Συνέχεια από το προηγούμενο
Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Η κ. Πρόεδρος του Αρείου Πάγου και σύζυγος τέως αρεοπαγίτη, συνεχίζει την αντιπαράθεση με όσους αμφισβητούν την τακτική της του «δεν σηκώνω μύγα στο σπαθί μου» και επιμένουν να αποκαλύπτουν μύγες. Έτσι, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας στο ΠΑΣΟΚ και ....
καταχέρισε τον Ντέπιουτη που είχε το … θράσος να υποβάλει σχετική με το θέμα της ερώτηση στη Βουλή. Και τότε έρχεται η κ. Δήμητρα Κρουστάλλη και παραθέτει εις «ΤΟ ΒΗΜΑ»* της 26.03.2016 μία ολοσέλιδη χλαπάτσα. Το ρεπορτάζ είναι με πολύ λίγα λόγια το εξής: η κ. Πρόεδρος είχε προσφύγει στη Δικαιοσύνη ζητώντας € 365.000 αναδρομικά, τα οποία εν τέλει έλαβε σε ομόλογα, όπως και όλοι οι δικαστές. Κι’ όταν η δικηγόρος τής ζήτησε την αμοιβή της, προφανώς ποσοστιαία, η κ. τότε μη Πρόεδρος του ΑΠ δεν της έδωσε μία. Όταν η δικηγόρος προσέφυγε στη Δικαιοσύνη και παρουσίασε ιδιωτικό συμφωνητικό, η κ. τότε μη Πρόεδρος είπε ότι αυτή δεν είναι η υπογραφή της και ότι θα προσφύγει σε πραγματογνωμοσύνη, στην οποίαν ουδέποτε προσέφυγε.
Τελικά το Ειρηνοδικείο επεδίκασε στη δικηγόρο κάτι ψιλά μαζί με τα έξοδα [€ 400], επειδή προφανώς έκρινε ότι το ιδιωτικό συμφωνητικό δεν ήταν γνήσιο. Και δεν κουνήθηκε κανένας πούστης. Πόσο ξεφτίλας μπορεί να είσαι, όταν καταγγέλλεις εμμέσως πλην σαφώς ένα δικηγόρο ότι πλαστογράφησε την υπογραφή σου ή ότι εν γνώσει χρησιμοποίησε στο δικαστήριο πλαστό έγγραφο, ήτοι για κακουργηματικής μορφής αξιόποινη ενέργεια, και δεν του τραβάς μία μήνυση και μία αναφορά στον ΔΣΑ, ώστε να διαγραφεί από τα κιτάπια των δικηγόρων δια παντός; Ακόμη δε και τα € 400 δεν έχει δώσει.
Σύμφωνα με το άρθρο της κ. Κρουστάλλη και άλλοι δικαστές την έκαναν γυριστή, μόλις πήραν το μπαγιόκο, και δεν έδωσαν μία στην ίδια δικηγόρο. Με ποιό σκεπτικό; Με το εξής: «Εσύ δεν έκανες τίποτε. Εμείς σου δώσαμε όλα τα στοιχεία». Αυτή ήταν η φανερή αιτιολογία. Η μη φανερή φαντάζομαι θα ήταν η εξής: «Μην κουνιέσαι κουφάλα, διότι δεν πρόκειται να κερδίσεις υπόθεση στα δικαστήρια, έστω και αν είσαι κόρη τέως αρεοπαγίτη». Όμορφος κόσμος, δικαστικός κ.λπ. Το τελευταίο καταφύγιο του πολίτη.
[Παρακαλείται όποιος έλθει στο γραφείο μου για υπόθεσή του, να μη μου φέρει καθόλου στοιχεία, ώστε να μπορώ να διεκδικήσω αμοιβή ευπροσώπως. Θα αυτοσχεδιάσω και θα κατατροπώσω τον αντίπαλο. Όχι σαν την κ. Σακελλαρίου, τη συνάδελφο που πήγε να βγάλει λεφτά από τους δικαστές με έτοιμα στοιχεία.]
Ως προς την κριτική που δέχθηκε η κ. Πρόεδρος για τις εξωδικαστικές κινήσεις της ιδού άλλη μία αποφασούλα του δικαστηρίου του Στρασβούργου που γράφει ορισμένα ωραία πραγματάκια για τη Δικαιοσύνη, τους δικαστές, τους δικηγόρους και τη Δημοκρατία.
Απόφαση της 23.04.2015 στην υπόθεση Morice κατά Γαλλίας. Απόσπασμα:
«128. Τα θέματα που αφορούν τη λειτουργία του δικαστικού σώματος, ενός απαραίτητου θεσμικού οργάνου για κάθε δημοκρατική κοινωνία, εμπίπτουν στο δημόσιο συμφέρον. Στο πλαίσιο αυτό, πρέπει να δοθεί σημασία στον ιδιαίτερο ρόλο του δικαστικού σώματος στην κοινωνία. Ως εγγυητής της δικαιοσύνης, η οποία αποτελεί θεμελιώδη αξία σε ένα κράτος δικαίου, οφείλει να χαίρει της εμπιστοσύνης του κοινού εάν επιθυμεί να είναι επιτυχής κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του. Επομένως, είναι αναγκαίο να προστατευθεί αυτή η εμπιστοσύνη έναντι των σοβαρών επιζήμιων επιθέσεων που είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμες, ιδίως ενόψει του γεγονότος ότι οι δικαστές που έχουν δεχθεί επικρίσεις υπόκεινται σε καθήκον διακριτικότητας, το οποίο αποκλείει την απάντηση (βλ. υπόθεση Prager και Οberschlick κατά Αυστρίας, 26 Απριλίου 1995, § 34, Σειρά Α αριθ. 313, υπόθεση Κarpetas κατά Ελλάδας, αριθ. 6086/10, §68, 30 Οκτωβρίου 2012, και υπόθεση DiGiovanni κατά Ιταλίας, αριθ. 51160/06, §71, 9 Ιουλίου 2013).
129. Η φράση «αυθεντία της δικαστικής εξουσίας» περιλαμβάνει, ιδίως, την αντίληψη ότι τα δικαστήρια θεωρούνται από το ευρύ κοινό, ως το κατάλληλο μέρος για την επίλυση των νομικών διαφορών και για τη διαπίστωση της ενοχής ή της αθωότητας ενός προσώπου για κάποιο ποινικό αδίκημα. Περαιτέρω, η ανωτέρω φράση περιλαμβάνει την αντίληψη ότι το ευρύ κοινό σέβεται και εμπιστεύεται την ικανότητα των δικαστηρίων να εκπληρώσουν αυτή τη λειτουργία (βλ. υπόθεση Worm κατά Αυστρίας, 29 Αυγούστου 1997, § 40, Εκθέσεις 1997-V, και υπόθεση Prager και Oberschlick, όπως εκτίθεται ανωτέρω).
130. Αυτό που διακυβεύεται είναι η εμπιστοσύνη που τα δικαστήρια σε μια δημοκρατική κοινωνία πρέπει να εμπνέουν, όχι μόνο στους κατηγορουμένους, όσον αφορά τις ποινικές διαδικασίες (βλ. υπόθεση Κυπριανού, που αναφέρεται ανωτέρω, § 172), αλλά και στο ευρύ κοινό (βλ. υπόθεση Kudeshkina κατά Ρωσίας, αριθ. 29492/05, § 86, 26 Φεβρουαρίου 2009 και DiGiovanni, όπως εκτίθεται ανωτέρω).
131. Παρ' όλα αυτά - εκτός από την περίπτωση των σοβαρών επιζήμιων επιθέσεων που είναι κατ’ ουσίαν αβάσιμες - έχοντας κατά νου ότι οι δικαστές αποτελούν μέρος ενός θεμελιώδους θεσμικού οργάνου του κράτους μέλους, μπορούν ως εκ τούτου να υπόκεινται σε προσωπική κριτική εντός των επιτρεπόμενων ορίων, και όχι μόνο με ένα θεωρητικό και γενικό τρόπο (βλ. υπόθεση July και SARL Liberation, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 74). Όταν ενεργούν υπό την επίσημη ιδιότητα τους, μπορεί να υπόκεινται σε ευρύτερη κριτική σε σχέση με τους απλούς πολίτες (βλέπε, ιδίως, υπόθεση July και SARL Liberation, όπως εκτίθεται ανωτέρω).
(γ) Το καθεστώς και η ελευθερία της έκφρασης των δικηγόρων.
132. Το ειδικό καθεστώς των δικηγόρων δίνει σε αυτούς κεντρική θέση στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς λειτουργούν ως μεσάζοντες μεταξύ του κοινού και των δικαστηρίων. Ως εκ τούτου, διαδραματίζουν βασικό ρόλο στο να διασφαλίσουν ότι τα δικαστήρια, η αποστολή των οποίων είναι πρωταρχικής σημασίας σε ένα κράτος δικαίου, απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης του κοινού (βλ. Schopfer κατά Ελβετίας, 20 Μαΐου 1998, §§ 29-30, Εκθέσεις 1998-ΙΙΪ, υπόθεση Nikula κατά Φινλανδίας, αριθ. 31611/96, § 45, ΕΔΔΑ 2002-Π, υπόθεση Amihalachioaie κατά Μολδαβίας, αριθ. 60115/00, § 27, ΕΔΔΑ 2004-111, υπόθεση Κυπριανού, που αναφέρεται ανωτέρω, § 173, Andre και άλλοι κατά Γαλλίας, αριθ. 18603/03, § 42, 24 Ιουλίου 2008, και υπόθεση Mor, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 42). Ωστόσο, για να έχει το κοινό εμπιστοσύνη στην απονομή της δικαιοσύνης θα πρέπει να έχει παράλληλα εμπιστοσύνη στην ικανότητα του νομικού επαγγέλματος να προσφέρει αποτελεσματική αντιπροσώπευση ενώπιον των δικαστηρίων (βλ. υπόθεση Κυπριανού, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 175).
133. Ο ειδικός ρόλος των δικηγόρων, ως ελεύθερων επαγγελματιών, κατά την απονομή της δικαιοσύνης συνεπάγεται μια σειρά από καθήκοντα, ιδίως όσον αφορά τη συμπεριφορά τους (βλ. υπόθεση Van der Mussele κατά Βελγίου, 23 Νοεμβρίου 1983, Σειρά Α, αριθ. 70, υπόθεση Casado Coca κατά Ισπανίας, 24 Φεβρουαρίου 1994, § 46, Σειρά Α, αριθ. 285-Α, υπόθεση Steur κατά Ολλανδίας, αριθ. 39657/98, § 38, ΕΔΔΑ 2003-ΧΙ, υπόθεση Veraart κατά Ολλανδίας, αριθ. 10807/04, § 51, 30 Νοεμβρίου 2006 και υπόθεση Coutant κατά Γαλλίας, αριθ. 17155/03, 24 Ιανουαρίου 2008). Παρόλο που υπόκεινται σε περιορισμούς όσον αφορά την επαγγελματική τους συμπεριφορά, η οποία πρέπει να είναι διακριτική, έντιμη και αξιοπρεπής, απολαμβάνουν επίσης τα αποκλειστικά δικαιώματα και τα προνόμια που μπορεί να ποικίλλουν από τη μία δικαιοδοσία στην άλλη, συνήθως όσον αφορά κάποια περιθώρια χειρισμών σχετικά με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούνται στο δικαστήριο (βλ. υπόθεση Steur, όπως εκτίθεται ανωτέρω).
134. Κατά συνέπεια, η ελευθερία της έκφρασης ισχύει και για τους δικηγόρους. Περιλαμβάνει όχι μόνο την ουσία των ιδεών και των πληροφοριών που εκφράζονται, αλλά και την μορφή με την οποία μεταφέρονται (βλ. υπόθεση Foglia κατά Ελβετίας, αριθ. 35865/04, § 85,13 Δεκεμβρίου 2007). Οι δικηγόροι έχουν επομένως το δικαίωμα να σχολιάζουν δημόσια την απονομή της δικαιοσύνης, με την προϋπόθεση ότι η κριτική τους δεν υπερβαίνει συγκεκριμένα όρια (βλ. υπόθεση Amihalachioaie, αναφέρεται ανωτέρω, §§ 27-28, υπόθεση Foglia, αναφέρεται ανωτέρω, §86 και υπόθεση Mor, αναφέρεται ανωτέρω, § 43). Τα ανωτέρω όρια καθορίζονται από τους συνήθεις περιορισμούς που αφορούν τη συμπεριφορά των μελών του δικηγορικού συλλόγου (βλ. υπόθεση Κυπριανού, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 173), όπως αυτοί αντικατοπτρίζονται στις δέκα βασικές αρχές που καθορίζονται από το CCBE για τους Ευρωπαίους δικηγόρους, με ιδιαίτερη αναφορά στην «αξιοπρέπεια», «τιμή» και «ακεραιότητα» και στον «σεβασμό για την... δίκαιη απονομή της δικαιοσύνης» (βλ. §58 ανωτέρω). Οι κανόνες αυτοί συμβάλλουν στην προστασία της δικαστικής εξουσίας από αδικαιολόγητες και αβάσιμες επιθέσεις, οι οποίες μπορεί να καθοδηγούνται αποκλειστικά από ορισμένη στρατηγική, με την οποία επιδιώκεται να προβληθεί η υπόθεση στα μέσα ενημέρωσης ή να διευθετηθεί το αποτέλεσμα με τους δικαστές που χειρίζονται τη συγκεκριμένη υπόθεση.
135. Το ζήτημα της ελευθερίας της έκφρασης σχετίζεται με την ανεξαρτησία του δικηγορικού επαγγέλματος, η οποία είναι ζωτικής σημασίας για την αποτελεσματική λειτουργία της χρηστής απονομής της δικαιοσύνης (βλ. υπόθεση Sialkowska κατά Πολωνίας, αριθ. 8932/05, § 111, 22 Μαρτίου 2007). Μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο περιορισμός - ακόμη και μέσω μίας ηπιότερης ποινής - της ελευθερίας της έκφρασης του συνηγόρου υπεράσπισης μπορεί να γίνει δεκτός ως αναγκαίος σε μια δημοκρατική κοινωνία (βλ. υπόθεση Nikula, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 55, υπόθεση Κυπριανού, όπως εκτίθεται ανωτέρω, § 174 και υπόθεση Μor, όπως εκτίθεται ανωτέρω, §44).»
Σώτος – εκφράζων τη συμπάθειά του στους αγνούς, αδέκαστους και άτεγκτους δικαστές μας, διότι υπάρχουν και τέτοιοι
*Δεν αμφιβάλλω ότι το δημοσίευμα εντάσσεται στα πλαίσια της διαμάχης κυβέρνησης-Ψυχάρη, αλλά είπαμε πως όταν πλακώνονται μεταξύ τους τα λαμόγια, μαθαίνουμε την αλήθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου