Πού έδυ Σου το κάλλος;
Πόσην απλότητα και τι σπαρακτικό μεγαλείο έχει η Μεγάλη Παρασκευή στην ορθόδοξην ελληνοσύνην. Η ανθρώπινη τραγωδία συμπορεύεται με την υπερτάτην λιτότητα. Και μένει μονάχα η φωνή, η ψιλή μακρόσυρτη φωνή των κοριτσιών και των αγοριών να αφθονεί, να ακμάζει και να παραλύει. Τι άλλο περισσότερο θα χρειάζονταν, άλλωστε;
Δύο λέξεις, δύο σταυρωμένα χέρια, ένα κερί και ένα δάκρυ. Λιανά τα πρώιμα λουλουδάκια εναποτίθενται στον επίπεδον Επιτάφιον. Δεν έχει σχήμα, δεν περιορίζεται σε τρεις διαστάσεις ο Εσταυρωμένος Νεκρός. Χλωμός και γλυκύς, με εσφραγισμένα τα τρυφερά Του βλέφαρα, κείται ο Αθώος. Και από την λογχισμένην πλευράν Του ρέει αίμα και ύδωρ.
Τι θα ημπορούσε να σταθεί πλάι σε τούτο το Σκήνωμα; Τα πάντα μάταια και περιττά. Μονάχα η οδύνη πλανάται κι υψώνεται και δεν σαρκώνεται. Διαχέεται. Με τα μύρα των κήπων και με την λάμψη των κεριών, με τους άνισους κυματισμούς των ψαλμών και μ’ εκείνα τα λόγια. Τα λιγοστά, τα καίρια, λόγια των Εγκωμίων.
«Ω γλυκύ μου Έαρ»
Θα μπορούσε μια Μάννα να ειπεί τίποτε μεγαλύτερο, κάτι ψηλότερο και, συνάμα, τόσο συνταρακτικό όσο αυτό το απλό «ω, γλυκειά μου Άνοιξη»;
Παίρνει τον πόνον στα χείλη του ο Λαός και τον γεύεται με ανεκλάλητους ψιθυρισμούς. Παίρνει τον ήχον της καμπάνας ο μυρωμένος αέρας και ραγίζει τους ουρανούς.
Εκείνοι οι άνθρωποι. Πώς προσέρχονται αυτοί οι αιώνιοι Έλληνες με την ακοίμητην αίσθηση της τραγωδίας στα μάτια. Οι γρηές και οι νέες, τα παιδιά και οι γέροντες, οι ώριμοι άνδρες και οι γόνιμες γυναίκες. Συλλογισμένοι και σιωπηλοί, συγκρατημένοι και αφρόντιστοι. Δεν έχουν φορέσει την φανταχτερή παρουσία άλλων λαών, που, με σήματα και ομοιώματα, με τελετουργίες και θρήνους στήνουν το θέατρο στις ημέρας. Εμείς δεν αλλάζουμε. Απλώς έχομεν επανέλθει στον ελληνικόν εαυτόν μας. Τραγικοί και ήρεμοι αφ’ εαυτών –απ’ τον καιρόν που η Αντιγόνη εκήδευε τον νεκρόν αδελφόν της. Από πάντοτε, δηλαδή.
Είναι συνταρακτική ημέρα η Μεγάλη Παρασκευή. Ίσως επειδή κανείς άλλος Λαός δεν εβίωσε τόσες Μεγάλες Παρασκευές όσο εμείς. Και, αν δεν το ξεύρουμε, το αισθανόμαστε. Φέρουμε μέσα μας τις αλλεπάλληλες καταβολές των αιώνων και των πόνων, των θανάτων και των πενθών. Και εννοούμε τι λέγομεν όταν, βαθειά απ’ την καρδιά, ακούγεται εκείνο το πικρό παράπονο του ανθρώπου εμπρός στο τετελεσμένο.
«Που έδυ Σου το κάλλος;».
Ν. Ι. Μέρτζος
Πόσην απλότητα και τι σπαρακτικό μεγαλείο έχει η Μεγάλη Παρασκευή στην ορθόδοξην ελληνοσύνην. Η ανθρώπινη τραγωδία συμπορεύεται με την υπερτάτην λιτότητα. Και μένει μονάχα η φωνή, η ψιλή μακρόσυρτη φωνή των κοριτσιών και των αγοριών να αφθονεί, να ακμάζει και να παραλύει. Τι άλλο περισσότερο θα χρειάζονταν, άλλωστε;
Δύο λέξεις, δύο σταυρωμένα χέρια, ένα κερί και ένα δάκρυ. Λιανά τα πρώιμα λουλουδάκια εναποτίθενται στον επίπεδον Επιτάφιον. Δεν έχει σχήμα, δεν περιορίζεται σε τρεις διαστάσεις ο Εσταυρωμένος Νεκρός. Χλωμός και γλυκύς, με εσφραγισμένα τα τρυφερά Του βλέφαρα, κείται ο Αθώος. Και από την λογχισμένην πλευράν Του ρέει αίμα και ύδωρ.
Τι θα ημπορούσε να σταθεί πλάι σε τούτο το Σκήνωμα; Τα πάντα μάταια και περιττά. Μονάχα η οδύνη πλανάται κι υψώνεται και δεν σαρκώνεται. Διαχέεται. Με τα μύρα των κήπων και με την λάμψη των κεριών, με τους άνισους κυματισμούς των ψαλμών και μ’ εκείνα τα λόγια. Τα λιγοστά, τα καίρια, λόγια των Εγκωμίων.
«Ω γλυκύ μου Έαρ»
Θα μπορούσε μια Μάννα να ειπεί τίποτε μεγαλύτερο, κάτι ψηλότερο και, συνάμα, τόσο συνταρακτικό όσο αυτό το απλό «ω, γλυκειά μου Άνοιξη»;
Παίρνει τον πόνον στα χείλη του ο Λαός και τον γεύεται με ανεκλάλητους ψιθυρισμούς. Παίρνει τον ήχον της καμπάνας ο μυρωμένος αέρας και ραγίζει τους ουρανούς.
Εκείνοι οι άνθρωποι. Πώς προσέρχονται αυτοί οι αιώνιοι Έλληνες με την ακοίμητην αίσθηση της τραγωδίας στα μάτια. Οι γρηές και οι νέες, τα παιδιά και οι γέροντες, οι ώριμοι άνδρες και οι γόνιμες γυναίκες. Συλλογισμένοι και σιωπηλοί, συγκρατημένοι και αφρόντιστοι. Δεν έχουν φορέσει την φανταχτερή παρουσία άλλων λαών, που, με σήματα και ομοιώματα, με τελετουργίες και θρήνους στήνουν το θέατρο στις ημέρας. Εμείς δεν αλλάζουμε. Απλώς έχομεν επανέλθει στον ελληνικόν εαυτόν μας. Τραγικοί και ήρεμοι αφ’ εαυτών –απ’ τον καιρόν που η Αντιγόνη εκήδευε τον νεκρόν αδελφόν της. Από πάντοτε, δηλαδή.
Είναι συνταρακτική ημέρα η Μεγάλη Παρασκευή. Ίσως επειδή κανείς άλλος Λαός δεν εβίωσε τόσες Μεγάλες Παρασκευές όσο εμείς. Και, αν δεν το ξεύρουμε, το αισθανόμαστε. Φέρουμε μέσα μας τις αλλεπάλληλες καταβολές των αιώνων και των πόνων, των θανάτων και των πενθών. Και εννοούμε τι λέγομεν όταν, βαθειά απ’ την καρδιά, ακούγεται εκείνο το πικρό παράπονο του ανθρώπου εμπρός στο τετελεσμένο.
«Που έδυ Σου το κάλλος;».
Ν. Ι. Μέρτζος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου