Συχνά ακούμε ή χρησιμοποιούμε την ρήση ‘Ανήκομεν εις την Δύσιν’. Έγινε ‘κλισέ’ από τότε που την πρωτοξεστόμισε ο παλιός Καραμανλής.
Ως χαρακτήρες όμως ....
οι σύγχρονοι Έλληνες εμφανιζόμαστε διχασμένοι: είμαστε Δυτικοί ή Ανατολίτες; Σαν τον Κολοσσό της Ρόδου, ιστορικά πατούμε με το ένα πόδι σε κάθε πλευρά της νοητής γραμμής που χωρίζει τους δυο κόσμους. Μας διεκδικεί η Δύση (βέβαια από τότε που πρωτοέγραψα το κείμενο ίσως να έχουν αλλάξει τα πράγματα…), την θέλουμε κι εμείς για πολλούς λόγους, που συνδέονται (καλώς ή κακώς) με το άμεσο συμφέρον και την οικονομική επιβίωσή μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αποβάλουμε τη γονιδιακή, ιστορική και πολιτισμική σχέση μας με την Ανατολή. ‘Δική σου είμαστε φυλή’, της τραγουδούσε πριν μερικά χρόνια ο Μανώλης Μητσιάς, όχι χωρίς λόγο.
Συχνά ως ‘Έλληνας’ θεωρείται το ιδεώδες του κλασικά παιδευμένου και αναθρεμμένου ανθρώπου (όπως τον φαντάζεται η Δύση), σε αντιδιαστολή με τον ‘Ρωμιό’, που βιώνει και εκφράζει τα χαρακτηριστικά της Ανατολής. Ο μακαρίτης Patrick Leigh Fermor στο βιβλίο του ‘Ρούμελη’ απαριθμεί 64 διαφορές του ‘Έλληνα’ από τον ‘Ρωμιό’. Χαρακτηριστική η τελευταία: Οι κίονες του Παρθενώνα από τη μια, οι τρούλοι της Αγια-Σοφιάς από την άλλη. Στις τόσο εύστοχες διαπιστώσεις και αντιδιαστολές του, ας προσθέσω πρόχειρα μερικές ακόμη, παρμένες και από την τρέχουσα επικαιρότητα:
Δύση Ανατολή
1 + 1 = 2 «Χίλιοι καλοί χωράνε»
Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός «Πέντε πάνω, πέντε κάτω»
Πλεονάζον προσωπικό (‘εφεδρεία’) «Κάπου να χωθεί και το παιδί»
Αξιοκρατία «Δικός μας είναι αυτός»
Τιμές ορισμένες Υποχρεωτικό παζάρεμα
Τιμή + ΦΠΑ «Με απόδειξη ή χωρίς;»
Στις 5.30 ακριβώς «Πεντέμιση με έξι» (και βάλε…)
Λογική Συναίσθημα
Νους Καρδιά
Ένα πρόχειρο πολιτισμικό παράδειγμα αυτής της διαφοράς αποτελεί η μουσική. Η εκλεπτυσμένη αρμονική πολυφωνία της Δύσης και το ανατολίτικο ‘μακάμι’ είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Έτσι, δεν μπορείς να συνταιριάσεις την αρμονία των φωνών σ’ ένα αναγεννησιακό μαδριγάλι αν ‘παίζεις’ αυθαίρετα με το τονικό ύψος και τα διαστήματα των φθόγγων. Αντίθετα, στα μέλη της Ανατολής η ‘έλξη’ των φθόγγων είναι πανταχού παρούσα, και η αναλελυμένη εκτέλεση ενός ‘παπαδικού’ βυζαντινού μέλους είναι περισσότερο υπόθεση φωνητικής ευελιξίας του ψάλτη παρά συνθετικής έμπνευσης του μουσουργού. Πριν από έναν αιώνα ένας θεωρητικός της δυτικής μουσικής υποστήριζε με πάθος ότι δεν υπάρχει μουσικό διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο. Τα συνεχή γλιστρήματα (glissando) της φωνής ενός μουεζίνη, ή ενός καλού ψάλτη, του ήταν αδιανόητα, διότι δεν μπορούσε να τα χωρέσει μέσα στο θεωρητικό του σχήμα. Και πρακτικά, ένας καλός κλασικός τενόρος δύσκολα ακούγεται ευχάριστα ως παραδοσιακός ψάλτης, και αντιστρόφως.
Οι διαφορές Δύσης και Ανατολής δεν είναι μόνο ιστορικές, φυλετικές, πολιτισμικές. Είναι πρωτίστως θεολογικές: άλλο δυτικός και άλλο ανατολικός Χριστιανισμός. Η Δύση ερμηνεύει ορθολογικά ακόμη και τα μυστήρια, όπως τη μετάνοια: πες τόσα ‘Άβε Μαρία’ και τόσα ‘Πάτερ ημών’, και ξεχρέωσες. Η δικανική δυτική αντίληψη (νόμος->παράβαση -> ποινή) είναι τελείως διαφορετική από την Ορθόδοξη ανατολική θεώρηση της αμαρτίας ως ασθένειας (‘ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού…’): «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» ρωτάει ο Κύριος τον παράλυτο. Ο άνθρωπος είναι το ‘μέγα τραύμα’ που πρέπει να ιαθεί, όχι να τιμωρηθεί. Ο ασθενής Χριστιανός μπορεί ‘μιά ροπή’ να σωθεί, όπως μας λέει η υμνολογία της Μ. Πέμπτης για τον ληστή στο σταυρό. «Ένι (= υπάρχει) μετάνοια, αββά;», ρωτάει η μετανοημένη αμαρτωλή Ταϊσία τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό (Γεροντικό), και ανέρχεται στον ουρανό την ίδια νύχτα, χωρίς να προλάβει να κάνει καμιά άλλη πράξη μετανοίας.
Με το πνεύμα αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τις δυο έννοιες του όρου ‘οικονομία’. Υπό αυστηρή γλωσσική έννοια η ‘νομή’ σημαίνει την διαχείριση του οίκου, άρα απαιτεί ακριβολογία και συνέπεια. Από την άλλη, το ‘κατ’ οικονομίαν’ στην Ορθόδοξη Ανατολή σημαίνει να αφήνουμε περιθώριο για ενέργεια του Θεού που οικονομεί τα πάντα ‘προς το του πλάσματος συμφέρον’. Εδώ η ‘νομή’ περιλαμβάνει και φιλάνθρωπη ανοχή, περιχώρηση, τακτοποίηση του αδελφού, που μπορεί να μην ακολουθεί πάντα αυστηρά καθορισμένους τυπολατρικούς δρόμους. Όπως λένε στο Άγιον Όρος, «ψαλώ τω Θεώ μου όπως μπορώ»: ακόμη και ο αδελφός που είναι μουσικά άσχετος ή παράφωνος αφήνεται να συνεισφέρει στην ψαλμωδία, για να μη χαλάσει η αγάπη. Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο.
Η δυτική προσέγγιση, με την αναγωγή της λογικής σε υπέρτατη αξία, οδηγεί εύκολα στην απαίτηση για το ‘αλάθητο’ (= όλα μπορούν να προβλεφθούν και να προληφθούν με τη λογική, άρα κάθε σφάλμα έχει υποχρεωτικά και τον ένοχό του). Αντίθετα, στην Ανατολή η έμφαση δίνεται στην ταπείνωση: αναγνωρίζουμε ότι δεν είμαστε τέλειοι, άρα πάντα υπάρχει περιθώριο ανθρωπίνου λάθους, που θα προσπαθήσουμε κατά το δυνατό να μειώσουμε, αλλά και θα το ανεχθούμε στον κάθε ατελή συνάνθρωπο.
Έχουμε όμως συνηθίσει να σκεφτόμαστε δικανικά: όλοι ζητούμε το δίκαιο (που, κατά περίεργο τρόπο, πάντα είναι με το μέρος μας), την τιμωρία του άλλου που (πιστεύουμε ότι) αδίκησε εμάς ή την κοινωνία γενικότερα, την ικανοποίηση του ‘κοινού περί δικαίου αισθήματος’. Έχουμε την πέτρα έτοιμη στα χέρια για να εφαρμόσουμε τον Νόμο απέναντι στον παραβάτη. Από την άλλη, ακούμε από τον ίδιο τον Χριστό ότι πρέπει να συγχωρούμε «έως εβδομηκοντάκις επτά», «οσάκις αν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου…». Αυτό είναι ανήκουστο για το δυτικό ‘γράμμα του νόμου’, που θέλει τον παραβάτη να πληρώνει μέχρι και το τελευταίο ευρώ.
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σαν σκέψεις δεν σημαίνουν ότι αποδεχόμαστε ολοκληρωτικά και ασυζήτητα τη μια πλευρά και απορρίπτουμε κατηγορηματικά την άλλη. Μπορεί οι προτιμήσεις μας (ή τα γονίδιά μας, αν θέλετε) να τείνουν περισσότερο προς την πλευρά της Ανατολής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρετές και στη Δύση. Ούτε σημαίνει ότι όλα όσα—σωστά ή εσφαλμένα—βαφτίζουμε ως ‘ανατολική παράδοση’ είναι όντως έτσι, και είναι πρέποντα. Έτσι π.χ. συχνά οικτείρουμε την τυπολατρία των Δυτικών, και ανεχόμαστε την Ανατολίτικη οχλαγωγία (ιδίως σε εκκλησιαστικούς χώρους) περίπου ως φυσιολογική κατάσταση, ξεχνώντας το «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» και το «ουκ έστιν ο Θεός ακαταστασίας, αλλά ειρήνης» του Αποστόλου Παύλου.
Χρειαζόμαστε και τη μια και την άλλη θεώρηση, με μέτρο και στο κατάλληλο μίγμα, κι εδώ είναι απαραίτητη η αρετή της διάκρισης: πού σταματάει η ‘οικονομία’ και αρχίζει η ασυδοσία; Πολύ πρόχειρα, θα πρέπει να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας και να ενεργούμε φιλάνθρωπα προς τους άλλους. Καλοί οι υπολογισμοί, αλλά να αφήνουμε περιθώριο και για τα έκτακτα συμβάντα, να αποδεχόμαστε να μας χαλούν κάποια σχέδια οι άνθρωποι, αλλά και ο Θεός. Και να βάζουμε στην άκρη τους λεπτομερειακά σχεδιασμένους προϋπολογισμούς προκειμένου να διακονήσουμε τους αδελφούς.
Γιατί τα έγραψα όλα αυτά; Διότι δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες προσπαθήσαμε, μεταξύ άλλων νεωτερισμών στη χώρα μας, να μπούμε σε δυτικές λέσχες και να παίξουμε δυτικά οικονομικά ‘παίγνια’, με ανατολίτικο όμως τρόπο, με τα γνωστά αποτελέσματα. Από τη μεριά τους, οι Γερμανοί, Ολλανδοί και άλλοι ‘εταίροι’ επιχειρούν να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν το ‘οριεντάλ’ πολίτευμά μας με καθαρώς δυτικά κριτήρια. Ακόμη κι αν (αφελώς σκεπτόμενοι) δεν τους καταλογίσουμε κανενός είδους δόλο, ερωτούμε: με τι προσόντα;
Αντώνης Παπαγιάννης , Ιατρός πνευμονολόγος.
πηγή: Aντίφωνο
Ως χαρακτήρες όμως ....
οι σύγχρονοι Έλληνες εμφανιζόμαστε διχασμένοι: είμαστε Δυτικοί ή Ανατολίτες; Σαν τον Κολοσσό της Ρόδου, ιστορικά πατούμε με το ένα πόδι σε κάθε πλευρά της νοητής γραμμής που χωρίζει τους δυο κόσμους. Μας διεκδικεί η Δύση (βέβαια από τότε που πρωτοέγραψα το κείμενο ίσως να έχουν αλλάξει τα πράγματα…), την θέλουμε κι εμείς για πολλούς λόγους, που συνδέονται (καλώς ή κακώς) με το άμεσο συμφέρον και την οικονομική επιβίωσή μας. Ωστόσο, δεν μπορούμε να αποβάλουμε τη γονιδιακή, ιστορική και πολιτισμική σχέση μας με την Ανατολή. ‘Δική σου είμαστε φυλή’, της τραγουδούσε πριν μερικά χρόνια ο Μανώλης Μητσιάς, όχι χωρίς λόγο.
Συχνά ως ‘Έλληνας’ θεωρείται το ιδεώδες του κλασικά παιδευμένου και αναθρεμμένου ανθρώπου (όπως τον φαντάζεται η Δύση), σε αντιδιαστολή με τον ‘Ρωμιό’, που βιώνει και εκφράζει τα χαρακτηριστικά της Ανατολής. Ο μακαρίτης Patrick Leigh Fermor στο βιβλίο του ‘Ρούμελη’ απαριθμεί 64 διαφορές του ‘Έλληνα’ από τον ‘Ρωμιό’. Χαρακτηριστική η τελευταία: Οι κίονες του Παρθενώνα από τη μια, οι τρούλοι της Αγια-Σοφιάς από την άλλη. Στις τόσο εύστοχες διαπιστώσεις και αντιδιαστολές του, ας προσθέσω πρόχειρα μερικές ακόμη, παρμένες και από την τρέχουσα επικαιρότητα:
Δύση Ανατολή
1 + 1 = 2 «Χίλιοι καλοί χωράνε»
Ισοσκελισμένος προϋπολογισμός «Πέντε πάνω, πέντε κάτω»
Πλεονάζον προσωπικό (‘εφεδρεία’) «Κάπου να χωθεί και το παιδί»
Αξιοκρατία «Δικός μας είναι αυτός»
Τιμές ορισμένες Υποχρεωτικό παζάρεμα
Τιμή + ΦΠΑ «Με απόδειξη ή χωρίς;»
Στις 5.30 ακριβώς «Πεντέμιση με έξι» (και βάλε…)
Λογική Συναίσθημα
Νους Καρδιά
Ένα πρόχειρο πολιτισμικό παράδειγμα αυτής της διαφοράς αποτελεί η μουσική. Η εκλεπτυσμένη αρμονική πολυφωνία της Δύσης και το ανατολίτικο ‘μακάμι’ είναι δυο διαφορετικά πράγματα. Έτσι, δεν μπορείς να συνταιριάσεις την αρμονία των φωνών σ’ ένα αναγεννησιακό μαδριγάλι αν ‘παίζεις’ αυθαίρετα με το τονικό ύψος και τα διαστήματα των φθόγγων. Αντίθετα, στα μέλη της Ανατολής η ‘έλξη’ των φθόγγων είναι πανταχού παρούσα, και η αναλελυμένη εκτέλεση ενός ‘παπαδικού’ βυζαντινού μέλους είναι περισσότερο υπόθεση φωνητικής ευελιξίας του ψάλτη παρά συνθετικής έμπνευσης του μουσουργού. Πριν από έναν αιώνα ένας θεωρητικός της δυτικής μουσικής υποστήριζε με πάθος ότι δεν υπάρχει μουσικό διάστημα μικρότερο από το ημιτόνιο. Τα συνεχή γλιστρήματα (glissando) της φωνής ενός μουεζίνη, ή ενός καλού ψάλτη, του ήταν αδιανόητα, διότι δεν μπορούσε να τα χωρέσει μέσα στο θεωρητικό του σχήμα. Και πρακτικά, ένας καλός κλασικός τενόρος δύσκολα ακούγεται ευχάριστα ως παραδοσιακός ψάλτης, και αντιστρόφως.
Οι διαφορές Δύσης και Ανατολής δεν είναι μόνο ιστορικές, φυλετικές, πολιτισμικές. Είναι πρωτίστως θεολογικές: άλλο δυτικός και άλλο ανατολικός Χριστιανισμός. Η Δύση ερμηνεύει ορθολογικά ακόμη και τα μυστήρια, όπως τη μετάνοια: πες τόσα ‘Άβε Μαρία’ και τόσα ‘Πάτερ ημών’, και ξεχρέωσες. Η δικανική δυτική αντίληψη (νόμος->παράβαση -> ποινή) είναι τελείως διαφορετική από την Ορθόδοξη ανατολική θεώρηση της αμαρτίας ως ασθένειας (‘ου χρείαν έχουσιν οι ισχύοντες ιατρού…’): «Θέλεις υγιής γενέσθαι;» ρωτάει ο Κύριος τον παράλυτο. Ο άνθρωπος είναι το ‘μέγα τραύμα’ που πρέπει να ιαθεί, όχι να τιμωρηθεί. Ο ασθενής Χριστιανός μπορεί ‘μιά ροπή’ να σωθεί, όπως μας λέει η υμνολογία της Μ. Πέμπτης για τον ληστή στο σταυρό. «Ένι (= υπάρχει) μετάνοια, αββά;», ρωτάει η μετανοημένη αμαρτωλή Ταϊσία τον Αββά Ιωάννη τον Κολοβό (Γεροντικό), και ανέρχεται στον ουρανό την ίδια νύχτα, χωρίς να προλάβει να κάνει καμιά άλλη πράξη μετανοίας.
Με το πνεύμα αυτό μπορούμε να διακρίνουμε τις δυο έννοιες του όρου ‘οικονομία’. Υπό αυστηρή γλωσσική έννοια η ‘νομή’ σημαίνει την διαχείριση του οίκου, άρα απαιτεί ακριβολογία και συνέπεια. Από την άλλη, το ‘κατ’ οικονομίαν’ στην Ορθόδοξη Ανατολή σημαίνει να αφήνουμε περιθώριο για ενέργεια του Θεού που οικονομεί τα πάντα ‘προς το του πλάσματος συμφέρον’. Εδώ η ‘νομή’ περιλαμβάνει και φιλάνθρωπη ανοχή, περιχώρηση, τακτοποίηση του αδελφού, που μπορεί να μην ακολουθεί πάντα αυστηρά καθορισμένους τυπολατρικούς δρόμους. Όπως λένε στο Άγιον Όρος, «ψαλώ τω Θεώ μου όπως μπορώ»: ακόμη και ο αδελφός που είναι μουσικά άσχετος ή παράφωνος αφήνεται να συνεισφέρει στην ψαλμωδία, για να μη χαλάσει η αγάπη. Το Σάββατο έγινε για τον άνθρωπο, όχι ο άνθρωπος για το Σάββατο.
Η δυτική προσέγγιση, με την αναγωγή της λογικής σε υπέρτατη αξία, οδηγεί εύκολα στην απαίτηση για το ‘αλάθητο’ (= όλα μπορούν να προβλεφθούν και να προληφθούν με τη λογική, άρα κάθε σφάλμα έχει υποχρεωτικά και τον ένοχό του). Αντίθετα, στην Ανατολή η έμφαση δίνεται στην ταπείνωση: αναγνωρίζουμε ότι δεν είμαστε τέλειοι, άρα πάντα υπάρχει περιθώριο ανθρωπίνου λάθους, που θα προσπαθήσουμε κατά το δυνατό να μειώσουμε, αλλά και θα το ανεχθούμε στον κάθε ατελή συνάνθρωπο.
Έχουμε όμως συνηθίσει να σκεφτόμαστε δικανικά: όλοι ζητούμε το δίκαιο (που, κατά περίεργο τρόπο, πάντα είναι με το μέρος μας), την τιμωρία του άλλου που (πιστεύουμε ότι) αδίκησε εμάς ή την κοινωνία γενικότερα, την ικανοποίηση του ‘κοινού περί δικαίου αισθήματος’. Έχουμε την πέτρα έτοιμη στα χέρια για να εφαρμόσουμε τον Νόμο απέναντι στον παραβάτη. Από την άλλη, ακούμε από τον ίδιο τον Χριστό ότι πρέπει να συγχωρούμε «έως εβδομηκοντάκις επτά», «οσάκις αν αμάρτη εις σε ο αδελφός σου…». Αυτό είναι ανήκουστο για το δυτικό ‘γράμμα του νόμου’, που θέλει τον παραβάτη να πληρώνει μέχρι και το τελευταίο ευρώ.
Όλα όσα αναφέρθηκαν παραπάνω σαν σκέψεις δεν σημαίνουν ότι αποδεχόμαστε ολοκληρωτικά και ασυζήτητα τη μια πλευρά και απορρίπτουμε κατηγορηματικά την άλλη. Μπορεί οι προτιμήσεις μας (ή τα γονίδιά μας, αν θέλετε) να τείνουν περισσότερο προς την πλευρά της Ανατολής, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρετές και στη Δύση. Ούτε σημαίνει ότι όλα όσα—σωστά ή εσφαλμένα—βαφτίζουμε ως ‘ανατολική παράδοση’ είναι όντως έτσι, και είναι πρέποντα. Έτσι π.χ. συχνά οικτείρουμε την τυπολατρία των Δυτικών, και ανεχόμαστε την Ανατολίτικη οχλαγωγία (ιδίως σε εκκλησιαστικούς χώρους) περίπου ως φυσιολογική κατάσταση, ξεχνώντας το «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν γινέσθω» και το «ουκ έστιν ο Θεός ακαταστασίας, αλλά ειρήνης» του Αποστόλου Παύλου.
Χρειαζόμαστε και τη μια και την άλλη θεώρηση, με μέτρο και στο κατάλληλο μίγμα, κι εδώ είναι απαραίτητη η αρετή της διάκρισης: πού σταματάει η ‘οικονομία’ και αρχίζει η ασυδοσία; Πολύ πρόχειρα, θα πρέπει να είμαστε αυστηροί με τον εαυτό μας και να ενεργούμε φιλάνθρωπα προς τους άλλους. Καλοί οι υπολογισμοί, αλλά να αφήνουμε περιθώριο και για τα έκτακτα συμβάντα, να αποδεχόμαστε να μας χαλούν κάποια σχέδια οι άνθρωποι, αλλά και ο Θεός. Και να βάζουμε στην άκρη τους λεπτομερειακά σχεδιασμένους προϋπολογισμούς προκειμένου να διακονήσουμε τους αδελφούς.
Γιατί τα έγραψα όλα αυτά; Διότι δυστυχώς τις τελευταίες δεκαετίες προσπαθήσαμε, μεταξύ άλλων νεωτερισμών στη χώρα μας, να μπούμε σε δυτικές λέσχες και να παίξουμε δυτικά οικονομικά ‘παίγνια’, με ανατολίτικο όμως τρόπο, με τα γνωστά αποτελέσματα. Από τη μεριά τους, οι Γερμανοί, Ολλανδοί και άλλοι ‘εταίροι’ επιχειρούν να προσεγγίσουν και να ερμηνεύσουν το ‘οριεντάλ’ πολίτευμά μας με καθαρώς δυτικά κριτήρια. Ακόμη κι αν (αφελώς σκεπτόμενοι) δεν τους καταλογίσουμε κανενός είδους δόλο, ερωτούμε: με τι προσόντα;
Αντώνης Παπαγιάννης , Ιατρός πνευμονολόγος.
πηγή: Aντίφωνο