Η ΚΡΥΦΗ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗΣ ή ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΠΑΡΑΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ
Σε μια δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου πριν τις εκλογές του Σεπτεμβρίου είχα διαβάσει τη φράση «ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.»
Mου ξύπνησε μια γλυκόπικρη μνήμη της νεότητάς μου (η φράση, όχι η Τασία Χριστοδουλοπούλου) όταν στα χρόνια της δικτατορίας είχα περάσει κι εγώ από την Αριστερά, κάνοντάς με ταυτόχρονα να αναρωτηθώ: πόσοι άνθρωποι χωρίς την εμπειρία μιας τέτοιας ένταξης καταλαβαίνουν σήμερα τη σημασία της λέξης «διαλεκτικά» στη συγκεκριμένη δήλωση;
Κι ακόμη περισσότερο: πόσοι άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν αυτή τη σημασία μπορούν να εμβαθύνουν στο τι ακριβώς συμβαίνει σήμερα στο συλλογικό νου του Σύριζα; Στην τελευταία ερώτηση θα απαντούσα: λίγοι, πολλοί λίγοι.
Γιατί η κατανόηση της λέξης «διαλεκτικά», σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι κλειδί στην εννόηση ενός ολόκληρου διανοητικού κόσμου, ενός συνολικού σύστηματος γνωσιακών μηχανισμών που κυριαρχεί στο νου των κυβερνώντων μας, του καθενός ξεχωριστά αλλά και αυτού που είναι της μόδας να ονομάζεται “συλλογικότητα”.
Όποιος δεν ξέρει το νόημα της λέξης “διαλεκτικά” σε αυτό το πλαίσιο, το βάρος και τις σημασίες που κουβαλάει, δεν έχει τα διανοητικά εργαλεία για να καταλάβει σε βάθος το πως ακριβώς σκέφτονται στο Σύριζα—είναι σα να κοιτά μικρο-οργανισμούς με μεγεθυντικό φακό αντί για μικροσκόπιο, ή τα αστέρια με κυάλια αντί για τηλεσκόπιο.
Για το λόγο αυτό, οι περισσότερες αναλύσεις που προσπαθούν να μπουν στις ενδόμυχες σκέψεις των κυβερνώντων, και από εκεί να διαβάσουν τα κίνητρά τους, μας μιλούν για δυο εναλλακτικές: ή α) ότι είναι οι απόλυτα κυνικοί αρριβίστες, ικανοί να υπογράψουν τα πάντα και να κάνουν όλους τους συμβιβασμούς για να μείνουν στην εξουσία, πλήρως ασυνείδητοι και αναίσθητοι, ή β) είναι υποκριτές που έχουν ένα σκοτεινό και καταχθόνιο σχέδιο, σοφά μελετημένο, βάσει του οποίου προχωρούν βήμα-βήμα προς τη μετατροπή της κοινωνίας μας σε κομμουνιστική.
Ξεφεύγει όμως ένα τρίτο ενδεχόμενο, που έχει το πλεονέκτημα ότι είναι κοντύτερα στον τρόπο που έχουν μάθει να σκέφτονται αυτοί οι άνθρωποι εξ απαλών πολιτικών ονύχων, εκπαιδευμένοι καθώς είναι και στη θεωρία (λιγότερο όμως, γιατί θέλει διάβασμα) αλλά και περισσότερο στην πράξη (συμπεριλαμβανομένης και της καφενειακής) αυτού που οι ίδιοι αποκαλούν μαρξιστική-λενινιστική σκέψη.
Για να καταλάβουμε το τρίτο αυτό ενδεχόμενο, που έχει μέσα του κομμάτια και από τα δύο πρώτα, χρειάζεται η ειδικότερη γνώση, γνώση στην οποία κυριαρχεί η ειδική σημασία της λέξης “διαλεκτικά”. Αυτή είναι ακριβώς η σημασία με την όποια τη χρησιμοποιεί στο παραπάνω απόφθεγμα η τέως υπουργός που έγινε διάσημη στο πανελλήνιο όταν μας είπε ότι οι πολιτικοί πρόσφυγες και οι μετανάστες «λιάζονται».
Και αυτή η σοφία της άλλωστε, όπως θα δούμε, ίσως να ήταν μια κατά κάποιο τρόπο διαλεκτική ερμηνεία του φαινομένου. Τονίζω πριν συνεχίσω ότι η σημασία της λέξης «διαλεκτική» σε όσα ακολουθούν είναι ειδική. Όσοι έχετε απαντήσει τη λέξη στον Αριστοτέλη ή τους στωϊκούς, στην ιστορία της φιλοσοφίας, στο Χέγκελ ή στον Κώστα Αξελό, ξεχάστε όσα μάθατε.
Σε αυτά που ξέρετε η διαλεκτική μπορεί να είναι συνώνυμο της λογικής, μπορεί να είναι μέθοδος για την αναζήτηση της αλήθειας μέσω της συζήτησης, μπορεί να είναι ένα σχήμα δυναμικής εξέλιξης των φαινομένων ή της σκέψης, που προχωράει από τη θέση, στην αντίθεση, στη σύνθεση. Αυτά στην κομμουνιστική έννοια της διαλεκτικής δεν ισχύουν, όπως δεν ισχύουν και σε περιπτώσεις που υιοθετείται ο όρος σε εκδοχές της μετακομμουνιστικής αριστεράς.
Η χρήση αυτή της λέξης ξεκινά από τα γραπτά του Μαρξ, και τη διαλεκτική ως μέρος του συστήματος που ονομάζει «διαλεκτικό υλισμό». Εδώ βρίσκουμε τα πρώτα παραδείγματα της εφαρμογής της παράξενης εκδοχής της που διατηρούν, όμως, σε σύγκριση με όσα ακολούθησαν, ακόμη κάποια επαφή με την κλασσική αντίληψη της λογικής. Αυτή σβήνει εντελώς όταν η διαλεκτική αυτού του τύπου τελειοποιείται (που λέει ο λόγος) μέσα από τη χρήση της από τον Λένιν, τους μπολσεβίκους του και, κατά δική τους διδασκαλία, τα κομμουνιστικά κόμματα της Ευρώπης στις πρώτες δεκαετίες της ζωής τους.
Ήδη, στη δεκαετία του 1920, η διαλεκτική για την οποία μιλάμε έχει πάρει την τελειωτική μορφή της. Δύο άκρως ενήμεροι και άκρως ευφυείς μάρτυρες των χειροτέρων εφιαλτών του εικοστού αιώνα (κομμουνιστικού και φασιστικού) έχουν αναλύσει στα βιβλία τους την κομμουνιστική διαλεκτική, όπως την έμαθαν στο δικό τους πέρασμα από την Αριστερά.
Ο πρώτος είναι ο Άρθουρ Καίσλερ, που περιγράφει πως, ως νεαρός κομμουνιστής στη Γερμανία της αρχής της δεκαετίας του 1930, εκπλήσσεται όταν βλέπει την κομματική εφημερίδα να διαστρέφει πλήρως τα γεγονότα της επικαιρότητας. Συγκεκριμένα, τον εντυπωσιάζει ένα κύριο άρθρο όπου δηλώνεται ότι οι κυβερνώντες τότε σοσιαλιστές υποστηρίζουν τους Ναζί—αυτό ενώ είναι πασίγνωστο ότι η κυβέρνησή έχει μόλις διεξαγάγει μια εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, διαλύοντας τους μηχανισμούς τους. Ακούγοντάς τον να εξανίσταται, μας λέει ο Καίσλερ, «ο Έντγκαρ (ο καθοδηγητής του) χαμογέλασε. “Βλέπεις ακόμη τα πράγματα με μηχανιστική ματιά”, μου είπε και στη συνέχεια μου εξήγησε τη διαλεκτική προσέγγιση. Η πράξη της αστυνομίας, είπε, ήταν μια απλή προκάλυψη, για να κρύψει τις πραγματικές διαθέσεις της κυβέρνησης. Αν και είναι πιθανό μερικοί σοσιαλιστές ηγέτες να είναι υποκειμενικά εναντίον των Ναζί, εξήγησε, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι αντικειμενικά εργαλείο του Ναζισμού. Στ᾽ αλήθεια, μάλιστα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα είναι ο κύριος εχθρός, γιατί έχει διασπάσει την εργατική τάξη, αποσπώντας ένα μέρος της. … Πρόταξα την αντίρρηση (λέει ο Καίσλερ) ότι τη διάσπαση την είχαν κάνει οι ίδιοι οι κομμουνιστές, όταν αποχώρησαν το 1919 από το Σοσιαλιστικό Κόμμα. “Πάλι σκέφτεσαι μηχανιστικά”, μου είπε πάλι ο Έντγκαρ. “Tυπικά αν το δεις είμασταν η μειοψηφία. Αλλά εμείς ενσαρκώναμε την επαναστατική αποστολή του προλεταριάτου. Κι έτσι, αρνούμενοι να ενταχθούν στη δική μας γραμμή, οι σοσιαλιστές ηγέτες διέσπασαν την εργατική τάξη και έγιναν λακέδες της αντίδρασης».
Το δεύτερο παράδειγμα είναι από τον μεγάλο ποιητή και δοκιμιογράφο, τον νομπελίστα Τσέσλαφ Μίλος. Έχοντας ζήσει ο ίδιος τον τρόπο με τον οποίο επεβλήθη ο κομμουνισμός στην πατρίδα του, την Πολωνία, ο Μίλος βλέπει τη διαλεκτική στην πράξη ως το εργαλείο εκείνο που αφαιρεί από τους υπηκόους του νέου καθεστώτος κάθε δυνατότητα διανοητικής άμυνας. Τι κι αν κάποιοι διανοούμενοι σαν κι αυτόν αντιτάσσουν σε συζητήσεις γεγονότα, στοιχεία, αριθμούς—είναι τόσο ανίκανοι να αντικρούσουν έναν έμπειρο κομματικό διαλεκτικό όσο ένας στρατιώτης του πεζικού ένα τανκ. Γράφει ο Μίλος: «Η μία και μοναδική μέθοδος είναι σωστή. Τα πάντα την αποδεικνύουν σωστή. Διαλεκτική: κάνω την πρόβλεψη ότι το σπίτι θα καεί, μετά περιχύνω το φούρνο βενζίνη. Το σπίτι καίγεται. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται.
Διαλεκτική: προβλέπω ότι ένα έργο τέχνης ασυμβίβαστο με τις αρχές του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι άχρηστο. Κατόπιν βάζω τον καλλιτέχνη σε ένα περιβάλλον όπου το έργο του είναι όντως άχρηστο. Η πρόβλεψή μου επιβεβαιώνεται». Σύμφωνα με τον Καίσλερ και τον Μίλος η διαλεκτική, σε αυτό το πλαίσιο, είναι το άκρο αντίθετο από αυτό που την ήθελε ο Αριστοτέλης, δηλαδή μεθοδολογία της λογικής σκέψης.
Στην κομμουνιστική εκδοχή αυτό που ονομάζεται διαλεκτική είναι ουσιαστικά μια μεθοδολογία παραχάραξης της αλήθειας, που όμως υποδύεται—εδώ έχουμε μέρος του παλαιοκομμουνιστικού σύνδρομου της επανάστασης-ως-επιστήμης—και θέλει να διεκδικεί τον τίτλο της λογικής σκέψης, και μάλιστα της επιστημονικής. Αυτή η κομμουνιστική διαλεκτική το κάνει καταργώντας πλήρως, ή και συχνά αντιστρέφοντας, τη σχέση αιτίου-αιτιατού, παραδοχής-συμπεράσματος, αλλά και συχνότατα, όπως στο παράδειγμα του Καίσλερ, καταδικάζοντας το οποιοδήποτε πραγματικό γεγονός δεν αρέσει στον διαλεκτικό ως “υποκειμενική” αντίληψη, ενώ η “αντικειμενική”—χωρίς πρόσθετη στήριξη—είναι αυτή που ορίζει ο ίδιος. Έτσι είναι διότι έτσι νομίζουμε, δηλαδή.
Αυτή η έννοια της διαλεκτικής εξηγεί τέλεια την κάθε αλλαγή στρατηγικής ενός κομμουνιστικού κόμματος, κάθε αλλαγή πορείας (όπως τη νομίζουν όσοι «δε βλέπουν τα πράγματα διαλεκτικά»), κάθε λάθος (παρομοίως) ή ασυνέπεια (επίσης.) Έτσι, ας πούμε, στη δεκαετία του 1920 και στις αρχές του 1930, που οι σοσιαλιστές καταδικάζονται βάσει της διαλεκτικής ως «σοσιαλφασίστες» όπως μας το λέει και ο Καίσλερ πιο πάνω, δηλαδή ως «αντικειμενικά» φασίστες που διασπούν την εργατική τάξη αφαιρώντας ψήφους και μέλη από το Κομμουνιστικό Κόμμα.
Όμως το 1934, όταν η Κομμουνιστική Διεθνής αλλάζει τακτική, και υιοθετεί τη θεωρία του «λαϊκού μετώπου», οι σοσιαλιστές γίνονται αίφνης σύμμαχοι, και κύριος εχθρός είναι ο ναζισμός. Τα παλιά επιχειρήματα εναντίον τους ξεχνιώνται, κι όποιος τα επικαλείται σκέφτεται «μηχανιστικά». Έλα όμως που το 1939 ο Στάλιν τα κάνει πλακάκια με τον Χίτλερ, μέσω του Συμφώνου Μολότοφ-Ρίμπεντροπ. Αν το δει αυτό κανείς με «μηχανιστική σκέψη» ή μείνει στο «υποκειμενικό», το Σύμφωνο μοιάζει να παραβιάζει όσα έλεγαν οι κομμουνιστές τα προηγούμενα έξι χρόνια. Κι όμως, με εφαρμογή της διαλεκτικής η συνθηκολόγηση με τον Χίτλερ αναδεικνύεται (ο όρος «αποδεικνύεται» εδώ μπορεί να χρησιμοποιηθεί μόνο ως παρωδία) σε άκρως συνεπής με τα προηγούμενα και «αντικειμενικά» σωστή. (Παρεμπιπτόντως, οι έλληνες κομμουνιστές απέφυγαν τη γελοιοποίηση να πρέπει να δοξάσουν το Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ, καθώς ήταν στις φυλακές του Μεταξά. Κι αυτό ήταν πραγματικά ένα κάποιο κέρδος για τη φήμη τους, κυρίως στην Κατοχή: η ανάγνωση των κομματικών εφημερίδων των—τότε ελεύθερων ακόμη—γάλλων κομμουνιστών, είναι πραγματικά ανατριχιαστική.) Φυσικά, όταν ενάμιση χρόνο μετά ο Χίτλερ επιτίθεται στη Σοβιετική Ένωση, όλα αυτά αλλάζουν πάλι, και έρχονται τούμπα. Αλλά όποιος το επισημάνει, και πάλι, «σκέφτεται μηχανιστικά».
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 είχα κι εγώ προσωπική εμπειρία αυτής της έννοιας της διαλεκτικής. Συμμετέχοντας σε κομματικές συζητήσεις, στα λεγόμενα «ακτίφ», ή μιλώντας με τον καθοδηγητή μου (τον άμεσο προϊστάμενο, κομμουνιστί) προσπαθούσα στην αρχή να υποστηρίξω απόψεις που μου φαίνονταν λογικές, ή επέμενα να προςπαθώ να καταλάβω τα φαινόμενα και σε συνάρτηση με κάποια διαβάσματά μου, με όσο μυαλό μου είχε δώσει ο Θεός. Εις μάτην. Κάθε φορά που εξέφραζα διαφωνία με την (πάντοτε προαποφασισμένη) κομματική γραμμή, μου εξηγούνταν ότι «η λογική μου είναι μηχανιστική», ότι αυτά που λέω μπορεί να ισχύουν «υποκειμενικά», αλλά ότι η χρήση της διαλεκτικής δείχνει ότι «αντικειμενικά» έχω λάθος. Μπρος σε ένα τέτοιο οδοστρωτήρα, και στην αδυναμία να κερδίσεις μάχη με τη διαλεκτική ανώτερου κομματικού στελέχους, έχεις δύο εναλλακτικές: ή την αποδέχεσαι ή φεύγεις. Έφυγα κι εγώ κάποια στιγμή (τρία χρόνια έμεινα περίπου) αλλά έως ότου να φύγω συμβιβάστηκα με αυτό τον τρόπο σκέψης. Ο τρόπος που το κάνεις είναι μαθαίνοντας να χρησιμοποιείς και εσύ αυτή την ωραία, βολικότατη διαλεκτική. Αν καταφέρεις και παραμερίσεις τη λογική σου, η μέθοδος έχει άλλωστε μεγάλες χαρές: μπορεί να αποδείξεις τα πάντα, ακόμη και ότι η μέρα είναι νύχτα, ότι ο ήλιος περιστρέφεται γύρω από τη γη, ή ότι οι πολίτες της Βόρειας Κορέας είναι πιο ευτυχείς από της Βόρειας Καρολίνας. Για ένα φοιτητή των μαθηματικών, που είχε μάθει να χύνει πολύ ιδρώτα για μια απόδειξη, ήταν ευχάριστη ανάπαυλα.
Και επανέρχομαι στη δήλωση της Tασίας Χριστοδουλοπούλου, από όπου ξεκίνησα: «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά, φιλοσοφικά, πολιτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα μέσα σε μία ημέρα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο.» Τι πάει να πει αυτό, και συγκεκριμένα το «διαλεκτικά»; «Ο ΣΥΡΙΖΑ δε μπορεί διαλεκτικά να γίνει μνημονιακό κόμμα επειδή υπέγραψε το τρίτο Μνημόνιο». Δηλαδή; Σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης της κυρίας Χριστοδουλοπούλου δηλαδή–που σίγουρα δεν είναι μόνο δικός της μέσα στο κόμμα–ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να υπέγραψε ένα μνημόνιο αλλά αυτό δεν τον κάνει μνημονιακό. Γιατί; Γιατί έτσι της λέει η χρήση της διαλεκτικής. Διαλεκτική: Το να υπογράφει ο ΣΥΡΙΖΑ μνημόνια μπορεί υποκειμενικά να φαίνεται σε εμάς μνημονιακό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Είναι μάλιστα αντι-μνημονιακό, αφού, ας πούμε, αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν υπέγραφε τα μνημόνια θα έπεφτε η κυβέρνηση, και τότε θα ερχόταν μια άλλη κυβέρνηση στην εξουσία, αντικειμενικά μνημονιακή. Ενώ, υπογράφοντάς τα ο αντικειμενικά αντιμνημονιακός ΣΥΡΙΖΑ μας σώζει από τους μνημονιακούς. Αυτοί, οι μνημονιακοί, λένε ότι τώρα και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μνημονιακός. Αλλά αυτή τους η αντίληψη είναι υποκειμενική, όπως μας δείχνει η διαλεκτική. Μπλεχτήκατε; Εξασκηθείτε λίγο με τρία παραδείγματα διαλεκτικής σκέψης: 1) Ο Αλέξης Τσίπρας προεκλογικά είχε κατηγορήσει τη φαυλότητα των αναξιοκρατικών διορισμών ημετέρων και το νεποτισμό. Μόλις όμως ήρθε στην εξουσία το κόμμα του διόρισε ημέτερους και συγγενείς. Αυτό μπορεί να σας φαίνεται υποκειμενικά φαύλο και νεποτικό, αλλά αντικειμενικά δεν είναι. Διαλεκτική: οι τωρινοί διοριζόμενοι, ημέτεροι και συγγενείς, διορίζονται για να παραμείνει στην εξουσία μια κυβέρνηση που μάχεται τις φαύλες και νεποτικές κυβερνήσεις, άρα το μέτρο είναι διαλεκτικά αντιφαύλο και αντινεποτικό. 2) Κάποιοι υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ δε δήλωσαν τις μεγάλες ακίνητες περιουσίες τους. Αν το δείτε μηχανιστικά, αυτό είναι παράνομο και ανήθικο. Αλλά δείτε το διαλεκτικά. Διαλεκτική: οι υπουργοί που δε δήλωσαν τις περιουσίες τους αντικατέστησαν τους προηγούμενους, που ήταν μνημονιακοί. Άρα η πράξη τους να μη δηλώσουν είναι αντιμημονιακή, και άρα αντικειμενικά νόμιμη και ηθική. 3) Ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε προεκλογικά τη δεξιά για υπερεθνικισμό, και είχε πάγιες αντιδεξιές θέσεις όπως το διαχωρισμό Εκκλησίας-Κράτους. Όταν έγινε κυβέρνηση συνεργάστηκε με ένα ακροδεξιό υπερεθνικιστικό κόμμα, που είναι εναντίον του διαχωρισμού Εκκλησίας-Κράτους…. Έτσι νομίζετε; Κάνετε λάθος. Σκέφτεστε μηχανιστικά. Διαλεκτική: Υποκειμενικά οι ΑΝΕΛ είναι ακροδεξιοί και υπεθνικιστές. Αντικειμενικά όμως είναι προοδευτικοί διεθνιστές. Αυτό το βλέπετε από τη συνεργασία τους με τον ΣΥΡΙΖΑ, που είναι προοδευτικό και διεθνιστικό κόμμα. Άρα ίδιοι είναι και όσοι συνεργάζονται μαζί τους. Αντικεμενικά, πάντα. Συμπερασματικά, να πω μόνο ότι ο Αλέξης Τσίπρας είπε μια μεγάλη αλήθεια όταν παραδέχτηκε ότι έχει αυταπάτες. Αυτό που δεν είπε όμως, και προσωπικά δε νομίζω ότι είναι σε θέση να καταλάβει, είναι ότι η αυταπάτη είναι ο μόνιμος τρόπος σκέψης τους, του ίδιου και των συντρόφων του. Είναι ο τρόπος που τους δίδαξε η κομμουνιστική τους παιδεία. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης. Αλλά, θα μου πείτε, εγώ είμαι αντικειμενικά ένας αντιδραστικός διανοούμενος. Και, βέβαια, για να επικαλούμαι τον Αριστοτέλη αντί τον Μαρξ, σκέφτομαι εν προκειμένω μηχανιστικά.