Οι διοικούντες δηλαδή (Σόλων και Κλεισθένης) κατ' εκείνον τον χρόνον την πόλιν, δεν ίδρυσαν πολίτευμα ονομαζόμενον μεν δι' ονόματος κοινοτάτου και ωραιοτάτου, μη φαινόμενον δε εις την εφαρμογήν τοιούτον εις ....
τους ζώντας κατ' αυτό, ουδέ ίδρυσαν τοιούτον πολίτευμα το οποίον κατά τέτοιον τρόπον εξεπαίδευε τους πολίτας, ώστε να θεωρούν την μεν ακολασίαν δημοκρατίαν, την δε παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν, ευτυχίαν δε την άδειαν του να πράττη καθένας ταύτα, αλλ' ίδρυσαν πολίτευμα το οποίον με το να μισή και να τιμωρή τους τοιούτους έκαμνεν όλους τους πολίτας καλυτέρους και σωφρονεστέρους. Πάρα πολύ δε εβοήθησεν αυτούς εις την καλήν διοίκησιν της πόλεως, διότι ενώ εθεωρούντο ότι υπάρχουν δύο ισότητες, και η μία αποδίδει το ίσον εις όλους, η δε άλλη το πρέπον εις έκαστον, δεν ηγνόουν την χρησιμωτέραν ισότητα, αλλ' απεδοκίμαζον την ισότητα εκείνην, η οποία έκρινε αξίους των ιδίων αμοιβών και τιμών τους φαύλους, επροτιμούσαν δε εκείνην (την ισότητα) η οποία τιμά και τιμωρεί καθένα σύμφωνα με την αξίαν του, και διά ταύτης διοικούσαν την πόλιν μη εκλέγοντες διά κλήρου τους άρχοντας εξ όλων των πολιτών, αλλά προτιμώντες εις έκαστον έργον τους αρίστους και ικανωτάτους. Διότι ήλπιζον ότι τοιούτοι θα είναι και οι άλλοι πολίται, οποίοι ακριβώς θα είναι και οι κυβερνώντες την πόλιν. Έπειτα δε εθεώρουν πως η κατά τοιούτον τρόπον εγκατάστασις των αρχόντων είναι περισσότερον συμφέρουσα εις τον λαόν, παρά η γινομένη διά κλήρου· διότι ενόμιζον ότι εις μεν την κλήρωσιν θα βραβεύση (θα κρίνει) η τύχη και πολλάκις θα καταλάβουν τας διαφόρους αρχάς οι επιθυμούντες την ολιγαρχίαν, με το να προτιμώνται δε οι ικανώτατοι, ότι ο λαός είναι κύριος να εκλέξη τους παρά πολύ αγαπώντας το υπάρχον πολίτευμα.
Αίτιον δε του να αρέσουν ταύτα εις τον λαόν και να μη είναι περιζήτητοι αι εξουσίαι, είναι ότι είχον μάθει οι πολίται να εργάζωνται και να μη είναι σπάταλοι, και να μη αμελούν μεν τα ατομικά των συμφέροντα να επιβουλεύωνται δε τα ξένα, αλλά να βοηθούν και το κράτος εκ της ατομικής των περιουσίας, οσάκις παρουσιάζετο ανάγκη, (και δεν είχον μάθει) να γνωρίζουν ακριβέστερον τας εκ του δημοσίου ταμείου προερχομένας προσόδους των, από τας προερχομένας εκ των κτημάτων των. Τόσον πολύ δε απείχον του να αναλάβουν εξουσίαν τινά, ώστε δυσκολώτερον ήτο κατ' εκείνους τους χρόνους να εύρη κανείς τους επιθυμούντας να άρχουν παρά τώρα εκείνους, που δεν έχουν ανάγκην να άρχουν· διότι την δημόσιαν υπηρεσίαν δεν την εθεώρουν εμπόριον, αλλά τιμητικόν αξίωμα, ουδέ εσκέπτοντο από της πρώτης ημέρας μόλις ανελάμβανον την εξουσίαν, εάν οι προηγούμενοι άρχοντες έχουν αφήσει κάτι που να τους φέρη κέρδη, αλλά πολύ περισσότερον εσκέπτοντο, εάν οι προηγούμενοι άρχοντες είχαν παραμελήσει καμμίαν υπόθεσιν από εκείνας που έπρεπε επειγόντως να διεκπεραιωθούν. Εν συντόμω δε, εκείνοι είχον καταλάβει ότι πρέπει ο μεν λαός ως απόλυτος άρχων να διορίζη τους άρχοντας και να τιμωρή τους παραβαίνοντας το καθήκον των, και να κρίνη διά τα αμφισβητούμενα, οι δε έχοντες την ευκαιρίαν και αρκετήν περιουσίαν να φροντίζουν διά την διοίκησιν της πόλεως ως υπηρέται του λαού και να επαινούνται μεν, αν φανούν δίκαιοι, και να είναι ευχαριστημένοι διά ταύτην την τιμήν, να μη συγχωρούνται δε, αν εκτελούν κακώς το καθήκον των, αλλά να τιμωρούνται αυστηρότατα. Και βέβαια πώς κανείς δύναται να εύρη ασφαλεστέραν και δικαιοτέραν δημοκρατίαν από ταύτην, η οποία διώριζε μεν άρχοντας τους ικανωτάτους, έκαμνε δε τον λαόν απόλυτον κύριον των εκλεγέντων τούτων αρχόντων;
Μτφρ. Σ. Τζουμελέας. 1949. Ισοκράτους Αρεοπαγιτικός, Περί Ειρήνης. Αρχαίον κείμενον, εισαγωγή, μετάφρασις, σημειώσεις. Αθήνα: Πάπυρος.
ΠΡΩΤΟΤΥΠΟ
[20] Οἱ γὰρ κατ’ ἐκεῖνον τὸν χρόνον τὴν πόλιν διοι-
κοῦντες κατεστήσαντο πολιτείαν οὐκ ὀνόματι μὲν τῷ
κοινοτάτῳ καὶ πραοτάτῳ προσαγορευομένην, ἐπὶ δὲ τῶν
πράξεων οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην, οὐδ’
ἣ τοῦτον τὸν τρόπον ἐπαίδευε τοὺς πολίτας ὥσθ’ ἡγεῖσθαι
τὴν μὲν ἀκολασίαν δημοκρατίαν, τὴν δὲ παρανομίαν ἐλευθε-
ρίαν, τὴν δὲ παρρησίαν ἰσονομίαν, τὴν δ’ ἐξουσίαν τοῦ
ταῦτα ποιεῖν εὐδαιμονίαν, ἀλλὰ μισοῦσα καὶ κολάζουσα
τοὺς τοιούτους βελτίους καὶ σωφρονεστέρους ἅπαντας
τοὺς πολίτας ἐποίησεν.
[21] Μέγιστον δ’ αὐτοῖς συνεβάλετο πρὸς τὸ καλῶς
οἰκεῖν τὴν πόλιν, ὅτι δυοῖν ἰσοτήτοιν νομιζομέναιν
εἶναι, καὶ τῆς μὲν ταὐτὸν ἅπασιν ἀπονεμούσης,
τῆς δὲ τὸ προσῆκον ἑκάστοις, οὐκ ἠγνόουν τὴν χρησι-
μωτέραν, ἀλλὰ τὴν μὲν τῶν αὐτῶν ἀξιοῦσαν τοὺς
χρηστοὺς καὶ τοὺς πονηροὺς ἀπεδοκίμαζον ὡς οὐ δικαίαν
οὖσαν, [22] τὴν δὲ κατὰ τὴν ἀξίαν ἕκαστον τιμῶσαν καὶ
κολάζουσαν προῃροῦντο καὶ διὰ ταύτης ᾤκουν τὴν πόλιν,
οὐκ ἐξ ἁπάντων τὰς ἀρχὰς κληροῦντες, ἀλλὰ τοὺς βελ-
τίστους καὶ τοὺς ἱκανωτάτους ἐφ’ ἕκαστον τῶν ἔργων
προκρίνοντες. τοιούτους γὰρ ἤλπιζον ἔσεσθαι καὶ τοὺς
ἄλλους, οἷοί περ ἂν ὦσιν οἱ τῶν πραγμάτων ἐπιστατοῦντες.
[23] Ἔπειτα καὶ δημοτικωτέραν ἐνόμιζον εἶναι ταύτην
τὴν κατάστασιν ἢ τὴν διὰ τοῦ λαγχάνειν γιγνομένην· ἐν
μὲν γὰρ τῇ κληρώσει τὴν τύχην βραβεύσειν καὶ πολλάκις
λήψεσθαι τὰς ἀρχὰς τοὺς ὀλιγαρχίας ἐπιθυμοῦντας, ἐν δὲ
τῷ προκρίνειν τοὺς ἐπιεικεστάτους τὸν δῆμον ἔσεσθαι
κύριον ἑλέσθαι τοὺς ἀγαπῶντας μάλιστα τὴν καθεστῶσαν
πολιτείαν.
[24] Αἴτιον δ’ ἦν τοῦ ταῦτα τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν
καὶ μὴ περιμαχήτους εἶναι τὰς ἀρχάς, ὅτι μεμαθηκότες
ἦσαν ἐργάζεσθαι καὶ φείδεσθαι, καὶ μὴ τῶν μὲν
οἰκείων ἀμελεῖν τοῖς δ’ ἀλλοτρίοις ἐπιβουλεύειν, μηδ’
ἐκ τῶν δημοσίων τὰ σφέτερ’ αὐτῶν διοικεῖν, ἀλλ’ ἐκ τῶν
ἑκάστοις ὑπαρχόντων, εἴ ποτε δεήσειε, τοῖς κοινοῖς ἐπαρ-
κεῖν, μηδ’ ἀκριβέστερον εἰδέναι τὰς ἐκ τῶν ἀρχείων προ-
σόδους ἢ τὰς ἐκ τῶν ἰδίων γιγνομένας αὑτοῖς. [25] οὕτω
δ’ ἀπείχοντο σφόδρα τῶν τῆς πόλεως, ὥστε χαλεπώτερον
ἦν ἐν ἐκείνοις τοῖς χρόνοις εὑρεῖν τοὺς βουλομένους
ἄρχειν ἢ νῦν τοὺς μηδὲν δεομένους· οὐ γὰρ ἐμπορίαν, ἀλλὰ
λειτουργίαν ἐνόμιζον εἶναι τὴν τῶν κοινῶν ἐπιμέλειαν,
οὐδ’ ἀπὸ τῆς πρώτης ἡμέρας ἐσκόπουν ἐλθόντες εἴ τι
λῆμμα παραλελοίπασιν οἱ πρότερον ἄρχοντες, ἀλλὰ πολὺ
μᾶλλον εἴ τινος πράγματος κατημελήκασιν τῶν τέλος ἔχειν
κατεπειγόντων.
[26] Ὡς δὲ συντόμως εἰπεῖν, ἐκεῖνοι διεγνωκότες
ἦσαν ὅτι δεῖ τὸν μὲν δῆμον ὥσπερ τύραννον καθιστά-
ναι τὰς ἀρχὰς καὶ κολάζειν τοὺς ἐξαμαρτάνοντας καὶ
κρίνειν περὶ τῶν ἀμφισβητουμένων, τοὺς δὲ σχολὴν
ἄγειν δυναμένους καὶ βίον ἱκανὸν κεκτημένους ἐπιμε-
λεῖσθαι τῶν κοινῶν ὥσπερ οἰκέτας, καὶ δικαίους μὲν γενο-
μένους ἐπαινεῖσθαι καὶ στέργειν ταύτῃ τῇ τιμῇ, [27] κα-
κῶς δὲ διοικήσαντας μηδεμιᾶς συγγνώμης τυγχάνειν ἀλλὰ
ταῖς μεγίσταις ζημίαις περιπίπτειν. καίτοι πῶς ἄν τις
εὕροι ταύτης βεβαιοτέραν ἢ δικαιοτέραν δημοκρατίαν, τῆς
τοὺς μὲν δυνατωτάτους ἐπὶ τὰς πράξεις καθιστάσης,
αὐτῶν δὲ τούτων τὸν δῆμον κύριον ποιούσης;