Μια απάντηση στον Δήμαρχο και τον Αντιδήμαρχο Τουρισμού
Κατά την χτεσινή συνεδρίαση (2/2/2015) του Δημοτικού Συμβουλίου, ψηφίσαμε λευκό στα σχετικά με τον τουρισμό θέματα, σ’ εκείνα της ελληνοτουρκικής ...
τουριστικής συνεργασίας, όπως και στην επικείμενη επίσκεψη στην Σμύρνη, της διευρυμένης αντιπροσωπείας εκπροσώπησης του Δήμου, για την τελετή επαναλειτουργίας της εκκλησίας του Αγίου Βουκόλου από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Σκοπός του «λευκού» ήταν να προκαλέσουμε μια εκτεταμένη συζήτηση με τον Δήμαρχο και την δημοτική αρχή πάνω στις αιχμές της πολιτικής τους για τον τουρισμό, την ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία, καθώς και του «αφηγήματος» για την ιστορική ταυτότητα της πόλης που προβάλλει η παρούσα διοίκηση.
Η επίσκεψη στην Σμύρνη
Για την επίσκεψη στην Σμύρνη, πιστεύουμε τα ακόλουθα. Πιστεύουμε ότι η κίνηση του Πατριαρχείου, καθώς και η επιλογή του Δημάρχου να την στηρίξει με μια διευρυμένη αντιπροσωπεία είναι λανθασμένη. Κι αυτό γιατί την τελευταία τριετία το τουρκικό καθεστώς διέρχεται μια φάση πρωτοφανούς αντιδημοκρατικής σκλήρυνσης στο εσωτερικό, και προξυσμού της επιθετικότητάς του στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό, στ’ όνομα ενός ολοένα και πιο άκαμπτου ισλαμισμού, οι θρησκευτικές ελευθερίες περιορίζονται, το ίδιο και τα δημοκρατικά δικαιώματα, καθώς και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση –το τουΐτερ κλείνει συχνά, η αστυνομία μπαινοβγαίνει στις εφημερίδες όποτε θέλει για να τις κλείσει λόγω δημοσιευμάτων [βλέπε τι προκάλεσε η υπόθεση του Σαρλί Εμπντό στην γειτονική χώρα], ενώ καταστέλει με πρωτοφανή αγριότητα τις διαδηλώσεις, οι οποίες πολύ συχνά έχουν νεκρούς.
Στο εξωτερικό πληθαίνουν τα στοιχεία ότι χρηματοδοτεί και ενισχύει συστηματικά την δράση του Ισλαμικού Κράτους στην Συρία, η οποία στοχεύει σε μια συστηματική γενοκτονία εναντίον των μικρών υπολειμμάτων όλων των ιστορικών λαών της περιοχής. Μεταξύ άλλων, χιλιάδες Γιεζίντι, Κούρδοι, Χριστιανοί σφαγιάζονται ή εξωθούνται στην προσφυγιά –ενώ ίδια είναι η υποστήριξη σε αντίστοιχες δυνάμεις στο Ιράκ ή την Λιβύη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κινήσεις όπως αυτήν στην Σμύρνη δίνουν μια λανθασμένη εικόνα, μιας ειρηνικής, ανοιχτής και φιλελεύθερης χώρας την ίδια στιγμή που συμβαίνει καταφανώς το αντίθετο. Συνεπώς, όπως θα ήταν λάθος για την χώρα μας, να πυκνώνει τις πολιτιστικές ανταλλαγές με καθεστώτα τύπου Πινοσέτ της Χιλής, άλλο τόσο είναι και να το κάνει με ένα καθεστώς α λα «Πινοσέτ της Μεσογείου». Πόσο μάλλον όταν μέρος της επιθετικότητάς του στρέφεται μεταξύ άλλων και εναντίον του ελληνισμού, και την ίδια στιγμή το κράτος αυτό υιοθετεί μια στρατηγική να εξωθήσει στα άκρα τον πολιτιστικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει στην Μέση Ανατολή, μάλιστα υιοθετώντας τελευταία και μια πρωτοφανή αντισημιτική φρασεολογία. Η οποία αποσκοπεί να «καπελώσει» το Παλαιστινιακό κίνημα και να το μεταβάλει σε εργαλείο της δικής της επεκτατικής πολιτικής, όπως πολλές πλέον συνιστώσες του παλαιστινιακού κινήματος καταγγέλλουν.
Συνεπώς, για όλους αυτούς τους λόγους, πιστεύουμε ότι και η πολιτική του Πατριαρχείου, και η πολιτική της Δημοτικής Διοίκησης της πόλης πάνω στο ζήτημα είναι λανθασμένη, και καταλήγει να συμβάλει προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που επιθυμεί. Όχι να συμβάλει στην φιλελευθεροποίηση ενός καθεστώτος, αλλά να το εξωραΐζει, την ίδια στιγμή που εκείνο γίνεται ολοένα και πιο ανελεύθερο και επιθετικό.
Η τουριστική Πολιτική
Σε ό,τι αφορά γενικά στον τουρισμό, πιστεύουμε ότι η στρατηγική του Δήμου περιορίζεται σε μια γενική ιδέα «να φέρουμε ξένους τουρίστες στην πόλη, για να καταναλώνουν ξένα προϊόντα από την αγορά της». Θεωρούμε ότι αυτή η τουριστική πολιτική δοκιμάστηκε στην χώρα μας καθ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2000, και όχι μόνον δεν απέτρεψε, αλλά ενθάρρυνε την άτυπη χρεοκοπία της χώρας μας το 2010, καθώς διοχέτευε ένα μεγάλο μέρος των τουριστικών εσόδων στην χρηματοδότηση των… εισαγωγών (!), και ενός απαρέγκλιτα παρασιτικού μοντέλου ανάπτυξης που στήριξαν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, μεγαλώνοντας τα ελλείμματα της χώρας.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με την ελληνοτουρκική τουριστική συνεργασία, κατ’ αρχάς, υπάρχει μεγάλη διαφορά οικονομικής δυναμικότητας, που αναπόφευκτα προκαλεί τάσεις εξάρτησης: Αυτήν την στιγμή το τουρκικό τουριστικό κεφάλαιο εκδηλώνει ενδιαφέρον για μια σειρά επενδύσεων σε μαρίνες, λιμάνια, στην εστίαση και στα ξενοδοχεία. Αντίστοιχη διείσδυση δοκιμάζουν και οι Τουρκικές Αερογραμμές, μια από τις γοργότερα αναπτυσσόμενες αεροπορικές εταιρείες παγκοσμίως, στοχεύοντας να μεταβάλουν την Ελλάδα σε υπο-κόμβο τους –ενώ αντίστοιχες προθέσεις έχουν εκδηλώσει και εταιρείες στην ακτοπλοΐα, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την κατάρρευση της αντίστοιχης ελληνικής.
Η διείσδυση του τουρκικού κεφαλαίου σε αυτούς τους τομείς, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει ένα κλειστό οικονομικό κύκλωμα τύπου «all-inclusive», που θα αξιοποιεί την χώρα μας ως «χώρο» και τοπίο, την ίδια στιγμή που θα διοχετεύει την τουριστική πρόσοδο στην τουρκική οικονομία. Ο δε αθέμιτος ανταγωνισμός των τουρκικών αερογραμμών, θα τείνει να λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την αποκατάσταση ενός δημόσιου εθνικού αερομεταφορέα, ενώ σειρά έχει μεσοπρόθεσμα και η ακτοπλοΐα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι αναπόφευκτα μια επίταση της «οικονομικής συνεργασίας» των δύο χωρών, με δεδομένη την μεγάλη διαφορά οικονομικής δυναμικότητας, απειλεί να αποβεί εξαιρετικά επωφελής για την μία, και εξαιρετικά αρνητική για την άλλη πλευρά, με εξαίρεση μια μειοψηφία μεγάλων επιχειρηματιών των ξενοδοχείων και της εστίασης, καθώς και τουρ οπερέιτορς που κερδίζουν μεσολαβώντας σε αυτήν την άνιση σχέση, δηλαδή κερδίζουν από την υπονόμευση της οικονομικής αυτοδυναμίας της χώρας μας.
Τρίτον, σε σχέση με τον αντίκτυπο της ελληνοτουρκικής τουριστικής συνεργασίας στην άποψη που η Δημοτική Αρχή προβάλει για την ιστορική ταυτότητα της πόλης στο σύνολό της, δηλαδή για τους 23 αιώνες ιστορίας της πόλης: Το γεγονός ότι ο Δήμος δίνει υπερβολική σημασία σε αυτήν την συνεργασία, αναπόφευκτα οδηγεί σε μια δυσανάλογη προβολή της ‘οθωμανικής περιόδου’ της πόλης, μάλιστα σε βάρος άλλων ιστορικών της περιόδων. Κι αυτό γιατί, το τούρκικο τουριστικό κεφάλαιο παίζει το χαρτί του «ιστορικού τουρισμού» ως ένα μέσο ήπιας, πολιτισμικής επαναφοράς της «οθωμανικότητας» στις πάλαι ποτέ κτήσεις της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ταυτότητα της πόλης
Το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής συνέργειας μεταξύ τουριστικής συνεργασίας και πολιτιστικών ανταλλαγών, εν τέλει οδηγεί σε μια εντελώς στρεβλή «ιστορική κατασκευή» για την Θεσσαλονίκη: Στον βωμό της τουριστικής ανάπτυξης, έχουμε καταντήσει να θεωρούμε την οθωμανική περίοδο της πόλης ως μια από τις λαμπρότερες στην ιστορία της. Στην πραγματικότητα, βέβαια, συνέβαινε το αντίθετο: Υπήρξε μια από τις περιόδους μεγαλύτερης υποβάθμισης, οικονομικής, πολιτιστικής, κοινωνικής –ενώ η αντιπαλότητα, και όχι η συνύπαρξη χαρακτήριζε τις σχέσεις των εθνοτήτων μεταξύ τους, γιατί το κυρίαρχο πολιτιστικό πλαίσιο ασκούσε εξουσία βάσει εθνικών και πολιτισμικών διακρίσεων. Και αυτό ισχύει από όποια σκοπιά κι αν το πάρει κανείς, και από εκείνην του πολυπολιτισμού.
Αν σε αυτήν την εικόνα προσθέσουμε το τι συμβαίνει στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 2002-2014, δηλαδή ένα σαρωτικό πρόγραμμα δημοσίων έργων και κατασκευών (ύψους 583 δισ.$, από τα οποία 200 δισ.$ τα δημόσια έργα 200 δις και τα υπόλοιπα ιδιωτικά)[1], που αποσκοπεί στην συστηματική εξάλειψη του άλλοτε κυρίαρχου πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης (ας μην ξεχνάμε ότι ένα από αυτά τα έργα, η ανοικοδόμηση ενός οθωμανικού στρατοπέδου Γενίτσαρων στο πάρκο Γκεζί της Πόλης, πυροδότησε την εξέγερση της πλατείας Ταξίμ) θα κατανοήσουμε πλήρως την νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί, εσκεμμένα, ως αποτέλεσμα της νεο-οθωμανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή: Εν τέλει, η Θεσσαλονίκη κινδυνεύει να υπαχθεί πλήρως στην νέο-οθωμανική πολιτισμική επιρροή, την ίδια στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη η ίδια η πολιτική της Τουρκίας υλοποιεί τα εντελώς αντίθετα από εκείνα που διεκδικεί για την πόλη μας…
Στοιχεία μιας εναλλακτικής τουριστικής πολιτικής
Αντιλαμβανόμαστε τώρα, ποιό είναι το έμμεσο, μεσο-μακροπρόθεσμο κόστος αυτής της συγκεκριμένης τουριστικής πολιτικής που ακολουθεί αυτήν την στιγμή ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Κόστος όχι μόνο οικονομικό, αλλά και ταυτόχρονα κόστος πολιτιστικό, και εν τέλει πολιτικό υπό την έννοια της υπαγωγής μας σε περιφερειακές σχέσεις ιμπεριαλιστικού τύπου.
Αυτή είναι η κριτική που ασκούμε στην τουριστική πολιτική του Δήμου, και θα περιμέναμε αν μη τι άλλο να μας απαντήσουν με την αντίστοιχη σοβαρότητα.
Ειρωνείες του στυλ «κάποιοι δεν συμπαθούν τους Τούρκους» μάλλον αδικούν αυτούς που μας τις απευθύνουν. Διότι έχουμε αποδείξει έμπρακτα ότι ενδιαφερόμαστε πολύ περισσότερο για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, και την εγκατάλειψη του χαρακτήρα που πάγια χαρακτηρίζει την πολιτική της, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικούς και αλληλεγγύης στους λαούς και τα κινήματα που δρουν στο εσωτερικό της –αλλά πρώτιστα για την δική μας εθνική επιβίωση μέσα στον 21ο αιώνα.
Όπως, επίσης, και τα απίστευτα επιχειρήματα του Αντιδημάρχου Τουρισμού, Σπ. Πέγκα [2], ότι τάχα υπονοούμε την επιβολή «εμπάργκο» στην τουρκική αγορά ή ποσόστωσης στους… επισκέπτες της πόλης. Είναι σαφές πως ο καθείς έχει το δικαίωμα να επισκέπτεται αυτήν την πόλη, και είναι μάλιστα καλοδεχούμενος –στην βάση των καλύτερων παραδόσεων φιλοξενίας του λαού μας. Εντούτοις, σε αυτές τις παραδόσεις, τους κανόνες φιλοξενίας τους θέτει ο οικοδεσπότης, και όχι ο φιλοξενούμενος. Μόνο στο πλαίσιο της ξενοκρατίας ο φιλοξενούμενος θέτει τους όρους της συνύπαρξης του με τον οικοδεσπότη. Επομένως, οι Τούρκοι επισκέπτες είναι ευπρόσδεκτοι στην Θεσσαλονίκη, αρκεί να την τιμούν ως αυτή που ήταν και είναι, όχι ως εκείνη που επιθυμεί να προβάλει η επεκτατική προπαγάνδα του γειτονικού κράτους.
Δεύτερον και επί του συγκεκριμένου: Αυτό που είπαμε είναι ότι η τουριστική πολιτική του Δήμου θα πρέπει να είναι πραγματικά πολυμερής –και όχι να υιοθετεί μια αναλογία 10 προς 1 υπέρ της ελληνοτουρκικής τουριστικής συνεργασίας.
Αυτό που ζητάμε, είναι ο Δήμος να μην αντιμετωπίζει τον τουρισμό απλά ως εξαγωγικό προϊόν, αλλά ως μοχλό ενδογενούς οικονομικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης, κοιτώντας πώς θα μεγιστοποιήσει το κοινωνικό όφελος από την τουριστική δραστηριότητα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ήδη από την προεκλογική περίοδο, έχουμε διατυπώσει τις εξής προτάσεις:
Να αναλάβει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς της πόλης, όπως είναι το ΑΠΘ, το Βυζαντινό Μουσείο κ.ά, μια εκστρατεία για την καθιέρωση της πόλης σε παγκόσμιο κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Βαλκανικών Σπουδών. Να πιέσει, ώστε να καθιερωθεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε διεθνή πύλη του Κινηματογράφου των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Να προχωρήσει, σε συνεργασία με τον Δήμο Αριστοτέλη σε μια αντίστοιχη εκστρατεία για την μεταβολή του εκεί Δήμου σε κέντρο αρχαιοελληνικών μελετών –δημιουργώντας έτσι ένα τρίγωνο πολιτισμικής ανάπτυξης Θεσσαλονίκης-Β/Α Χαλκιδικής-Αγίου Όρους. Ούτως η άλλως τόσο η νέα κυβέρνηση, όσο και η νέα δημοτική αρχή απορρίπτουν τον ληστρικό και περιβαλλοντικά καταστροφικό «εξορυκτισμό» που κυριαρχούσε στην περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες.
Να κινηθεί προς την κατεύθυνση διασύνδεσης του τουριστικού προϊόντος με την εγχώρια διατροφική παραγωγή. Να δημιουργήσει ειδικό γραφείο, που θα προωθεί αυτήν την διασύνδεση, και θα αναλαμβάνει επικοινωνιακές δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση: Παράδειγμα, να καθιερώσει ειδικό σήμα πιστοποίησης, για τα ξενοδοχεία και τις επιχειρήσεις της εστίασης που προωθούν τα ντόπια διατροφικά προϊόντα.
Αυτή είναι η κριτική μας, αυτές οι προτάσεις μας, αυτή η ανάλυσή μας πάνω στο ζήτημα. Προσδοκούμε σε μια γόνιμη αντιπαράθεση και διαφωνία, και αναμένουμε μιαν απάντηση σε επίπεδο αντίστοιχο της δικής μας…
Μένουμε Θεσσαλονίκη - Ούτε Φυγή, Ούτε υποταγή.
[1] Βλέπε Mehul Srivastava and Benjamin Harvey, «Erdogan Eye on ‘Crazy Projects’ Links Turkey Scandal to Builders», Bloomberg.org, 06/01/2014.
[2] Όσο για την αναφορά του στη Φινάσμπανκ, ως έμπρακτη απόδειξη αντίστοιχης διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στην Τουρκία, θα του υπενθυμίσουμε τις δηλώσεις του προέδρου της Τράπεζας, στην εφημερίδα Μιλιέτ το 2010, έτσι όπως αναμεταδόθηκαν από την δική μας Καθημερινή: «Ο πρόεδρος της τουρκικής τράπεζας κ. Ομέρ Αράς ξεκαθάρισε χθες ότι η Finansbank δεν έχει δώσει ούτε μια λίρα ως μέρισμα από τα κέρδη της και δεν σχεδιάζει να το κάνει. ‘Τα κέρδη θα αξιοποιηθούν για την επέκταση της Finansbank στην Τουρκία. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα μεταφοράς κέρδους’, είπε ο κ. Αράς». Βλέπε Καθημερινή, «Ο Δείκτης», 20/05/2010.
Κατά την χτεσινή συνεδρίαση (2/2/2015) του Δημοτικού Συμβουλίου, ψηφίσαμε λευκό στα σχετικά με τον τουρισμό θέματα, σ’ εκείνα της ελληνοτουρκικής ...
τουριστικής συνεργασίας, όπως και στην επικείμενη επίσκεψη στην Σμύρνη, της διευρυμένης αντιπροσωπείας εκπροσώπησης του Δήμου, για την τελετή επαναλειτουργίας της εκκλησίας του Αγίου Βουκόλου από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο.
Σκοπός του «λευκού» ήταν να προκαλέσουμε μια εκτεταμένη συζήτηση με τον Δήμαρχο και την δημοτική αρχή πάνω στις αιχμές της πολιτικής τους για τον τουρισμό, την ελληνοτουρκική οικονομική συνεργασία, καθώς και του «αφηγήματος» για την ιστορική ταυτότητα της πόλης που προβάλλει η παρούσα διοίκηση.
Η επίσκεψη στην Σμύρνη
Για την επίσκεψη στην Σμύρνη, πιστεύουμε τα ακόλουθα. Πιστεύουμε ότι η κίνηση του Πατριαρχείου, καθώς και η επιλογή του Δημάρχου να την στηρίξει με μια διευρυμένη αντιπροσωπεία είναι λανθασμένη. Κι αυτό γιατί την τελευταία τριετία το τουρκικό καθεστώς διέρχεται μια φάση πρωτοφανούς αντιδημοκρατικής σκλήρυνσης στο εσωτερικό, και προξυσμού της επιθετικότητάς του στο εξωτερικό.
Στο εσωτερικό, στ’ όνομα ενός ολοένα και πιο άκαμπτου ισλαμισμού, οι θρησκευτικές ελευθερίες περιορίζονται, το ίδιο και τα δημοκρατικά δικαιώματα, καθώς και το δικαίωμα στην ελεύθερη έκφραση –το τουΐτερ κλείνει συχνά, η αστυνομία μπαινοβγαίνει στις εφημερίδες όποτε θέλει για να τις κλείσει λόγω δημοσιευμάτων [βλέπε τι προκάλεσε η υπόθεση του Σαρλί Εμπντό στην γειτονική χώρα], ενώ καταστέλει με πρωτοφανή αγριότητα τις διαδηλώσεις, οι οποίες πολύ συχνά έχουν νεκρούς.
Στο εξωτερικό πληθαίνουν τα στοιχεία ότι χρηματοδοτεί και ενισχύει συστηματικά την δράση του Ισλαμικού Κράτους στην Συρία, η οποία στοχεύει σε μια συστηματική γενοκτονία εναντίον των μικρών υπολειμμάτων όλων των ιστορικών λαών της περιοχής. Μεταξύ άλλων, χιλιάδες Γιεζίντι, Κούρδοι, Χριστιανοί σφαγιάζονται ή εξωθούνται στην προσφυγιά –ενώ ίδια είναι η υποστήριξη σε αντίστοιχες δυνάμεις στο Ιράκ ή την Λιβύη.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, κινήσεις όπως αυτήν στην Σμύρνη δίνουν μια λανθασμένη εικόνα, μιας ειρηνικής, ανοιχτής και φιλελεύθερης χώρας την ίδια στιγμή που συμβαίνει καταφανώς το αντίθετο. Συνεπώς, όπως θα ήταν λάθος για την χώρα μας, να πυκνώνει τις πολιτιστικές ανταλλαγές με καθεστώτα τύπου Πινοσέτ της Χιλής, άλλο τόσο είναι και να το κάνει με ένα καθεστώς α λα «Πινοσέτ της Μεσογείου». Πόσο μάλλον όταν μέρος της επιθετικότητάς του στρέφεται μεταξύ άλλων και εναντίον του ελληνισμού, και την ίδια στιγμή το κράτος αυτό υιοθετεί μια στρατηγική να εξωθήσει στα άκρα τον πολιτιστικό πόλεμο που έχει ξεσπάσει στην Μέση Ανατολή, μάλιστα υιοθετώντας τελευταία και μια πρωτοφανή αντισημιτική φρασεολογία. Η οποία αποσκοπεί να «καπελώσει» το Παλαιστινιακό κίνημα και να το μεταβάλει σε εργαλείο της δικής της επεκτατικής πολιτικής, όπως πολλές πλέον συνιστώσες του παλαιστινιακού κινήματος καταγγέλλουν.
Συνεπώς, για όλους αυτούς τους λόγους, πιστεύουμε ότι και η πολιτική του Πατριαρχείου, και η πολιτική της Δημοτικής Διοίκησης της πόλης πάνω στο ζήτημα είναι λανθασμένη, και καταλήγει να συμβάλει προς την αντίθετη κατεύθυνση από εκείνη που επιθυμεί. Όχι να συμβάλει στην φιλελευθεροποίηση ενός καθεστώτος, αλλά να το εξωραΐζει, την ίδια στιγμή που εκείνο γίνεται ολοένα και πιο ανελεύθερο και επιθετικό.
Η τουριστική Πολιτική
Σε ό,τι αφορά γενικά στον τουρισμό, πιστεύουμε ότι η στρατηγική του Δήμου περιορίζεται σε μια γενική ιδέα «να φέρουμε ξένους τουρίστες στην πόλη, για να καταναλώνουν ξένα προϊόντα από την αγορά της». Θεωρούμε ότι αυτή η τουριστική πολιτική δοκιμάστηκε στην χώρα μας καθ όλη την διάρκεια της δεκαετίας του 2000, και όχι μόνον δεν απέτρεψε, αλλά ενθάρρυνε την άτυπη χρεοκοπία της χώρας μας το 2010, καθώς διοχέτευε ένα μεγάλο μέρος των τουριστικών εσόδων στην χρηματοδότηση των… εισαγωγών (!), και ενός απαρέγκλιτα παρασιτικού μοντέλου ανάπτυξης που στήριξαν όλες οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις, μεγαλώνοντας τα ελλείμματα της χώρας.
Συγκεκριμένα, σε σχέση με την ελληνοτουρκική τουριστική συνεργασία, κατ’ αρχάς, υπάρχει μεγάλη διαφορά οικονομικής δυναμικότητας, που αναπόφευκτα προκαλεί τάσεις εξάρτησης: Αυτήν την στιγμή το τουρκικό τουριστικό κεφάλαιο εκδηλώνει ενδιαφέρον για μια σειρά επενδύσεων σε μαρίνες, λιμάνια, στην εστίαση και στα ξενοδοχεία. Αντίστοιχη διείσδυση δοκιμάζουν και οι Τουρκικές Αερογραμμές, μια από τις γοργότερα αναπτυσσόμενες αεροπορικές εταιρείες παγκοσμίως, στοχεύοντας να μεταβάλουν την Ελλάδα σε υπο-κόμβο τους –ενώ αντίστοιχες προθέσεις έχουν εκδηλώσει και εταιρείες στην ακτοπλοΐα, θέλοντας να εκμεταλλευτούν την κατάρρευση της αντίστοιχης ελληνικής.
Η διείσδυση του τουρκικού κεφαλαίου σε αυτούς τους τομείς, αποσκοπεί στο να δημιουργήσει ένα κλειστό οικονομικό κύκλωμα τύπου «all-inclusive», που θα αξιοποιεί την χώρα μας ως «χώρο» και τοπίο, την ίδια στιγμή που θα διοχετεύει την τουριστική πρόσοδο στην τουρκική οικονομία. Ο δε αθέμιτος ανταγωνισμός των τουρκικών αερογραμμών, θα τείνει να λειτουργήσει ανασταλτικά ως προς την αποκατάσταση ενός δημόσιου εθνικού αερομεταφορέα, ενώ σειρά έχει μεσοπρόθεσμα και η ακτοπλοΐα. Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν, ότι αναπόφευκτα μια επίταση της «οικονομικής συνεργασίας» των δύο χωρών, με δεδομένη την μεγάλη διαφορά οικονομικής δυναμικότητας, απειλεί να αποβεί εξαιρετικά επωφελής για την μία, και εξαιρετικά αρνητική για την άλλη πλευρά, με εξαίρεση μια μειοψηφία μεγάλων επιχειρηματιών των ξενοδοχείων και της εστίασης, καθώς και τουρ οπερέιτορς που κερδίζουν μεσολαβώντας σε αυτήν την άνιση σχέση, δηλαδή κερδίζουν από την υπονόμευση της οικονομικής αυτοδυναμίας της χώρας μας.
Τρίτον, σε σχέση με τον αντίκτυπο της ελληνοτουρκικής τουριστικής συνεργασίας στην άποψη που η Δημοτική Αρχή προβάλει για την ιστορική ταυτότητα της πόλης στο σύνολό της, δηλαδή για τους 23 αιώνες ιστορίας της πόλης: Το γεγονός ότι ο Δήμος δίνει υπερβολική σημασία σε αυτήν την συνεργασία, αναπόφευκτα οδηγεί σε μια δυσανάλογη προβολή της ‘οθωμανικής περιόδου’ της πόλης, μάλιστα σε βάρος άλλων ιστορικών της περιόδων. Κι αυτό γιατί, το τούρκικο τουριστικό κεφάλαιο παίζει το χαρτί του «ιστορικού τουρισμού» ως ένα μέσο ήπιας, πολιτισμικής επαναφοράς της «οθωμανικότητας» στις πάλαι ποτέ κτήσεις της τότε Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ταυτότητα της πόλης
Το αποτέλεσμα αυτής της συστηματικής συνέργειας μεταξύ τουριστικής συνεργασίας και πολιτιστικών ανταλλαγών, εν τέλει οδηγεί σε μια εντελώς στρεβλή «ιστορική κατασκευή» για την Θεσσαλονίκη: Στον βωμό της τουριστικής ανάπτυξης, έχουμε καταντήσει να θεωρούμε την οθωμανική περίοδο της πόλης ως μια από τις λαμπρότερες στην ιστορία της. Στην πραγματικότητα, βέβαια, συνέβαινε το αντίθετο: Υπήρξε μια από τις περιόδους μεγαλύτερης υποβάθμισης, οικονομικής, πολιτιστικής, κοινωνικής –ενώ η αντιπαλότητα, και όχι η συνύπαρξη χαρακτήριζε τις σχέσεις των εθνοτήτων μεταξύ τους, γιατί το κυρίαρχο πολιτιστικό πλαίσιο ασκούσε εξουσία βάσει εθνικών και πολιτισμικών διακρίσεων. Και αυτό ισχύει από όποια σκοπιά κι αν το πάρει κανείς, και από εκείνην του πολυπολιτισμού.
Αν σε αυτήν την εικόνα προσθέσουμε το τι συμβαίνει στην Κωνσταντινούπολη κατά την περίοδο 2002-2014, δηλαδή ένα σαρωτικό πρόγραμμα δημοσίων έργων και κατασκευών (ύψους 583 δισ.$, από τα οποία 200 δισ.$ τα δημόσια έργα 200 δις και τα υπόλοιπα ιδιωτικά)[1], που αποσκοπεί στην συστηματική εξάλειψη του άλλοτε κυρίαρχου πολυπολιτισμικού χαρακτήρα της πόλης (ας μην ξεχνάμε ότι ένα από αυτά τα έργα, η ανοικοδόμηση ενός οθωμανικού στρατοπέδου Γενίτσαρων στο πάρκο Γκεζί της Πόλης, πυροδότησε την εξέγερση της πλατείας Ταξίμ) θα κατανοήσουμε πλήρως την νέα πραγματικότητα που τείνει να διαμορφωθεί, εσκεμμένα, ως αποτέλεσμα της νεο-οθωμανικής πολιτικής στην ευρύτερη περιοχή: Εν τέλει, η Θεσσαλονίκη κινδυνεύει να υπαχθεί πλήρως στην νέο-οθωμανική πολιτισμική επιρροή, την ίδια στιγμή που στην Κωνσταντινούπολη η ίδια η πολιτική της Τουρκίας υλοποιεί τα εντελώς αντίθετα από εκείνα που διεκδικεί για την πόλη μας…
Στοιχεία μιας εναλλακτικής τουριστικής πολιτικής
Αντιλαμβανόμαστε τώρα, ποιό είναι το έμμεσο, μεσο-μακροπρόθεσμο κόστος αυτής της συγκεκριμένης τουριστικής πολιτικής που ακολουθεί αυτήν την στιγμή ο Δήμος Θεσσαλονίκης. Κόστος όχι μόνο οικονομικό, αλλά και ταυτόχρονα κόστος πολιτιστικό, και εν τέλει πολιτικό υπό την έννοια της υπαγωγής μας σε περιφερειακές σχέσεις ιμπεριαλιστικού τύπου.
Αυτή είναι η κριτική που ασκούμε στην τουριστική πολιτική του Δήμου, και θα περιμέναμε αν μη τι άλλο να μας απαντήσουν με την αντίστοιχη σοβαρότητα.
Ειρωνείες του στυλ «κάποιοι δεν συμπαθούν τους Τούρκους» μάλλον αδικούν αυτούς που μας τις απευθύνουν. Διότι έχουμε αποδείξει έμπρακτα ότι ενδιαφερόμαστε πολύ περισσότερο για τον εκδημοκρατισμό της Τουρκίας, και την εγκατάλειψη του χαρακτήρα που πάγια χαρακτηρίζει την πολιτική της, όχι μόνο για λόγους ιδεολογικούς και αλληλεγγύης στους λαούς και τα κινήματα που δρουν στο εσωτερικό της –αλλά πρώτιστα για την δική μας εθνική επιβίωση μέσα στον 21ο αιώνα.
Όπως, επίσης, και τα απίστευτα επιχειρήματα του Αντιδημάρχου Τουρισμού, Σπ. Πέγκα [2], ότι τάχα υπονοούμε την επιβολή «εμπάργκο» στην τουρκική αγορά ή ποσόστωσης στους… επισκέπτες της πόλης. Είναι σαφές πως ο καθείς έχει το δικαίωμα να επισκέπτεται αυτήν την πόλη, και είναι μάλιστα καλοδεχούμενος –στην βάση των καλύτερων παραδόσεων φιλοξενίας του λαού μας. Εντούτοις, σε αυτές τις παραδόσεις, τους κανόνες φιλοξενίας τους θέτει ο οικοδεσπότης, και όχι ο φιλοξενούμενος. Μόνο στο πλαίσιο της ξενοκρατίας ο φιλοξενούμενος θέτει τους όρους της συνύπαρξης του με τον οικοδεσπότη. Επομένως, οι Τούρκοι επισκέπτες είναι ευπρόσδεκτοι στην Θεσσαλονίκη, αρκεί να την τιμούν ως αυτή που ήταν και είναι, όχι ως εκείνη που επιθυμεί να προβάλει η επεκτατική προπαγάνδα του γειτονικού κράτους.
Δεύτερον και επί του συγκεκριμένου: Αυτό που είπαμε είναι ότι η τουριστική πολιτική του Δήμου θα πρέπει να είναι πραγματικά πολυμερής –και όχι να υιοθετεί μια αναλογία 10 προς 1 υπέρ της ελληνοτουρκικής τουριστικής συνεργασίας.
Αυτό που ζητάμε, είναι ο Δήμος να μην αντιμετωπίζει τον τουρισμό απλά ως εξαγωγικό προϊόν, αλλά ως μοχλό ενδογενούς οικονομικής και πολιτιστικής ανασυγκρότησης, κοιτώντας πώς θα μεγιστοποιήσει το κοινωνικό όφελος από την τουριστική δραστηριότητα. Προς αυτήν την κατεύθυνση, ήδη από την προεκλογική περίοδο, έχουμε διατυπώσει τις εξής προτάσεις:
Να αναλάβει ο Δήμος Θεσσαλονίκης, σε συνεργασία με αρμόδιους φορείς της πόλης, όπως είναι το ΑΠΘ, το Βυζαντινό Μουσείο κ.ά, μια εκστρατεία για την καθιέρωση της πόλης σε παγκόσμιο κέντρο Βυζαντινών, Νεοελληνικών και Βαλκανικών Σπουδών. Να πιέσει, ώστε να καθιερωθεί το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης σε διεθνή πύλη του Κινηματογράφου των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης.
Να προχωρήσει, σε συνεργασία με τον Δήμο Αριστοτέλη σε μια αντίστοιχη εκστρατεία για την μεταβολή του εκεί Δήμου σε κέντρο αρχαιοελληνικών μελετών –δημιουργώντας έτσι ένα τρίγωνο πολιτισμικής ανάπτυξης Θεσσαλονίκης-Β/Α Χαλκιδικής-Αγίου Όρους. Ούτως η άλλως τόσο η νέα κυβέρνηση, όσο και η νέα δημοτική αρχή απορρίπτουν τον ληστρικό και περιβαλλοντικά καταστροφικό «εξορυκτισμό» που κυριαρχούσε στην περιοχή τις τελευταίες δεκαετίες.
Να κινηθεί προς την κατεύθυνση διασύνδεσης του τουριστικού προϊόντος με την εγχώρια διατροφική παραγωγή. Να δημιουργήσει ειδικό γραφείο, που θα προωθεί αυτήν την διασύνδεση, και θα αναλαμβάνει επικοινωνιακές δράσεις προς αυτήν την κατεύθυνση: Παράδειγμα, να καθιερώσει ειδικό σήμα πιστοποίησης, για τα ξενοδοχεία και τις επιχειρήσεις της εστίασης που προωθούν τα ντόπια διατροφικά προϊόντα.
Αυτή είναι η κριτική μας, αυτές οι προτάσεις μας, αυτή η ανάλυσή μας πάνω στο ζήτημα. Προσδοκούμε σε μια γόνιμη αντιπαράθεση και διαφωνία, και αναμένουμε μιαν απάντηση σε επίπεδο αντίστοιχο της δικής μας…
Μένουμε Θεσσαλονίκη - Ούτε Φυγή, Ούτε υποταγή.
[1] Βλέπε Mehul Srivastava and Benjamin Harvey, «Erdogan Eye on ‘Crazy Projects’ Links Turkey Scandal to Builders», Bloomberg.org, 06/01/2014.
[2] Όσο για την αναφορά του στη Φινάσμπανκ, ως έμπρακτη απόδειξη αντίστοιχης διείσδυσης του ελληνικού κεφαλαίου στην Τουρκία, θα του υπενθυμίσουμε τις δηλώσεις του προέδρου της Τράπεζας, στην εφημερίδα Μιλιέτ το 2010, έτσι όπως αναμεταδόθηκαν από την δική μας Καθημερινή: «Ο πρόεδρος της τουρκικής τράπεζας κ. Ομέρ Αράς ξεκαθάρισε χθες ότι η Finansbank δεν έχει δώσει ούτε μια λίρα ως μέρισμα από τα κέρδη της και δεν σχεδιάζει να το κάνει. ‘Τα κέρδη θα αξιοποιηθούν για την επέκταση της Finansbank στην Τουρκία. Συνεπώς, δεν τίθεται θέμα μεταφοράς κέρδους’, είπε ο κ. Αράς». Βλέπε Καθημερινή, «Ο Δείκτης», 20/05/2010.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου