Είχα
γράψει την 26.12.2022 για το εξαιρετικό βιβλίο «Γύρω στον κόσμο» του ....
https://makpress.blogspot.com/2022/12/blog-post_26.html
Τώρα
έπεσε στα χέρια μου το βιβλίο τού Γεωργίου Ι. Μπούτου με τίτλο «Παιχνίδι με το σύστημα» και υπότιτλο «Σύντομη έρευνα
περί της φύσεως και των αιτίων της καταρρεύσεως των εθνών ή αλλιώς το χρονικό
μιας χρεωκοπίας ή ίσως και περισσότερων...».
Και μόνον ο
πρόλογος του αρεοπαγίτη ε.τ. και πρώην Επιθεωρητή Δημόσιας Διοίκησης κ.
Ρακιντζή αρκεί, για να αντιληφθεί κανείς τί πρόκειται να διαβάσει για το μαύρο μας το χάλι
με απόλυτα τεκμηριωμένο τρόπο. Τον παραθέτω:
«Το παρόν βιβλίο αποτελεί το
χρονικό του εικοσαετούς προσωπικού αγώνα του συγγραφέα, ο οποίος με την
ιδιότητα του οικονομικού επιθεωρητή διεξήγαγε αρμοδίως οικονομικό έλεγχο σε
έναν τυπικό δημόσιο οργανισμό. Στη συνέχεια προσπάθησε να γίνει αποδεκτό το
πόρισμά του από το Ελεγκτικό Συνέδριο (Ε.Σ.), προκειμένου να καταλογισθούν
στους παρανόμως πλουτίσαντες τα απολεσθέντα χρήματα, ώστε να αποδοθούν στο
Δημόσιο με την παράλληλη αναζήτηση πειθαρχικών και ποινικών ευθυνών. Στην
προσπάθεια του αυτή είχα συνδράμει ως Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης
(Γ.Ε.Δ.Δ.) όταν διαπίστωσα ότι τα έγγραφά του ήταν τεκμηριωμένα και οι
προσπάθειές του εξυπηρετούσαν το δημόσιο συμφέρον.
Μέσα από την πολύχρονη,
αδιάπτωτη και με πάθος προσήλωσή του να επιτελέσει το καθήκον του, ο συγγραφέας
διαμόρφωσε τελικά μια πλήρη εικόνα του κόσμου που εμφανίζεται ως Δημόσιος
Τομέας, ο οποίος στην πράξη είναι ένα καλειδοσκόπιο με 23.800 όψεις, κατά τον Π.
Καρκατσούλη, αλλά που κανένας δεν μπορεί να γνωρίσει πλήρως, πόσο μάλλον να
ελέγξει, ανεξαρτήτως της λαϊκής νομιμοποίησης που απολαμβάνει. Σε ένα τόσο μεγάλο
ταξίδι, οι συγγραφέας βίωσε διοικητικές, δικαστικές και προσωπικές περιπέτειες,
που περιγράφονται γλαφυρά και αποδεικνύονται με έγγραφα στα αντίστοιχα κεφάλαια
του βιβλίου. Δυστυχώς, όμως, τα ίδια συμβαίνουν σε μεγάλο βαθμό σε όσους
δημοσίους υπαλλήλους και λειτουργούς θέλουν να ασκούν ευόρκως το καθήκον τους.
Αυτό που πραγματικά προκαλεί
εντύπωση στην εργασία του είναι η ρεαλιστική απεικόνιση του «θαυμαστού αυτού
κόσμου» του Ελληνικού Δημοσίου. Οι συγγραφέας παρουσιάζει με πολλή επιτυχία
στην εισαγωγή του την κατάσταση ακινησίας που παγιώθηκε διαχρονικά στο Δημόσιο,
και που με την «πρώτη φορά Αριστερά» επιδεινώθηκε. Στην αφήγησή του αποκαλύπτονται
όλες οι παθογένειες της δημόσιας διοίκησης, με κυριότερα χαρακτηριστικά το
πελατειακό κράτος και το γεγονός ότι ο κρατικός μηχανισμός, με προεξάρχουσα την
ελληνική δικαιοσύνη, λειτουργεί βάσει του νόμου της αδρανείας, δηλαδή συνεχώς
επιβραδύνει την κίνησή του, ώσπου κάποιος με τα ελληνικά κριτήρια «φωτισμένος
νους» του δώσει μια ώθηση και τον επανεκκινήσει. Συγκεκριμένα, με τα λόγια του
συγγραφέα, αντικατοπτρίζονται «η άκρατη και απροσχημάτιστη κομματοκρατία, η
πολυεπίπεδη διαπλοκή, το αίσθημα του ακαταλόγιστου στους πυλώνες της εξουσίας,
ο διάχυτος παραλογισμός και η εν γένει "αφασία” της νεοελληνικής
πολιτικής, διοικητικής και δικαστικής εξουσίας της τρίτης ελληνικής
δημοκρατίας».
Δυστυχώς,
οι περισσότεροι δεν μπορούν να αντιληφθούν το τέλμα στο οποίο βουλιάζουμε, είτε
επειδή δεν έχουν προσλαμβάνουσες παραστάσεις είτε επειδή βολεύονται ως
ευνοούμενοι ενός πελατειακού κράτους είτε για λόγους ιδεοληψίας. Μόνο ένα μικρό
ποσοστό αντιστέκεται, όμως δεν γνωρίζω εάν αυτό επαρκεί, για να σχηματισθεί η
κρίσιμη μάζα που χρειάζεται για την ανατροπή του status quo της ακινησίας και
να αρχίσει η διαδικασία της επανεκκίνησης. Πιστεύω, ωστόσο, ότι βιβλία όπως το
παρόν, με τον προβληματισμό που προκαλούν, μπορούν να συμβάλουν σε αυτό.
Πολλές φορές ο τίτλος ενός βιβλίου καθορίζει την
επιτυχία του, γι' αυτό ο συγγραφέας, όπως εκθέτει, προβληματίσθηκε, πριν
καταλήξει στον τίτλο «Παιχνίδι με το σύστημα», κατόπιν επαγωγικών σκέψεων,
συνδέσεων με άλλες πολιτικές καταστάσεις και συγγραφείς. Ως τίτλος είναι
επιεικής, όχι μόνο για το σύστημα, αλλά, ακόμη χειρότερα, γιατί μέσα από αυτόν
φαίνεται ότι απενοχοποιούνται τα πρόσωπα που συγκροτούν αυτό το «σύστημα» και
το στηρίζουν, για να το απομυζούν. Στη θέση του συγγραφέα, θα επέλεγα ως τίτλο
τον στίχο του εθνικού μας ποιητή «και διηγώντας τα να κλαις», που —κατά τη
γνώμη μου, η οποία διαμορφώθηκε μέσω πολυετούς εμπειρίας τόσο στη δικαστική όσο
και στη διοικητική λειτουργία— αποδίδει πληρέστερα και σφαιρικά την κατάσταση
που βιώνουν η χώρα μας και οι συμπολίτες μας, πλην σπανίων εξαιρέσεων, με τα
πολλά και ποικίλα προβλήματα, ως αποτέλεσμα του ότι οι περισσότεροι εξ ημών
(πληθυντικός ευγενείας) δεν έχουμε κατανοήσει «ιδία υπαιτιότητι» ότι προέχει το
δημόσιο και όχι το ατομικό συμφέρον.
Πρέπει να ομολογήσω ότι δεν γνώριζα τον συγγραφέα
Γεράσιμο Κακλαμάνη ούτε τα έργα του
Επί της δομής του νεοελληνικού κράτους και Η Ελλάς ως κράτος δικαίου,
που φαίνεται να είναι μαζί με τον Ηλία Πετρόπουλο και τον Βασίλη Ραφαηλίδη οι
σύγχρονοι Έλληνες maudits συγγραφείς. Μαζί με τον παλαιότερο Ευάγγελο Λεμπέση
και το δοκίμιό του Η τεράστια κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω
βίω, προσπάθησαν να φωτίσουν τη σκοτεινή πλευρά, που όλοι κρύβουν κάτω από
το χαλί, την υποκρισία, την επίδειξη μετριοφροσύνης και την ψευδεπίγραφη
ηθικολογία. Βασικά χαρακτηριστικά της σύγχρονης κοινωνίας και μάλιστα της
άρχουσας τάξης είναι η υποκρισία, ο κακώς εννοούμενος καθωσπρεπισμός, σε
συνδυασμό με την έλλειψη θάρρους τόσο κατά την έκφραση γνώμης όσο και για την
εκτέλεση του καθήκοντος, αλλά και ο άκρατος εγωκεντρισμός με την επιδίωξη του
ατομικού συμφέροντος. Αυτή η στάση ζωής υιοθετείται ενστικτωδώς από μέτριας
πνευματικής συγκρότησης ανθρώπους, που μιλούν ξύλινη γλώσσα, επιλέγονται
διαχρονικά για την κατάληψη θέσεων εξουσίας και πολεμούν λυσσαλέα οποιαδήποτε
προσπάθεια αλλαγής ή εκσυγχρονισμού. Ο συγγραφέας διαθέτει το θάρρος και την
προσωπική ευθύνη να εκφρασθεί στην εισαγωγή του βιβλίου θετικά ή αρνητικά ή διά
παραλείψεως για τα πρόσωπα που συνάντησε στην πορεία του, γεγονός που δεν θα
σχολιάσω, επειδή, κατά την άποψή μου, το ουσιώδες ζήτημα δεν αφορά στα πρόσωπα,
αλλά στη θωράκιση των θεσμών, ούτως ώστε αυτοί να μη γίνονται έρμαια ιδιοτελών πολιτικών, συντεχνιακών ή
προσωπικών επιδιώξεων. Σε αυτή την
κατεύθυνση θεωρώ ότι συμβάλλει το συγκεκριμένο έργο, το αποτέλεσμα του οποίου αξιολογώ ως καίριας σημασίας.
Σε κάθε δημοκρατική χώρα, στην οποία λειτουργεί
πραγματικά και όχι κατ' επίφαση κράτος δικαίου, κανένας κρατικός ή
ιδιωτικός θεσμός δεν μπορεί να
λειτουργήσει σωστά, εάν δεν απολαμβάνει τουλάχιστον ένα σεβαστό ποσοστό εμπιστοσύνης και αναγνώρισης από τους
πολίτες, το οποίο ποικίλλει κατά περίπτωση και εποχή, εξαρτάται δε από το έργο
που παράγει ο θεσμός. Κάθε θεσμός διανύει έναν βιολογικό κύκλο και στο τέλος
νομοτελειακά αντικαθίσταται από έναν καινούριο. Θεσμοί που δεν μπόρεσαν να
ανταποκριθούν στον ρόλο και στον σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν ή στις
προσδοκίες των πολιτών, αυτοαναιρούνται και το κενό καλύπτεται από νέους
σχηματισμούς. Μόνο που, όταν υπάρχουν συνταγματικές προβλέψεις, η διαδικασία
αποκτά τους δικούς της ρυθμούς.
Είναι γεγονός ότι ο ρυθμός απονομής της Δικαιοσύνης σε
όλους τους τομείς, συμπεριλαμβανομένης και της δικαστικής λειτουργίας του Ε.Σ.,
είναι τόσο βραδύς, που ισοδυναμεί με αρνησιδικία. Αυτή δε η ανεπάρκεια
οφείλεται σε διάφορους λόγους. Εκτός των προβλημάτων που εκθέτει κατά την κρίση
του ο συγγραφέας στην εισήγηση του βιβλίου, υπάρχουν πλείστοι άλλοι: εγγενείς
δυσχέρειες, νομοθετικές ρυθμίσεις πολλές φορές ad hoc, νόμοι με εξαιρέσεις και
αστερίσκους, το αυτοδιοίκητο των δικαστηρίων που καθορίζουν πόσες υποθέσεις θα
δικάσουν, ο δικαστικός συνδικαλισμός, οι πολιτικές παρεμβάσεις, ο τρόπος
επιλογής ηγεσίας των ανωτάτων δικαστηρίων, η κατάργηση πολυμελών σχηματισμών με
τρόπο που να μη δημιουργείται πλέον esprit de corps, αλλά να εκδηλώνεται μόνο
για τη διεκδίκηση δικαιωμάτων, η ανεπαρκής αξιολόγηση των δικαστών και ο
ανεπαρκής πειθαρχικός και ποινικός έλεγχος, εφόσον υπάρχουν επαρκή αποδεικτικά
στοιχεία, οι παραγραφές ευθυνών κ.λπ. Φυσικά, δεν είναι δυνατόν να εξετασθούν
και να προταθούν αόριστες και ανεφάρμοστες λύσεις, αλλά είναι θετικό να
παραμένει ανοικτή η συζήτηση για θέματα που θέτει η εισαγωγή του παρόντος
βιβλίου, η οποία συνιστώ να μελετηθεί με προσοχή. Είναι επίσης γεγονός ότι για
τη Δικαιοσύνη, όπως για όλους τους πολυμελείς σχηματισμούς, ισχύει αυτό που
είχαν διατυπώσει οι Ρωμαίοι: «Senatores boni viri, Senatus mala bestia».
Ως Γ.Ε.Δ.Δ.
ασχολήθηκα για πολλά χρόνια με ελέγχους διαφόρων ειδών και πάντα είχα
ερωτηματικά και απορίες για την αποτελεσματικότητά τους, ειδικότερα στη χώρα
μας, επειδή ο σκοπός των διοικητικών και δημοσιονομικών ελέγχων ταυτίζεται με
τους σκοπούς της ποινικής καταστολής, δηλαδή της ειδικής και γενικής πρόληψης.
Αυτούς τους προβληματισμούς δε ενίσχυσε η υπόθεση που περιγράφεται στο βιβλίο.
Δεν υπάρχουν πλήρη στοιχεία για το ποσοστό από το κλεμμένο δημόσιο χρήμα που
έχει τελικά επιστραφεί στο δημόσιο ταμείο, αμφιβάλλω όμως εάν αυτό σε βάθος
χρόνου υπερβαίνει το 1%. Ακόμη χειρότερα, δεν υπάρχουν στοιχεία με τι κόστος
για το Δημόσιο ανακτήθηκε το ποσό αυτό, που ασφαλώς υπερβαίνει το ανακτηθέν
ποσό, ενώ θα έπρεπε να ισχύει ο κανόνας κόστους-οφέλους... Από την άλλη πλευρά,
ούτε και η ποινική καταστολή, ως μέτρο γενικής πρόληψης, φαίνεται να έχει
αποτελέσματα, επειδή, πλην των καταδικών των Τσοχατζόπουλου και Παπαντωνίου,
δεν έχουν δημοσιοποιηθεί άλλες καταδίκες για κατάχρηση δημοσίου χρήματος, πόσο
μάλλον που μετά από την κατάργηση του ν. 1608/1950 «περί καταχραστών δημοσίου
χρήματος» με τον νέο Π.Κ. (ν. 4619/01.07.2019), οι περισσότερες σχετικές
εκκρεμείς υποθέσεις έχουν μετατραπεί σε πλημμελήματα, και ως εκ τούτου έχουν
παραγραφεί.
Εν
κατακλείδι, θέλω να συγχαρώ τον συγγραφέα για το πόνημά του. Σαφώς το βιβλίο
του μπορεί να χρησιμεύσει ως case study για τη μελέτη των παθογενειών του
Ελληνικού Δημοσίου Τομέα, στις οποίες κυριαρχούν η γραφειοκρατία και η
ανεπάρκεια της Δικαιοσύνης και των ελεγκτικών μηχανισμών για τον έγκαιρο
καταλογισμό και για την είσπραξη του κλεμμένου δημοσίου Χρήματος.
Κυρίως,
όμως, θέλω να τον επαινέσω για το θάρρος και την επιμονή που επέδειξε για την
εκτέλεση της εντολής που έλαβε, κατά την οποία αντιμετώπισε εγγενείς δυσχέρειες
και ήρθε σε αντιπαράθεση με όλο το πολιτικό σύστημα. Τελικώς, παρά την κρίσιμη
κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει η χώρα, θέλω να ελπίζω πως η ρήση του
Θεόδωρου Κολοκοτρώνη «Τούτο το ντοβλέτι ούτε
φτιάνεται ούτε χαλιέται, αιωνίως θα σέρνεται», την οποία δεν εγνώριζα και που
τίθεται υπό αξιολόγηση από τον συγγραφέα, δεν θα επαληθευθεί, και όχι μόνον δεν
θα οδηγηθεί η χώρα σε απώλεια κυριαρχικών δικαιωμάτων ή σε καταστροφή, αλλά θα
διεκδικήσει την ποιοτική αναβάθμισή της. Ωστόσο γι’ αυτό δεν αρκεί κάποιος από
μηχανής θεός. Είναι εθνική ανάγκη να αρθούμε όλοι στο ύψος των περιστάσεων, με
πρώτο το πολιτικό προσωπικό της χώρας, ώστε, κατά το μέτρο των δυνάμεων ενός
εκάστου, να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο και να ακολουθήσουμε το ρητό «Συν Αθηνά
και χείρα κίνει», κατά το παράδειγμα του συγγραφέα.
Λέανδρος Τ. Ρακιντζής»
Προτρέπω άπαντας, και απάσας, αλλά και άπαντα, εννοείται, να αγοράσετε και
διαβάσετε το βιβλίο μαζί με τη συνέχειά του που έχει τον τίτλο «Μικρό
εγχειρίδιο για τη διαφθορά στη Δικαιοσύνη» και υπότιτλο «Παραλειπόμενα του
βιβλίου: «Το Ελεγκτικό Συνέδριο στο σύγχρονο δημοσιονομικό περιβάλλον» ή
αλλιώς: Κατάπτωση χωρίς όρια».
Όσο χρόνο
τα διαβάζετε, μπορείτε άνετα να παρακολουθείτε τον μεν σύζυγο της Μαρέβας να μοιράζει
επιδόματα και βοηθήματα και να επισκέπτεται σούπερ μάρκετ, για να ελέγξει τις
τιμές που γονατίζουν τον πολίτη, τον δε σύζυγο του Τάιλερ να προβαίνει σε καθημερινή «αδιαμεσολάβητη»
επαφή με την κοινωνία εφαρμόζοντας την αμερικανιά give me five.
Αυτά για
σήμερα που εορτάζεται η 50ή επέτειος της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, η οποία
δρομολόγησε την πτώση της στυγνή στρατιωτικής δικτατορίας, για να έλθει η
στυγνή δημοκρατία τής πωλητικής μάσας και κομπίνας των α[χ]ρίστων.
Σώτος – αντιγραφεύς
Φοβᾶμαι...
Φοβᾶμαι τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ ἑφτὰ χρόνια ἔκαναν πὼς δὲν εἶχαν πάρει χαμπάρι
καὶ μία ὡραία πρωία μεσοῦντος κάποιου Ἰουλίου
βγῆκαν στὶς πλατεῖες μὲ σημαιάκια κραυγάζοντας «δῶστε τὴ χούντα στὸ λαό».
Φοβᾶμαι τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ μὲ καταλερωμένη τὴ φωλιὰ
πασχίζουν τώρα νὰ βροῦν λεκέδες στὴ δική σου.
Φοβᾶμαι τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ σοῦ κλείναν τὴν πόρτα
μὴν τυχὸν καὶ τοὺς δώσεις κουπόνια καὶ τώρα
τοὺς βλέπεις στὸ Πολυτεχνεῖο νὰ καταθέτουν γαρίφαλα καὶ νὰ δακρύζουν.
Φοβᾶμαι τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ γέμιζαν τὶς ταβέρνες
καὶ τὰ σπάζαν στὰ μπουζούκια κάθε βράδυ καὶ τώρα τὰ ξανασπάζουν
ὅταν τοὺς πιάνει τὸ μεράκι τῆς Φαραντούρη καὶ ἔχουν καὶ «ἀπόψεις».
Φοβᾶμαι τοὺς
ἀνθρώπους ποὺ ἄλλαζαν πεζοδρόμιο ὅταν σὲ συναντοῦσαν
καὶ τώρα σὲ λοιδοροῦν γιατὶ, λέει, δὲν βαδίζεις ἴσιο δρόμο.
Φοβᾶμαι,
φοβᾶμαι πολλοὺς ἀνθρώπους.
Φέτος
φοβήθηκα ἀκόμη περισσότερο.
Νοέμβρης
1983
Μανόλης
Αναγνωστάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου