Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015

Τι είναι το ΄21 ;

Προσπαθῶ νὰ μετρήσω τὸν ξεπεσμὸ τοῦ καιροῦ μας. Νὰ φιλιώσω μαζί του τὸ θάμα τῆς ρωμιοσύνης, ποὺ τὸ ἀφουγκράζομαι καὶ τὸ ἀναπνέω σὲ κάθε γωνιὰ τῆς πατρίδας μας, ἀπ᾿ ἄκρη σ᾿ ἄκρη, μέχρι ..
τὸν ἅγιο Τάφο καὶ τὸ ὄρος Σινᾶ. Καὶ ὁ ξεπεσμὸς ὑπάρχει, τὸν βλέπω κάθε μέρα, μὰ καὶ τὸ θάμα πιὸ σίγουρα ζεῖ, μὲ ἀγγίζει καὶ τὸ ἀγγίζω. Καὶ σκιρτῶ.
Δὲν καταδέχομαι νὰ σταθῶ στὶς μικρόψυχες φωνὲς ποὺ σκούζουν ὅτι ζοῦμε στὴν χειρότερη ἐποχὴ καὶ λυτρωμὸς δὲν ὑπάρχει. Δὲν μὲ πείθουν. Δὲν ἀνέχομαι νὰ μὲ πείσουν. Διαλαλοῦν τὴν λατρεία τους γιὰ τὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ συχνὰ δὲν εἶναι παρὰ μιὰ μάσκα ποὺ καλύπτει τὴν ὑπεροψία: ἐγὼ δὲν μετέχω στὴν κατρακύλα, στέκουμαι παράμερα καὶ τὴν καταγγέλω.

Μὰ πιότερο ἀρνοῦμαι νὰ πιστέψω τοὺς σοφοὺς ποὺ μάχουνται νὰ διαφθείρουν τὸ 21 μὲ τὸν πιὸ ὕπουλο τρόπο: ἀπὸ τότε, λένε, ποὺ λευτερωθήκαμε ἄρχισε ἡ παρακμή. Καὶ ποιὰ ἦταν, ρωτῶ, ἡ ἀκμὴ ποὺ εἴχαμε κατακτήσει καὶ τώρα κατακρημνιζόμαστε; Μιὰ ἀρετὴ, ὁμολογῶ, μεγάλη εἴχαμε τότε νὰ περισσεύει, τὸν πόθο γιὰ λευτεριά. Μεγάλος ὁ ἐχθρός, ἀπροκάλυπτα βάρβαρος, συγκεκριμένος. Μεγάλος καὶ ὁ πόθος, καὶ συγκεκριμένος. Εἶναι ὅμως τέτοια ἡ μοῖρα τῶν ὀνείρων, νὰ σβήνουν εὐθὺς σὰν πάρουν σάρκα καὶ ὀστᾶ, καὶ νὰ σβήνουν μαζί τους τὴν δίψα καὶ τὴν ὁρμὴ ποὺ τὰ βαστοῦσε ζωντανά.

Τὸ Γένος μας δὲν παρήκμασε μετὰ τὸ 21. Εἶχε ξεκινήσει πολὺ πρὸ τοῦ 1453. Τοὺς τελευταίους της αἰῶνες, ἡ Νέα Ρώμη, θὲς ἀπὸ κούραση, θὲς ἀπὸ ἀλαζονεία γιὰ τὸ ἀθεώρητο ὕψος ποὺ ἔφθασε, ἔδειχνε ξεκάθαρα ὅτι ὁ πρῶτος της κύκλος κλείνει. Τὴν ἴδια ἐποχὴ σημαίνει μιὰ μεγαλειώδης πολιτιστικὴ ἀναγέννηση: στὰ εἰκαστικά, τὴν ἀρχιτεκτονική, τὴν μουσική, τὴν θεολογία. Εἶναι αὐτὸ τὸ ἀέναο θάμα τῆς ρωμιοσύνης, ποὺ κάνει πάντα τὴν ἔκπληξη καὶ ἀφήνει σαδιστικὰ τοὺς ἐπιστήμονες νὰ τὸ μελετοῦν γιὰ αἰῶνες.

Φτάνουμε στὰ μαῦρα χρόνια τῆς τουρκοκρατίας. Καὶ πάλι τὸ θάμα τῆς ρωμιοσύνης ζωντανό, μὲ νέα ἑλληνικὴ δημιουργία σὲ ὅλες τὶς τέχνες. Μαζὶ ἔρχεται ἀναγκαστικὰ ἡ ταπεινότητα. Ποὺ ὄταν ἔρχεται ἔτσι, ἀθέλητα, δὲν εἶναι ἀκριβῶς ἀρετή. Δὲν ταπεινωθήκαμε, μᾶς ταπείνωσαν καὶ δὲν τὸ θέλαμε. Πάντα ὅμως ὑπάρχει μιὰ δεύτερη εὐκαιρία, «τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενοι»…

Ἔπρεπε νὰ φᾶμε χῶμα 400 χρόνια γιὰ νὰ τὸ πάρουμε ἀπόφαση. Τὸ γένος μας συρρικνώθηκε κι ἀπὸ Ρωμιοί ξαναγίναμε ἁπλῶς Ἕλληνες, ἂς εἶναι. Ἡ μεγάλη συμφορὰ ἦταν ἄλλη: τὸ σκοτάδι τῆς ἀμορφωσιᾶς καὶ ἡ κατάρα τοῦ ραγιαδισμοῦ. Γίναμε ἐξ ἀνάγκης Καραγκιόζηδες, ἔτσι ἔπρεπε, δὲν γινόταν ἀλλιῶς, μὰ τώρα πρέπει νὰ ξαναβροῦμε τὸν ἑαυτό μας.

Ἂν τὸ 21 ἀργοῦσε κι ἄλλο, ἴσως νὰ μὴν εἶχε γυρισμὸ ἡ μιζέρια. Κλείνουμε σὲ λίγο 200 χρόνια λευτεριᾶς κι ἀκόμη δὲν ἔχουμε τινάξει ἀπὸ πάνω μας κι ἀπὸ μέσα μας τὸν ραγιᾶ. Ἂν ἰσχύει ἐκεῖνος ὁ σκληρὸς καὶ ἀδυσώπητος πνευματικὸς νόμος, θὰ χρειαστοῦν συνολικὰ 400 χρόνια, ὅσα καὶ τῆς σκλαβιᾶς, γιὰ τὴν θεραπεία τούτη. Οἱ δεισιδαιμονίες καὶ ἡ ὀμίχλη 400 ἐτῶν δὲν ἐξανεμίζονται σὲ μιὰ μέρα, οὔτε σὲ μιὰ γενιά. Θέλει χρόνο καὶ μόχθο.

Ἡ ἀτυχὴς (ἢ εὐτυχὴς) συγκυρία τῆς ἱστορίας ἔφερε ἀντάμα τὴν ἑλληνικὴ λευτεριὰ μὲ τὸν εὐρωπαϊκὸ διαφωτισμό. Ἤμαστε ἀνέτοιμοι γιὰ τὴν συνάντηση καὶ τὴν «μάχη». Δὲν εἴχαμε τὰ ἄρματα τὰ πνευματικὰ νὰ σταθοῦμε ἀπέναντί του στὰ ἴσια καὶ νὰ τὸν βάλουμε στὸ χέρι, νὰ τὸν ἀξιοποιήσουμε, ὅπως ἔκανε ἀνέκαθεν τὸ ἑλληνικὸ πνεῦμα μὲ κάθε τι ξένο ποὺ ἐρχόταν σὲ ἐπαφή. Κλονιστήκαμε. Τὸ φθαρμένο πουκάμισο ποὺ μᾶς εἶχε ἀπομείνει δὲν ἄντεξε στὴν εὐρωπαϊκὴ λάβα. Κάηκε. Κι ἀπομείναμε γυμνοί καὶ ξανὰ λαβωμένοι. Μὰ ζωντανοί. Εὐκαιρία τώρα ὄχι νὰ σκεπάσουμε μόνο τὴν γύμνια μας, ἀλλὰ νὰ ξαναβάλουμε τὴν λαμπρή μας φορεσιά, χωρὶς φτιασίδια, τὸ ἀθάνατο ἑλληνικὸ πνεῦμα, τὴν αἰώνια ρωμιοσύνη. Γιατὶ τώρα ξέρουμε πὼς εἴμαστε γυμνοί, δὲν μᾶς ξεγελᾶ τὸ ξεφτισμένο πουκάμισο.

Μὲ λένε ρομαντικὸ κι ὀνειροπόλο. Ἂς εἶναι. Πονῶ μὲ τὸν πόνο τοῦ λαοῦ μας, μὰ ξέρω κιόλας πὼς αὐτὸς θὰ φέρει τὴν λύτρωση. Τὸ ἀπαιτοῦν οἱ παμπάλαιοι πανανθρώπινοι νόμοι. Δὲν ἀνησυχῶ. Θωρῶ τὴν ρωμιοσύνη ζωντανὴ καὶ κοιμᾶμαι ἥσυχος. Ὁ πολιτισμὸς ἐκφράζεται πάντοτε ἀπὸ μιὰ μικρὴ μαγιά, κι αὐτή, κατὰ ἕναν ἀνεξιχνίαστο τρόπο, ποτὲ δὲν ἐξαφανίζεται καὶ δουλεύει. Ἀθόρυβα. Μὰ σταθερά. Ζεῖ καὶ τὸ ἑλληνικὸ αἷμα, DNA τὸ λένε σήμερα οἱ γραμματιζούμενοι. Τὸ βλέπεις νὰ δηλώνει παρών στὸ πανηγύρι τοῦ χωριοῦ, στὸν καλαματιανὸ ὅπου σμίγουν ὅλοι χέρι-χέρι, στὸ σαντούρι καὶ τὴν λύρα ποὺ καλοῦν τὴν ψυχὴ νὰ σκιρτήσει καὶ νὰ ὀνειρευτεῖ, στὴν χαρὰ ποὺ ἀκόμη λάμπει σὲ πρόσωπα πολλά, στὴν συμπόνοια γιὰ τὸν ἄρρωστο, στὴν περηφάνια ποὺ μᾶς παιδεύει ἀλύπητα γιὰ τοὺς προγόνους καὶ τὴν ἰστορία μας. Τὸ μεγάλο μας χρέος εἶναι νὰ δεῖ κατάματα ὁ καθένας τὸν ἑαυτό του καὶ νὰ τὸν σμιλέψει γενναῖα, ὥστε νὰ μπορέσουμε νὰ χαλινώσουμε τὴν κατάρα τῆς φυλῆς μας. Ἡ διχόνοια δὲν εἶναι ξωτικὸ ποὺ μᾶς κάθησε στὸ σβέρκο καὶ θὰ φύγει μὲ ξόρκια. Εἶναι ὁ ἐγωισμὸς τοῦ καθενός μας, ὁ ἐγωισμός μου, ὁ ἐγωισμός σου…



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου