Τρίτη 8 Ιανουαρίου 2019

Μπράλος

Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας

Ητανε κάτι τέτοιες μέρες πάνω κάτω , πριν από καμιά χίλια τόσα χρόνια να πούμε, σε μια άλλη Ελλάδα, καλύτερη για μερικούς , χερότερη για άλλους , ως ο πάσα ένας νομίζει, πριν ακόμα ....
γενούμε νεόπλουτοι και στη συνέχεια νεόπτωχοι ξεπουλημένοι με τα γνωστά αποτελέσματα.

Μας κυβερνούσανε τότενες τα πρασινομπλέ λαμόγια όπου ντερλίκωναν ακατάπαυστα και βούλιαξαν το κατέστημα στα χρέη.

Γερά σαγόνια , μεγάλες κοιλιές , μικρή συνείδηση και στο κατόπι μας στείλανε το λογαριασμό ένεκα λέει, μαζί τα φάγαμε.

Ναι πολύ αργότερα ήρθαν οι σημερινοί αριστεροί εθνομηδενιστές, να ξεπωλήσουν τα υπόλοιπα.

Τότες λοιπόν διαδραματίζεται η ιστοριούλα που θα πω, έτσι χωρίς κανένα ηθικό δίδαγμα και σκοπό, παρά μονάχα εξ αφορμής το χιόνι που έπεσε όμορφα απόψε στην πόλη.

Ήμαστανε άλλοι αθρώποι .Δεν είχαμε πιάσει πάτο ακόμα.

Άλλαζε όμως το μέσα μας , αργά και σταθερά προς το χερότερο κι αυτό έσπρωχνε τα πράματα ναρθούν όπως ήρθανε.

Ήμασταν και θα είμαστε πάντα επιρρεπείς τόσο στη μαλακία όσο και στο θάμα . Είναι το DNA μας αυτό, αναντάμ μπαμπαντάμ κι όποιος έβαλε κώλο κάτω και διάβαξε έστω και λίγη στορία, θα συμφωνήξει μαζί μου .

Ήταν η εποχή το παλεύαμε ,μάταια όπως φάνηκε, να γενούμε ''Ευρωπαίοι''.

Τη τύφλα μας μέσα.

Τώρα τι σχέσις έχει η 'σαγωγή με τα παρακάτω ;

Καμία.

Έτσι μπας και φέρω το πνέμα της εποχής.

Τέτοιες μέρες πάνω κάτου , ξαναματαλέγω, πέφτει σύρμα απέ φιλαράκι εξ Αθενών'' Πάρε το πρόσωπο , μπέτε ''Ακρόπολις '' , κατεβαίνετε Μπράλο, ανεβαίνω με τον δικόνε μου, αναμένω , έχω καβάτζα σπίτι , τζάκι, λουκανικομπριζόλες σπεσιάλ, σόπα, μόπες, χαμπέρια , κρασί μη και μας στεγνώσουνε τα λαρύγγια, αραλίκι σαββατοκύριακο , επιστροφή από Δευτέρα . Είσαι;

Είμαι.

Μπούκα στο τραίνο το λοιπόν, μεσημεράκι Παρασκευή, ντούκου ντούκου βροντοκοπούσαν τα βαγόνια, κάποια είχανε θέρμανσις , κάποια άλλα ήσαντε παγωμένα, ένεκα βλάβης του αναλόγου εργαλείου , αράξαμε στο κουπέ.

Μια γενικευμένη μυρουδιά πετρελαιοκαυσαέριου παντού , στο αχά μας είχε να μαστουρώσουμε για
τα καλά, κόσμος , επαρχία, φανταρία, άλλοι ταλαιπωρημένοι απέ Γερμανία ,άλλοι σε τοπικά δρομολόγια ,κυλικείο- εστιατόριο , όταν ήταν ανοιχτό ,η ''Μιζέρια'', καφέ ''ο θεός να τον κάνει'', ο υπάλληλος ''Δε γαμιέστε, σας έχω σιχαθεί'', ξενύχτες , σούρτα φέρτα για τη βαρεμάρα , πολλές η ώρες , ταχεία σο λέει και καλά, ώρες στο περίμενε να περάσει η ερχόμενη εμπορική , μία η ποτάνα η γραμμή ούλη κι ούλη, μη τα κάνουμε και λαμπόγυαλο κι όποιος ταξίδεψε με τα τραίνο κείνης της εποχής ξέρει πολύ καλά τι λέω, Σπυρίδων '' δυστυχώς επτωχεύσαμεν'' Τρικούπης και πολύ μας πέφτει.

Ο καιρός χεμωνιάτικος , υγρασία και μούχλα , Σαλονίκη γαρ, απέ το παραθύρι κοζάραμε τοπία, σαν κι αυτά για τα οποία πέταγε τη σκούφια του ο μακαρίτης ο Αγγελόπουλος .

Τσιγαράκι, πίτσι πίτσι, ήμαστανε και στην καψούρα τότες κι ούτες που πήραμε χαμπάρι πότε άρχεψε να χιονίζει , λάου λάου στην αρχή , πατσαβούρες μετά, ίσαμε την κεφάλα του ελεγκτή που 'ρθε για τα εισετήρια και περί παρατήρησις για το τσιγάρο.

Α!! πάγαινε ρε!!!

Όσον προχωρούσαμε το λοιπό προς τα κάτω, τα πάντα είχανε καλυφτεί απέ το χιόνι,'' λα, λα, λα, λα λα, λα , τί ωραία, τί καλά'' πίσω απ το τζάμι, έπιασε γόνα χαλαρά χαλαρά , όταν επιτέλους φτάσαμε στο Μπράλο και κατεβήκαμε .

Σουρπράαααϊς!!!!!

Προχωρημένο απόγεμα προς βραδάκι ,με το σκοτάδι να πέφτει, με γενική διακοπή ρέματος , με ερημιά στο σταθμό, με παγωνιά, με λουξ περί φωτισμό, με τον εκεί σταθμάρχη να μας ενημερώνει πως ''θα τόκλεινε το κατέστημα σε λίγο, ένεκα άλλο δρομολόγιο δεν θάχε απόψε και θα κίναγε για σπίτι , ν αράξει, να χαμουρευτεί με τη κυρά του κι αύριο πάλε''.

Πώς θα πάμε Μπράλο αδερφέ; ρώτηξα

Σε ποιόνα θέτε . Στον Απάνω ή στον Ακάτω;

Δεν ήξερα.

Απέχουσι απ τον σταθμό κοντά τρία με τέσσερα χελιόμετρα κι άλλος τρόπος να πάτε κει τέτοια ώρα εκτός απέ ταξί , αν δολεύει με τέτοιονα καιρό, δεν υπάρχει.

Βρε αμάν!!!

Ούτε αμάν ούτε ζαμάν . Κάτσε να πάρω τελέφωνο μπας και βρω το Θρασύβουλο , ειδάλλως θα σας αφήκω το κλειδί του σταθμού να τη βγάλετε κουτσά στραβά δω απόψε κι αύριο με το πρώτο δρομολόγιο τραβάτε στο καλό.

Μείναμε να περιμένουμε τον ταρίφα όπου ήρθε ο άθρωπος, είν αλήθεια, με μισό και βάλε μέτρο χιόνι, καβάλα σ ένα παλιό μερσέντες αγοραίο , κι αφού μας φόρτωσε πήρε τον ανήφορο .

Αγκομαχούσε και χόρευε η παλιά μερσεντές σα παλιά καμπαρετζού στο Βαρδάρη , γαμοσταύριζε τον κωλόκαιρο ο ταρίφας , καλός κύριος, τάχαμε χαμένα μείς, σαν τσόνια στο καταχείμωνο, ώσπου μας αφήκε κατατσίκαρα του κάτω οικισμού και κίνησε τσουλήθρα περί την επιστροφή.

Ούτες ξέραμε κατά που να τραβήξουμε, ποιό σπίτι να χτυπήσουμε , ποιόνα να ειδοποιήσουμε, μήτε αν ήρθαμε στον σωστό οικισμό , ούτε κανένας μας περίμενε, ούτε φώτα, ούτε τελέφωνα, ούτε ψυχή ζώσα , ούτε φωνή, ούτε ακρόασις, νέκρα, χιόνι, οι πατσαβούρες από πάνω στο αβέρτα, πίσα σκοτάδι , κρύο και των αγίων ημών.

Τόσο καλά .

Στεκόμαστε σα μαλάκες ,γώ , το πρόσωπο και μια βαλίτσα στη μέση μιας κάτι σα πλατεία, περιμένοντας την Θεία Επιφοίτησις.

Βάζω μια φωνή ''Χωριανοί''!!!! μπας κι ακούσει κανένας. Παπάρια

Άχνα!!

Βάζω δεύτερη ''Ορέ χωριανοί!!!''

Μ απάντησε ένα τσομπανόσκυλο από κάπου παραπέρα.

Τώρα;

Τώρα σκέφτηκα Μήτσε, αν δε σας φάνε οι αρκούδες νωπούς, θα σας φάνε οι λύκοι καταψυγμένους.

Αβλεπί.

Πάνω στον πανικό μου ,τοιμάστηκα να πάω να σπάσω όποια πόρτα βρω πρώτη από τα έρημα σπίτια , κάτι περί καταφύγιο γι απόψε, να τη βγάλουμε όπως όπως στην ανάγκα , αλλά τότες είδα στην άκρα του δρόμου, κάτω απ τη γέφυρα, έναν άθρωπο γονατισμένο, σαν Άγιο που προσεύχονταν, να προσπαθεί να περάξει αλυσίδες στη νταλίκα του.

''Αμάν αδερφέ και σώσε μας.

Το και το ξεμείναμε''.

Ούτες το κεφάλι του να με κοιτάξει δεν σήκωσε μον έσφιγγε τις αλυσίδες . ''Πάω Πάτρα'' μόπε μες απ τα δόντια του.

'' Υπελογίζω κάνα δεκάωρο , δωδεκάωρο ένεκα ο δρόμος και το χιόνι. Ελάτε μαζί νάχω παρέα και σας αφήνω Πάτρα ή στη διαδρομή όπου αλλού γουστάρετε.''

Ρε Πάτρα ,βούρ!!!

Έτσι, γω ,το πρόσωπο κι η βαλίτσα, ανεβήκαμε στο γέρο δεινόσαυρο και πήραμε τον κατήφορο λάου λάου μες τη νύχτα και το χιόνι , τον παγωμένο κι όλο στροφιλίκια δρόμο για τα κατονεξήντα στο περίπου χελιόμετρα ως τη Πάτρα.

Δεξιά κι αριστερά του δρόμου, τα φανάρια μας φανέρωναν, αυτοκίνητα σταματημένα όπου κι όπου ,νταλίκες, οχήματα κάθε λογής , άλλα πεσμένα όξω , άλλα με τις ρόδες τ ανάσκελα , ο πάγος έκανε τη δολειά του, και μείς το τσουλάγαμε αργά αργά και σταθερά σαν σ άλλο σύμπαν, με το γουρ γουρ της μηχανής για νανούρισμα και τον λιγομίλητο πιλότο με τα μάτια τέσσερα , τ αυτιά του δεκατέσσερα και τις άλλες αισθήσεις του, ραντάρ, στην τσίτα.

Από που `στε ρε παιδιά;

Από Σαλονίκη.

Και πως απέ δω τέτοια ώρα κι με τέτοιονα καιρό;

Το και το.

Κατάλαβα . Είστε παράνομο ζευγάρι και την κοπανάτε απ τους δικούς σας.

Το οποίον όχι ρε φίλε και τα λοιπά.

Πού να αλλάξει γνώμη....

Μετά από καμιά ώρα διευκρινήσεων κι ''είστε , δεν είστε'' ''Εμένα παιδιά δεν μο πέφτει λόγος αλλά αφού είναι έτσι το πράμα, ξέρω ένα ξενοδοχείο στην Άμφισσα, για ζευγαράκια σαν και του λόγου σας, παράνομα, πάνω στον δρόμο μου είναι , βολευτείτε απόψε κι αύριο βλέπετε.

Ντάξει;

Ντάξει κι είσαι πολύ ξηγημένος

Σταματήσαμε να κατουρήσουμε και να πάρουμε καφέ σ ένα άθλιο κατέστημα πάνω στο δρόμο, ποιος θυμάται όνομα, πούχε μια αναψοκοκκινισμένη παλιοξυλόσομπα στη μέση , και κεριά για φως στα τραπέζια .

Πάνω τους , άλλοι κοιμότανε χυμένοι όπως βολεύονταν ο καθένας , άλλοι ροχάλιζαν για τα καλά, άλλοι έκλαναν, άλλοι το παλεύανε να κρατηθούν ξύπνιοι προσκυνούντες , άλλοι ρουφούσαν κανά παλιοκονιάκ, κανά τσίπουρο ξεροσφύρι να ζεσταθούν , κουβέντες λίγες, νυσταγμένες, ταλαιπώρια και το μέγα έλεος ,καφές γιοκ λόγω διακοπής , ντουμάνι σύγνεφο , μυρουδιά από κάτουρο και ξυνισμένη σούπα.

Νύχτα είναι θα περάσει.

Νέτοι σκέτοι αφήκαμε πίσω το καταφύγιο και συνεχίσαμε.

Μπήκαμε ώρες αργότερα σε μια σκοτεινή και παγωμένη Άμφισσα.

Ξήγησε ο οδηγός στον αγουροξυπνημένο πανδοχέα τα καθέκαστά μας , τον φχαριστήσαμε ,
χαιρετηθήκαμε, συνέχισε το ταξίδι του κι εμείς χωθήκαμε κουκουλωμένοι ως τα μπούνια κάτω απ τα παγωμένα σκεπάσματα για έναν ύπνο που έμοιαζε περσότερο με λήθαργο παρά με οτιδήποτε άλλο.

Την άλλη μέρα ξυπνήσαμε καλά μεσημέρια. Τσιγάρο για πρωινό .Πίσω απ την κουρτίνα ένας παγωμένος χειμωνιάτικος ήλιος . Το ρέμα είχε έρθει επιτέλους. , οι τηλεπικοινωνίες ,κι οι δρόμοι αποκαταστάθησαν όπως μας δήλωσε ένας περιχαρής ρεσεψιονίστ.

Με το Κτελ και τις απαραίτητες τελεφωνικές εξηγήσεις , μη πάθουμε μια απ τα ίδια , πήγαμε Άνω Μπράλο τελικά, βρεθήκαμε με τη φίλη και τον δικό της κι αυτοί ανεβήκαν Σάββατο πρωί λόγω καιρού, είπαμε την νυχτερινή ιστορία μας και τη βγάλαμε ήσυχα κι όμορφα το υπόλοιπο Σαββατοκύριακο, πριν το τραίνο για το Μόναχο μας φέρει πίσω Σαλονίκη, καλή Δευτέρα πια.

Το χιόνι έλιωνε γρήγορα. Το απέραντο άσπρο έδινε τη θέση του στα άλλα χρώματα. Η σιωπή , στη βουή του ντουνιά, η ψευδαίσθηση της αγνότης, στις βρώμικες εκκρίσεις της καθημερνότητας.

Όλα ήταν πίσω ,όπως κάθε μέρα...

Αλήθεια τι γίναν όλοι αυτοί οι αθρώποι της μικρής μου ιστορίας;

Ποιός ξέρει;

Σήμερα χιόνισε για τα καλά στη Σαλονίκη. Χάζευα το τοπίο πίσω απ το τζάμι. Στ αυτιά μου ήχοι αγαπημένων μου προσώπων απ το σπίτι .

Η ζωή τραβάει μπροστά. Η μνήμη είναι κει σαν κερκόπορτα.

Μήτσε σκέφτηκα το κουράζεις και δεν τόχεις. Έριξα ένα ακόμη ξύλο στο τζάκι.

Στις ειδήσεις λέγανε για μια ομάδα απ την Αραπιά που πάει να μας ξηγηθεί τον Πρίγιοβιτς στο στυλ ''με τον παρά μου, γ.....ώ και την κερά μου"

Οι κουφάλες!!!!

Καλή χρονιά νάχουμε μάγκες και το νταμπλ δικό μας.

Μήτσος Τούφας