Όσο η Ανανεωτική Αριστερά ήταν ένα καθωσπρέπει μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, οι ιδεοληψίες της, (π.χ. ότι τα Σκόπια είναι Μακεδονία), δεν προκαλούσαν αντιδράσεις. Αντιμετωπίζονταν από το σύστημα με κατανόηση σαν ιδεολογικές εκκεντρικότητες.
Μπορεί κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκέντρωνε μικρά μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, αλλά τουλάχιστον τα μέλη του ήταν υπερήφανοι για την κουλτούρα τους. Ο οικείος και ελιτίστικος πολιτικός μικρόκοσμος της Κουμουνδούρου, όμως, είναι από το 2012 μια γλυκιά ανάμνηση. Στο 3ο φεστιβάλ της Νεολαίας του, μάλιστα, έγινε ένα βήμα που φρίκαρε την παλιά φρουρά. Οι νεολαίοι κάλεσαν την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Γιώργου Μαργαρίτη για να τραγουδήσουν!
Στο άλλοτε μικρό βασίλειο της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Η ιστορία συνωμότησε τα τελευταία χρόνια για να μετατρέψει ένα –βολεμένο στον ρόλο του– κόμμα διαμαρτυρίας αρχικά σε αξιωματική αντιπολίτευση και στη συνέχεια σε κυβερνητικό κόμμα. Ο μεγάλος χορηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το Μνημόνιο. Αυτό ξήλωσε πολιτικοεκλογικά το ΠΑΣΟΚ. Αυτό έστειλε στην αγκαλιά του Αλέξη Τσίπρα πλήθη απεγνωσμένων και μισοκατεστραμμένων μικρομεσαίων.
Πριν προσγειωθεί ανωμάλως το 2015, ο μικρός «αγνός και πρόβειος» ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι με την τότε κατακόρυφη εκλογική άνοδό του επιτέλους δικαιωνόταν η μακρόχρονη μοναχική πορεία του, ότι επιτέλους οι μάζες είδαν το φως το αληθινό κι ασπάστηκαν τις ιδέες του! Γι’ αυτό και σαν βλοσυρός πορτιέρης υπέβαλε τότε σε αυστηρό face control αριστεροσύνης τους πρώην πασόκους που συνωθούνταν στις πύλες του.
Όσοι τις τελευταίες δεκαετίες κόλλαγαν «ένσημα» στην Κουμουνδούρου είχαν την τάση να βλέπουν τον «πράσινο» σαν μικροαστό βουτηγμένο στην πολιτική αμαρτία. Του έκαναν τη χάρη, βέβαια, να δέχονται την ψήφο του! Αλλά μέχρις εκεί. Σαράντα τόσα χρόνια περίμεναν υπομονετικά στη στάση το λεωφορείο της εξουσίας και όταν το είδαν το 2014 να έρχεται θα άφηναν τους νεοφερμένους να ανέβουν μαζί τους; Με αυτά και με εκείνα ήταν τότε πιο εύκολο να σε δέχονταν στο Χάρβαρντ παρά σε τοπική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ!
Το σύνδρομο του οικοπεδούχου
Οι μικρογραφειοκράτες της Κουμουνδούρου διακατέχονταν από το σύνδρομο του οικοπεδούχου. Βαθιά μέσα τους θεωρούσαν και συνεχίζουν να θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ ιδιοκτησία τους. Μόνο που στο οικόπεδο δεν υπάρχει πια το ταπεινό «μπακάλικο» του 3-4%. Η πολιτική πλημμυρίδα το μετέτρεψε ταχύτατα σε γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ. Κι αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, χωρίς τις μαζικές εκλογικές εισροές από την Κεντροαριστερά και όχι μόνο.
Παρόλα αυτά, η Κουμουνδούρου δεν παραιτήθηκε από τον ανομολόγητο στόχο να διατηρήσει τον έλεγχο του μεγάλου πια ΣΥΡΙΖΑ. Στη δεκαετία του 2000, επί «βασιλείας» Αλέκου Αλαβάνου, η συγκατοίκηση με τις ολιγομελείς συνιστώσες της σκόρπιας και πολύχρωμης Αριστεράς (περιλάμβανε από ριζοσπάστες σοσιαλιστές μέχρι αριστεριστές και αναρχικούς) είχε στόχο την κοινοβουλευτική επιβίωση.
Οι συνιστώσες, όμως, δεν απειλούσαν την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων. Υπήρχαν, άλλωστε, παρεμφερείς πολιτικές διαδρομές και συγγενείς ιδεοληψίες. Γι’ αυτό και γρήγορα επήλθε όσμωση που ανακάτεψε την εσωκομματική τράπουλα. Με τους «πράσινους» μετανάστες, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτοί δεν ήταν από την ίδια γειτονιά. Και ήταν πολλοί, άρα και δυνάμει απειλή για την πρωτοκαθεδρία των οικοπεδούχων. Γι’ αυτό και η συμβίωση ήταν εξαρχής σχεδόν καταναγκαστική.
Στο 1ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Φεβρουάριο του 2014 οι πασοκογενείς βουλευτές, που είχαν πρωτεύσει σε σταυρούς στις εκλογές του 2012, ούτε καν είχαν τολμήσει να θέσουν υποψηφιότητα. Και όσοι το τόλμησαν πετσοκόφτηκαν από τα κομματικά δρεπανηφόρα. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό συριζαίο, ο πασοκογενής είναι ζυμωμένος με την εξουσία.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι επικοινωνεί καλύτερα με τους πρώην «πράσινους» ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν και δεκαπλασίασαν το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Η μικρογραφειοκρατία της Κουμουνδύρου φοβόταν τότε ότι μετά την απόφαση για διεύρυνση, οι «μετανάστες» πασόκοι θα αποκτούσαν ισχυρά ερείσματα στην επόμενη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Ο Τσίπρας και οι δικοί του, όμως, δεν είχαν επιλογή. Άλλος δρόμος για την εξουσία δεν υπήρχε.
Ιδεολογική παρουσία
Αν και η λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά παρέμεινε εκλογικά ισχνή καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, διατήρησε ισχυρή ιδεολογική παρουσία στη δημόσια σφαίρα με δεσπόζουσα θέση στα Μίντια και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Μπορεί, λοιπόν, το στέλεχός της να μη γεύτηκε την εξουσία στα ανώτερα της επίπεδα, όπως οι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά η συγκυρία έθρεψε τον ιδεολογικό και πολιτιστικό ναρκισσισμό του, συχνά σε βαθμό αλαζονείας. Ναι μεν μιλούσε εξ ονόματος και για τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, αλλά κατά κανόνα κρατούσε μία απόσταση από τον λαϊκό άνθρωπο και τις λαϊκές παραδόσεις.
Για δεκαετίες, από τις ταβέρνες των Εξαρχείων, αλλά και από κομψά ακριβά εστιατόρια, πολιτικολογούσε και επί χάρτου έλυνε προβλήματα με την κατηγορηματικότητα του κατόχου της μοναδικής αλήθειας. Υπερασπιζόταν με πάθος τη δημόσια παιδεία αλλά ήθελε να στείλει το παιδί του στο Κολέγιο. Ενώ με υπερηφάνεια τόνιζε την αριστεροσύνη του, απολάμβανε τη συμπάθεια των ισχυρών και συχνά, λόγω καλών σπουδών, είχε άνετη πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς και στις μεγάλες εταιρείες.
Η παράδοση αυτή του ΚΚΕ εσωτερικού μεταλαμπαδεύτηκε στην ΕΑΡ, στον Συνασπισμό και στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και όχι σ’ όλες τις φυλές του. Όταν ήταν προ των πυλών της εξουσίας, ο Τσίπρας είχε επισκεφτεί το Άγιο Όρος και είχε παρευρεθεί σε δύο θρησκευτικούς γάμους! Και για τα δύο είχε δεχθεί ειρωνικές επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην πλειονότητά τους οι συριζαίοι, άλλωστε, απεχθάνονται κάθε τι που αφορά όχι μόνο τη θρησκεία, αλλά και το έθνος. Λατρεύουν να αποδομούν οτιδήποτε εθνικό και αντίθετα υπερασπίζονται με πάθος κάθε είδους μειονότητα.
Από κομπάρσος πρωταγωνιστής
Όσο η Ανανεωτική Αριστερά ήταν ένα καθωσπρέπει μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, οι ιδεοληψίες της, (π.χ. ότι τα Σκόπια είναι Μακεδονία), δεν προκαλούσαν αντιδράσεις. Αντιμετωπίζονταν από το σύστημα με κατανόηση σαν ιδεολογικές εκκεντρικότητες. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ και με την απόσχιση της ΔΗΜΑΡ ο χώρος υιοθέτησε ριζοσπαστικές πρακτικές. Και οι επικρίσεις μετατράπηκαν σε ανοιχτή εχθρότητα, όταν η κρίση μετέτρεψε το κόμμα του Τσίπρα από κομπάρσο σε πρωταγωνιστή.
Ο συριζαίος ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος με τον εαυτό του. Όταν άρχισε να χαϊδεύει την εξουσία δεν πιανόταν. Όταν εγκαταστάθηκε στους θώκους της εξουσίας άρχισε να σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί ότι πια δεν μπορούσε να κάνει πολιτική μόνο με συνθήματα και καταγγελίες. Ως κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε συχνά με επώδυνο τρόπο και με κόστος για την οικονομία και κοινωνία να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του και να κάνει ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις.
Το γεγονός αυτό έφερε την παλιά φρουρά αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Από τη μία ορκιζόταν στα παραδοσιακά ιερά και όσια. Από την άλλη, όμως, η πλανεύτρα εξουσία τον έκανε να υπογράψει το 3ο μνημόνιο και να αποδειχθεί ο πιο καλός ο μαθητής στην εφαρμογή του. Είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι του 2015 η «μεγάλη στροφή» προκάλεσε διάσπαση. Αλλά και όσοι παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ θα σε κάνουν εχθρό εάν αμφισβητήσεις την αριστεροσύνη τους. Τώρα πώς καταφέρνουν να συνδυάζουν την υψωμένη αριστερή σημαία τους με την κυβερνητική πολιτική, είναι ένα μυστήριο που για να απαντηθεί απαιτεί υψηλές δόσεις διαλεκτικού υλισμού!
Τώρα, θα μου πείτε, γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ε να, έβλεπα όλο το προηγούμενο διάστημα την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίζει χωρίς διαρροές τα εκάστοτε οδυνηρά μέτρα που επιβάλλουν οι δανειστές, παρατηρούσα τη σταδιακή μετάλλαξη της κυβερνητικής ρητορικής και χωρίς να το θέλω το μυαλό μου έτρεξε στο παρελθόν. Τουλάχιστον τότε οι συριζαίοι είχαν και μία δικαιολογία να κάνουν face control αριστεροσύνης. Τώρα, έχουν γίνει κήρυκες του «ρεαλισμού», αλλά τα βρήκαν σκούρα στο Μακεδονικό. Οι άλλοτε «ιππότες του λαού» σήμερα αποφεύγουν να εμφανιστούν στην αγορά στις εκλογικές τους περιφέρειες.
Νεφέλη Ορφανού στο slpress.gr
Μπορεί κάποτε ο ΣΥΡΙΖΑ να συγκέντρωνε μικρά μονοψήφια εκλογικά ποσοστά, αλλά τουλάχιστον τα μέλη του ήταν υπερήφανοι για την κουλτούρα τους. Ο οικείος και ελιτίστικος πολιτικός μικρόκοσμος της Κουμουνδούρου, όμως, είναι από το 2012 μια γλυκιά ανάμνηση. Στο 3ο φεστιβάλ της Νεολαίας του, μάλιστα, έγινε ένα βήμα που φρίκαρε την παλιά φρουρά. Οι νεολαίοι κάλεσαν την Πίτσα Παπαδοπούλου και τον Γιώργου Μαργαρίτη για να τραγουδήσουν!
Στο άλλοτε μικρό βασίλειο της ριζοσπαστικής Αριστεράς έχουν έρθει τα πάνω κάτω. Η ιστορία συνωμότησε τα τελευταία χρόνια για να μετατρέψει ένα –βολεμένο στον ρόλο του– κόμμα διαμαρτυρίας αρχικά σε αξιωματική αντιπολίτευση και στη συνέχεια σε κυβερνητικό κόμμα. Ο μεγάλος χορηγός του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το Μνημόνιο. Αυτό ξήλωσε πολιτικοεκλογικά το ΠΑΣΟΚ. Αυτό έστειλε στην αγκαλιά του Αλέξη Τσίπρα πλήθη απεγνωσμένων και μισοκατεστραμμένων μικρομεσαίων.
Πριν προσγειωθεί ανωμάλως το 2015, ο μικρός «αγνός και πρόβειος» ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι με την τότε κατακόρυφη εκλογική άνοδό του επιτέλους δικαιωνόταν η μακρόχρονη μοναχική πορεία του, ότι επιτέλους οι μάζες είδαν το φως το αληθινό κι ασπάστηκαν τις ιδέες του! Γι’ αυτό και σαν βλοσυρός πορτιέρης υπέβαλε τότε σε αυστηρό face control αριστεροσύνης τους πρώην πασόκους που συνωθούνταν στις πύλες του.
Όσοι τις τελευταίες δεκαετίες κόλλαγαν «ένσημα» στην Κουμουνδούρου είχαν την τάση να βλέπουν τον «πράσινο» σαν μικροαστό βουτηγμένο στην πολιτική αμαρτία. Του έκαναν τη χάρη, βέβαια, να δέχονται την ψήφο του! Αλλά μέχρις εκεί. Σαράντα τόσα χρόνια περίμεναν υπομονετικά στη στάση το λεωφορείο της εξουσίας και όταν το είδαν το 2014 να έρχεται θα άφηναν τους νεοφερμένους να ανέβουν μαζί τους; Με αυτά και με εκείνα ήταν τότε πιο εύκολο να σε δέχονταν στο Χάρβαρντ παρά σε τοπική οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ!
Το σύνδρομο του οικοπεδούχου
Οι μικρογραφειοκράτες της Κουμουνδούρου διακατέχονταν από το σύνδρομο του οικοπεδούχου. Βαθιά μέσα τους θεωρούσαν και συνεχίζουν να θεωρούν τον ΣΥΡΙΖΑ ιδιοκτησία τους. Μόνο που στο οικόπεδο δεν υπάρχει πια το ταπεινό «μπακάλικο» του 3-4%. Η πολιτική πλημμυρίδα το μετέτρεψε ταχύτατα σε γιγαντιαίο σούπερ μάρκετ. Κι αυτό δεν μπορούσε να συμβεί, χωρίς τις μαζικές εκλογικές εισροές από την Κεντροαριστερά και όχι μόνο.
Παρόλα αυτά, η Κουμουνδούρου δεν παραιτήθηκε από τον ανομολόγητο στόχο να διατηρήσει τον έλεγχο του μεγάλου πια ΣΥΡΙΖΑ. Στη δεκαετία του 2000, επί «βασιλείας» Αλέκου Αλαβάνου, η συγκατοίκηση με τις ολιγομελείς συνιστώσες της σκόρπιας και πολύχρωμης Αριστεράς (περιλάμβανε από ριζοσπάστες σοσιαλιστές μέχρι αριστεριστές και αναρχικούς) είχε στόχο την κοινοβουλευτική επιβίωση.
Οι συνιστώσες, όμως, δεν απειλούσαν την παραδοσιακή τάξη πραγμάτων. Υπήρχαν, άλλωστε, παρεμφερείς πολιτικές διαδρομές και συγγενείς ιδεοληψίες. Γι’ αυτό και γρήγορα επήλθε όσμωση που ανακάτεψε την εσωκομματική τράπουλα. Με τους «πράσινους» μετανάστες, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αυτοί δεν ήταν από την ίδια γειτονιά. Και ήταν πολλοί, άρα και δυνάμει απειλή για την πρωτοκαθεδρία των οικοπεδούχων. Γι’ αυτό και η συμβίωση ήταν εξαρχής σχεδόν καταναγκαστική.
Στο 1ο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ τον Φεβρουάριο του 2014 οι πασοκογενείς βουλευτές, που είχαν πρωτεύσει σε σταυρούς στις εκλογές του 2012, ούτε καν είχαν τολμήσει να θέσουν υποψηφιότητα. Και όσοι το τόλμησαν πετσοκόφτηκαν από τα κομματικά δρεπανηφόρα. Σε αντίθεση με τον παραδοσιακό συριζαίο, ο πασοκογενής είναι ζυμωμένος με την εξουσία.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι επικοινωνεί καλύτερα με τους πρώην «πράσινους» ψηφοφόρους που μετακινήθηκαν και δεκαπλασίασαν το εκλογικό ποσοστό του ΣΥΡΙΖΑ. Η μικρογραφειοκρατία της Κουμουνδύρου φοβόταν τότε ότι μετά την απόφαση για διεύρυνση, οι «μετανάστες» πασόκοι θα αποκτούσαν ισχυρά ερείσματα στην επόμενη Κοινοβουλευτική Ομάδα. Ο Τσίπρας και οι δικοί του, όμως, δεν είχαν επιλογή. Άλλος δρόμος για την εξουσία δεν υπήρχε.
Ιδεολογική παρουσία
Αν και η λεγόμενη Ανανεωτική Αριστερά παρέμεινε εκλογικά ισχνή καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, διατήρησε ισχυρή ιδεολογική παρουσία στη δημόσια σφαίρα με δεσπόζουσα θέση στα Μίντια και στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους. Μπορεί, λοιπόν, το στέλεχός της να μη γεύτηκε την εξουσία στα ανώτερα της επίπεδα, όπως οι της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, αλλά η συγκυρία έθρεψε τον ιδεολογικό και πολιτιστικό ναρκισσισμό του, συχνά σε βαθμό αλαζονείας. Ναι μεν μιλούσε εξ ονόματος και για τα συμφέροντα των λαϊκών τάξεων, αλλά κατά κανόνα κρατούσε μία απόσταση από τον λαϊκό άνθρωπο και τις λαϊκές παραδόσεις.
Για δεκαετίες, από τις ταβέρνες των Εξαρχείων, αλλά και από κομψά ακριβά εστιατόρια, πολιτικολογούσε και επί χάρτου έλυνε προβλήματα με την κατηγορηματικότητα του κατόχου της μοναδικής αλήθειας. Υπερασπιζόταν με πάθος τη δημόσια παιδεία αλλά ήθελε να στείλει το παιδί του στο Κολέγιο. Ενώ με υπερηφάνεια τόνιζε την αριστεροσύνη του, απολάμβανε τη συμπάθεια των ισχυρών και συχνά, λόγω καλών σπουδών, είχε άνετη πρόσβαση στους κρατικούς μηχανισμούς και στις μεγάλες εταιρείες.
Η παράδοση αυτή του ΚΚΕ εσωτερικού μεταλαμπαδεύτηκε στην ΕΑΡ, στον Συνασπισμό και στη συνέχεια στον ΣΥΡΙΖΑ, αν και όχι σ’ όλες τις φυλές του. Όταν ήταν προ των πυλών της εξουσίας, ο Τσίπρας είχε επισκεφτεί το Άγιο Όρος και είχε παρευρεθεί σε δύο θρησκευτικούς γάμους! Και για τα δύο είχε δεχθεί ειρωνικές επιθέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στην πλειονότητά τους οι συριζαίοι, άλλωστε, απεχθάνονται κάθε τι που αφορά όχι μόνο τη θρησκεία, αλλά και το έθνος. Λατρεύουν να αποδομούν οτιδήποτε εθνικό και αντίθετα υπερασπίζονται με πάθος κάθε είδους μειονότητα.
Από κομπάρσος πρωταγωνιστής
Όσο η Ανανεωτική Αριστερά ήταν ένα καθωσπρέπει μικρό κόμμα διαμαρτυρίας, οι ιδεοληψίες της, (π.χ. ότι τα Σκόπια είναι Μακεδονία), δεν προκαλούσαν αντιδράσεις. Αντιμετωπίζονταν από το σύστημα με κατανόηση σαν ιδεολογικές εκκεντρικότητες. Τα πράγματα άρχισαν να αλλάζουν όταν με τη δημιουργία του ΣΥΡΙΖΑ και με την απόσχιση της ΔΗΜΑΡ ο χώρος υιοθέτησε ριζοσπαστικές πρακτικές. Και οι επικρίσεις μετατράπηκαν σε ανοιχτή εχθρότητα, όταν η κρίση μετέτρεψε το κόμμα του Τσίπρα από κομπάρσο σε πρωταγωνιστή.
Ο συριζαίος ήταν ανέκαθεν ερωτευμένος με τον εαυτό του. Όταν άρχισε να χαϊδεύει την εξουσία δεν πιανόταν. Όταν εγκαταστάθηκε στους θώκους της εξουσίας άρχισε να σιγά-σιγά να συνειδητοποιεί ότι πια δεν μπορούσε να κάνει πολιτική μόνο με συνθήματα και καταγγελίες. Ως κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ αναγκάστηκε συχνά με επώδυνο τρόπο και με κόστος για την οικονομία και κοινωνία να επαναπροσδιορίσει τον ρόλο του και να κάνει ιδεολογικοπολιτικές υπερβάσεις.
Το γεγονός αυτό έφερε την παλιά φρουρά αντιμέτωπη με τον εαυτό της. Από τη μία ορκιζόταν στα παραδοσιακά ιερά και όσια. Από την άλλη, όμως, η πλανεύτρα εξουσία τον έκανε να υπογράψει το 3ο μνημόνιο και να αποδειχθεί ο πιο καλός ο μαθητής στην εφαρμογή του. Είναι αλήθεια ότι το καλοκαίρι του 2015 η «μεγάλη στροφή» προκάλεσε διάσπαση. Αλλά και όσοι παρέμειναν στον ΣΥΡΙΖΑ θα σε κάνουν εχθρό εάν αμφισβητήσεις την αριστεροσύνη τους. Τώρα πώς καταφέρνουν να συνδυάζουν την υψωμένη αριστερή σημαία τους με την κυβερνητική πολιτική, είναι ένα μυστήριο που για να απαντηθεί απαιτεί υψηλές δόσεις διαλεκτικού υλισμού!
Τώρα, θα μου πείτε, γιατί τα θυμήθηκα όλα αυτά; Ε να, έβλεπα όλο το προηγούμενο διάστημα την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να υπερψηφίζει χωρίς διαρροές τα εκάστοτε οδυνηρά μέτρα που επιβάλλουν οι δανειστές, παρατηρούσα τη σταδιακή μετάλλαξη της κυβερνητικής ρητορικής και χωρίς να το θέλω το μυαλό μου έτρεξε στο παρελθόν. Τουλάχιστον τότε οι συριζαίοι είχαν και μία δικαιολογία να κάνουν face control αριστεροσύνης. Τώρα, έχουν γίνει κήρυκες του «ρεαλισμού», αλλά τα βρήκαν σκούρα στο Μακεδονικό. Οι άλλοτε «ιππότες του λαού» σήμερα αποφεύγουν να εμφανιστούν στην αγορά στις εκλογικές τους περιφέρειες.
Νεφέλη Ορφανού στο slpress.gr