Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2016

Πρώτιστο μέλημα η Δικαιοσύνη! Μπουχαχαχαχαχαχαχαχ!

Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης

Συγκεντρώθηκαν, λέει, οι δικαστές και οι εισαγγελείς μαζί με τους ηγέτες όλων των πωλητικών κωμάτων και μίλησαν για τη Δικαιοσύνη. Πόσο πολύ πονούν που....
γίνονται παρεμβάσεις στο έργο της μέχρι και από ποδοσφαιρικές ομάδες είπαν οι πωλητικοί. Πόσο υποφέρουν που δεν τους αφήνουν να κάνουν τη δουλειά τους αντικειμενικά, αμερόληπτα, απροσωπόληπτα, αδέκαστα, άτεγκτα κ.λπ. είπαν οι δικαστές.
Κάποιος Πικραμμένος, τέως Πρόεδρος του ΣτΕ και πρωθυπουργός [υπηρεσιακός], είπε ότι δεν διαφαίνεται δυνατότητα να αυξηθεί με νομοθετική ρύθμιση το όριο ηλικίας για συνταξιοδότηση των δικαστών βάσει τους ισχύοντος Συντάγματος. Μείζον θέμα τούτο για την ….. ορθή απονομή της Δικαιοσύνης από τότε που το έθεσε η κ. Θάνου στον πρωθυπουργό. Όταν ένας άνθρωπος που έχει φθάσει στο ανώτατο δικαστικό αξίωμα και έχει διατελέσει και πρωθυπουργός μασάει τα λόγια του, τί να πει ο απλός πολίτης; Θα περίμενα να πει «το Σύνταγμα απαγορεύει την αύξηση του ορίου ηλικίας. Μόνον με αναθεώρησή του μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο. Υπάρχουν, όμως, πολύ σημαντικότερα ζητήματα που περιμένουν εδώ και πολύ καιρό συνταγματική αναθεώρηση, όπως του άρθρου 86 περί ευθύνης υπουργών και των άρθρων 61-62 περί ασυλίας των βουλευτών». Δεν το είπε έτσι όμως. Διότι ήθελε να είναι και με τον αστυφύλαξ και με τον χωροφύλαξ. Για να γίνεται κουβέντα. Όπως ανέκαθεν.
Παρεμπιπτόντως: τί έγινε με την περίφημη «επιτροπή Κιμούλη» για το Σύνταγμα; Έχουν συμπληρωθεί 2 μήνες από τη σύστασή της και δεν άκουσα τίποτε. Συνεδρίασε ποτέ; Αν ναι, πόσες φορές; Και τί συζητήθηκε; Ποιές προτάσεις έκανε ο κ. Κιμούλης; Η κ. Δούρου;

Ας αντιγράψω εμαυτόν, όμως.
http://makpress.blogspot.gr/2015/01/3-1.html
11.01.2015
Ενόψει εκλογής πακέτου 3 σε 1 [νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής εξουσίας]

Όλως τυχαίως έπεσε στα χέρια μου ένα βιβλίο των εκδόσεων GUTENBERG με τον τίτλο «ΒΑΤΟΠΕΔΙ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ-ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ, Στο Βα(λ)τοπέδι δεν είχε .. λακέρδα». Συγγραφέας ο Ηλίας Ν. Κολιούσης. Έτος έκδοσης 2012. Τράβηξε το ενδιαφέρον μου ο τίτλος. «Τι ‘ναι τούτο πάλι;» αναρωτήθηκα. Πού τη θυμήθηκαν αυτή την ιστορία μετά από τόσα χρόνια, προπάντων όταν όλοι πλέον διατυμπανίζουν ότι «δεν υπήρχε σκάνδαλο Βατοπεδίου» και ότι το δήθεν σκάνδαλο απλώς χρησιμοποιήθηκε για να πληγεί η κυβέρνηση Καραμανλή. Ούτε το όνομα του συγγραφέα μού θύμιζε κάτι. Είχε καταβυθισθεί μέσα στην πακτωμένη από τα Μνημόνια μνήμη μου.

Το άνοιξα και διάβασα στη διπλωμένη προέκταση του εξώφυλλου ποιός είναι ο συγγραφέας. Είναι ο Εισαγγελέας που χειρίσθηκε την υπόθεση «Βατοπεδίου» και εξ αιτίας της οποίας παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα μη συμμορφωθείς προς τας υποδείξεις των ανωτέρων του. Αυτή η επισήμανση αρκούσε. Άρχισα να το διαβάζω. Μονορούφι που λένε. Δεν χόρταινα να διαβάζω. Σε κάθε διάλειμμα σκεφτόμουν: «πώς και δεν είχα ακούσει τίποτε γι’ αυτό το βιβλίο; Πώς και δεν το ανέδειξε κάποιος από αυτούς που κόπτονται για την ακριβοδίκαιη απονομή δικαίου από μία ανεξάρτητη Δικαιοσύνη, όπως ανέκαθεν επιτάσσει το Σύνταγμα; Πώς και δεν το έκαναν σημαία οι ενώσεις δικαστών και εισαγγελέων σε κάθε ευκαιρία που στηλίτευαν τις κυβερνητικές επιλογές για δραστική μείωση των αποδοχών των μελών τους; Πώς και καμμία από αυτές τις ενώσεις δεν βράβευσε το συγκεκριμένο βιβλίο σε ειδική τελετή προς τιμήν του συγγραφέως του; Πώς και δεν βρέθηκε κανείς ευπατρίδης να το τυπώσει σε εκατομμύρια αντίτυπα και να το διανείμει δωρεάν στον λαό; Πώς κανένα από τα κόμματα που διεκδικούν την επιλογή μας την 25.01.2015 δεν το προέβαλε με το σύνθημα «εμείς θα το διορθώσουμε όλα αυτά. Εμείς θα καταστήσουμε τη Δικαιοσύνη πραγματικά ανεξάρτητη;». Δεν αναφέρομαι, βέβαια, στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ. Ούτε στο ΚΙΔΗΣΟ. Αυτά είναι κόμματα που ζωγραφίζονται στο βιβλίο χωρίς ανάγκη ονομαστικής αναφοράς τους. Αρκεί καθώς το διαβάζει κανείς να σκεφτεί ποιός κυβερνούσε, όταν διαδραματίζονταν τα γεγονότα που περιγράφονται με τόση ακρίβεια, γλαφυρότητα και παραστατικότητα στις 200 σελίδες του. Αναφέρομαι στο «Ποτάμι», στους «ΑΝΕΛ», στον ΣΥΡΙΖΑ και στα άλλα κόμματα που ευαγγελίζονται μία εκ θεμελίων αλλαγή της Δημόσιας Διοίκησης, την εφαρμογή, επί τέλους, των νόμων και των κανόνων επ’ αγαθώ του πολίτη, την επάνοδο του ήθους στην πολιτική δράση χωρίς τη φενάκη του νομότυπου. Με λίγα λόγια, αναφέρομαι σε αυτούς που θέλουν να κυβερνήσουν για να καταργήσουν το κράτος της ρεμούλας με τους μεγάλους, μικρούς και λιλιπούτειους πελάτες, στους οποίους υποψήφιους κυβερνήτες ασφαλώς και δεν καταλέγονται εκείνοι που το θεμελίωσαν, το ανέθρεψαν και χάρη στο οποίο μεσουράνησαν, αλλά τώρα υπόσχονται υποκριτικά ότι θα το καταργήσουν, θέλοντας να πιστέψουμε πως θα κόψουν το κλαδί πάνω στο οποίο κάθονται τόσα χρόνια.

Ας πάω, όμως, στο βιβλίο. Χωρίζεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος ο Εισαγγελέας Κολιούσης περιγράφει τον σύμφωνο με τον νόμο και το Σύνταγμα άψογο τρόπο που πορεύθηκε χειριζόμενος την υπόθεση Βατοπεδίου και το όλο σκηνικό που τον οδήγησε στην έντιμη έξοδο από ένα σάπιο δικαστικό σώμα. Στο δεύτερο μέρος δίνει με αδιάσειστα στοιχεία και επιχειρήματα το δίκηο του Δημοσίου και το άδικο της Μονής. Στο τρίτο μέρος παραθέτει τα νομικά κείμενα, στα οποία στηρίζεται η όλη επιχειρηματολογία του, ώστε ο νομικός αναγνώστης να είναι σε θέση να εκτιμήσει τη νομική διάσταση του θέματος με δεδομένη την αρχή «ουδεμία νομική άποψη απροσμάχητη».
Διαβάζοντας, λοιπόν, το βιβλίο έχει ο αναγνώστης μπροστά του ανάγλυφο τον τρόπο που γίνονται οι παρεμβάσεις των ανώτατων κλιμακίων της Δικαστικής εξουσίας προς τα υποκείμενα αυτής είτε βάσει εντολών της εκτελεστικής εξουσίας είτε βάσει της εικαζομένης βούλησής της. Έχουμε διαβάσει περιγραφές παρεμβάσεων των ανωτέρων προς τους κατωτέρους, αλλά τόσο παραστατική περιγραφή εγώ δεν έχω διαβάσει ποτέ. Ως νομικός μπορούσα να φαντασθώ πώς γίνονται οι παρεμβάσεις. Διαβάζοντας δικαστικές αποφάσεις, κυρίως του Αρείου Πάγου, εισαγγελικές γνωμοδοτήσεις και άλλα κείμενα εκπορευόμενα από τους θεράποντες της Θέμιδος, είμαι σε θέση να διαγνώσω αμέσως αν μία απόφαση εμπεριέχει αμερόληπτη κρίση βαδίζουσα επί των σιδηροτροχιών της νομιμότητος ή αν η απόφαση εξυπηρετεί κάποια σκοπιμότητα ή κάποιο ισχυρό συμφέρον. Ας δώσω ένα παράδειγμα: ο Άρειος Πάγος έχει εκδώσει κατά καιρούς π.χ. είκοσι αποφάσεις, με τις οποίες λύνει με ένα συγκεκριμένο τρόπο ένα νομικό ζήτημα. Οι αποφάσεις αυτές αποτελούν πλέον αυτό που ονομάζουμε «πάγια νομολογία», εξ ου και γνωρίζει κάθε δικηγόρος ότι αν πάει κόντρα σ’ αυτή τη νομολογία, απλώς θα σπάσει τα μούτρα του. Αίφνης όμως ο Άρειος Πάγος εκδίδει την εικοστή πρώτη απόφαση, με την οποίαν αλλάζει γνώμη και κρίνει αντίθετα με αυτά που είχε κρίνει με τις είκοσι προηγούμενες αποφάσεις. Εκεί αρχίζει κανείς να υποψιάζεται ότι κάτι συμβαίνει. Αν είναι καλόπιστος, μπορεί να πει ότι ίσως υπό τις σημερινές συνθήκες, αφού οι εποχές αλλάζουν, να θεώρησε επιβεβλημένο ο Άρειος Πάγος να αλλάξει τη νομολογία του και να τη στρέψει προς άλλη κατεύθυνση προσαρμοσμένη στα σημερινά δεδομένα. Μετά από ένα χρόνο, όμως, εκδίδει ο Άρειος Πάγος τη, εικοστή δεύτερη απόφαση επί του αυτού νομικού ζητήματος και επανέρχεται στη γνώμη που αποτελούσε την πάγια νομολογία του μέχρι την έκδοση της εικοστής πρώτης απόφασης. Μη μου πείτε ότι είναι ο σκύλος που κάνει νιάου-νιάου στα κεραμίδια.


Ξεστράτισα, όμως. Διαβάζοντας το βιβλίο ένοιωθα την πίεση και τη φόρτιση του συγγραφέως, ο οποίος μαζί με την άλλη συνάδελφό του την κ. Σωτηροπούλου, δεχόταν τις πιέσεις των ανωτέρων του για τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, μέχρι που αμφότεροι αποφάσισαν να κάνουν αυτό που κάνουν οι έντιμοι άνθρωποι. Να πάψουν ν’ ασχολούνται με μια Δικαιοσύνη που όζει. Με μια Δικαιοσύνη που κινείται εκτός συνταγματικών πλαισίων απονεμόμενη από ανθρώπους που έχουν αποδεχθεί ότι έχουν μια καλή θέση με καλές απολαβές, έχουν οικογένεια να θρέψουν και δεν είναι εποχές για ηρωισμούς. Απονεμόμενη με λίγα λόγια από καλοπληρωμένους και άκρως εξειδικευμένους δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι δεν πρόκειται να πάθουν και τίποτε αν κάνουν κάπου–κάπου τα στραβά μάτια, αφού δεν είναι δα αυτοί οι ταγμένοι να αλλάξουν τον κόσμο.
΄Εμαθα, όμως, και ορισμένα νομικούλια διαβάζοντας αυτό βιβλίο. Ένα από αυτά αξίζει να το αναφέρω, επειδή είναι εύληπτο και στους μη νομικούς. Είμαι βέβαιος πως όλοι έχουμε ακούσει για το περίφημο τεκμήριο της αθωότητος που μπήκε στη ζωή μας τα τελευταία είκοσι χρόνια με τους κόπους, όπως φαινόταν, έγκριτων δικηγόρων και διαπρεπών δικαστών που επικαλούνταν στα κανάλια τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα οποία προασπίζει η Σύμβαση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Αυτό το τεκμήριο είναι πλέον καραμέλα στα χείλη παντός, αδαούς και μη. Και εκπορεύεται από τη Σύμβαση αυτή. Έλα, όμως, που δεν είναι έτσι, αφού, όπως μας πληροφορεί ο Εισαγγελέας Κολιούσης, η αρχή αυτή φιγουράρει στο άρθρο 15 του Συντάγματός μας του 1827 που όριζε: «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος». Και μόνον γι’ αυτή την πληροφορία άξιζε να διαβάσω το εκπληκτικό αυτό βιβλίο.

Το συνιστώ εκθύμως. Αγοράστε το και διαβάστε το. Θα καταλάβετε πώς λειτουργεί η Δικαιοσύνη και ασφαλώς θα αναρωτηθείτε, αν θέλετε μία τέτοια Δικαιοσύνη όσο θα πλησιάζετε στην κάλπη.
Δεν χρειάζεται να γράψω άλλα. Σκέφτηκα να τελειώσω με τη φράση «Η Δικαιοσύνη στο απόσπασμα» παραφράζοντας τον τίτλο βιβλίου του Ανδρέα Παπανδρέου.* Όμως δεν θα ακριβολογούσα. Προτιμώ τον τίτλο «Η Δικαιοσύνη αιμάσσουσα». Όσο και αν ενώσεις δικαστών καταγγέλλουν την εκτελεστική και τη νομοθετική εξουσία ότι αποσπούν από τα χέρια της Δικαστικής εξουσίας επίορκους που έχουν βλάψει ποικιλοτρόπως το δημόσιο συμφέρον, δηλαδή τον λαό. Αντί να προβαίνουν σε τέτοιες καταγγελίες, επ’ ευκαιρία διαμαρτυριών τους για την περικοπή των αποδοχών τους πρέπει να πω, ας διοργανώνουν ημερίδες, στις οποίες θα διατρανώνουν προς πάσα κατεύθυνση ότι ουδείς δικαστικός λειτουργός θα παραβεί ποτέ τον όρκο του και πως αν κάποιος πιεσθεί να το πράξει, θα είναι αυτές οι ενώσεις που σύσσωμες θα διαμαρτυρηθούν και θα τον προστατεύσουν επιβάλλοντας στην εκτελεστική εξουσία να μην επεμβαίνει στα έργα της δικαστικής παραβιάζοντας το Σύνταγμα.

Αλλά και πάλι κάτι με έτρωγε να κλείσω διαφορετικά το αρθρίδιο τούτο. Να κλείσω αφιερώνοντας μία σελίδα από τον επίλογο του βιβλίου στους αντιπροσώπους του Έθνους που διεκδικούν και πάλι την ψήφο μας, αφού έχουν ψηφίσει τον νόμο για το ΤΑΙΠΕΔ και παρακολουθούν αυτάρεσκα το ξεπούλημα της δημόσιας περιουσίας. Αλλά και σ’ εμάς, των οποίων εικόνα και ομοίωση είναι οι αντιπρόσωποι του Έθνους, στο «παντοδύναμο» εκλογικό σώμα που εξακολουθεί να τείνει ευήκοον ους στις Σειρήνες της ψεύτικης αλήθειας και της ανεύθυνης ευθύνης, επειδή έχει μάθει να μην ταυτίζει το καλώς εννοούμενο δημόσιο συμφέρον με το δικό του συμφέρον και να καταλήγει να προσεύχεται να μειωθεί ο ΕΝΦΙΑ και ο ΦΠΑ, να αυξηθεί ο μισθός του και η σύνταξή του και το εφάρπαξ του, κι’ ας πουληθεί κι’ η Ακρόπολη ρε αδερφέ. Τελειώνει, λοιπόν ο Εισαγγελέας Κολιούσης ως εξής:

«Παντού και πάντα η ισότητα στην πράξη ήταν και μάλλον θα εξακολουθήσει να είναι το ζητούμενο.
Ο θεσμός της Δικαιοσύνης, διαχρονικά, είχε ως έργο της και αυτήν την επιδίωξη. Να επιλύει δηλαδή τις όποιες παρεκτροπές από τους κανόνες, τις διαφορές και διενέξεις κατά τρόπο «τυφλά αντικειμενικό».
Έργο δύσκολο. Ιδίως σε κοινωνίες υπό διαμόρφωση, με το πολιτικό τους προσωπικό να έχει καθιερώσει συνταγματικά την αθωότητά του, για λαούς που βράζουν και δεν έχουν εμπιστοσύνη σε κανέναν και για τίποτε. Όπως για παράδειγμα τη δική μας κοινωνία, που, εκτός των άλλων, ένα μεγάλο τμήμα της επιθυμεί τη γρήγορη και κατά το δυνατόν άκοπη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης. Πώς τώρα είναι δυνατόν να γίνει αυτό από μέρα σε μέρα; Δεν γίνεται διαφορετικά, κάποιος πρέπει να χάσει για να ωφεληθούν κάποιοι άλλοι οικονομικά.
Και ποιος μπορεί να είναι αυτός;
Μα η περιουσία του Δημοσίου και η δημόσια περιουσία.
Τα δύο αυτά μεγέθη, που δεν είναι και απολύτως ευδιάκριτα, τα διαχειρίζονται με απόλυτο ζήλο και ευθύνη οι διαχειριστές τους: Δηλαδή το υπεύθυνο πολιτικό προσωπικό, που με ελεύθερες εκλογές, στο πλαίσιο λειτουργίας του δημοκρατικού μας πολιτεύματος, επιλέξαμε.
Φυσικά, στη συνεχή μάχη με μεγάλο τμήμα της κοινωνίας που επιθυμεί να αποκτήσει τμήμα κυρίως της ακίνητης περιουσίας του Δημοσίου, οι διαχειριστές δεν τα πολυκαταφέρνουν».

Πάντα επίκαιρος! «Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι’ όλα τα ίδια μένουν»! Έρμη πατρίδα!

Σώτος

*Δεν αντέχω να μη σημειώσω ότι, δυστυχώς, η Δημοκρατία του ιδίου και των επιγόνων του δεν έχει ακόμη στηθεί στο απόσπασμα. Κάποτε πρέπει να γίνει κι’ αυτό.