Γράφει ο Σωτήριος Καλαμίτσης
Τα κόκκινα δάνεια αποτελούν πλέον αγκάθι στις διαπραγματεύσεις. Οι δανειστές, οι οποίοι μας αγαπούν και δεν είναι καθόλου πιεστικοί, απαιτούν να βγαίνει στο σφυρί ακόμη και ...
η πρώτη κατοικία, αν ο οφειλέτης δεν πληρώνει την τράπεζα. Εξ αφορμής της απαίτησης αυτής διαβάζω και ακούω πολλά παράπονα συμπατριωτών που συνοψίζονται στο εξής: «Εγώ που δεν πήρα δάνειο, μαλάκας είμαι να καλούμαι να ανακεφαλαιοποιήσω τις τράπεζες; Ας μην έπαιρνες δάνειο κύριε! Να σου πάρει το σπίτι η τράπεζα. Ας πρόσεχες!».
Η πρώτη απάντηση είναι η ακόλουθη: εγώ πήρα δάνειο, για να αγοράσω ένα σπίτι μεγαλύτερο από εκείνο που είχα, ώστε να χωράει τη φαμίλια. Το έκανα αφού είχα μετρήσει τις δυνάμεις μου. Έρχεται, όμως, το κράτος και, ενώ μου είχε δώσει ως κίνητρο - για να αγοράσω σπίτι με δανεικά - την αφαίρεση των τόκων από το φορολογητέο εισόδημά μου, μου λέει ότι στο εξής θα αφαιρεί από το εισόδημά μου μόνον το 50% των τόκων. Μετά από λίγα χρόνια μου λέει ότι θα αφαιρεί μόνον το 25% των τόκων και μετ’ ου πολύ μου λέει ότι δεν θα αφαιρεί τίποτε. Αν, όμως, πρόκειται για πρώτη κατοικία, θα αφαιρεί το σύνολο του τόκου. Εγώ, παρά την ανατροπή του προϋπολογισμού μου, καταφέρνω και είμαι συνεπής προς την τράπεζα, μέχρι που έρχεται το 2011 και αρχίζω να δυσκολεύομαι. Η οικονομία έχει καταρρεύσει λόγω της ύφεσης, το εισόδημά μου έχει συνακολούθως συρρικνωθεί και αδυνατώ να πληρώνω τις δόσεις στην τράπεζα. Άρα, πρέπει, κατά την άποψη ορισμένων συμπατριωτών μου, να χάσω το σπίτι μου που δεν είναι η πρώτη κατοικία μου, αλλά ακόμη και αν είναι η πρώτη κατοικία, επειδή δεν είχα προβλέψει π.χ. το 1990 ότι μετά από 20 χρόνια θα γίνει ο κακός χαμός και θα βρεθώ σε αδυναμία.
Άλλο επιχείρημα που διαβάζω και ακούω κατά των «κακών» οφειλετών των τραπεζών είναι ότι πολλοί εξ αυτών έχουν λεφτά, αλλά δεν πληρώνουν με την ελπίδα ότι κάποια στιγμή θα κουρευτούν τα χρέη και θα γλυτώσουν την αποπληρωμή. Το επιχείρημα αυτό είναι αβάσιμο, αφού οι τράπεζες γνωρίζουν καλλίτερα από κάθε άλλον πόσα λεφτά και τί περιουσία έχει ο κάθε οφειλέτης της. Γνωρίζουν ακόμη και πόσα λεφτά έβγαλε έξω ο οφειλέτης. Άρα, και αυτό το επιχείρημα καταρρέει.
Από την άλλη μεριά πρέπει, λέει, να ανακεφαλαιοποιηθούν οι τράπεζες για να μην κουρευτούν οι εναπομείνασες λίγες καταθέσεις. Αν δεν ανακεφαλαιοποιηθούν, οι καταθέτες που δεν έβγαλαν έξω τα χρήματά τους ή δεν τα έχουν στο στρώμα τους, θα υποστούν ζημία. Θα πληρώσουν αυτοί το μάρμαρο. Ποιο μάρμαρο; Κανείς δεν μιλάει για το μάρμαρο. Θα γινόμουν κουραστικός, αν έγραφα πάλι για τα θαλασσοδάνεια των κομμάτων και πολλών μεγαλόσχημων που χρωστάνε δισ. στις τράπεζες, αλλά κανείς δεν τους τα ζητάει [π.χ. καναλάρχες € 808 εκ., κόμματα € 270 εκ.]. Γι’ αυτό και θα γράψω για το περίφημο άρθρο 99 του Πτωχευτικού κώδικα, στο οποίο βρίσκουν καταφύγιο πλείστες όσες επιχειρήσεις, προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν και να μη χαθούν, δήθεν, χιλιάδες θέσεις εργασίες.
Διαβάζω, λοιπόν, για πολλές επιχειρήσεις που εντάσσονται στην εν λόγω διάταξη και βλέπω ότι ασμένως οι τράπεζες δέχονται να κουρέψουν τις απαιτήσεις τους κατά 40 και 50 και 60%. Το ίδιο και το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία. 77 εκ. κούρεμα για την τάδε εταιρεία, 50 εκ. κούρεμα για τη δείνα εταιρεία. Μιλάμε για δισ. εν συνόλω. Αλήθεια, αυτά τα κουρέματα τα έχει υπολογίσει κανείς; Γνωρίζει κανείς να μας πει πόσες επιχειρήσεις έχουν ενταχθεί στο περίφημο άρθρο 99, ποίο το σύνολο των δανεικών που δέχθηκαν οι τράπεζες να μην πάρουν πίσω και ποία η ανά τον κόσμο περιουσιακή κατάσταση των επιχειρηματιών που έχουν αυτές τις επιχειρήσεις; Αλλά και πόσα χρήματα δέχθηκαν το Δημόσιο και τα ασφαλιστικά Ταμεία να μην πάρουν πίσω;
Κάτι ανάλογο με το άρθρο 99 που αφορά στις επιχειρήσεις, είναι ο νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά όσον αφορά στα φυσικά πρόσωπα. Η διαφορά έγκειται στο ότι με το άρθρο 99 έχουμε οικειοθελές κούρεμα τραπεζικών απαιτήσεων, ενώ με τον νόμο για τα υπερχρεωμένα έχουμε υποχρεωτικό κούρεμα με δικαστική απόφαση. Τα δικαστήρια κουρεύουν τις τραπεζικές υποχρεώσεις των οφειλετών, επειδή αυτοί βρέθηκαν σε αδυναμία μετά το 2009. Και οι τράπεζες τολμούν και σκούζουν όσον αφορά στα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ενώ δεν βγάζουν κιχ για τα κουρέματα που οικειοθελώς κάνουν με το άρθρο 99, αφού κανείς δεν τους ζητάει τα ρέστα. Δεν είδα κάποιον να δυσανασχετεί, επειδή οι τράπεζες έδιναν δάνεια εκατοντάδων χιλιάδων ευρώ χωρίς την παραμικρή εξασφάλιση. Εκεί δεν ακούω κάποιον συμπατριώτη να τα βάζει με τις τράπεζες, δεν ακούω κάποιον να απαιτεί να πληρώσουν τα κουρέματα οι υπάλληλοι και διοικητές που χορηγούσαν τα δάνεια αφειδώς και χωρίς εξασφαλίσεις.
Στην απορία του συμπατριώτη που δεν πήρε δάνειο και αισθάνεται μαλάκας, επειδή θα μετάσχει και αυτός στη διάσωση των τραπεζών, ο Bungalows έχει απαντήσει ως εξής επεξηγώντας την περίφημη ρήση του «Τα φάγαμε όλοι μαζί!»: διορίζοντας αθρόως στον Δημόσιο Τομέα είχαμε ανάγκη δανεικών για να πληρώνουμε μισθούς και συντάξεις. Οι διοριζόμενοι έπαιρναν από τις τράπεζες δάνεια, τα οποία αποπλήρωναν με τους μισθούς που τους δίναμε από τα δανεικά. Με τα δανεικά από τις τράπεζες αγόραζαν σπίτια, αυτοκίνητα κ.λπ., οπότε τα δανεικά πήγαιναν σε μηχανικούς, εργάτες, υδραυλικούς, ηλεκτρολόγους, σιδεράδες, αλουμινάδες, ξυλουργούς, πλακάδες, επιχειρήσεις σκυροδέματος, ειδών υγεινής κ.λπ. Με αυτά που εισέπρατταν οι εν λόγω επαγγελματίες αγόραζαν από το μαγαζί ή το ραφείο ή ελάμβαναν υπηρεσίες από γιατρούς, δικηγόρους κ.λπ. ή αγόραζαν και αυτοί με τη σειρά τους διαμερίσματα με δανεικά από την τράπεζα. Γούστο έχει να δικαιωθεί ο Bungalows, τον οποίο διαφθείραμε εμείς οι διεφθαρμένοι απαιτώντας διορισμούς.
Ρε άντε να κουρεύεστε ρε!
Σώτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου