Βρισκόμαστε στα τελευταία χρόνια των τρυφερών αναμνήσεων με γιαγιάδες και παππούδες, καθώς από το 1980 και μετά, άλλαξε η.....
ελληνική κοινωνία, παραμέρισε τους "παππούδες", τους χρησιμοποιεί μόνο για να "παρκάρει" τα μωρά όταν αυτοί είναι ακμαίοι "για να δουλεύει η μαμά"
και μετά τους παρκάρει σε οίκους ευγηρίας όταν "πέσουν", καθώς δεν έχει το κουράγιο και το χρόνο, να "κοιτάζει" κατάκοιτους ή ανήμπορους. Άσε το άλλο ..πού να χωρέσουν στο διαμέρισμα ...είναι μαθημένοι αλλιώς ... κι άλλα βολικά.
Δύσκολα τα γηρατειά και κάθε χρόνο γίνονται και δυσκολότερα, καθώς οι νεώτεροι "δεν έχουμε χρόνο" και πρέπει "να πάρουμε γυναίκα να τους κοιτάζει". Φανταστείτε τις επόμενες δεκαετίες ......
Ας επιστρέψουμε λοιπόν σε παλιές εποχές της κοτούλας στην αυλή, που "είχαμε χρόνο" και δεν πετούσαμε τους παππούδες σε γηροκομεία:
Θέε μου, σε παρακαλώ
τον παππού μου να κοντύνεις
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.
ελληνική κοινωνία, παραμέρισε τους "παππούδες", τους χρησιμοποιεί μόνο για να "παρκάρει" τα μωρά όταν αυτοί είναι ακμαίοι "για να δουλεύει η μαμά"
και μετά τους παρκάρει σε οίκους ευγηρίας όταν "πέσουν", καθώς δεν έχει το κουράγιο και το χρόνο, να "κοιτάζει" κατάκοιτους ή ανήμπορους. Άσε το άλλο ..πού να χωρέσουν στο διαμέρισμα ...είναι μαθημένοι αλλιώς ... κι άλλα βολικά.
Δύσκολα τα γηρατειά και κάθε χρόνο γίνονται και δυσκολότερα, καθώς οι νεώτεροι "δεν έχουμε χρόνο" και πρέπει "να πάρουμε γυναίκα να τους κοιτάζει". Φανταστείτε τις επόμενες δεκαετίες ......
Ας επιστρέψουμε λοιπόν σε παλιές εποχές της κοτούλας στην αυλή, που "είχαμε χρόνο" και δεν πετούσαμε τους παππούδες σε γηροκομεία:
Ο παππούς
Ο παππούς με τη μαγκούρα
και με τ’ άσπρα τα μαλλιά,
μπαίνει πάντοτε στο σπίτι
φορτωμένος με γλυκά!
Τι δε δίνει! Τι δε δίνει!
του παππού η καλοσύνη!
και με τ’ άσπρα τα μαλλιά,
μπαίνει πάντοτε στο σπίτι
φορτωμένος με γλυκά!
Τι δε δίνει! Τι δε δίνει!
του παππού η καλοσύνη!
Καραμέλες, σοκολάτες
τυλιγμένες στο χαρτί
στα εγγόνια τις μοιράζει
παίρνοντας ένα φιλί!
Τι δε δίνει! Τι δε δίνει!
του παππού η καλοσύνη!
τυλιγμένες στο χαρτί
στα εγγόνια τις μοιράζει
παίρνοντας ένα φιλί!
Τι δε δίνει! Τι δε δίνει!
του παππού η καλοσύνη!
Μα όταν αταξίες κάνουν
κι ο παππούλης τους θυμώνει,
τότε αντί για καραμέλες
τη μαγκούρα του σηκώνει!
Ξύλο μόνο που δε δίνει
του παππού η καλοσύνη!
κι ο παππούλης τους θυμώνει,
τότε αντί για καραμέλες
τη μαγκούρα του σηκώνει!
Ξύλο μόνο που δε δίνει
του παππού η καλοσύνη!
Η γιαγιά μας η καλή
Η γιαγιά μας η καλή
έχει κότα στην αυλή,
κότα με κοτόπουλα,
χήνα με χηνόπουλα.
έχει κότα στην αυλή,
κότα με κοτόπουλα,
χήνα με χηνόπουλα.
Ασπρη πάπια με παπιά,
γάιδαρο με τόσα αυτιά,
προβατίνα με τ’ αρνάκι,
αγελάδα, μοσχαράκι.
γάιδαρο με τόσα αυτιά,
προβατίνα με τ’ αρνάκι,
αγελάδα, μοσχαράκι.
Γάτα με το σκύλο,
του σπιτιού το φίλο,
γαλοπούλες κι ένα γάλο,
φουσκωμένο και μεγάλο.
του σπιτιού το φίλο,
γαλοπούλες κι ένα γάλο,
φουσκωμένο και μεγάλο.
Και τον πρώτο πετεινό
μέσα σ’ όλο το χωριό,
που λαλεί τη χαραυγή
στης γιαγιάς μας την αυλή.
μέσα σ’ όλο το χωριό,
που λαλεί τη χαραυγή
στης γιαγιάς μας την αυλή.
Ο παππούλης
Ο παππούλης σαν κοπέλι
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
κάθε μέρα πάει στ’ αμπέλι.
Το ραντίζει, το θειαφίζει
και το διπλοκαθαρίζει.
και το διπλοκαθαρίζει.
Και το Μάη με τους ανθούς
κορφοκόβει τους βλαστούς.
κορφοκόβει τους βλαστούς.
Κι ως να διπλοξεφυλλίση
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντήλι
κόκκινο γλυκό σταφύλι.
η αγουρίδα έχει γυαλίσει.
Τώρα φέρνει στο μαντήλι
κόκκινο γλυκό σταφύλι.
Τώρα κάθεται δραγάτης
ο παππούς ανοιχτομάτης.
ο παππούς ανοιχτομάτης.
Και του πάμε το φαΐ του
και μας δίνει την ευχή του.
και μας δίνει την ευχή του.
Μας φιλέβει και σταφύλια
σε καλάθια, σε μαντήλια.
σε καλάθια, σε μαντήλια.
Η γιαγιά και
η εγγονή της
η εγγονή της
Να τη πάλι απόψε
στο κοντό σκαμνί της
η γιαγιά η Φιορούλα
με την εγγονή της.
στο κοντό σκαμνί της
η γιαγιά η Φιορούλα
με την εγγονή της.
Η εγγονή διαβάζει
κι η γιαγιά προσέχει.
Θε μου, τι ευτυχία,
τι καμάρι που έχει!
κι η γιαγιά προσέχει.
Θε μου, τι ευτυχία,
τι καμάρι που έχει!
«Τώρα εσύ, γιαγιά μου,
λέγε παραμύθια
για βασιλοπούλες
και κουτά ορνίθια.
λέγε παραμύθια
για βασιλοπούλες
και κουτά ορνίθια.
Εγώ θα σου διαβάζω,
ε γιαγιά, να μάθεις…»
Κι η γιαγιά: «Ψυχή μου,
την ευχή μου να ‘χεις!».
ε γιαγιά, να μάθεις…»
Κι η γιαγιά: «Ψυχή μου,
την ευχή μου να ‘χεις!».
Κώστας Καλαπανίδας
(από το Αλφαβητάριο
Η γλώσσα μου, 1982)
(από το Αλφαβητάριο
Η γλώσσα μου, 1982)
Θέλω
τον παππού
και τη γιαγιά κοντούς
τον παππού
και τη γιαγιά κοντούς
Θέε μου, σε παρακαλώ
τον παππού μου να κοντύνεις
και γιαγιά πολύ ψηλή
στα παιδιά μη δίνεις.
Εύκολα θέλω να φτάνω
τον παππού και τη γιαγιά
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ’ άσπρα κάτασπρα μαλλιά.
τον παππού και τη γιαγιά
να μπορώ να τους χαϊδεύω
τ’ άσπρα κάτασπρα μαλλιά.
Ο παππούλης κι η γιαγιούλα
θέλω να ’ναι πιο κοντά.
Οχι να ’ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.
θέλω να ’ναι πιο κοντά.
Οχι να ’ναι αυτοί στα ύψη
κι εγώ τόσο χαμηλά.
Θέλω να ’μαστε ίσια, ίσια
και να παίζουμε μαζί.
Ετσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.
και να παίζουμε μαζί.
Ετσι πιο όμορφη θα νιώθω
τη ζωή.
Γι’ αυτό άκουσέ με, Θεέ μου,
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.
κάνε τους και τους δυο κοντούς.
Αυτό πάει να πει γιαγιούλα
και γλυκός γλυκός παππούς.



