Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Πώς οι ΗΠΑ και η CIA που λατρεύουν τον Τσίπρα, επέβαλαν τον Πινοσέτ και βύθισαν στη φτώχεια τη Χιλή

Το πρώτο πείραμα σε πραγματικές συνθήκες της πλήρους εφαρμογής των αρχών του φιλελευθερισμού τίναξε στον...
αέρα την οικονομία μιας χώρας και τη «βύθισε» για 17 χρόνια σε μια σκληρή δικτατορία. Η αντίστροφη μέτρηση για τη μακρινή Χιλή άρχισε πριν από 48 χρόνια, στις 4 Νοεμβρίου 1970, όταν ο μαρξιστής γιατρός Σαλβαντόρ Αλιέντε, ξεπερνώντας τις «τρικλοποδιές» της CIA, ορκίστηκε πρόεδρος της χώρας.

Πολλοί ήταν αυτοί που διερωτώνταν όχι εάν θα εκλεγεί ο Αλιέντε, αλλά εάν θα μπορέσει να κυβερνήσει. Και αυτό διότι για τις ΗΠΑ η ανάδειξη, με ειρηνικό τρόπο, μιας αριστερής κυβέρνησης σε μια από τις χώρες της Λατινικής Αμερικής, που τη θεωρούσαν ως την «πίσω αυλή» τους, ήταν, εκείνα τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, κάτι αδιανόητο.

Γι’ αυτό πριν ακόμα αναλάβει τα καθήκοντά του ο Αλιέντε η απόφαση είχε ληφθεί: «Είναι σταθερή και συνεχής πολιτική η ανατροπή Αλιέντε από πραξικόπημα», έγραφε σε απόρρητο τηλεγράφημά του στον «σταθμάρχη» της CIA στο Σαντιάγο Χένρι Χέκερ ο υπ' αριθμόν δύο της «υπηρεσίας», ο ελληνικής καταγωγής αναπληρωτής διευθυντής Τομ Καραμεσίνης.

Ομως, τα σχέδια του ευαγούς ιδρύματος του Λάνγκλεϊ χρειάστηκαν άλλα τρία χρόνια για να πραγματοποιηθούν από τον θαυμαστή του δικτάτορα της Ισπανίας Φράνκο, τον Αουγούστο Πινοσέτ.

Χώρα πειραματισμού

Ετσι η Χιλή, έπειτα από 160 χρόνια σχετικά ομαλής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, βρέθηκε δέσμια μερικών αδίστακτων στρατιωτικών και μετατράπηκε σε ένα πειραματικό «εργαστήριο» εφαρμογής της πιο ακραίας μορφής ελεύθερης οικονομίας.

Στην πραγματικότητα όλα ξεκίνησαν, στις αρχές της δεκαετίας του 1950, όταν πολυεθνικές εταιρείες και η κυβέρνηση των ΗΠΑ διαπίστωναν με ανησυχία ότι στη Λατινική Αμερική κέρδιζε έδαφος η ιδέα των εθνικοποιήσεων για να χρηματοδοτηθεί το όραμα για οικονομική ανεξαρτησία.

Η Χιλή επιλέχθηκε να γίνει το «πειραματόζωο» και καταστρώθηκε το λεγόμενο «Χιλιανό σχέδιο», που προέβλεπε ότι η κυβέρνηση των ΗΠΑ θα χρηματοδοτούσε Χιλιανούς φοιτητές να σπουδάσουν Οικονομικά στο Πανεπιστήμιο του Σικάγου. Η επιλογή του συγκεκριμένου Πανεπιστήμιου έγινε διότι οι καθηγητές, με εξέχουσα μορφή τον Μίλτον Φρίντμαν, απαιτούσαν, με μονοδιάστατη εμμονή, τη σχεδόν πλήρη αποδιάρθρωση του κράτους.

Οι πρώτοι φοιτητές έφυγαν, το 1956, για το Σικάγο και, μέχρι το 1970, συνολικά 100 Χιλιανοί φοιτητές έκαναν επιδοτούμενες μεταπτυχιακές σπουδές στο Σικάγο. (όπως και αρκετοί συριζαίοι ....αριστεροί)

Οι φοιτητές αυτοί έγιναν γνωστοί σε όλη τη Λατινική Αμερική ως «Παιδιά του Σικάγου» (Chicago Boys). Οταν οι πρώτοι απ’ αυτούς επέστρεψαν στην πατρίδα τους ήταν «πιο φανατικοί οπαδοί των ιδεών του Φρίντμαν και από τον ίδιο τον Φρίντμαν», έλεγε ο Μάριο Ζανιάρτου, οικονομολόγος του Καθολικού Πανεπιστήμιου της Χιλής.

Ο Φρίντμαν, ένας λαμπρός μαθηματικός και ικανός συζητητής, διακήρυττε τις αρχές της «ελεύθερης οικονομίας», οι οποίες αν και πάντα συγκαλυμμένες με τη γλώσσα των μαθηματικών και της επιστήμης, ταυτίζονταν απόλυτα με τα συμφέροντα των μεγάλων πολυεθνικών που διψούν για τεράστιες αγορές χωρίς ρυθμίσεις και κανονισμούς.

Ο Χουάν Γκαμπριέλ Βαλντές, υπουργός Εξωτερικών της Χιλής τη δεκαετία του 1990, χαρακτήρισε τη διαδικασία μύησης Χιλιανών οικονομολόγων στην «ορθοδοξία» της Σχολής του Σικάγου ως «ένα εντυπωσιακό παράδειγμα οργανωμένης μεταφοράς ιδεολογίας από τις Ηνωμένες Πολιτείες σε μια χώρα που βρίσκεται στη σφαίρα επιρροής της».

Ομως, στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1970 φάνηκε ξεκάθαρα ότι το «Χιλιανό σχέδιο» ήταν μια αποτυχία.

Η Χιλή είχε μετατοπιστεί τόσο πολύ προς τα αριστερά, ώστε και τα τρία μεγάλα πολιτικά κόμματα ήταν υπέρ της εθνικοποίησης της μεγαλύτερης πηγής εσόδων της χώρας, των ορυχείων χαλκού που ελέγχονταν από αμερικανικές εξορυκτικές εταιρείες.

Η δημοκρατία δεν είχε αποδειχτεί φιλόξενη για τα «Παιδιά του Σικάγου». Η δικτατορία, που ακολουθούσε, θα ήταν καταλληλότερη.

Οι προεδρικές εκλογές της 4ης Σεπτεμβρίου 1970 ήταν καταλυτικές. Ο Αλιέντε, που πρέσβευε ότι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός μπορούσε να έρθει από τις κάλπες και όχι με τα όπλα, συσπείρωσε σοσιαλιστές, κομμουνιστές και ριζοσπάστες καθολικούς και θεωρούνταν σίγουρος νικητής των εκλογών.

Πραγματικά, ο Αλιέντε, συγκεντρώνοντας το 36,3% των ψήφων, επικράτησε των αντιπάλων του παρά το ότι η αντιπολίτευση είχε χρηματοδοτηθεί προεκλογικά με ένα εκατομμύριο δολάρια από την αμερικανική εταιρεία τηλεπικοινωνιών ITT, όπως αποκάλυψε τον Μάρτιο του 1972 ο Αμερικανός δημοσιογράφος Τζακ Αντερσον. Δεν είχαν περάσει 10 μέρες και ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Νίξον έδινε εντολή στον επικεφαλής της CIA «να κάνουν την οικονομία (της Χιλής) να στενάξει» .

Τα στοιχεία

Παράλληλα, η CIA οργάνωσε, εν όψει της κρίσιμης ψηφοφορίας που θα γινόταν στις 24 Οκτωβρίου στο Κογκρέσο με υποψήφιους τους δύο πρώτους των εκλογών, ένα αποτυχημένο πραξικόπημα.

Παρότι τα περισσότερα έγγραφα για εκείνα τα χρόνια στη Χιλή παραμένουν διαβαθμισμένα, χάρη στο Εθνικό Αρχείο Ασφάλειας του Πανεπιστημίου Τζορτζ Ουάσιγκτον, ένα φορέα βραβευμένης ερευνητικής δημοσιογραφίας, έχουν έρθει στο φως ορισμένα απ’ αυτά.

Οπως είδαμε παραπάνω, σε ένα απόρρητο τηλεγράφημα ο υπ' αριθμόν 2 της CIA έγραφε ότι «είναι σταθερή και συνεχής πολιτική η ανατροπή Αλιέντε από πραξικόπημα».

«Θα ήταν πολύ προτιμότερο να υπάρξει πρόοδος πριν από τις 24 Οκτωβρίου, αλλά οι σχετικές προσπάθειες θα συνεχιστούν έντονα και μετά την ημερομηνία», συμπλήρωνε ο Τομ Καραμεσίνης.

Εκείνες τις μέρες, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Χιλής, στρατηγός Ρενέ Σνάιντερ, δήλωνε ότι ο στρατός θα σεβαστεί την όποια επιλογή του Κογκρέσου και θ’ αποτελούσε αποφασιστικό εμπόδιο σε οποιοδήποτε σχέδιο πραξικοπήματος.

Δύο μέρες πριν από την κρίσιμη ψηφοφορία ο Σνάιντερ τραυματίστηκε σοβαρά σε ενέδρα ακροδεξιάς συμμορίας για να υποκύψει στα τραύματά του στις 25 Οκτωβρίου.

Σε τρία απόρρητα τηλεγραφήματα μεταξύ του Λάνγκλεϊ και του σταθμού της CIA στο Σαντιάγο αποκαλύπτεται ότι η «υπηρεσία» προετοίμαζε, με όπλα που είχε στείλει, την «εξουδετέρωση» του Σνάιντερ. Ομως, τελικά «σκοτώθηκε από μια άλλη ομάδα, με την οποία συνεργάστηκε η CIA, με επικεφαλής τον συνταξιούχο στρατηγό Ρομπέρτο Βιαξ (Roberto Viaux)».

Τα «τσακάλια» της «υπηρεσίας» παραδέχονται, τελικά, ότι το σχέδιό τους απέτυχε, αφού «αντί για πραξικόπημα, ο στρατός και η χώρα συσπειρώθηκαν πίσω από την επικύρωση [της εκλογής] του Αλιέντε από το Κογκρέσο της Χιλής στις 24 Οκτωβρίου».

Η τελική ψηφοφορία στη μεγαλοπρεπή αίθουσα του Κογκρέσου κατέληξε σε θρίαμβο του Αλιέντε που συγκέντρωσε 135 ψήφους έναντι μόλις 35 του Αλεσάντρι.

Η ορκωμοσία του νέου προέδρου, που -αν και δηλωμένος άθεος- είχε μεγάλες συμπάθειες στους καθολικούς κύκλους, έγινε στις 4 Νοεμβρίου στον καθεδρικό ναό του Σαντιάγο.

Οι ΗΠΑ ήδη είχαν αποφασίσει, σύμφωνα με έγγραφο του υπουργού Εξωτερικών Κίσινγκερ, να ακολουθήσουν «ψυχρή πολιτική» απέναντι στη νέα κυβέρνηση και «περιορισμό της ικανότητάς του [Αλιέντε] να εφαρμόζει πολιτικές αντίθετες προς τα συμφέροντα των ΗΠΑ».

Λέγεται ότι τα επόμενα χρόνια η CIA δαπάνησε περισσότερα από 8 εκατομμύρια δολάρια σε δωροδοκίες για να υποδαυλίζει αναταραχές και να κλονιστεί ο Αλιέντε, όπως μια μεγάλη απεργία των φορτηγατζήδων, που προκάλεσε μεγάλα προβλήματα στη χώρα.

Ομως, η δημοτικότητα του προέδρου διαρκώς μεγάλωνε και γι’ αυτό η CIA προχώρησε, τον Ιούνιο του 1973, στην οργάνωση ενός ακόμα πραξικοπήματος, το οποίο κατεστάλη από τη νόμιμη ηγεσία του στρατού υπό τον στρατηγό Πρατς.

Η CIA, μετά την αποτυχία της να οργανώσει πραξικόπημα, κάνει το επόμενο βήμα. Την «απαλλαγή» από τον Πρατς. Το «χτύπημα» ήταν καίριο. Στις 22 Αυγούστου σύζυγοι στρατηγών και αξιωματικών διοργάνωσαν συλλαλητήριο έξω από το σπίτι του Πρατς με απαξιωτικά συνθήματα.

Για τον στρατηγό η απαξίωσή του ουσιαστικά από συναδέλφους του ήταν ισχυρότατο πλήγμα. Την επομένη μέρα παραιτήθηκε και τη θέση του αρχηγού του στρατεύματος πήρε ο Αουγούστο Πινοσέτ.

Δεν πέρασαν τρεις εβδομάδες από τη συνταξιοδότηση του Πρατς και έγινε το πραξικόπημα. Ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του διέφυγαν στην Αργεντινή, όπου δολοφονήθηκαν από όργανα της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος Πινοσέτ, την DINA.

Ο Πινοσέτ δεν μιλούσε για πραξικόπημα αλλά για «πόλεμο» και πραγματικά οι Χιλιανοί αντίκρισαν, το ξημέρωμα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973, πολεμικές εικόνες, με το Προεδρικό Μέγαρο τυλιγμένο στις φλόγες να δέχεται συγχρονισμένη επίθεση από ξηρά και αέρα.

Λίγο αργότερα η σορός του προέδρου μεταφερόταν πάνω σε ένα φορείο και οι στενότεροι συνεργάτες του βρίσκονταν ξαπλωμένοι μπρούμυτα στον δρόμο με τουφέκια να τους σημαδεύουν.

Ο Αλιέντε βρέθηκε πυροβολημένος στο κεφάλι. Ακόμα και σήμερα υπάρχουν διχογνωμίες εάν δολοφονήθηκε ή εάν αυτοκτόνησε για να μη δουν οι Χιλιανοί τον εκλεγμένο πρόεδρό τους να παραδίδεται στους πραξικοπηματίες.

Πλέον η δεύτερη εκδοχή, που ενστερνίζεται και η οικογένειά του, θεωρείται η πιθανότερη.

Τις επόμενες μέρες συνελήφθησαν χιλιάδες πολίτες και οδηγήθηκαν στις φυλακές. Πολλοί μεταφέρθηκαν αρχικά στα δύο κυριότερα ποδοσφαιρικά γήπεδα του Σαντιάγο, το Στάδιο της Χιλής και το τεράστιο Εθνικό Στάδιο.

Μέσα στο Εθνικό Στάδιο ο θάνατος αντικατέστησε το ποδόσφαιρο ως δημόσιο θέαμα. Κουκουλοφόροι καταδότες περιφέρονταν στις κερκίδες και υποδείκνυαν τους «υπονομευτές» στους στρατιώτες, οι οποίοι τους έσερναν στα αποδυτήρια και στα θεωρεία των επισήμων, που είχαν μετατραπεί σε αυτοσχέδιους θαλάμους βασανιστηρίων. Εκατοντάδες πολίτες εκτελέστηκαν.

Συνολικά, περισσότεροι από 3.200 άνθρωποι εξαφανίστηκαν ή εκτελέστηκαν, 80.000 φυλακίστηκαν και 200.000 εγκατέλειψαν τη χώρα για πολιτικούς λόγους.

Αμέσως, μετά την ανάληψη της εξουσίας από τους στρατιωτικούς, τα «Παιδιά του Σικάγου» ανέλαβαν να εφαρμόσουν τις αρχές της ελεύθερης οικονομίας. Μέσα σε ένα χρόνο η κοινωνία έφτασε στα όρια της εξαθλίωσης.

Ο Σουηδός δημοσιογράφος Λέιφ Πέρσον σε ανταπόκρισή του στο περιοδικό «Αντί» του Χρήστου Παπουτσάκη έγραφε:

«Η εξαθλίωση είναι γενικό φαινόμενο στις συνοικίες του Σαντιάγο και στην ύπαιθρο. Ο υποσιτισμός είχε αρχίσει να δείχνει τα πρώτα σημάδια. Τα παιδιά παίζουν ξυπόλητα στην κρύα λάσπη. […] Η ακρίβεια έκανε φοβερά άλματα. Ενα παράδειγμα: οι μηνιαίες αποδοχές ενός εργάτη είναι το πολύ 30.000 εσκούδος (πέσος). Ενα φτηνό ζευγάρι παπούτσια έχει πάει 20.000 εσκούδος. Ενα κιλό αλεύρι 1.120 εσκούδος, το κιλό οι πατάτες 400 εσκούδος».

Η χήρα του Αλιέντε, Ορτένσια, σε μια επίσκεψή της στην Ελλάδα μιλώντας στον «Ριζοσπάστη» (φ. της 20ής Νοεμβρίου 1975) υπογράμμιζε τα εξής:

«Η χούντα κατέχει σήμερα δύο θλιβερά ρεκόρ: το μεγαλύτερο ποσοστό πληθωρισμού και το μεγαλύτερο ποσοστό ανεργίας που φτάνει στο 25%. […] ορισμένοι επίσκοποι λένε ότι σε ορισμένες ζώνες, όπως των ανθρακωρυχείων, φτάνει το 60% του ενεργού πληθυσμού. Στην πόλη Λότα -ανθρακοφόρος περιοχή- 600 χιλιόμετρα νότια του Σαντιάγο, τον Ιούλη πέθαναν 271 παιδιά κάτω του ενός έτους από τη πείνα».

Αυτή η «εκρηκτική» κατάσταση σε συνδυασμό με τη διεθνή κατακραυγή για τις βιαιότητες της χούντας υποχρέωσε, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, τον Πινοσέτ να «χαλαρώσει» το καθεστώς του, διαλύοντας αρχικά τη διαβόητη DINA.

Ομως, καθώς οι διεθνείς πιέσεις συνεχίστηκαν και οι ΗΠΑ τον είχαν εγκαταλείψει, έκανε δημοψήφισμα, το 1988, για την παραμονή του στην εξουσία, το οποίο έχασε. Ετσι, αναγκάστηκε να παραδώσει, το 1990, την κυβέρνηση για να παραμείνει όμως για άλλα 8 χρόνια στη θέση του αρχηγού του στρατεύματος.

Ο Πινοσέτ πέθανε το 2006 χωρίς ποτέ να τιμωρηθεί για τα εγκλήματά του. Θεωρείται ότι αυτό ήταν το τίμημα για να παραδώσει την εξουσία...


Πηγη: Η ΑΥΓΗ