Σάββατο 19 Οκτωβρίου 2019

ΣΕΦ ...ΙΣΤΟΡΡΡΙΑ !!!!!!

Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας

Είναι γνωστόν τοις πάσι , ακόμα και στους στόκους πάσης φύσις να πούμε, πως άπαξ και είσαι σεμαντικός (τώρα δω παίρνει και πολύ νερό το πράμα) κι έχεις παίξει ρόλο στα πράγματα γενικότερα , ούλο και κανά άγαρμα θα σε κάνουν να στέκεσαι μπάστακας μέρα νύχτα, να σε καταθέτουν στεφάνια οι....
  '' να τους κάψει το σκόρδο'' επίσημοι ,να σε κατουράνε οι σουρoμενάκηδες και να γράφουν τις μαλακίες τους με σπρέι οι προδευτικάριοι και τα χουλιγκάνια .

Ούλο και κάνα δρόμο θα ονοματίσεις , να τρακάρουν οι οδηγάρες και να μαλλιοτραβιούνται οι θείτσες , ούλο και σε καμιά πλατέα θα μοστράρεις, όπου θ αράζουν κοπρόσκυλα δίποδα ή τετράποδα και συνταξιούχοι με προστάτη, ζάχαρο και φουλ χοληστερίνη, ούλο και κάποιος νταραβερτζής θα πει το στόρι σου με το αζημίωτο φυσικά .

Σιγουράντζα θα υπάρξει συγγραφεύς να γράψει τα πεπραγμένα σου, να κονομήσει ο καλιτέγνης , κανάς βαθυστόχαστος αναλυτής , οπούχει γεμίσει ο τόπος από τέτοιους Παναγία μου, να μας πρήξει τα ούμπαλα με τα καθέκαστα σου , ήγουν όλο και θα βρεθεί ένας τις, να σε στείλει στο μέλλον, να σε χαράξει στη μνήμη ,να γενείς σεμείο αναφοράς και παράδειγμα για τις επόμενες γενεές ,να λένε ''όπως είπε κι ο τάδε'', ''ως έπραξε ο δείνα'' , ''πούσαι ρε γίγαντα '', ''αχχ δεν υπάρχουσι πια τέτοιοι άντρτηδι με κάτι α.....α ναααα!!! με το μπαρδόν'' και άλλα παρόμοια έμορφα κι ωραία όπου δείχνουσιν πως δεν περπάτησες σ αυτή τη γη και τον ντουνιά ετούτον στο τζαμπαντάν , αλλ' ακούμπηξες έστω και ξώφαρτσα σ αυτούνο το μεστήριο πράμα όπου το λένε δόξα.

Νομίζω;

Ναι και προχώρει.

Γω πάλι ο Μήτσος Τούφας σαφώς και μη τυγχάνων τίποτις απ τα παραπάνω, είπα να γράψω έτσι στα σκέτα, στα '' άνευ ουσίας άνευ σημασίας'' που έλεγε κι ο Πουλίκας, για το λίγο , το μικρό , το τίποτις που λένε, για το αγριόχορτο της γωνίας να πούμε, όπου φυτρώνει μοναχό του , μεγαλώνει , ανθίζει ,μαραίνεται , πεθαίνει και κανένας δε νοιάζεται ούτε καν να ρωτήξει '' πως το λένε τούτο δω το χορτάρι ρε αδερφέ ;''

Έτσι το λοιπόν έγραψα την ιστορία για κάποιονα..... Ιστορία, όπως μου τη διηγήθηκε φίλος.

Ψέματα , αλήθεια ο θεός κι η ψυχή του.

''Γιατί μπαμπά'' , ρώτηξε ο πιτσιρίκος τον πατήρ του, ''όταν ερχόμαστε στο χωριό και βρίσκεις τους φίλους σου μιλάτε έτσι που κανένας άλλος δεν σας καταλαβαίνει και ξεκαρδίζεστε με τις ώρες με πράγματα που οι άλλοι δε γελάνε ; .Τι είναι αυτό το..... Ιστορία και το.... Σεφ!!! που προσφωνείτε ο ένας τον άλλον ;''

''Χαζά πράγματα που μοιραζόμαστε με ανθρώπους που μεγαλώσαμε μαζί .Απ αυτά τα μικρά κι ασήμαντα που βοηθούν τις φιλίες ν αντέχουν στο χρόνο.

Το συγκεκριμένο που ρωτάς πάντως ,συνέβη όταν ήμουν στην ηλικία σου πάνω κάτω , κει προς τα τέλη της δεκαετίας του εβδομήντα, σ ένα χωριό που κουβαλούσε ήδη μια δεκαετία τουριστικής ανάπτυξης ,λέμε τώρα, όταν στη ντάλα ζέστη του μεσημεριού και κάπου ανάμεσα στους ημίγυμνους τουρίστες και στην αποπνικτική μυρουδιά του αντηλιακού , έσκασε μύτη ένας τυπάκος, μέτριος στο ύψος , αδύνατος, μαυριδερός με άλλης εποχής ''ντούγκλας'' μουστάκι και αρχές καράφλας.

Στολή γκαρσονιού. Άσπρο πουκάμισο , μαύρο ''χασάπικο'' πανταλόνι, κάλτσα άσπρη, σκαρπίνι μαύρο.

Ακούμπησε κάτω τη βαλίτσα του, κάθισε στο παρακείμενο γωνιακό εστιατόριο , έβγαλε έναν άσσο
φίλτρο πλακέ ,τον άναψε, χτύπησε τα χέρια του και παρήγγειλε καφέ. ''Πολλά βαρύ και όχι, σε ποτήρι κρασιού''.

Έψαχνε για δουλειά που δεν δυσκολεύτηκε να βρει.

Ήταν η εποχή του ''δος και μένα μπάρμπα'' και η περιοχή είχε ανάγκη από χέρια.

Επάγγελμα ;

Γκαρσόνι

Και πως σε λένε αδερφέ;

''Απ ότι θυμάμαι Νίκο άλλα συ φώναζέ με... Ιστορία.... κι εγώ θα απαντάω.''

Καλώς.

Από το πρώτο βράδυ που έπιασε δουλειά, όλοι κατάλαβαν πως είχαν να κάνουν με έναν αρτίστα, τρόπον τινά του είδους.

Ευγενής, γρήγορος, καθαρός κι ακούραστος ,στριφογύριζε πάνω στα τακούνια του σα να χόρευε στον πάγο.

Εξυπηρετούσε ένα μαγαζί τίγκα, σχεδόν μόνος του.

Τις παραγγελίες απ τις μικρές ως τις μεγάλες τις έπαιρνε από μνήμης.

Λάθος ;

Κανένα.

Στην κουζίνα. ''Σεφ!!!, γράφε. Πατάτες τέσσερις, οι δυο με κεφαλοτύρι, κολοκυθάκια το ίδιο , πέντε οι γαύροι, άλλες τόσες οι σαρδέλες στο κάρβουνο, δύο οι παντρεμένες, τρία τα καλαμαράκια , δυο οι φέτες λάδι, στη μια ρίγανη.

Αγγουροντομάτα, με οι δύο, άνευ οι υπόλοιπες. Μια τζατζίκι, μια η χτυπητή, πέντε οι Μαλαματίνες, τρεις οι Σουρωτές ,τα σέα και τα μέα στην μεγάλη παρέα στο δώδεκα.

Πέτα και δυο λαβράκι στο κάρβουνο, ακόμα μια αγγουροντομάτα και πατάτα μία για το ζευγαράκι στο έξι. Εμφιαλωμένο το κρασί τάδε, ένεκα η καψούρα να πούμε.

Μια τσιπούρα αλανιάρα για τη μαντάμ της γωνίας , Δεμέστιχα δύο . Φιξ ,τρεις στο εφτά, κόκα κόλε δύο, πορτοκαλάδες δύο άνευ πάγου για τα μικρά.

Τσάκω μια καφτερή στο κάρβουνο για το μερακλή με το μούσι δίπλα στη μαντάμ.

Γεμιστά δύο και μια χωριάτικη, μισό χύμα λευκό στους Νορβηγούς του οχτώ, δύο μακαρόνια με μπόλικο τυρί στους νεαρούς στο τέσσερα. Εσο έτοιμος , σφύρα, έφτασα .

Έτσι γινόταν.

Οι βοηθοί πήγαιναν τα απαραίτητα κι αυτός με τη μία όλα τα υπόλοιπα

Έστηνε τον πύργο του Άιφελ στο αριστερό του χέρι, ντάνα γεμάτα πιάτα ίσα με τον ουρανό και με το δεξί τα αράδιαζε στο τραπέζι σαν να έπαιζε κρικάκια στο λούνα Παρκ. Το ίδιο κι όταν μάζευε.

Με τη μία.

Τον χαζεύανε οι πελάτες , δεν τον προλαβαίνανε οι μάγειροι και οι βοηθοί , χαλούσε την πιάτσα στα άλλα ιδροκοπημένα γκαρσόνια.

Μαζευόμαστε πιτσιρικαρία απ έξω και χαζεύαμε το θέαμα,

Απορούσε το αφεντικό.

''Ρε τι κελεπούρι είναι αυτός ; Ρε συ πως ;'' ρωτούσε.

''Σεφ...δουλειά σου.....Ιστορία.....''

Έκανε μπαμ πως δεν ήταν για δω.

Στις επίμονες ερωτήσεις απαντούσε στερεότυπα...

Άστο...Ιστορία.

Πέρασε καμιά βδομάδα κι είχε γίνει φίρμα στην περιοχή.

Τον μάθανε όλοι.

Ποιός; Ο Ιστορία.

Ώσπου κάπου κει πέρα καταλάβαμε όλοι γιατί ξέπεσε στα τουριστικάδικα κατηγορίας '' άστα να πάνε''.

Μάθαμε πως είχε σοβαρό πρόβλημα με το ποτό ο άνθρωπος. Πως τον είχε τσακίσει σε όλα τα επίπεδα. Φευγάτος από οικογένεια , σχέση , φίλους , σπίτι, μόνιμη δουλειά. Φευγάτος από παντού με μόνη σταθερά , το αλκοολίκι.

Προσπαθούσε(;) να το ξεπεράσει φεύγοντας .

Κι όλο φεύγοντας. Όταν δεν τον έπαιρνε άλλο.

Κοντά ένα εκατομμύριο μάταιες καινούργιες αρχές. Άλλαζε μέρη συνεχώς και μαγαζιά σ όλη τη βόρειο Ελλάδα . Ένας νομάδας με μια βαλίτσα στο χέρι γεμάτη άσπρα πουκάμισα και μαύρα παντελόνια.

Μάταια όπως είπα. Το αλκοολίκι τον ακολουθούσε παντού σαν τη σκιά του. Με όλα του τα επακόλουθα.

Έτσι κι εδώ.

Όταν πέρασε ένα δεκαήμερο στεγνός , άνοιξε μια Δεμέστιχα, κρασί φτηνό της εποχής κι ένα μπουκάλι ούζο. Τα μπέρδεψε , τα έκρυψε σε μια γωνία της κουζίνας και κάθε τόσο περνούσε κι άδειαζε ένα ποτηράκι μονορούφι.

Σε λίγο ήταν λιώμα.

Αδύνατον να δουλέψει.

Χύθηκε σε μια καρέκλα κρέμασε χέρια πόδια , κεφάλι , και με βλέμμα του μεθυσμένου κοίταζε το πάτωμα. Ανά δεκάλεπτο φώναζε '' Σεφ!!!!!! Ιστορία''.

Τον πήρε η κάτω βόλτα. Λιώμα ως τα χαράματα, ύπνος λήθαργος όπου βρισκόταν σαν το σκυλί.

Προσπαθούσε να δουλέψει. Η αρρώστια δεν τον άφηνε. , Στο μισάωρο ήταν πάλι μεθυσμένος.

Βοήθεια δεν ζήτησε ποτέ .

Όλη του η ύπαρξη περιστρέφονταν γύρω απ το αλκοόλ. Ο τρόπος του , η ομιλία του ,η όποια κουλτούρα του, το ίδιο του το είναι.

Τον διώξανε.

Παλιά μου τέχνη κόσκινο, πήγε παραπέρα που δεν τον ήξεραν ακόμα. Κι από κει ακόμα πιο πέρα που πίστεψαν ότι θα το κόψει.

Τίποτα.

Από κει ακόμη παραπέρα , στο παραδίπλα χωριό και μετά πιο πάνω και πάει λέγοντας.

Απέλπιδες προσπάθειες.

Σ ένα χωριό, σε πανηγύρι, κυλιόταν κάτω στο κέντρο της πίστας του μαγαζιού, ημιλυπόθυμος απ τη σούρα.

Γύρω του ο χορός είχε ανάψει.

Μια γυναίκα σκόνταψε στα απλωμένα πόδια του κι έπεσε πάνω του. Ενστικτωδώς πήγε να την κρατήσει , τρομαγμένοι κι οι δυο κυλίστηκαν αγκαλιασμένοι στο πάτωμα με τη φούστα της κυρίας να της έχει φτάσει στο λαιμό.

Υπερθέαμα.

Σηκώθηκαν τρεις τέσσερις χωραφόμαγκες και τον πλάκωσαν στις μπουνιές ώσπου τον έκαναν ασήκωτο. Τον πέταξαν σ ένα χαντάκι εκεί παραδίπλα και συνέχισαν το γλέντι.

Ξύπνησε την άλλη μέρα μέσα τα αίματα .

Έφτυσε τα σπασμένα δόντια του και προσπάθησε να σηκωθεί.

Πονούσε παντού. Κάποιος τον κουβάλησε ως το δωματιάκι του και τον βοήθησε να συνέλθει. Αργότερα, μάζεψε τα σέα και τα μέα του στην ίδια ταλαιπωρημένη βαλίτσα , πήρε το λεωφορείο της γραμμής κι έφυγε γι άλλες πολιτείες, αφήνοντας πίσω του δυο λέξεις όλες κι όλες να θυμίζουν το πέρασμα του καλύτερου γκαρσονιού που πέρασε απ την περιοχή ever!!!!!.

''Σεφ.....Ιστορία''

Δεν ξανακούσαμε ποτέ τίποτα γι αυτόν.


Περί την εξιστόρησις
Μήτσος Τούφας



ΥΓ. Χρόνια πολλά αργότερα στη Σαλονίκη κι έχοντας ήδη ακούσει για τον βίο και την πολιτεία του μόρτη ,τον έκοψα και τον ανεγνώρισα, Εγνατία με Αγ.Σοφίας , ακουμπισμένο σ ένα δεντράκι του πεζοδρομίου με το τσιγάρο στο χέρι, λιώμα ,μες το άσπρο του πουκάμισο και το μαύρο παντελόνι να ψελλίζει.... Σεφ!!...Ισσστορρρία..... Κι όπως είπαμε και στην αρχή για τη μοίρα των αγριόχορτων αυτού του κόσμου , ούτε που ρώτηξα '' Τούτο το χορτάρι, πώς το λένε ρε αδερφέ;''

** Οι φώτο τυχαίαι εκ του διαδικτύου να πούμε.