο το δυτικό κόσμο, δεν πρόκειται να επιτρέψει να εξελιχθεί η προσφυγική κρίση από διεθνές ζήτημα σε εσωτερικό πρόβλημα, σε συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και προσφύγων, όπως επιδιώκουν κάποιοι ακροδεξιοί κύκλοι είτε με την ανοχή, είτε με την ενθάρρυνση στελεχών της Ν.Δ..
Καταβάλαμε και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε και θα καταβάλλουμε τεράστιες προσπάθειες για τη στήριξη των προσφύγων, αλλά και για την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών που δέχονται το βάρος αυτών των ροών και διαρκής μέριμνά μας είναι η άμβλυνση των αντιθέσεων και όχι η όξυνσή τους.
Και το επόμενο διάστημα θα αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη στήριξη των νησιών μας, αλλά ταυτόχρονα θα δείξουμε στην πράξη και την αποφασιστικότητά μας για να διατηρηθεί η Συμφωνία.
Και ας μη ξεχνάμε ότι η Συμφωνία αυτή κρατιέται από μια κλωστή, όχι εξαιτίας δικών μας αβλεψιών και παραλείψεων, αλλά της διαρκούς έντασης που υπάρχει ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, παρακολουθούμε με ανησυχία και μια αδικαιολόγητη κλιμάκωση της έντασης αυτής σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο από την πλευρά των γειτόνων μας και ειδικότερα σε ό,τι αφορά θέματα σεβασμού απέναντι σε διεθνείς συνθήκες, όπως αυτή της Συνθήκης της Λωζάνης. Πρέπει να πω ότι δείχνουμε ιδιαίτερη ευαισθησία.
Και θέλω να επαναλάβω για άλλη μια φορά: Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ανεχτεί τον απαράδεκτο ιστορικό και πολιτικό αναθεωρητισμό.
Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν αμφισβητείται από κανέναν στη διεθνή κοινότητα και αυτό πρέπει να το κατανοήσει καλά και η Τουρκία.
Και ταυτόχρονα να κατανοήσει ότι η Ελλάδα είναι μια φίλη χώρα και θα συνεχίσει να οικοδομεί την πολιτική οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι την ίδια στάση θα τηρεί και η Τουρκία.
Από τη δική μας πλευρά, δεν έχουμε τη διάθεση να αμφισβητήσουμε τα δεσμευτικά νομικά κείμενα που αποτελούν τους πυλώνες των σχέσεών μας, αλλά την ίδια στιγμή δεν πρόκειται να επιτρέψουμε σε οποιονδήποτε να το αμφισβητεί.
Θα είναι, λοιπόν, για όλους καλό, σε μια ευρύτερα ταραγμένη και αποσταθεροποιημένη περιοχή, και η Τουρκία να ακολουθήσει το δρόμο της σύνεσης και της συνεννόησης. Θα είναι και προς το συμφέρον της ευρύτερης περιοχής –το λέω με ειλικρίνεια και το πιστεύω- και προς το συμφέρον της Τουρκίας.
Ειδικά αυτή την περίοδο που για πρώτη φορά υπάρχουν, παρά την προχθεσινή εξέλιξη, που είναι ένα εμπόδιο, υπάρχουν όμως –επιμένω- προϋποθέσεις για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Που όπως όλοι γνωρίζουμε, αποτελεί ένα διεθνές και όχι διμερές πρόβλημα. Ένα διεθνές πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.
Η ελληνική κυβέρνηση, ακολουθώντας την πάγια εθνική στρατηγική, υποστηρίζει με προσήλωση την προσπάθεια των δύο κοινοτήτων για την εξεύρεση λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, στο πλαίσιο όμως και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που βρισκόμαστε σε διαρκή και στενή επικοινωνία με την κυπριακή κυβέρνηση, παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη των διαβουλεύσεων, χωρίς όμως να παρεμβαίνουμε. Στο μόνο όπου θα έχουμε άποψη και δικαίωμα χειρισμού, είναι το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Και βεβαίως όλοι γνωρίζουν ότι όποια κατάληξη υπάρξει, θα τεθεί στην κρίση του κυπριακού λαού.
Αυτήν ακριβώς τη στάση επιβεβαίωσα και στη χθεσινή μου επικοινωνία με τον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος με ενημέρωσε αναλυτικά για την εξέλιξη των συνομιλιών και για τους λόγους που δεν επέτρεψαν μια συμφωνία κατά τις διαβουλεύσεις της Ελβετίας, που αφορούσαν το εδαφικό και το περιουσιακό.
Με τον Κύπριο Πρόεδρο συμφωνήσαμε, εξάλλου, ότι δεν έχει κανένα νόημα τώρα και δεν είναι η δική μας πρόθεση να παίξουμε αυτό το blame game, την επίρριψη των ευθυνών. Αυτό που προέχει για μας είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια και να καθοριστούν με προσοχή τα επόμενα βήματα, ώστε να έχουμε σύντομα θετικές εξελίξεις και σε αυτό το μέτωπο.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Όπως είχα πει και στο πρόσφατο Συνέδριό μας, βρισκόμαστε σε μια περίοδο που όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά.
Το μέτωπο της διαπραγμάτευσης, το μέτωπο του Προσφυγικού, το μέτωπο του Κυπριακού, τα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας που αφορούν την περιοχή μας και βεβαίως το μέτωπο της οικονομίας.
Παρά τις καταστροφολογικές και κινδυνολογικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης, είναι πλέον γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει περάσει σε φάση ανάκαμψης.
Το ζήτημα είναι να εμπεδώσουμε αυτή την πορεία και να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις για την μακρόπνοη σταθεροποίηση των οικονομικών μεγεθών, ώστε να μπορέσουμε, όχι απλά να ακολουθήσουμε μια αναπτυξιακή πορεία, αλλά αυτή η πορεία να αντανακλάται και στην καθημερινότητα των πολιτών.
Για να μετατρέψουμε την ανάπτυξη και τα νούμερα σε δίκαιη ανάπτυξη και σε οφέλη χειροπιαστά για τους αδύναμους συμπολίτες μας.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο Προϋπολογισμός, που το υπουργείο των Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή και αφορά το 2017.
Παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που ήταν όμως γνωστοί πριν από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, έχουμε καταφέρει να κάνουμε κινήσεις, οι οποίες στοχεύουν στη στήριξη εκείνων που έχουν περισσότερο ανάγκη μετά από τις καταστροφικές πολιτικές της πενταετίας 2010-2014.
Δεν θα πάρω πολύ χρόνο να σας πω κάποια μεγέθη. Έχει σημασία. Ο Προϋπολογισμός αυτός προβλέπει ανάπτυξη 2,7% το 2017 και υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι δεδομένο ότι η υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί ένα δύσκολο στόχο, όχι γιατί τα δεδομένα της οικονομίας δεν το βοηθούν, κάθε άλλο, αλλά γιατί η ελληνική κοινωνία έχει επιβαρυνθεί δυσανάλογα τα χρόνια της καταστροφικής πενταετίας.
Ωστόσο, με τον Προϋπολογισμό που καταθέσαμε, αυξάνουμε για ακόμη ένα έτος τις δαπάνες για την υγεία, αυξάνουμε τις δαπάνες για την παιδεία και την κοινωνική προστασία κατά 300 εκατομμύρια ευρώ, δίνουμε 760 εκατομμύρια για το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης που θα αποτελεί ένα μικρό αλλά σημαντικό στήριγμα για 250.000 οικογένειες. Και μάλιστα, όλα αυτά χωρίς άσκοπες και επώδυνες περικοπές επιδομάτων, ενώ προβλέπουμε και 100 εκατομμύρια για την αποπληρωμή χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών που έχουν αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους τους.
Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Ξέρουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να επουλώσουμε τις πληγές και να κρατήσουμε όρθια την κοινωνία στον αγώνα της για την έξοδο από την κρίση.
Αλλά νομίζω ότι δίνουμε καθημερινά δείγματα γραφής με ποιους είμαστε και πώς προσπαθούμε. Και αυτά τα δείγματα γραφής πρέπει να τα υποστηρίξουμε και να τα αναδείξουμε στην κοινωνία, συντρόφισσες και σύντροφοι.
Έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά να βγούμε από τα γραφεία μας, από τη Βουλή, από το Μέγαρο Μαξίμου, από τα υπουργικά γραφεία, από τα βουλευτικά γραφεία, από τα κομματικά γραφεία και να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους, που θα έχουν να μας πουν και τα παράπονά τους, που θα έχουν να μας πουν και την κριτική τους. Αλλά θέλω να είμαστε δίπλα τους ως αποκούμπι, ως στήριγμα, για να αφουγκραστούμε τα προβλήματα, να μοιραστούμε τις προσδοκίες του κόσμου της εργασίας. Αλλά και να προβάλλουμε το πολιτικό έργο μας. Διότι προβάλλονται μονάχα αρνητικές ειδήσεις και αυτό το γνωρίζουμε.
Πρέπει, λοιπόν, η Κοινοβουλευτική Ομάδα, το κόμμα να μπει σε διάταξη κινητοποίησης, σε διάταξη μάχης, προκειμένου να σταθούμε δίπλα στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό, νομίζω, ότι αφορά όλες και όλους, όσοι βρισκόμαστε σε αυτήν εδώ την αίθουσα.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Πρέπει να τις συνδιαμορφώσουμε. Και ξέρετε, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι όλοι και όλες, όσοι βρισκόμαστε εδώ και η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει απογοήτευση, όχι γιατί ξέρουν ότι υπήρχαν άλλες επιλογές, αλλά γιατί υπήρχε μια ελπίδα πιο γρήγορης ανάκαμψης της οικονομίας, ξέρουν όμως ότι το να αφήσει κανείς στη μέση του ποταμού την προσπάθεια και να γυρίσει πίσω, είναι η μοναδική εκδοχή της αποτυχίας. Βρισκόμαστε στη μέση. Θα κολυμπήσουμε να βγάλουμε τη χώρα, να βγούμε στην άλλη μεριά της όχθης, για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση.
Έχουμε την αποφασιστικότητα να περάσουμε απέναντι και να οδηγήσουμε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, όχι σε ό,τι αφορά τους αριθμούς και τους δείκτες με τους οποίους ασχολούνται οι οικονομολόγοι, αλλά κυρίως και πάνω απ΄ όλα σε ό,τι αφορά τους πολίτες, τους αδύναμους, τα καθημερινά προβλήματα.
Δεν ξεχνάμε ότι ο μεγάλος μας στόχος είναι να κάνουμε πράξη τη μεγάλη υπόσχεση: Ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι μια ακόμη κυβέρνηση της κρίσης, αλλά η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από την κρίση. Και αυτό σημαίνει ότι θα είναι η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της οποίας θα απαλλαγούμε οριστικά από το μνημόνιο και από την επιτροπεία.
Αυτό είναι το μοναδικό πολιτικό σχέδιο που έχει πιθανότητες επιτυχίας. Και η επιτυχία εξαρτάται εν πολλοίς από τις δικές μας και από τις δικές σας προσπάθειες, από τις προσπάθειες του καθενός και της καθεμιάς. Και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε.
Σας ευχαριστώ.
Είναι μια Κοινοβουλευτική Ομάδα, η οποία έχει καθυστερήσει λίγες ημέρες, αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητο, προκειμένου να είναι μια ουσιαστική και γόνιμη διαδικασία.
Η συνεδρίαση διεξάγεται λίγο πριν το πέρας της δεύτερης αξιολόγησης και μια εβδομάδα μετά από μία πολύ σημαντική επίσκεψη μεγάλης σημασίας, επίσκεψη που είχαμε εδώ στη χώρα μας, του Αμερικανού Προέδρου Μπαράκ Ομπάμα.
Και θα ήθελα να ξεκινήσω με αυτό. Η επίσκεψη αυτή δεν είχε απλώς συμβολικό χαρακτήρα. Θα έλεγα το αντίθετο. Αποτέλεσε ταυτόχρονα και ένα πολύ ισχυρό, ουσιαστικό μήνυμα στήριξης της χώρας και της κυβέρνησης, αλλά και αναγνώρισης των προσπαθειών που έχουμε καταβάλει και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε για να βγάλουμε επιτέλους τη χώρα από την κρίση στην οποία μας βύθισε το παλιό και χρεοκοπημένο πολιτικό σύστημα.
Την ίδια στιγμή, όμως, έδωσε την ευκαιρία και για μια πολιτική παρέμβαση επείγουσα και καίρια για την υπεράσπιση αξιών, την υπεράσπιση της Δημοκρατίας, την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, των ελευθεριών, αλλά και του ανθρωπισμού.
Σε μια συγκυρία μάλιστα όπου η άνοδος της λαϊκιστικής ακροδεξιάς σε ολόκληρη τη Δύση, αποτελεί τον υπ΄ αριθμόν ένα κίνδυνο και απειλεί να καλύψει στο σκοτάδι τις κατακτήσεις μισού και επιπλέον αιώνα των λαών της Δύσης.
Διότι ξέρετε τα δικαιώματα, οι ελευθερίες, οι θεσμοί προστασίας των μειονοτήτων είναι αποτελέσματα αγώνων και όχι παραχωρήσεις καλής θέλησης εκ μέρους της εξουσίας.
Και αυτό ισχύει τόσο για την Ευρώπη, όσο όμως και για τις ΗΠΑ, που στη διάρκεια του περασμένου αιώνα συγκλονίστηκαν από μαζικές λαϊκές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση αυτών των κατακτήσεων.
Αποτέλεσε, όμως, η επίσκεψη αυτή και ένα πολύ δυνατό πολιτικό μήνυμα σε διεθνές επίπεδο, σε παγκόσμιο επίπεδο. Ένα μήνυμα σε ολόκληρο τον κόσμο ότι η Ελλάδα δεν είναι πλέον παράδειγμα προς αποφυγή όπως ήταν καθ΄ όλη τη διάρκεια σχεδόν της προηγούμενης καταστροφικής πενταετίας 2010-2014.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου ότι τον τελευταίο χρόνο έχουν επισκεφθεί τη χώρα μας εκτός από τον Πρόεδρο Ομπάμα την προηγούμενη εβδομάδα, και άλλοι μεγάλοι σημαντικοί ηγέτες παγκόσμιου βεληνεκούς: Ο Ρώσος Πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν, ο Γάλλος Πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ, ο Πάπας Φραγκίσκος με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο που επισκέφτηκαν τη Λέσβο. Ενώ, βεβαίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι πήραμε μια πρωτοβουλία και καταφέραμε μια συνάντηση εδώ στις αρχές του Σεπτέμβρη, που λίγους μήνες πριν κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί πως θα μπορούσε να διεξαχθεί με δική μας πρωτοβουλία, εδώ στην Αθήνα: Τη συνάντηση των ηγετών των μεσογειακών κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και θα ήθελα να αναρωτηθούμε, μετά από αυτό τον κύκλο πολύ σημαντικών πρωτοβουλιών, και άλλες στις οποίες θα άξιζε να αναφερθώ που έχει πρωτοστατήσει η χώρα μας, πόσο διαφορετική είναι αλήθεια η εικόνα σήμερα από την εικόνα της πλήρους απομόνωσης της Ελλάδας την περίοδο της καταστροφής 2010-2014. Όταν κανείς δεν ήθελε να ταυτιστεί με την Ελλάδα της κρίσης και όταν σχεδόν απέφευγαν και να φωτογραφηθούν ακόμα οι ηγέτες στις διεθνείς συναντήσεις με τους Έλληνες Πρωθυπουργούς.
Αλλά δεν είναι μόνο η εικόνα της Ελλάδας που αλλάζει. Έχουμε πολύ σημαντικές πολιτικές μετατοπίσεις, που συντελούνται αυτή τη στιγμή στο σύνολο της Ευρώπης και του πλανήτη θα έλεγα. Μετατοπίσεις που φαίνονται δια γυμνού οφθαλμού. Και οφείλουμε πάνω σε αυτές να στοχαστούμε, να προβληματιστούμε.
Η οικονομική κρίση, αλλά κυρίως η διαχείρισή της από την ευρωπαϊκή ελίτ με τα σκληρά προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής, την καταστροφική και ασφυκτική λιτότητα και τις εν γένει περιοριστικές πολιτικές, καθώς όμως και η προσφυγική κρίση δημιουργούν σήμερα πολώσεις στο κεντρικό ευρωπαϊκό πολιτικό σκηνικό που δύο χρόνια πριν φάνταζαν για πολλούς -ίσως όχι για εμάς που προειδοποιούσαμε διαρκώς- αλλά για τους περισσότερους φάνταζαν απίθανες.
Από τη μια πλευρά έχουμε, λοιπόν, την ανησυχητική άνοδο της λαϊκιστικής ακροδεξιάς, αλλά και των υπερσυντηρητικών πολιτικών δυνάμεων σε πάρα πολλές χώρες της Ευρώπης: στην Αυστρία, τη Γαλλία, την Ουγγαρία, την Ολλανδία, τη Μεγάλη Βρετανία, τη Γερμανία.
Και αυτή η εξέλιξη –θα μου επιτρέψετε να πω- σχετίζεται ευθέως, όχι τόσο με τις προσφυγικές ροές, που αποτελούν πρόσχημα, αλλά με τη διαμόρφωση ενός υπόβαθρου κοινωνικής ανασφάλειας για τεράστια τμήματα του πληθυσμού που επλήγησαν βάναυσα από την κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης.
Από τη μια, λοιπόν, πλευρά έχουμε την άνοδο της ακραίας λαϊκιστικής δεξιάς και από την άλλη, ταυτόχρονα, παρατηρούμε και μετατοπίσεις στο αντίθετο άκρο του πολιτικού φάσματος.
Για πρώτη φορά υπάρχουν σαφείς, αν και συνήθως δειλές, κινήσεις και πρωτοβουλίες αμφισβήτησης της μέχρι χθες απόλυτα κυρίαρχης πολιτικής της στρατηγικής της λιτότητας και των περιοριστικών πολιτικών στην Ευρώπη.
Μεταξύ άλλων, οι χθεσινές δηλώσεις του Ιταλού Πρωθυπουργού Ματέο Ρέντζι, οι προτάσεις της Κομισιόν για την ανάγκη να ξεφύγουμε από την ακραία περιοριστική πολιτική που κυριάρχησε την τελευταία οκταετία στην Ε.Ε., ακόμα και οι πρόσφατες δηλώσεις του Πρωθυπουργού της Γαλλίας και φυσικά η κριτική που άσκησε ο Αμερικανός Πρόεδρος κατά την επίσκεψή του στην Ελλάδα με τις δηλώσεις του και τις ομιλίες του εδώ.
Πρόκειται, όμως, για μηνύματα (αυτές οι δηλώσεις και οι τοποθετήσεις) που θα έλεγα ότι αποτελούν μόνο την κορυφή του παγόβουνου. Στην πραγματικότητα αντανακλούν βαθιές κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες, που για πρώτη φορά αντηχούν με τέτοια ένταση στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Αντίστοιχες, όμως, αλλαγές παρατηρούμε και σε ό,τι αφορά τη στάση πολλών και κρίσιμων πολιτικών δυνάμεων στο θέμα της ελληνικής κρίσης.
Μετά από μια οκταετία διαρκών μεταθέσεων του χρόνου και πολιτικών αποφάσεων μετακύλησης του προβλήματος και παρέλκυσης, είναι πλέον σαφές ότι είναι πολλοί εκείνοι, θα έλεγα συντριπτικά περισσότεροι τούτη τη φορά, που επιθυμούν να μπει επιτέλους ένα οριστικό τέλος στο ελληνικό δράμα.
Να αναφερθώ στη στάση του Προέδρου του Eurogroup, στις δηλώσεις του Γερούν Ντάισελμπλουμ, γνωστού σε μας. Να αναφερθώ στις δηλώσεις του επκεφαλής του ESM του Κλάους Ρέκλινγκ. Να αναφερθώ στις δηλώσεις, στις ομιλίες του Προέδρου της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, αλλά και του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Μάριο Ντράγκι. Οι οποίοι, νομίζω, έχουν διατυπώσει με μεγαλύτερη σαφήνεια από ποτέ άλλοτε, εδώ και πέντε χρόνια που η Ελλάδα είναι σε πρόγραμμα και πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, ότι πρέπει η αξιολόγηση αυτή να κλείσει στην ώρα της, αλλά και να ληφθούν αποφάσεις, συγκεκριμένες αποφάσεις σε ό,τι αφορά το κρίσιμο ζήτημα της ελάφρυνσης του ελληνικού χρέους.
Είναι τοποθετήσεις που θα έλεγα ότι μας επιτρέπουν, όχι να πανηγυρίζουμε, αλλά μας επιτρέπουν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι. Τουλάχιστον, είμαστε υποχρεωμένοι να τις αναδείξουμε αυτές τις τοποθετήσεις, γιατί –επαναλαμβάνω- για πρώτη φορά γίνονται. Συνήθως είχαμε τα ακριβώς αντίθετα σε δηλώσεις, λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση.
Και λέω ότι μας επιτρέπουν να είμαστε συγκρατημένα αισιόδοξοι, διότι η αίσθηση που έχουμε όλοι είναι ότι δημιουργείται στην Ευρώπη ένα πολιτικό μομέντουμ. Μια, δηλαδή, συγκυρία ευνοϊκή, ένα παράθυρο ευκαιρίας, να το πω έτσι, για να γίνουν άμεσα τα αποφασιστικά βήματα που απαιτούνται για να βγούμε επιτέλους από την κρίση, αλλά και να απαλλαγούμε από την επιτροπεία.
Στο φόντο, λοιπόν, αυτών των πολιτικών εξελίξεων συνεχίζεται η διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση με τους τρεις ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), οι οποίοι τις προηγούμενες ημέρες (χθες, αν δεν κάνω λάθος) αποχώρησαν από την Αθήνα.
Με βάση την πρόοδο που έχει σημειωθεί τις τελευταίες μέρες, είναι –νομίζω- ρεαλιστικό, αλλά και απολύτως αναγκαίο η διαπραγμάτευση να κλείσει σύντομα, ώστε στο προγραμματισμένο Eurogroup της 5ης του Δεκέμβρη να έχουμε την απαιτούμενη πολιτική συμφωνία για το κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης.
Και φυσικά, ταυτόχρονα, να ανοίξει η συζήτηση για τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, που αφορούν την ελάφρυνση του ελληνικού χρέους.
Και πιο συγκεκριμένα: Στόχος είναι να ληφθούν άμεσα τα λεγόμενα βραχυπρόθεσμα μέτρα (αυτά, δηλαδή, που πρέπει να ληφθούν τώρα) αλλά και να ανοίξει η συζήτηση για τα μεσοπρόθεσμα μέτρα που θα ληφθούν από τώρα μέχρι και το 2018 που τελειώνει το πρόγραμμα, καθώς και για τα μακροπρόθεσμα, που θα είναι από το 2018 και μετά. Ώστε ταυτόχρονα, με το κλείσιμο της αξιολόγησης, να συζητήσουμε και τα μέτρα εκείνα που η λήψη τους θα οδηγήσει και στην απαιτούμενη μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στα έτη που αφορούν μετά το 2018, δηλαδή μετά τη λήξη του προγράμματος.
Ωστόσο, θα μου επιτρέψετε να είμαι απόλυτα σαφής σε σχέση και με το περιεχόμενο της διαπραγμάτευσης: Νομίζω ότι είναι κοινή διαπίστωση, όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και στην Ευρώπη και στον κόσμο, ότι η ελληνική κυβέρνηση τηρεί κατά γράμμα όσα έχουν συμφωνηθεί και έχει αποδείξει ότι διαθέτει την πολιτική βούληση να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση, χωρίς άσκοπες κωλυσιεργίες.
Αυτό, όμως, σε καμία περίπτωση δεν σημαίνει ότι θα μπορούσαμε έστω και να μπούμε στον κόπο να συζητήσουμε καν λέω παράλογες απαιτήσεις, από όπου κι αν αυτές προέρχονται.
Και είμαστε συνηθισμένοι, γνωρίζουμε συνήθως από πού αυτές προέρχονται. Είτε αυτές οι παράλογες απαιτήσεις αφορούν νέα μέτρα, πολύ περισσότερο δε αν αυτά αφορούν τα έτη μετά τη λήξη του προγράμματος. Είτε αφορούν τη συνέχιση της ποινής αποκλεισμού της Ελλάδας από το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων.
Η κατάσταση εξαίρεσης στην οποία εισήλθε η ελληνική αγορά εργασίας με τις καταστροφικές αποφάσεις και επιλογές των προηγούμενων κυβερνήσεων πρέπει να λάβει τέλος.
Σε μια χώρα που εξαιτίας της παταγώδους αποτυχίας των δυο πρώτων προγραμμάτων, η κυβέρνησή μας παρέλαβε το Γενάρη του 2015 μια ανεργία στο 27% και για τους νέους πάνω από 50%, σε μια τέτοια χώρα λοιπόν, σαν την Ελλάδα, δεν υπάρχει καμία λογική αντί να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε τις θέσεις σταθερής εργασίας, να συζητάμε για το πώς θα αυξήσουμε το όριο των απολύσεων.
Όπως, επίσης, δεν έχει καμιά λογική να αποτελεί η Ελλάδα εξαίρεση από τη θεσμική ευρωπαϊκή κανονικότητα στις εργασιακές σχέσεις.
Γι’ αυτό και επιμένουμε σταθερά στην επαναφορά της αρχής της επεκτασιμότητας των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων, αλλά και της ρήτρας υπερίσχυσης της ευνοϊκότερης ρύθμισης.
Και εδώ, συντρόφισσες και σύντροφοι ξέρετε, δεν πρόκειται για μια ιδεολογική εμμονή της Αριστεράς, αλλά για αναγκαίες κινήσεις, ώστε επιτέλους στον τόπο μας να τερματιστεί το καθεστώς της γαλέρας, που επικράτησε στα χρόνια της κρίσης, με αποκλειστική ευθύνη των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ..
Και θα ήθελα να θυμίσω ότι οι ελαστικές σχέσεις εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατακόρυφα το 2013 και το 2014. Από το 38% του συνόλου των εργαζομένων, οι μερικώς απασχολούμενοι το 2014 εκτινάχθηκαν στο 57%.
Και αυτές είναι οι ευθύνες της κυβέρνησης του κ. Σαμαρά, τις οποίες σήμερα ο κ. Μητσοτάκης, όχι μόνο δεν τις αποποιείται, όχι μόνο δεν παίρνει κάποιες, έστω, μικρές αποστάσεις από αυτές τις πολιτικές επιλογές, αλλά αντίθετα, με την ομιλία του, από αυτό το βήμα πριν στην Κ.Ο. της Ν.Δ. επιβεβαίωσε ότι επιθυμεί διακαώς τη διαιώνιση αυτού του καθεστώτος.
Υπερασπίστηκε, για άλλη μια φορά, με πάθος τις απόψεις των πιο ακραίων δυνάμεων εκ των δανειστών. Και φυσικά και των πιο ακραίων δυνάμεων εκ των εργοδοτών.
Υπερασπίστηκε τις εργασιακές σχέσεις γαλέρας, που η παράταξή του δημιούργησε. Δίνοντας τη δυνατότητα σε όλη την ελληνική κοινωνία, για άλλη μια φορά, να καταλάβει καθαρά με ποιούς είναι και ποιά συμφέροντα εξυπηρετεί.
Και ξέρετε κάτι; Αυτό δεν είναι «μένουμε Ευρώπη», όπως έλεγε το 2015. Αυτό σημαίνει ότι γινόμαστε Μπανανία, όχι «μένουμε Ευρώπη», γιατί στην Ευρώπη άλλο καθεστώς επικρατεί.
Ούτε είναι ιδεολογικές εμμονές της Αριστεράς αυτές, όπως είπε.
Να σας θυμίσω ότι ο Πρόεδρος Γιούνκερ είχε υπογράψει κοινή δήλωση μαζί μου, το καλοκαίρι του 2015, για την ανάγκη επαναφοράς των συλλογικών διαπραγματεύσεων στην Ελλάδα.
Με την ομιλία του, λοιπόν, σήμερα, ο κ. Μητσοτάκης ήταν σαν να λέει προς τους σκληρούς εκ των δανειστών, προς τους σκληρούς του ΔΝΤ: «Μην υποχωρείτε. Κρατήστε γερά και συνεχίστε την προσπάθεια να εξαναγκάσετε την ελληνική κυβέρνηση να αποδιοργανώσει πλήρως την αγορά εργασίας». Αυτή ήταν η ομιλία του σήμερα.
Η στάση του αυτή, βέβαια, είναι βαθειά υπονομευτική και την ίδια στιγμή είναι και ορκισμένα αντιλαϊκή, ορκισμένα αντικοινωνική, ορκισμένα ταξική. Παίρνει για άλλη μια φορά τη θέση των ακραίων, που κάθονται απέναντι στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης και υπερασπίζεται τα συμφέροντα της μειοψηφίας, τα συμφέροντα των ολίγων.
Όμως, για άλλη μια φορά, όπως έγινε και τον περασμένο Μάη, δεν θα του γίνει το χατίρι. Και η αξιολόγηση θα κλείσει και η διαπραγμάτευση θα πετύχει.
Τις προηγούμενες μέρες καλύψαμε πολύ μεγάλο έδαφος. Και είμαστε σήμερα κοντά στην αναγκαία συμφωνία.
Οι διαφορές που απομένουν σε δημοσιονομικό, εργασιακά και ενεργειακά μπορούν να γεφυρωθούν, αν υπάρχει -και είμαι βέβαιος ότι υπάρχει - η θέληση, η πολιτική βούληση, κυρίως όμως η θέληση για την τήρηση όλων όσων υπογράψαμε, συμφωνήσαμε τον Αύγουστο του 2015.
Η αξιολόγηση, λοιπόν, θα κλείσει και θα κλείσει χωρίς υποχωρήσεις σε θέματα αρχών.
Και αυτό –ξέρετε- ως γνωστόν, είναι ο μεγαλύτερος εφιάλτης για τη Ν.Δ.. Γιατί αυτό που έχουν στο μυαλό τους και το αποδεικνύουν καθημερινά, δεν είναι το πώς ο τόπος θα φύγει επιτέλους από αυτή την καταστροφική δίνη, στην οποία, άλλωστε, οι ίδιοι μας έβαλαν, αλλά το μόνο που έχουν στο μυαλό τους είναι πώς θα καταφέρουν να επιστρέψουν στις καρέκλες της εξουσίας που με τόσο πόνο αποχωριστήκανε.
Γι΄ αυτό άλλωστε και δεν διστάζουν και πριν την πρώτη αξιολόγηση, αλλά και τώρα πριν την κρίσιμη δεύτερη αξιολόγηση και πριν την κρίσιμη συζήτηση για το χρέος να αδιαφορούν για το τι διακυβεύεται σε αυτή τη διαπραγμάτευση. Να προδικάζουν την αποτυχία, να εύχονται –θα έλεγα- την αποτυχία και να ζητάνε εκλογές.
Πρόκειται, προφανώς, για μια στάση ανεύθυνη, αλλά -εγώ σήμερα θα προσέθετα και θα μου επιτρέψετε να σας αναλύσω γιατί- και ταυτόχρονα εθνικά επιζήμια. Διότι θα έπρεπε να καταλαβαίνει ο κ. Μητσοτάκης ότι με αυτόν τον τρόπο δεν πιέζει την κυβέρνηση, αλλά θέτει σε κίνδυνο την ίδια την προσπάθεια για την έξοδο της χώρας από την κρίση.
Όμως εδώ πρέπει να είμαστε ειλικρινείς. Δεν είναι απλώς και μόνο ο υπερβάλλων αντιπολιτευτικός ζήλος που καθοδηγεί τον κύριο Μητσοτάκη.
Η στάση του είναι ενδεικτική ενός σαφούς πια πολιτικού σχεδίου.
Μιας στρατηγικής που έχει όνομα:
Και το όνομα αυτό είναι : 4ο Μνημόνιο.
Και θα εξηγήσω γιατί: Αυτό που επιδιώκει με πάθος είναι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων. Δηλαδή, η μη λήψη μέτρων για το χρέος και άρα ο αποκλεισμός της χώρας από το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ.
Αμφισβητεί την αναπτυξιακή προοπτική της ελληνικής οικονομίας ακόμα και κόντρα στις προβλέψεις όλων, που προβλέπουν ότι θα έχουμε 2,7% ανάπτυξη. Εγώ λέω ότι θα τους διαψεύσουμε θετικότερα, όπως πάντα τα τελευταία δύο χρόνια, για το 2017 αναφέρομαι. Κατηγορεί ως ιδεοληπτική την κυβέρνηση, επειδή υπερασπίζεται την κοινωνική πλειοψηφία και τους εργαζόμενους. Ταυτίζεται, για άλλη μια φορά, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, χωρίς να κρατά ούτε τα προσχήματα.
Επαναφέρει δε, και την φαντασιοπληξία του success story του κυρίου Σαμαρά – του κύριου συμμάχου του εντός Νέας Δημοκρατίας, αλλά αυτό είναι ένα άλλο θέμα, δεν μας απασχολεί – και ξεχνά ότι το 2014 η Ν.Δ. έφερε την προεδρική εκλογή τον Δεκέμβρη και όχι τον Μάρτη, όπως θα μπορούσε, διότι έτσι προέβλεπε το Σύνταγμα, ακριβώς επειδή έβλεπε μπροστά της το φάσμα της αποτυχίας του προγράμματος, που η ίδια είχε συμφωνήσει.
Άλλωστε, φάνηκε από τα άδεια ταμεία που παρέδωσε το 2015, αλλά και από την αποτυχία να πιάσει το στόχο του πρωτογενούς πλεονάσματος το 2014. Φάνηκε ότι το success story ήταν μια κακοπαιγμένη φάρσα σε βάρος του ελληνικού λαού.
Και σήμερα ζητά εκλογές, πάλι λίγο πριν από μια κρίσιμη αξιολόγηση, προεξοφλώντας μάλιστα ότι αυτή δεν θα κλείσει.
Αλλά ζητά εκλογές για ποιον ακριβώς λόγο; Για να πετύχει τι για τη χώρα; Μήπως έχει να μας πει ότι αυτός έχει κάποιο σχέδιο να διαπραγματευθεί καλύτερα; Όχι.
Το μόνο που έχει να μας πει είναι ότι ενδεχομένως θα συνεννοείται καλύτερα με τους δανειστές, γιατί δεν θα φέρνει καμία αντίρρηση σε τίποτα.
Αλλά αυτό που αποκρύβει είναι ότι σε μια τέτοια περίπτωση, δηλαδή σε ένα ενδεχόμενο αποτυχίας των διαπραγματεύσεων και της δεύτερης αξιολόγησης, που ενδεχομένως να οδηγούσε και σε εκλογές, όπως διακαώς ζητά η Ν.Δ., ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα αποτελούσε την τέλεια καταστροφή για την οικονομία.
Θα χάναμε οριστικά το τραίνο της ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά και της εξόδου της οικονομίας στις αγορές, της έγκαιρης εξόδου, δηλαδή πριν από τη λήξη του προγράμματος. Και σε αυτό το ενδεχόμενο, ποιά θα ήταν η μοναδική επιλογή για όποιον και αν ήταν στην κυβέρνηση;
Μα, προφανώς, όταν λήγει το πρόγραμμα (τα ζήσαμε) και δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στις αγορές για να δανειστείς, να ζητήσεις νέο δάνειο. Να, λοιπόν, το 4ο Μνημόνιο. Αυτό είναι το σχέδιο του κ. Μητσοτάκη.
Και πρέπει σήμερα να το κατανοήσουμε και να το πούμε με ειλικρίνεια στον ελληνικό λαό: Το σχέδιό του είναι να οδηγηθεί η χώρα σε αδιέξοδο, για να φέρει αυτός ένα ακόμη μνημόνιο, ρίχνοντας όμως, ως συνήθως, τις ευθύνες στους άλλους.
Και μην έχετε καμία αμφιβολία εδώ για το ποιοι θα είναι οι όροι του μνημονίου που ονειρεύεται ο κ. Μητσοτάκης: Άγρια λιτότητα και περικοπές, μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις, απολύσεις στο Δημόσιο, πλήρης απελευθέρωση των απολύσεων στον ιδιωτικό τομέα και κατεδάφιση (από ό,τι έχει απομείνει, ό,τι με νύχια και με δόντια περισώσαμε) της δημόσιας Υγείας και της δημόσιας Παιδείας.
Αυτό είναι το πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη. Και αυτό είναι το 4ο μνημόνιο, το οποίο το έχει έτοιμο. Πολλές πτυχές του έχει ήδη φανερώσει από την ομιλία του στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Και γι’ αυτό, λοιπόν, ζητά διαρκώς και επιμόνως εκλογές. Και γι’ αυτό το λόγο και σε κάθε θέμα, όχι μόνο στη διαπραγμάτευση, αλλά και σε άλλα θέματα, δυστυχώς και σε εθνικής σημασίας θέματα, υπονομεύει τόσο εξώφθαλμα την εθνική προσπάθεια.
Αλλά δεν θα του κάνουμε το χατίρι. Δεν πρόκειται να τον αφήσουμε. Δεν θα αφήσουμε τη χώρα και την κοινωνία να καταστραφεί για να έρθει αυτός να τη λεηλατήσει, μαζί με τον φίλο του τον κ. Βενιζέλο και τους ίδιους συνεργάτες και συνεργούς, που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία. Ο ΣΥΡΙΖΑ και ο ελληνικός λαός αυτό δεν θα το επιτρέψουν.
Το σχέδιό του, ευτυχώς για τον τόπο, είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Και αυτό, όχι μόνο γιατί η αξιολόγηση θα κλείσει, αλλά και γιατί πολύ σύντομα θα έχουμε θετικές εξελίξεις στο ζήτημα του χρέους.
Και έτσι θα κλείσει και η τρίτη πράξη του δράματος της περιβόητης πια αριστερής παρένθεσης.
Η προοπτική, όμως, της αποτυχίας αυτής της γραμμής, που ολοένα και περισσότερο γίνεται φανερή από το κλίμα που δημιουργείται σε διεθνές, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η αποτυχία –επαναλαμβάνω- αυτής της γραμμής, αντί να οδηγήσει τον κ. Μητσοτάκη σε αναδίπλωση και στην υιοθέτηση μιας συνεπούς και εποικοδομητικής αντιπολιτευτικής στρατηγικής - που θα είναι και σύμφωνη με την εικόνα του μεταρρυθμιστή που υποτίθεται ότι επιχειρεί να προβάλλει - αντί, λοιπόν, να τον οδηγεί σε αναδίπλωση, οδηγείται σε έναν ακόμη πιο επικίνδυνο πολιτικό παροξυσμό.
Και τα τελευταία επεισόδια αυτού του παροξυσμού, ο οποίος καθοδηγείται από την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ., που ολοένα και περισσότερο δείχνει τα δόντια της και ηγεμονεύει μέσα στην αξιωματική αντιπολίτευση, αφορούν το προσφυγικό ζήτημα. Ένα ζήτημα στο οποίο απαιτείται σύνεση, ευαισθησία, συνεννόηση.
Στο Προσφυγικό, αντί η ηγεσία της Ν.Δ. να συμβάλλει με τη στάση της στις υπεράνθρωπες προσπάθειες που καταβάλλουμε, ώστε να διαχειριστούμε μια δύσκολη κατάσταση που είναι πανθομολογούμενο ότι υπερβαίνει τις περιορισμένες δυνατότητες μιας μόνης χώρας, πόσο δε μάλλον μιας χώρας που έχει περάσει μια πρωτοφανή οικονομική κρίση και μόλις τώρα ανακάμπτει από αυτήν, αντί λοιπόν να συμβάλλει, προσπαθεί σε κάθε ευκαιρία να οξύνει την κατάσταση, να ρίχνει λάδι στη φωτιά.
Εκμεταλλευόμενοι τις πραγματικές και αναντίρρητες δυσκολίες στη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, οι κύριοι της Ν.Δ. επιχειρούν να πυροδοτήσουν αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών και των τοπικών αρχών στα νησιά που δέχονται τις προσφυγικές ροές και πιέζουν σε μια κατεύθυνση που γνωρίζουν πολύ καλά ότι θέτει σε κίνδυνο την ίδια την εφαρμογή της συμφωνίας Ε.Ε.- Τουρκίας.
Διότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι η αποσυμφόρηση των νησιών είναι μια διαδικασία που θέλει χρόνο και απαιτεί και κρίσιμες αποφάσεις που μπορεί καμιά φορά να είναι και δυσάρεστες, αλλά θα είναι ανακουφιστικές για τις τοπικές κοινωνίες.
Και γνωρίζουν, επίσης, ότι όποιος απομακρύνεται από τα νησιά, γιατί εκεί είναι το πρόβλημα (δεν είναι ότι δεν τους μεταφέρουμε, γιατί έχουμε κάποιο «καπρίτσιο») γνωρίζουν, λοιπόν, ότι όποιος απομακρύνεται από τα νησιά με βάση τη συμφωνία Ε.Ε. – Τουρκίας, δεν εμπίπτει πλέον στο πεδίο εφαρμογής της Συμφωνίας, δηλαδή δεν μπορεί να επιστρέψει, αν κριθεί από τις διαδικασίες που τηρούνται απαρεγκλίτως σύμφωνα με το διεθνές νομικό κεκτημένο, ότι δεν χρήζουν τα συγκεκριμένα άτομα προστασίας ασύλου.
Επομένως, η αποσυμφόρηση που είναι ανάγκη, πρέπει να γίνει συνδυασμένα, μεθοδευμένα, συγκροτημένα και με εξαιρετική προσοχή.
Και θα έλεγα ότι είναι το λιγότερο ανεύθυνο, αυτή τη στιγμή, η ηγεσία της Ν.Δ. να πρωταγωνιστεί σε πυροδότηση κοινωνικών αντιδράσεων που ξέρουμε πάρα πολύ καλά και ποιοι είναι οι φυσικοί αυτουργοί τους, αλλά και ποιοι θα καρπωθούν τα πιθανά πολιτικά οφέλη. Και αναφέρομαι σε μέλη, σε φίλους της ακροδεξιάς Χρυσής Αυγής. Αυτοί είναι οι φυσικοί αυτουργοί πολλές φορές. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ακροδεξιά θα καρπωθεί τη διολίσθηση της παράταξης της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε μια ατζέντα και ρητορική, η οποία ευνοεί την ακροδεξιά.
Από μεριάς μου θέλω να δηλώσω ότι αυτή η κυβέρνηση που για τη στάση της στο Προσφυγικό έχει πάρει τα συγχαρητήρια από όλο το δυτικό κόσμο, δεν πρόκειται να επιτρέψει να εξελιχθεί η προσφυγική κρίση από διεθνές ζήτημα σε εσωτερικό πρόβλημα, σε συγκρούσεις μεταξύ Ελλήνων και προσφύγων, όπως επιδιώκουν κάποιοι ακροδεξιοί κύκλοι είτε με την ανοχή, είτε με την ενθάρρυνση στελεχών της Ν.Δ..
Καταβάλαμε και συνεχίζουμε να καταβάλλουμε και θα καταβάλλουμε τεράστιες προσπάθειες για τη στήριξη των προσφύγων, αλλά και για την ενίσχυση των τοπικών κοινωνιών που δέχονται το βάρος αυτών των ροών και διαρκής μέριμνά μας είναι η άμβλυνση των αντιθέσεων και όχι η όξυνσή τους.
Και το επόμενο διάστημα θα αναλάβουμε συγκεκριμένες πρωτοβουλίες για τη στήριξη των νησιών μας, αλλά ταυτόχρονα θα δείξουμε στην πράξη και την αποφασιστικότητά μας για να διατηρηθεί η Συμφωνία.
Και ας μη ξεχνάμε ότι η Συμφωνία αυτή κρατιέται από μια κλωστή, όχι εξαιτίας δικών μας αβλεψιών και παραλείψεων, αλλά της διαρκούς έντασης που υπάρχει ανάμεσα στην τουρκική κυβέρνηση και την ευρωπαϊκή ηγεσία.
Τις τελευταίες μέρες, μάλιστα, παρακολουθούμε με ανησυχία και μια αδικαιολόγητη κλιμάκωση της έντασης αυτής σε ρητορικό τουλάχιστον επίπεδο από την πλευρά των γειτόνων μας και ειδικότερα σε ό,τι αφορά θέματα σεβασμού απέναντι σε διεθνείς συνθήκες, όπως αυτή της Συνθήκης της Λωζάνης. Πρέπει να πω ότι δείχνουμε ιδιαίτερη ευαισθησία.
Και θέλω να επαναλάβω για άλλη μια φορά: Η ελληνική κυβέρνηση δεν θα ανεχτεί τον απαράδεκτο ιστορικό και πολιτικό αναθεωρητισμό.
Η Συνθήκη της Λωζάνης δεν αμφισβητείται από κανέναν στη διεθνή κοινότητα και αυτό πρέπει να το κατανοήσει καλά και η Τουρκία.
Και ταυτόχρονα να κατανοήσει ότι η Ελλάδα είναι μια φίλη χώρα και θα συνεχίσει να οικοδομεί την πολιτική οικοδόμησης σχέσεων εμπιστοσύνης υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι την ίδια στάση θα τηρεί και η Τουρκία.
Από τη δική μας πλευρά, δεν έχουμε τη διάθεση να αμφισβητήσουμε τα δεσμευτικά νομικά κείμενα που αποτελούν τους πυλώνες των σχέσεών μας, αλλά την ίδια στιγμή δεν πρόκειται να επιτρέψουμε σε οποιονδήποτε να το αμφισβητεί.
Θα είναι, λοιπόν, για όλους καλό, σε μια ευρύτερα ταραγμένη και αποσταθεροποιημένη περιοχή, και η Τουρκία να ακολουθήσει το δρόμο της σύνεσης και της συνεννόησης. Θα είναι και προς το συμφέρον της ευρύτερης περιοχής –το λέω με ειλικρίνεια και το πιστεύω- και προς το συμφέρον της Τουρκίας.
Ειδικά αυτή την περίοδο που για πρώτη φορά υπάρχουν, παρά την προχθεσινή εξέλιξη, που είναι ένα εμπόδιο, υπάρχουν όμως –επιμένω- προϋποθέσεις για την επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Που όπως όλοι γνωρίζουμε, αποτελεί ένα διεθνές και όχι διμερές πρόβλημα. Ένα διεθνές πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής του βόρειου τμήματος του νησιού.
Η ελληνική κυβέρνηση, ακολουθώντας την πάγια εθνική στρατηγική, υποστηρίζει με προσήλωση την προσπάθεια των δύο κοινοτήτων για την εξεύρεση λύσης στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ, στο πλαίσιο όμως και της ιδιότητας της Κύπρου ως κράτους- μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Και είναι ακριβώς γι’ αυτό το λόγο που βρισκόμαστε σε διαρκή και στενή επικοινωνία με την κυπριακή κυβέρνηση, παρακολουθώντας από κοντά την εξέλιξη των διαβουλεύσεων, χωρίς όμως να παρεμβαίνουμε. Στο μόνο όπου θα έχουμε άποψη και δικαίωμα χειρισμού, είναι το θέμα της ασφάλειας και των εγγυήσεων. Και βεβαίως όλοι γνωρίζουν ότι όποια κατάληξη υπάρξει, θα τεθεί στην κρίση του κυπριακού λαού.
Αυτήν ακριβώς τη στάση επιβεβαίωσα και στη χθεσινή μου επικοινωνία με τον Κύπριο Πρόεδρο Αναστασιάδη, ο οποίος με ενημέρωσε αναλυτικά για την εξέλιξη των συνομιλιών και για τους λόγους που δεν επέτρεψαν μια συμφωνία κατά τις διαβουλεύσεις της Ελβετίας, που αφορούσαν το εδαφικό και το περιουσιακό.
Με τον Κύπριο Πρόεδρο συμφωνήσαμε, εξάλλου, ότι δεν έχει κανένα νόημα τώρα και δεν είναι η δική μας πρόθεση να παίξουμε αυτό το blame game, την επίρριψη των ευθυνών. Αυτό που προέχει για μας είναι να συνεχιστεί η προσπάθεια και να καθοριστούν με προσοχή τα επόμενα βήματα, ώστε να έχουμε σύντομα θετικές εξελίξεις και σε αυτό το μέτωπο.
Σύντροφοι και Συντρόφισσες,
Όπως είχα πει και στο πρόσφατο Συνέδριό μας, βρισκόμαστε σε μια περίοδο που όλα τα μέτωπα είναι ανοιχτά.
Το μέτωπο της διαπραγμάτευσης, το μέτωπο του Προσφυγικού, το μέτωπο του Κυπριακού, τα ζητήματα διεθνούς ασφάλειας που αφορούν την περιοχή μας και βεβαίως το μέτωπο της οικονομίας.
Παρά τις καταστροφολογικές και κινδυνολογικές προβλέψεις της αντιπολίτευσης, είναι πλέον γεγονός ότι η ελληνική οικονομία έχει περάσει σε φάση ανάκαμψης.
Το ζήτημα είναι να εμπεδώσουμε αυτή την πορεία και να ληφθούν οι απαραίτητες αποφάσεις για την μακρόπνοη σταθεροποίηση των οικονομικών μεγεθών, ώστε να μπορέσουμε, όχι απλά να ακολουθήσουμε μια αναπτυξιακή πορεία, αλλά αυτή η πορεία να αντανακλάται και στην καθημερινότητα των πολιτών.
Για να μετατρέψουμε την ανάπτυξη και τα νούμερα σε δίκαιη ανάπτυξη και σε οφέλη χειροπιαστά για τους αδύναμους συμπολίτες μας.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινείται και ο Προϋπολογισμός, που το υπουργείο των Οικονομικών κατέθεσε στη Βουλή και αφορά το 2017.
Παρά τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, που ήταν όμως γνωστοί πριν από τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, έχουμε καταφέρει να κάνουμε κινήσεις, οι οποίες στοχεύουν στη στήριξη εκείνων που έχουν περισσότερο ανάγκη μετά από τις καταστροφικές πολιτικές της πενταετίας 2010-2014.
Δεν θα πάρω πολύ χρόνο να σας πω κάποια μεγέθη. Έχει σημασία. Ο Προϋπολογισμός αυτός προβλέπει ανάπτυξη 2,7% το 2017 και υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα.
Είναι δεδομένο ότι η υπέρβαση του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα αποτελεί ένα δύσκολο στόχο, όχι γιατί τα δεδομένα της οικονομίας δεν το βοηθούν, κάθε άλλο, αλλά γιατί η ελληνική κοινωνία έχει επιβαρυνθεί δυσανάλογα τα χρόνια της καταστροφικής πενταετίας.
Ωστόσο, με τον Προϋπολογισμό που καταθέσαμε, αυξάνουμε για ακόμη ένα έτος τις δαπάνες για την υγεία, αυξάνουμε τις δαπάνες για την παιδεία και την κοινωνική προστασία κατά 300 εκατομμύρια ευρώ, δίνουμε 760 εκατομμύρια για το κοινωνικό εισόδημα αλληλεγγύης που θα αποτελεί ένα μικρό αλλά σημαντικό στήριγμα για 250.000 οικογένειες. Και μάλιστα, όλα αυτά χωρίς άσκοπες και επώδυνες περικοπές επιδομάτων, ενώ προβλέπουμε και 100 εκατομμύρια για την αποπληρωμή χρεών υπερχρεωμένων νοικοκυριών που έχουν αντικειμενική αδυναμία εξυπηρέτησης του χρέους τους.
Έχουμε πλήρη επίγνωση ότι όλα αυτά δεν είναι αρκετά. Ξέρουμε ότι έχουμε πολύ δρόμο να διανύσουμε για να επουλώσουμε τις πληγές και να κρατήσουμε όρθια την κοινωνία στον αγώνα της για την έξοδο από την κρίση.
Αλλά νομίζω ότι δίνουμε καθημερινά δείγματα γραφής με ποιους είμαστε και πώς προσπαθούμε. Και αυτά τα δείγματα γραφής πρέπει να τα υποστηρίξουμε και να τα αναδείξουμε στην κοινωνία, συντρόφισσες και σύντροφοι.
Έχουμε σήμερα ανάγκη περισσότερο από κάθε άλλη φορά να βγούμε από τα γραφεία μας, από τη Βουλή, από το Μέγαρο Μαξίμου, από τα υπουργικά γραφεία, από τα βουλευτικά γραφεία, από τα κομματικά γραφεία και να σταθούμε δίπλα στους ανθρώπους, που θα έχουν να μας πουν και τα παράπονά τους, που θα έχουν να μας πουν και την κριτική τους. Αλλά θέλω να είμαστε δίπλα τους ως αποκούμπι, ως στήριγμα, για να αφουγκραστούμε τα προβλήματα, να μοιραστούμε τις προσδοκίες του κόσμου της εργασίας. Αλλά και να προβάλλουμε το πολιτικό έργο μας. Διότι προβάλλονται μονάχα αρνητικές ειδήσεις και αυτό το γνωρίζουμε.
Πρέπει, λοιπόν, η Κοινοβουλευτική Ομάδα, το κόμμα να μπει σε διάταξη κινητοποίησης, σε διάταξη μάχης, προκειμένου να σταθούμε δίπλα στην ελληνική κοινωνία. Και αυτό, νομίζω, ότι αφορά όλες και όλους, όσοι βρισκόμαστε σε αυτήν εδώ την αίθουσα.
Δεν έχουμε την πολυτέλεια να παρακολουθούμε τις εξελίξεις. Πρέπει να τις συνδιαμορφώσουμε. Και ξέρετε, είμαι απόλυτα βέβαιος ότι όλοι και όλες, όσοι βρισκόμαστε εδώ και η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού ταυτόχρονα, παρά το γεγονός ότι υπάρχει απογοήτευση, όχι γιατί ξέρουν ότι υπήρχαν άλλες επιλογές, αλλά γιατί υπήρχε μια ελπίδα πιο γρήγορης ανάκαμψης της οικονομίας, ξέρουν όμως ότι το να αφήσει κανείς στη μέση του ποταμού την προσπάθεια και να γυρίσει πίσω, είναι η μοναδική εκδοχή της αποτυχίας. Βρισκόμαστε στη μέση. Θα κολυμπήσουμε να βγάλουμε τη χώρα, να βγούμε στην άλλη μεριά της όχθης, για να βγάλουμε τη χώρα από την κρίση.
Έχουμε την αποφασιστικότητα να περάσουμε απέναντι και να οδηγήσουμε τη χώρα στην έξοδο από την κρίση, όχι σε ό,τι αφορά τους αριθμούς και τους δείκτες με τους οποίους ασχολούνται οι οικονομολόγοι, αλλά κυρίως και πάνω απ΄ όλα σε ό,τι αφορά τους πολίτες, τους αδύναμους, τα καθημερινά προβλήματα.
Δεν ξεχνάμε ότι ο μεγάλος μας στόχος είναι να κάνουμε πράξη τη μεγάλη υπόσχεση: Ο ΣΥΡΙΖΑ να μην είναι μια ακόμη κυβέρνηση της κρίσης, αλλά η κυβέρνηση που έβγαλε τη χώρα από την κρίση. Και αυτό σημαίνει ότι θα είναι η κυβέρνηση κατά τη διάρκεια της οποίας θα απαλλαγούμε οριστικά από το μνημόνιο και από την επιτροπεία.
Αυτό είναι το μοναδικό πολιτικό σχέδιο που έχει πιθανότητες επιτυχίας. Και η επιτυχία εξαρτάται εν πολλοίς από τις δικές μας και από τις δικές σας προσπάθειες, από τις προσπάθειες του καθενός και της καθεμιάς. Και είμαι βέβαιος ότι θα τα καταφέρουμε.
Σας ευχαριστώ.