με δύο μέτρα και δύο σταθμά. Για όσους έχουν λεφτά και ισχύ, υπάρχει πάντα μια «δεύτερη ευκαιρία». Για τους υπόλοιπους, οι πόρτες της φυλακής ανοίγουν με συνοπτικές διαδικασίες.
Η οδηγός, που διώκεται για επικίνδυνη οδήγηση, πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια, εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος και χρήση ναρκωτικών ουσιών, αφέθηκε ελεύθερη μετά από τετράωρη απολογία. Οι όροι; Μια εγγύηση 50.000 ευρώ, αφαίρεση διπλώματος, απαγόρευση εξόδου και υποχρεωτική παρουσία στο αστυνομικό τμήμα. Ούτε λέξη για προφυλάκιση. Κι όλα αυτά, ενώ η κατηγορούμενη είχε και την άνεση να βγει χαμογελαστή και να κάνει δηλώσεις μπροστά στις κάμερες, λες και πρόκειται για παρεξήγηση της στιγμής.
Ας μιλήσουμε καθαρά: αν στη θέση της δεν βρισκόταν μια οδηγός Porsche αλλά ένας εργάτης με ένα ταπεινό Ζάσταβα, θα είχαμε δει την ίδια απόφαση; Ή μήπως θα είχε ήδη περάσει τη νύχτα στο κρατητήριο και θα οδηγούνταν σιδηροδέσμιος στη φυλακή ως «κοινωνικός κίνδυνος»; Η ειρωνεία είναι πικρή: το χρώμα του αυτοκινήτου και το βάρος του πορτοφολιού μοιάζουν να καθορίζουν την έννοια της δικαιοσύνης σε αυτή τη χώρα.
Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα δείχνει για άλλη μια φορά το πραγματικό της πρόσωπο. Δεν είναι τυφλή – όπως θα έπρεπε. Έχει μάτια, και μάλιστα πολύ καλά εκπαιδευμένα να ξεχωρίζουν ποιος φοράει επώνυμο ρολόι και ποιος κρατάει τα κλειδιά ενός παλιού ΙΧ που τρίζει. Για τον πρώτο, οι διαδικασίες είναι επιεικείς, οι όροι διαχειρίσιμοι, η μεταχείριση σχεδόν ευγενική. Για τον δεύτερο, η ποινή είναι πάντα βαρύτερη, η στάση αυστηρή, η καταστολή δεδομένη.
Δεν είναι απλώς ζήτημα δικαστικής κρίσης. Είναι βαθιά πολιτικό μήνυμα: ότι η ισότητα απέναντι στον νόμο είναι μια καλοστημένη ψευδαίσθηση. Όταν ένας νεαρός συλλαμβάνεται για ένα τσιγάρο κάνναβης, οδηγείται προφυλακισμένος. Όταν ένας φτωχός κατηγορείται για μικροκλοπή, στιγματίζεται πριν καν δικαστεί. Κι όμως, όταν μια οδηγός Porsche εγκαταλείπει τόπο ατυχήματος και φέρεται να οδηγεί υπό την επήρεια ναρκωτικών, η Δικαιοσύνη δείχνει κατανόηση.
Η κοινωνία βλέπει, θυμάται και αγανακτεί. Γιατί γνωρίζει καλά πως αν βρισκόταν στη θέση της 45χρονης, με το Ζάσταβα παρκαρισμένο έξω από το δικαστήριο, δεν θα υπήρχε καμία «δεύτερη ευκαιρία». Μόνο χειροπέδες και κελί. Και όσο η Δικαιοσύνη συνεχίζει να λειτουργεί ως προνομιακός θεσμός για λίγους, τόσο θα χάνει το ελάχιστο απομεινάρι αξιοπιστίας που της έχει απομείνει.
Η υπόθεση αυτή δεν κλείνει με μια απόφαση. Ανοίγει ξανά το ερώτημα: ποιανού είναι τελικά η Δικαιοσύνη; Γιατί σίγουρα όχι των απλών πολιτών.
Λάμπρος Παπαδής
Η οδηγός, που διώκεται για επικίνδυνη οδήγηση, πρόκληση σωματικών βλαβών από αμέλεια, εγκατάλειψη τόπου ατυχήματος και χρήση ναρκωτικών ουσιών, αφέθηκε ελεύθερη μετά από τετράωρη απολογία. Οι όροι; Μια εγγύηση 50.000 ευρώ, αφαίρεση διπλώματος, απαγόρευση εξόδου και υποχρεωτική παρουσία στο αστυνομικό τμήμα. Ούτε λέξη για προφυλάκιση. Κι όλα αυτά, ενώ η κατηγορούμενη είχε και την άνεση να βγει χαμογελαστή και να κάνει δηλώσεις μπροστά στις κάμερες, λες και πρόκειται για παρεξήγηση της στιγμής.
Ας μιλήσουμε καθαρά: αν στη θέση της δεν βρισκόταν μια οδηγός Porsche αλλά ένας εργάτης με ένα ταπεινό Ζάσταβα, θα είχαμε δει την ίδια απόφαση; Ή μήπως θα είχε ήδη περάσει τη νύχτα στο κρατητήριο και θα οδηγούνταν σιδηροδέσμιος στη φυλακή ως «κοινωνικός κίνδυνος»; Η ειρωνεία είναι πικρή: το χρώμα του αυτοκινήτου και το βάρος του πορτοφολιού μοιάζουν να καθορίζουν την έννοια της δικαιοσύνης σε αυτή τη χώρα.
Η Δικαιοσύνη στην Ελλάδα δείχνει για άλλη μια φορά το πραγματικό της πρόσωπο. Δεν είναι τυφλή – όπως θα έπρεπε. Έχει μάτια, και μάλιστα πολύ καλά εκπαιδευμένα να ξεχωρίζουν ποιος φοράει επώνυμο ρολόι και ποιος κρατάει τα κλειδιά ενός παλιού ΙΧ που τρίζει. Για τον πρώτο, οι διαδικασίες είναι επιεικείς, οι όροι διαχειρίσιμοι, η μεταχείριση σχεδόν ευγενική. Για τον δεύτερο, η ποινή είναι πάντα βαρύτερη, η στάση αυστηρή, η καταστολή δεδομένη.
Δεν είναι απλώς ζήτημα δικαστικής κρίσης. Είναι βαθιά πολιτικό μήνυμα: ότι η ισότητα απέναντι στον νόμο είναι μια καλοστημένη ψευδαίσθηση. Όταν ένας νεαρός συλλαμβάνεται για ένα τσιγάρο κάνναβης, οδηγείται προφυλακισμένος. Όταν ένας φτωχός κατηγορείται για μικροκλοπή, στιγματίζεται πριν καν δικαστεί. Κι όμως, όταν μια οδηγός Porsche εγκαταλείπει τόπο ατυχήματος και φέρεται να οδηγεί υπό την επήρεια ναρκωτικών, η Δικαιοσύνη δείχνει κατανόηση.
Η κοινωνία βλέπει, θυμάται και αγανακτεί. Γιατί γνωρίζει καλά πως αν βρισκόταν στη θέση της 45χρονης, με το Ζάσταβα παρκαρισμένο έξω από το δικαστήριο, δεν θα υπήρχε καμία «δεύτερη ευκαιρία». Μόνο χειροπέδες και κελί. Και όσο η Δικαιοσύνη συνεχίζει να λειτουργεί ως προνομιακός θεσμός για λίγους, τόσο θα χάνει το ελάχιστο απομεινάρι αξιοπιστίας που της έχει απομείνει.
Η υπόθεση αυτή δεν κλείνει με μια απόφαση. Ανοίγει ξανά το ερώτημα: ποιανού είναι τελικά η Δικαιοσύνη; Γιατί σίγουρα όχι των απλών πολιτών.
Λάμπρος Παπαδής

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου