Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ο πατέρας μου

Ο πατέρας μου, παιδάκι τότε, έζησε τον πόλεμο. Και τον εμφύλιο. Τη μπότα του φασισμού και την τρομοκρατία της πείνας. Έζησε το 1-1-4 και τους Λαμπράκηδες. Τη Φρειδερίκη και τον ανύπαρκτο Παύλο. Τον Κοκό και...
τα διόδια για βασιλόπροικες ή βασιλόπροκες, όπως το εκλάβετε. Τον Καραμανλή και το Γεώργιο Παπανδρέου, τη χούντα και τη μεταπολίτευση, το ζιβάγκο του Αντρέα, του Γεωργίου Μαύρου την ήττα, το «δε θέλω ου» του Ράλλη, το μουστάκι του Κατσιφάρα, το φουλάρι της Μελίνας να ανεμίζει με φόντο τον Παρθενώνα, του Γεννηματά τις ιδέες και του Τρίτση το σακάκι στον ώμο. Τον θυμάμαι να κλαίει όταν ο Αντρέας, από το μπαλκόνι, είπε «Η Ελλάδα, στους Έλληνες».

Σήμερα, τον πήγα με το αυτοκίνητο σε ένα ξεχαρβαλιασμένο ΑΤΜ να σηκώσει 60 ευρώ. Στο δρόμο, τα μέτραγε και τα ξαναμέτραγε. Μια στάση στο φαρμακείο, τα ρημάδια τα αντιυπερτασικά πάλι τέλειωσαν κι οι «μπανέλες» για το μετρητή σακχάρου. Μια ακόμη στάση στο σούπερ μάρκετ, γιαούρτι με % τοις εκατό λιπαρά, άνοστο και άγευστο σαν τις υποσχέσεις των εκάστοτε κυβερνώντων. Λίγο τυράκι, κάνα δυο φρυγανιές, μερικές ζουπηγμένες ντομάτες, το μακαρόνι που δεν κάνει για το ζάχαρο αλλά «φτουράει» κι είναι φτηνό. Τα μάτια, δεν τα σήκωνε να με κοιτάξει.

Τον θυμάμαι με τι τσαγανό έφευγε για τις διαδηλώσεις. Πως μας ειδοποιούσαν ότι κάνει απεργίες πείνας κι ότι τον συνέλαβαν για «αντίσταση κατά της αρχής». Τον θυμάμαι να με καθίζει στα γόνατα και να μου λέει για την ιστορία της χώρας, τα πολιτικά κόμματα και τις ιδεολογίες. Να μου δίνει από παιδάκι να του διαβάζω δυο και τρεις εφημερίδες καθημερινά κι έπειτα να με ρωτάει τι κατάλαβα. Να μη μου δίνει ποτέ απαντήσεις στα ερωτήματά μου, μα να με αφήνει να ψάχνω μόνη μου το αίτιο και το αιτιατό.
Μια στάση ακόμη. Στο κρεοπωλείο. Λίγο κιμά. «Η μάνα σου έχει χαμηλό αιματοκρίτη, και….» απολογείται. Δεν του απαντώ. Τι να πω…

Έχει περάσει τα ογδόντα. Πότε μιλάει σαν πολυβόλο και πότε σωπαίνει και δεν του παίρνεις κουβέντα. Ειδικά όταν τα άνεργα εγγόνια του είναι μπροστά. Τα κοιτάζει μόνο, με μάτια που καίνε σαν τότε που έφευγε για τα συλλαλητήρια κι ερχόταν παθιασμένος να μας αφηγηθεί πως «ο αγώνας τώρα δικαιώνεται»…
Μπαίνει σκυφτός στο σπίτι. Η μάνα μουρμουράει, πάλι… Εκείνος, με κοιτάζει ξανά. Βάζει το χέρι στην τσέπη, το ξαναβγάζει. «Παιδί μου… πληρώθηκες;» με ρωτάει. Γελώ για να μην κλάψω. Μπροστά του. «Κάτι πήρα, βρε μπαμπά, μη νοιάζεσαι…». Επιμένει. «Η μικρή;; Της έδωσες; Πες της πως, ο παππούς της χρωστάει χαρτζιλίκι, μόλις ανοίξουν οι τράπεζες…» η φωνή του, τρεμοπαίζει. Κοιταζόμαστε. Παίζουμε θέατρο κι οι δύο, ο ένας για χατίρι του άλλου. Το χειρότερο είναι πως το ξέρουμε.

Η μάνα μου, μας προσγειώνει στην πραγματικότητα: «Κι αν ανοίξουν οι τράπεζες; Θα ψιχαλίσει λεφτά;» Ξανακοιταζόμαστε. Ο περήφανος, ανυπότακτος πατέρας μου, ο ιδεαλιστής, ο συνδικαλιστής που δε βόλεψε τα παιδάκια του, μήτε τα ανιψάκια του, ο μη χρηματισμένος και πάντα γελαστός μα γελασμένος, κυρτώνει τη ράχη. Νοιώθει υπεύθυνος για τη κατάντια της πατρίδας, του πολιτικού πελατειακού συστήματος, για τη διαφθορά και τη διαπλοκή, το αναίτιο της τόσης ελπίδας, την υποτίμηση των αγώνων και των αγωνιών. Κάθε μέρα, σαν άλλος Οδυσσέας χάνει τους παλιούς του συντρόφους. Άλλους, τους έχει μετατρέψει η εξουσιαστική Κίρκη σε… χοίρους, κι άλλους τους παίρνει το πικρό κύμα της πενιχρής διαβίωσης. Για αυτούς ούτε τάφος, ούτε μνήμη, ούτε δάκρυα, ούτε δικαίωση. Φτωχέ μου, πατέρα…

Σ’ αυτόν και σ’ όσους σαν αυτόν, να δω πως θα πείτε και θα επιβάλλετε το «σκύψτε» και «σφίξτε κι άλλο το ζωνάρι…»

Μαργαρίτα Ικαρίου
Δημοσιογράφος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου