Γράφει ο Μήτσος ο Τούφας
Η ζωή είναι άδικος , ναμικιόρα και κακιά.
Ναι.
Γνωστόν και προχώρει.
Έχω χελιάδες παραδείγματα για του λόγου μου το αληθές κι ένα σωρό τρανούς , στο πλέντυ μορφωμένους μάρτυρες περί την υπεράσπισις των λεγομένων μου.
Και πιο άδικος ακόμα είναι ο έρως.
Κι ούτε που ''κάτσε ρε φίλε πού βαράς να πούμε;''
''Δε ρωτάς ; Δε νοιάζεσαι τι ιστορίες ανοίγεις;''
''Τι ζημιές κάνεις ;''
''Ποσώς'' σο λέει ο αναίσθητος, ένεκα εγώ κουνάω τα πράματα. Άνευ εμού θα σας έτρωγε ούλους η μαρμάγκα.''
Και τι να του πεις του μόρτη;
Ψέματα;
Αμ δε!!!!
Κάπως έτσι το λοιπόν γένηκε κι αυτό το τσογλάνι πήγε άνευ λόγου και αιτίας και τόξεψε την καρδούλα της Μαφάλντας.
Μαφάλντα βέβαια δε το λέγανε το κορίτσι, αλλά να μα την Παναγία ρε παιδιά, λες και ξεπήδησε φτυστή απέ τις σελίδες του Κίνο, λίγο στο μεγαλύτερο και στο πιο νταβρατισμένο.
Πολύ δε θέλανε κάτι εξυπνάκηδες, καλή ώρα, της το κόλλησαν το παρατσούκλι.
Δεκαπέντε πάνω κάτου Μαΐων , με κατατομή Τσετσένου αρσιβαρίστα, μπόι ένα και τίποτις, μπροστά περίσσευε κοιλιά, πίσω ούλα ίσωμα, γάμπες σα τα μπράτσα του Ποπάϋ, μύτη γαλλική, φράντζα στο μαλλί, κοπανούσε και μια κορδέλα στην κορφή κι από μόστρα γενικώς ήτανε άστα να πάνε.
Θα μο πεις έχεις ρε Μητσάρα κανά πρόβλεμα με τις Μαφάλντες όλου του κόσμου;
Ποσώς και μεδέν παρεξήγησις.
Το αναφέρω δια τον ρουν και το πνέμα της ιστορίας και μόνον .
Ύστερις τυγχάνω κι εγώ κατ ολίγον τι παραλέκατος ,αλλ' αυτό δεν εμπόδιξε την μαντάμ Δεσποινάκι να τοξοβοληθεί μαζί μου.
Νομίζω;
Έτσι λοιπόν συνεχίζω την εξιστόρησις, αυτό το τσογλάνι ο έρως πο λέτε, σήκωσε το τόξο του ένα μεσημέρι όπου 'σκαζε ο τζίτζικας και κοντανάσαιναν τα τετράποδα, έριξε στα γκαβά, το αφιλότιμο το βέλος αφού έκανε περαντζάδα την απλωμένη μπουγάδα της κερά Σοφίας , πήγε και καρφώθηκε στην τρυφερή καρδούλα της Μαφάλντας.
Δεκαπέντε και κάτι ως είπα, έτσι ως καθόντανε αμέριμνη και ξηγιόταν καρπουζάκι κάτω απ την πλατανομουριά της αυλής των τουριστικών καταλυμάτων όπου και πάγαινε οικογενειακώς επί τρίμηνο , κάθε καλοκαιράκι της μέχρι τώρα ανέμελης ζωής της.
Κει την εβρήκε το κακό.
Πάνω στην ώρα όπου επέστρεφε από τα μπάνια το καινούργιο γειτονάκι, μουσκεμένο και μπρονζέ
Απόμεινε με το στόμα ανοιχτό να τον χαζεύει ως χασκόψαρο και ω!! του θάματος, γύρισε ο μόρτης και της χαμογέλαξε.
Άστραψαν φωτοβολίδες το καταμεσήμερο, αστράκια σβούριξαν στον ορίζοντα, μπαταριές από περοτεχνήματα βρόντηξαν στα πέριξ, έβγαλαν αίφνης το σκασμό ούλα τα τζιτζίκια αυτού του κόσμου , τα χελιδόνια , σα μεθυσμένα αιωρόπτερα κάνανε σέρφινγκ στα κύματα της ζέστης του μεσημεριού, ένας Προκρούστης μ ένα τεράστιο σφυρί βάλθηκε να της κοπανίζει τα μηνίγγια κι η αιμορραγία στην καρδούλα της Μαφάλντας γένηκε πια ακατάσχετος .
Ήτανε αψηλός ο ντελικανής να πούμε , κορμί κοντά 1,90 χτιστό από κατασκευής , μανίσιο ένα πράμα, καστανόξανθος και πρασινομάτης , μαλλιά καρφάκι, χαμόγελο και στυλ Μίκυ Ρούρκ της εποχής , κάτσε καλά και τα λοιπά .
Αρρώστηξε.
''Δε μπορώ μανούλα μ δε μπορώ.....''
Σταμάτησε να τρώει αλλά κιλά δεν έχανε, κλείστηκε στον κόσμο της, μα ''φυλακή ειν τα μάτια σου''. Αφηρημένη πέραξε μέσα απ τη τζαμαρία του εστιατορίου '' Η Κληματαριά'' ,παραλίγο να κατασφαχτεί και πρέφα δε πήρε. Δεν μπόραγε να σκεφτεί τίποτις άλλο. Τον συλλογιόταν σαν το κουφογούρουνο εικοσιτέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο .
Αβέρτα .
Άλλαζε ρούχα εφτά φορές τη μέρα με το ίδιο τραγικό αποτέλεσμα.
Έφτιαχνε τα μαλλιά της με πενήντα τρόπους και πάλι Μαφάλντα ήτανε.
Παρατηρούσε το κορμί της έτσι όπως δεν το είχε παρατηρήσει ποτέ ξανά πριν.
Μπανιαρίζοταν οχτάκις ημερησίως κι αρωματιζότανε άλλες τόσες , που ζαβλάκωνε τις παχιές μύγες του Αυγούστου κι ούτες πλησίαζαν.
Πήραν φωτιά και τα υποκάτωθι . Ήγουν καψούρα, σε λέει ο άλλος.
Ανησύχησαν οι δικοί της .
Ανθιστήκανε.
Δε γενόταν να βοθήξουν.
''Ο έρως είναι Θεός'' φιλοσόφησε ο πατήρ.'' Με το Θεό γένεται να τα βάλεις;''
'' Ποσώς,''
Κι αυτός το βιολί του. Περνούσε πίσω μπρος, της πετούσε ένα χαμόγελο, ανήξερος ή αδιάφορος περί τη ζημιά, την έστελνε κανονικά και μέχρις εκεί.
Μια μέρα της πέταξε ένα ''Γειά. Θες να πάμε περί καφέ;"
''Δεν είμαι καλά γιατρέ μου , έχω παραισθήσεις'' σκεύηκε.
Μετά έπεσε αναίσθητη κι έκανε κανά τρίωρο να βρει μιλιά. Δήλωσε ένα ακατάληπτο βρρρρρχτσστ!!!!!κι έγνεψε '' Ννναιι!!!''
Ντύθηκε , στολίστηκε και περίμενε το μόρτη που την πήρε χεράκι χεράκι και βολτάρανε μαζί παραλία . Ήπιανε καφεδάκι.
''Μωρέ και δελητήριο έπινα μαζί σου!!!!''
Σουσουσου και μουμουμου και πίτσι πίτσι στο λακρεντί, την ξεμονάχιασε και τη φίλησε για πρώτη φορά και ναι δεν υπήρξε ουδεπόποτε πιο ευτυχής άθρωπος σ ούλο το σύμπαν και εις τους αιώνας των αιώνων.
Αμήν.
Τ' άλλο βραδάκι την παρέσυρε χωρίς πολλά πολλά, παραδομένη άνευ όρων , στην άκρα του χωριού σ έναν παραλιακό καλαμιώνα και εκεί κάπου ανάμεσα σε αγκαλιές και χάδια, στον φλοίσβο των κυμάτωνε , στο φρρρ των καλαμιών , κει λέγω ανάμεσα στην μυρωδιά των πεύκων και στην αύρα της θάλασσας, σε υγρά φιλιά και στεναγμικά αγάπης, της πήρε την παρθενιά ο μόρτης λίγο πριν τη γυρίσει στο σπίτι ,στο φουλ καψουρεμένη, ευτυχή, γιομάτη και κάργα τρομαγμένη, ένεκα το συμβάν.
Το στόρι συνεχίστηκε απαράλλακτο κανά δεκάμερο πάνω κάτω , όταν αίφνης και άνευ δικαιολογία, ο μάγκας έκοψε χαλβά και άνθη μυρωμένα.
'' Γεια χαραντάν και χάρηκα περί τη γνωριμία.''
Ρε αμάν;
Τίποτις
Ρε περκουά;
Σιλάνς και τα κουκιά μπαγλάν.
Ύστερα έσκασε μύτη στα πέριξ με ξανθομαλλούσα τουρίστρια, δίμετρον, υπερβόρειας προέλευσις.
Αργότερα με μια άλλη αναλόγων προσόντων, κοκκινομάλλα αυτή, μετά με μια φοράδα περί καβάλημα, γερμανίς, στο κατόπι με μία με τεράστια Τευτονικά βυζιά , κι άλλη, κι άλλη.....
Μιλάμε ότι δεν έχανε αλλαγή γι αλλαγή ο κάμακας. Με κάθε νέα άφηξις , έγραφε χαρακιές ως που γένηκε αητός στην ανθρωπογεωγραφία και Μάικ Χίτζ , για όσους θυμούνται, περί το κενήγι.
Η Μαφάλντα, αποφάσιξε να πεθάνει μετά από δυο βδομάδες ασταμάτητου θρήνου.
Πέσαν πάνω της οικογενειακώς φοβούμενοι τα χερότερα.
Ήρθε και στέγνωσε, σα να μεγάλωσε κοντά τριάντα χρόνια σ έναν μήνα. Κονόμησε κάτι σαν απώλεια στο βλέμμα της κι ένα μόνιμο σφίξιμο στα χείλη .
Σα να πάγωσε μέσα της δεκαπέντε χρονώ κορίτσι.
Έκατσε στην καρέκλα της και δεν κονήθηκε απέ κει, ώσπου έφυγε το καλοκαίρι, φύγαν οι κακούργες τουρίστριες , έφυγε κι αυτός ο σατράπης κι ότι έζησε μαζί του το πήραν τα χελιδονάκια σ άλλη γη σ άλλα μέρη.
Δεν τον ξεπέρασε ποτές.
Ούτες και του ξαναμίλησε έκτοτε ,παρ ότι πέρασαν τα χρόνια κι ούλα πήραν το δρόμο τους κουτσά στραβά .
Ήρθαν άλλοι άθρωποι , άλλοι φύγανε , η ζωή συνέχισε το ίδιο ναμικιόρα κι άδικος , ο χρόνος ο λεχρίτης το ίδιο, παρ ότι , λέει, ''γιατρεύει τις πληγές'' λέει, τις ''κάνει σημάδια'', λέει
Παρλαπίπες για ρομαντικούς .
Κάποτες ο παππούς Αριστοφάνης σε μια ομήγυρις, αραχτός περί κρασοκατάνυξις και λακρεντί με άλλα φιλαράκια με μυαλό στο πλέντυ, συμπόσια τα λέγασι τότες , είπε με την σειρά του την άποψις του περί του έρως.
Θα προσθέσω την ιστορία αυτή στα περί Μαφάλντας , σαν φόρο τιμής σ ε κάποια που υπέφερε πολύ εξ αίτιας του μικρού αυτού τσόγλανου που κάνει είναι αλήθεια τον κόσμο να γυρίζει σβούρα και δίνει την αφορμή σε κουτσομπόληδες σαν και την πάρτη μου να παρατηρούν τα τεκταινόμενα από την παραδίπλα αυλή και να γράφουν ασήμαντα πονηματάκια, καλή ώρα.
Κάποτες το λοιπόν στα πολύ παλιά χρόνια, υπήρχασι λέει τρία γένη αθρώπων. Οι άντρες , οι γεναίκες και οι ανδρόγυνοι να πούμε.
Κάτι σαν άντρας και γεναίκα κολλημένοι πλάτη πλάτη . Πόδια τέσσερα , χέρια τέσσερα, μυαλά δύο και ούτω κάθε εξής.
Το οποίον αυτοί οι τελευταίοι μάγκα μου , ήσαντε πολύ μεστήρια τραίνα , κι ας μην υπήρχανε τότενες ακόμα .
Ησαντε τόσο ξύπνοι και καπάτσοι που κεριάρχησαν πάνω στα άλλα δύο γένη, κάνανανε το κουμάντο ,μοιράζασι το βιδάνιο κατά τα καλά και συμφέροντα και τα σκυλιά δεμένα.
Πήρανε όμως πολύ αψηλά τον αμανέ κι αρχέψανε να τα βάζουν και να απειλούν τους ίδιους θεούς .
''Ναι να γενούμε κι εμείς τέτοιοι.''
''Τί μας λείπει δηλαδής;''
'' Βουρ μάγκες στον πατσά''
Πολύ δε, ήθελε κι ο Δίας ο ερίφης, τα πήρε στο κρανίο, κάνει ένα δεάλειμμα απ τα γκομενιλίκια, αμολάει έναν κεραυνό να πούμε, τους χωρίζει στα δύο και τους σπάει τον τσαμπουκά.
Άντε να σας δω τώρα ρε τσιχλίμαγκες.
Πετσοκομμένοι , αρχέψανε τα πέρα δώθε περιπλανώμενοι. Τους βάρεσε η τρέλα κατακέφαλα . Όπου βρίσκανε το αντίθετό τους το αγκαλίζανε. Μετά πηγαίνανε παραπέρα και ξανά μανά παραπέρα και δος του αβέρτα ατέλειωτες αγκαλιές σε μια προσπάθεια να βρουν το δικό τους χαμένο μισό.
Όσοι το βρίσκανε, αγκαλιάζονταν σφιχτά και έμεναν έτσι για πάντα ευτυχείς, ώσπου στο τέλος πέθαιναν απ την πείνα.
Έρωντας έλεγε ο Αριστοφάνης είναι ο νταλκάς , το μεράκι να πούμε να βρούμε το άλλο, το δικό μας μισό . Η ελπίδα μας να γενούμε ευτυχισμένοι και στο τέλος, θεοί.
Εγώ ο Μήτσος Τούφας επιφανής αμπελοφιλόσοφος καφενειακού επιπέδου ,έχω να προσθέσω το εξής.
Με το πέρασμα των αιώνων το λοιπόν, μπερδέψαμε τα μπούτια μας και με το μπαρδόν αλλά χάσαμε το δρόμο.
Αντίς να ψάχνουμε το άλλο μας μισό, κάναμε αυτοσκοπό την αναζήτηξις.
Έτσι το λοιπόν ή το βρήκαμε και πρέφα δεν το πήραμε, ή δεν γουστάρουμε να το βρούμε, ρε αδερφέ, μια χαρά είναι και το από ''κανάρα σε κανάρα θα πετάω'' ή μας έφαγε τα σκότια η μοναξιά και ''κλειστόν το παρόν ένεκα αναδουλειά'', ή καψουρευτήκαμε τόσο τον εαυτό μας, κάτι σαν τον μαλάκα τον Νάρκισσο ένα πράμα δηλαδής, που δεν μπορούμε ν αναγνωρίσουμε πλέον το άλλο μας κομμάτι, και ''συγγνώμην Κύριε ποιός είστε;" ή το χερότερο , αφού το βρήκαμε, αράξαμε, βολευτήκαμε , ''πήξανε τα γάλατα'' .
Εγκλωβισμένοι ,λέγω, σαπίσαμε σιγά σιγά και πεθαίνουμε από πλήξη πλέον κι απ το φόβο ν αγγίξουμε το Θείο.
Δηλαδής το Ωραίο . Ήγουν το Αιώνιο.
Βολεμένοι μ οποιανδήποτε τρόπο απ τους παραπάνω, βουλιάξαμε έχτοτες στο πρόσκαιρο, στο λίγο, στο μικρό , στη φτηναδούρα, στο ίδιο το τίποτις, σ ούλα τα επίπεδα, αν γένομαι αντιληπτός. Κι από εν δυνάμει θεοί καταντήσαμε φτηνά κακέκτυπα αυτού του σκοπού για τον οποίο δημιουργηθήκαμαν.
Νομίζω; (Ορέ τι γράφω πάλι ο πούστης!!!)
Περί την εξιστόρησις
Μήτσος Τούφας
*Στις Μαφάλντες και στους Μαφάλντους αυτού του κόσμου.