Γράφει ο Κώστας Κούρκουλος. Ποινικολόγος, συνεργάτης της Μεταρρύθμισης. Στη δίκη της 17 Νοέμβρη ήταν δικηγόρος υπεράσπισης
Oταν διάβαζα τα πρακτικά της «δίκης των έξι» για τη Μικρασιατική καταστροφή -ήρθε κι αυτή μετά από δημοψήφισμα- αντιμετώπιζα τους κατηγορούμενους, ως τραγικά πρόσωπα. Μάλιστα, παρ’ ότι ήξερα το αποτέλεσμα της δίκης, ήλπιζα στο τέλος να τους απαλλάξει το δικαστήριο.
Όταν οι χουντικοί άνοιξαν την κερκόπορτα για να μπουν οι Τούρκοι στην Κύπρο, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν «εθνικοί μειοδότες». Σκεφτόμουν μόνον πως ήταν απλώς παρανοϊκοί.
Και μία προσωπική εξομολόγηση: Όταν, μετά την πτώση της δικτατορίας, μου κοινοποιήθηκε η κλήση να παραστώ ως μάρτυρας κατηγορίας σε δίκη κατά του αρχιβασανιστή της Θεσσαλονίκης Τετραδάκου -με είχε «στείλει» στο νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑ»- αρνήθηκα να εμφανιστώ. (Στην απόφασή μου αυτή με επηρέασε μία από τις ευγενέστερες μορφές της εθνικής αντίστασης, που επέμενε πως δεν πρέπει να γίνουμε σαν κι αυτούς. Κι αν δεν του είχαν ρημάξει τη ζωή. Αυτός ήταν ο πατέρας μου).
Θέλω να πω ότι όχι μόνον μου ήταν ξένες και πάντοτε μακριά και από την αισθητική μου, οι έννοιες «εθνική μειοδοσία», «εθνικός μειοδότης», «προδότης» κ.ο.κ, αλλά -ίσως και γι’ αυτό- είχα την τύχη να ζήσω και μακριά από τη μισαλλοδοξία.
Για τον ίδιο και σήμερα λόγο, παρ’ ότι το τυχοδιωκτικό μέτωπο που κυβερνά τη χώρα έχει επιβάλει την ανοίκεια αυτή ορολογία στον δημόσιο λόγο, εν τούτοις δεν θα τη συμμεριστώ, ούτε καν απέναντί τους. Κι ας καταστρέφουν συνειδητά τη χώρα. Κι ας ήταν πρώτος διδάξας ο κ. Τσίπρας όταν, ως αντιπολίτευση τότε, κατήγγελλε πως αυτοί που μας κυβερνούσαν δεν ήταν απλώς «προδότες», αλλά ότι δεν ήταν καν Έλληνες. Λες και σαν ο τελευταίος αγράμματος και ανελλήνιστος χρυσαυγίτης ή ψεκασμένος, τους έκανε εξέταση DNA.
Και ναι μεν συνεχίζουμε να αποκηρύσσουμε το λόγο του μίσους, θεωρώντας ανοίκεια την όποια διχαστική συμπεριφορά, όμως υπάρχει και η νομιμότητα. Υπό το πρίσμα λοιπόν της νομιμότητας και μόνο, θα κρίνουμε την πτώχευση της χώρας, την οποία σήμερα προκαλούν.
Όταν το 2011 ο κ. Παπανδρέου εξήγγειλε την πρόθεσή του να προκηρύξει δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας πρώτος απ’ όλους προειδοποίησε για το αυτονόητο: Ότι με την προκήρυξή του και μόνον, χωρίς καν να φτάσουμε στη διεξαγωγή του, θα επερχόταν η πτώχευση της χώρας. Που πάει να πει πως είχε έκτοτε επίγνωση, ότι τυχόν δημοψήφισμα συνεπαγόταν αυτομάτως την πτώχευση. Και τότε μάλιστα κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες. Διότι υπήρχε ήδη η συμφωνία με τους εταίρους.
Τι μεσολάβησε λοιπόν και τη στιγμή ακριβώς που πλησίαζε η επίτευξη συμφωνίας, μας ήρθε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, με πρόταση μάλιστα το «ΟΧΙ»; Το γεγονός ότι ένα μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε. Και, προκειμένου να μην διαταραχθεί η ενότητα της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ο κ. Τσίπρας προτίμησε εν γνώσει του αυτό για το οποίο μας προειδοποιούσε. Την πτώχευση της χώρας. Τόσο απλά και κυνικά. Άρα, η καταστροφή που επιφέρει στη χώρα, είναι συνειδητή επιλογή του. Που πάει να πει πως δεν πρόκειται για πολιτική επιλογή, αλλά για εγκληματική πράξη.
Η εγκληματική αυτή συμπεριφορά στοιχειοθετεί την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της «Απιστίας σχετικής με την υπηρεσία» (256 ΠΚ), η διάπραξη του οποίου επισύρει ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών. Και αυτό γιατί ο δράστης του εγκλήματος «ελαττώνει εν γνώσει του» τη δημόσια περιουσία, ωφελώντας αποκλειστικά μία συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών: Όσους έχουν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό. Σε συνδυασμό όμως με το Ν. 1608/50 «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», προβλέπεται για την πράξη αυτή η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Και αυτό γιατί η ζημιά που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν στη δημόσια περιουσία, είναι «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας». (Αυτήν την προϋπόθεση θέτει ο νόμος «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», προκειμένου να εφαρμοστούν οι δρακόντειες διατάξεις του).
Και το έγκλημα ήδη έχει τελειωθεί με την επιβαρυντική περίπτωση του Ν. 1608/50 «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», ανεξάρτητα από το αν αύριο υπογράψουν συμφωνία. Διότι η ζημιά που έχει ήδη προκληθεί στη χώρα (επί το ακριβέστερο, η «ελάττωση» στα «έσοδα» της χώρας, κατά τη διατύπωση του νόμου), δεν θα αναπληρωθεί με οποιαδήποτε συμφωνία. Απλώς, με τυχόν συμφωνία, ίσως δεν θα γίνει μεγαλύτερη.
Θα ρωτήσει εν τούτοις κάποιος: Προτείνεται η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής; Ασφαλώς όχι. Διότι δεν μιλάμε για λάθος αποφάσεις, οι οποίες αναγκαστικά εκφεύγουν της ποινικής αξιολόγησης. Αλλά για δόλιες. Για συνειδητή δηλαδή παρανομία, στα όρια της δολιοφθοράς. Και απέναντι στη συνειδητή παρανομία, ως μοναδικό καταφύγιο έχουμε τη νομιμότητα. Και σ’ αυτήν εκπτώσεις δεν χωρούν. Διότι, αν την παραβλέψουμε, υπάρχει ο κίνδυνος και της τυραννίας.
ΥΓ. Δεν εξετάζουμε καν την τυχόν εφαρμογή και των διατάξεων περί εσχάτης προδοσίας διότι, ειδικά αυτές, θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.
Oταν διάβαζα τα πρακτικά της «δίκης των έξι» για τη Μικρασιατική καταστροφή -ήρθε κι αυτή μετά από δημοψήφισμα- αντιμετώπιζα τους κατηγορούμενους, ως τραγικά πρόσωπα. Μάλιστα, παρ’ ότι ήξερα το αποτέλεσμα της δίκης, ήλπιζα στο τέλος να τους απαλλάξει το δικαστήριο.
Όταν οι χουντικοί άνοιξαν την κερκόπορτα για να μπουν οι Τούρκοι στην Κύπρο, ούτε που μου πέρασε από το μυαλό ότι ήταν «εθνικοί μειοδότες». Σκεφτόμουν μόνον πως ήταν απλώς παρανοϊκοί.
Και μία προσωπική εξομολόγηση: Όταν, μετά την πτώση της δικτατορίας, μου κοινοποιήθηκε η κλήση να παραστώ ως μάρτυρας κατηγορίας σε δίκη κατά του αρχιβασανιστή της Θεσσαλονίκης Τετραδάκου -με είχε «στείλει» στο νοσοκομείο «ΑΧΕΠΑ»- αρνήθηκα να εμφανιστώ. (Στην απόφασή μου αυτή με επηρέασε μία από τις ευγενέστερες μορφές της εθνικής αντίστασης, που επέμενε πως δεν πρέπει να γίνουμε σαν κι αυτούς. Κι αν δεν του είχαν ρημάξει τη ζωή. Αυτός ήταν ο πατέρας μου).
Θέλω να πω ότι όχι μόνον μου ήταν ξένες και πάντοτε μακριά και από την αισθητική μου, οι έννοιες «εθνική μειοδοσία», «εθνικός μειοδότης», «προδότης» κ.ο.κ, αλλά -ίσως και γι’ αυτό- είχα την τύχη να ζήσω και μακριά από τη μισαλλοδοξία.
Για τον ίδιο και σήμερα λόγο, παρ’ ότι το τυχοδιωκτικό μέτωπο που κυβερνά τη χώρα έχει επιβάλει την ανοίκεια αυτή ορολογία στον δημόσιο λόγο, εν τούτοις δεν θα τη συμμεριστώ, ούτε καν απέναντί τους. Κι ας καταστρέφουν συνειδητά τη χώρα. Κι ας ήταν πρώτος διδάξας ο κ. Τσίπρας όταν, ως αντιπολίτευση τότε, κατήγγελλε πως αυτοί που μας κυβερνούσαν δεν ήταν απλώς «προδότες», αλλά ότι δεν ήταν καν Έλληνες. Λες και σαν ο τελευταίος αγράμματος και ανελλήνιστος χρυσαυγίτης ή ψεκασμένος, τους έκανε εξέταση DNA.
Και ναι μεν συνεχίζουμε να αποκηρύσσουμε το λόγο του μίσους, θεωρώντας ανοίκεια την όποια διχαστική συμπεριφορά, όμως υπάρχει και η νομιμότητα. Υπό το πρίσμα λοιπόν της νομιμότητας και μόνο, θα κρίνουμε την πτώχευση της χώρας, την οποία σήμερα προκαλούν.
Όταν το 2011 ο κ. Παπανδρέου εξήγγειλε την πρόθεσή του να προκηρύξει δημοψήφισμα, ο κ. Τσίπρας πρώτος απ’ όλους προειδοποίησε για το αυτονόητο: Ότι με την προκήρυξή του και μόνον, χωρίς καν να φτάσουμε στη διεξαγωγή του, θα επερχόταν η πτώχευση της χώρας. Που πάει να πει πως είχε έκτοτε επίγνωση, ότι τυχόν δημοψήφισμα συνεπαγόταν αυτομάτως την πτώχευση. Και τότε μάλιστα κάτω από ευνοϊκότερες συνθήκες. Διότι υπήρχε ήδη η συμφωνία με τους εταίρους.
Τι μεσολάβησε λοιπόν και τη στιγμή ακριβώς που πλησίαζε η επίτευξη συμφωνίας, μας ήρθε η προκήρυξη του δημοψηφίσματος, με πρόταση μάλιστα το «ΟΧΙ»; Το γεγονός ότι ένα μέρος της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ αντιδρούσε. Και, προκειμένου να μην διαταραχθεί η ενότητα της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ο κ. Τσίπρας προτίμησε εν γνώσει του αυτό για το οποίο μας προειδοποιούσε. Την πτώχευση της χώρας. Τόσο απλά και κυνικά. Άρα, η καταστροφή που επιφέρει στη χώρα, είναι συνειδητή επιλογή του. Που πάει να πει πως δεν πρόκειται για πολιτική επιλογή, αλλά για εγκληματική πράξη.
Η εγκληματική αυτή συμπεριφορά στοιχειοθετεί την κακουργηματική μορφή του εγκλήματος της «Απιστίας σχετικής με την υπηρεσία» (256 ΠΚ), η διάπραξη του οποίου επισύρει ποινή κάθειρξης μέχρι δέκα ετών. Και αυτό γιατί ο δράστης του εγκλήματος «ελαττώνει εν γνώσει του» τη δημόσια περιουσία, ωφελώντας αποκλειστικά μία συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών: Όσους έχουν τις αποταμιεύσεις τους στο εξωτερικό. Σε συνδυασμό όμως με το Ν. 1608/50 «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», προβλέπεται για την πράξη αυτή η ποινή της ισόβιας κάθειρξης. Και αυτό γιατί η ζημιά που προκάλεσαν και συνεχίζουν να προκαλούν στη δημόσια περιουσία, είναι «ιδιαίτερα μεγάλης αξίας». (Αυτήν την προϋπόθεση θέτει ο νόμος «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», προκειμένου να εφαρμοστούν οι δρακόντειες διατάξεις του).
Και το έγκλημα ήδη έχει τελειωθεί με την επιβαρυντική περίπτωση του Ν. 1608/50 «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος», ανεξάρτητα από το αν αύριο υπογράψουν συμφωνία. Διότι η ζημιά που έχει ήδη προκληθεί στη χώρα (επί το ακριβέστερο, η «ελάττωση» στα «έσοδα» της χώρας, κατά τη διατύπωση του νόμου), δεν θα αναπληρωθεί με οποιαδήποτε συμφωνία. Απλώς, με τυχόν συμφωνία, ίσως δεν θα γίνει μεγαλύτερη.
Θα ρωτήσει εν τούτοις κάποιος: Προτείνεται η ποινικοποίηση της πολιτικής ζωής; Ασφαλώς όχι. Διότι δεν μιλάμε για λάθος αποφάσεις, οι οποίες αναγκαστικά εκφεύγουν της ποινικής αξιολόγησης. Αλλά για δόλιες. Για συνειδητή δηλαδή παρανομία, στα όρια της δολιοφθοράς. Και απέναντι στη συνειδητή παρανομία, ως μοναδικό καταφύγιο έχουμε τη νομιμότητα. Και σ’ αυτήν εκπτώσεις δεν χωρούν. Διότι, αν την παραβλέψουμε, υπάρχει ο κίνδυνος και της τυραννίας.
ΥΓ. Δεν εξετάζουμε καν την τυχόν εφαρμογή και των διατάξεων περί εσχάτης προδοσίας διότι, ειδικά αυτές, θα πρέπει να ερμηνεύονται συσταλτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου