Αρκετοί αναγνώστες της Kontranews και φίλοι στο Facebook, κατά καιρούς μου έχουν υποβάλλει το εξής ερώτημα:
Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν και το Μάρτιο του 1998 η κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δραχμής κλείδωσε στις 340,75 δραχμές, δηλαδή ένα ευρώ (€) ίσον 340,75 δραχμές; Αν και το ερώτημα αυτό θα απαιτούσε ειδικό δοκίμιο για να απαντηθεί, εντούτοις στη σημερινή μας επιφυλλίδα θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως σε αυτό το όντως πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση κυρίως στην ποσοτική διάσταση του θέματος. Για το σκοπό αυτό, θα χρησιμοποιήσουμε τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα, τα οποία απεικονίζουν την εξέλιξη της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» (exchange rate) της δραχμής έναντι ορισμένων εκ των σημαντικότερων ξένων νομισμάτων της περιόδου 1961-2000. Τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στον πίνακα εκφράζονται σε δραχμές. Για παράδειγμα, το 2000 ένα δολάριο ισοδυναμούσε με 365,412 δραχμές, που σημαίνει ότι για την αγορά ενός δολαρίου απαιτούντο 365,412 δραχμές.
Παρατηρήσεις: Πηγή των στοιχείων είναι η Τράπεζα της Ελλάδας. Τα αρχικά ΕΝΜ απεικονίζουν την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (European Currency Unit-ECU). Από την 1η Ιανουαρίου του 1999, η ΕΝΜ μετονομάστηκε σε ευρώ. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των ξένων νομισμάτων έναντι της δραχμής πριν το Δεκέμβριο του 1980 ήταν σε “μέσες τιμές πώλησης”, ενώ μετά την 1η Ιανουαρίου του 1981 είναι σε “μέσες τιμές” (fixing). Η μέση τιμή fixing προκύπτει αν διαιρέσουμε το άθροισμα της μέσης τιμής αγοράς και της μέσης τιμής πώλησης ενός νομίσματος διά δύο. Πριν το 1991 το μάρκο αφορούσε τη Δυτική Γερμανία. 1998* =Μάρτιος 1998. Η Τράπεζα της Ελλάδας άρχισε να καταγράφει τη συναλλαγματική ισοτιμία ΕΝΜ/Δραχμής μετά το 1980 και γι’ αυτό στην περίπτωση της ΕΝΜ η ισοτιμία αφορά το έτος 1981 και όχι το 1980.
Το 1969 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα (ΕΛΜ), έχοντας συναλλαγματική ισοτιμία έναντι του δολαρίου ίση με τη μονάδα, που σημαίνει ότι ένα δολάριο ισοδυναμούσε με μια ΕΛΜ. Το 1979 η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ΕΝΜ) διαδέχτηκε την ΕΛΜ. Η συναλλαγματική ισοτιμία της ΕΝΜ έναντι του δολαρίου ορίστηκε ίση με τη μονάδα, δηλαδή ένα δολάριο = μια ΕΝΜ. Τόσο η ΕΛΜ όσο και η ΕΝΜ ήταν σε λογιστική μορφή, αποτελώντας κυρίως μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών. Την 1η Ιανουαρίου του 1999 το ευρώ αντικατέστησε την ΕΝΜ. Άρα, το ευρώ υπήρξε μετεξέλιξη της ΕΛΜ και της ΕΝΜ. Από την 1η Ιανουαρίου του 1999 και έως τον Ιανουάριο του 2002, το ευρώ ήταν σε λογιστική μορφή σαν την ΕΝΜ. Από τον Φεβρουάριο του 2002, το ευρώ κυκλοφόρησε σε φυσική μορφή, αντικαθιστώντας τα εγχώρια νομίσματα των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ως γνωστόν, τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα αντικατοπτρίζουν τη φυσική μορφή ενός νομίσματος.
Για την κατανόηση των στοιχείων του πίνακα θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι, την περίοδο 1945-1972 στη διεθνή οικονομία επικρατούσε το «σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών» (the fixed exchange rate system), ενώ μετά το 1972 κυριαρχεί το «σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών» (the floating exchange rate system). Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, μετά το 1973 η δραχμή υποτιμάται έναντι όλων των ισχυρών νομισμάτων της εποχής εκείνης. Για παράδειγμα, την περίοδο 1973-2000, η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 2.268,7% έναντι του ελβετικού φράγκου, κατά 1229,5% έναντι του αμερικανικού δολαρίου, κατά 1520,8% έναντι του γερμανικού μάρκου, 1.078,2% έναντι του βελγικού φράγκου, 753,1% έναντι της βρετανικής λίρας, 670,7% έναντι της κορόνας Δανίας, κ.λπ. Για την διερεύνηση των παραγόντων, που το Μάρτιο του 1998 η κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής έναντι του ευρώ διαμορφώθηκε στις 340,75 δραχμές, θα πρέπει να εστιάσουμε την ανάλυσή μας στην εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του δολαρίου και της ΕΝΜ.
Από τα στοιχεία του πίνακα διαπιστούται ότι την κρίσιμη περίοδο 1996-Μάρτιος 1998, η ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου από 240,712 διαμορφώθηκε σε 306,365 δραχμές και έναντι της ΕΝΜ από 301,477 σε 332,678 δραχμές. Ωστόσο, η Παρασκευή της 13ης Μαρτίου του 1998 υπήρξε αποφράδα μέρα. Στις 13 Μαρτίου του 1998 και ελάχιστες ώρες πριν το κλείδωμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/δραχμής στις 340,75 μονάδες, η κυβέρνηση Σημίτη προέβη σε μια ύπουλη και πρωτοφανή υποτίμηση της δραχμής κατά μέσο όρο γύρω στο 12% έναντι των ισχυρότερων ξένων νομισμάτων, όπως δολάριο, γερμανικό μάρκο, ιαπωνικό γιεν, βρετανική λίρα, ελβετικό φράγκο, κ.ά. Αξιοσημείωτο είναι ότι την 13η Μαρτίου του 1998, η δραχμή είχε υποτιμηθεί έναντι της ΕΝΜ κατά 12,2%, μεταβάλλοντας αυτομάτως τη μεταξύ τους συναλλαγματική ισοτιμία από 313,70 σε 352,04 δραχμές ανά ΕΝΜ. Η υποτίμηση της 13ης Μαρτίου του 1998 ήταν προμελετημένη και εφαλτήριο για ορισμένους να πραγματοποιήσουν κέρδη εκατοντάδων δις δραχμών. Από τις 13.3.1998 και μετέπειτα η δραχμή συνδέθηκε με το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), όπου το εύρος συναλλαγματικής διακύμανσής της ήταν ±2,25%. Με την αποφράδα μέρα της 13ης Μαΐου του 1998 και τη μασονική διακομματική στοά, που αχόρταγα καταπίνει εκατοντάδες δις ευρώ και μετά τη μεταπολίτευση έχει το μονοπώλιο της κυβερνητικής-κρατικής εξουσίας, θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στην αυριανή μας επιφυλλίδα.
Γ.Βάμβουκας kontranews
Αυτά γράφει ο Γ.Βάμβουκας τον οποίο -να το πούμε δημόσια- δεν έχουμε σε εκτίμηση για τις οικονομικές του ιδέες, στο makpress. Το αρθρο μας πρότεινε φίλος, το αναρτούμε χωρίς να το έχουμε διαβάσει, οπότε θα σχολιάσουμε αύριο.
Ποιοι παράγοντες συνέβαλαν και το Μάρτιο του 1998 η κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία ευρώ/δραχμής κλείδωσε στις 340,75 δραχμές, δηλαδή ένα ευρώ (€) ίσον 340,75 δραχμές; Αν και το ερώτημα αυτό θα απαιτούσε ειδικό δοκίμιο για να απαντηθεί, εντούτοις στη σημερινή μας επιφυλλίδα θα προσπαθήσουμε να ρίξουμε φως σε αυτό το όντως πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση κυρίως στην ποσοτική διάσταση του θέματος. Για το σκοπό αυτό, θα χρησιμοποιήσουμε τα στατιστικά στοιχεία του πίνακα, τα οποία απεικονίζουν την εξέλιξη της «συναλλαγματικής ισοτιμίας» (exchange rate) της δραχμής έναντι ορισμένων εκ των σημαντικότερων ξένων νομισμάτων της περιόδου 1961-2000. Τα νομίσματα που περιλαμβάνονται στον πίνακα εκφράζονται σε δραχμές. Για παράδειγμα, το 2000 ένα δολάριο ισοδυναμούσε με 365,412 δραχμές, που σημαίνει ότι για την αγορά ενός δολαρίου απαιτούντο 365,412 δραχμές.
Παρατηρήσεις: Πηγή των στοιχείων είναι η Τράπεζα της Ελλάδας. Τα αρχικά ΕΝΜ απεικονίζουν την Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (European Currency Unit-ECU). Από την 1η Ιανουαρίου του 1999, η ΕΝΜ μετονομάστηκε σε ευρώ. Οι συναλλαγματικές ισοτιμίες των ξένων νομισμάτων έναντι της δραχμής πριν το Δεκέμβριο του 1980 ήταν σε “μέσες τιμές πώλησης”, ενώ μετά την 1η Ιανουαρίου του 1981 είναι σε “μέσες τιμές” (fixing). Η μέση τιμή fixing προκύπτει αν διαιρέσουμε το άθροισμα της μέσης τιμής αγοράς και της μέσης τιμής πώλησης ενός νομίσματος διά δύο. Πριν το 1991 το μάρκο αφορούσε τη Δυτική Γερμανία. 1998* =Μάρτιος 1998. Η Τράπεζα της Ελλάδας άρχισε να καταγράφει τη συναλλαγματική ισοτιμία ΕΝΜ/Δραχμής μετά το 1980 και γι’ αυτό στην περίπτωση της ΕΝΜ η ισοτιμία αφορά το έτος 1981 και όχι το 1980.
Το 1969 κυκλοφόρησε για πρώτη φορά η Ευρωπαϊκή Λογιστική Μονάδα (ΕΛΜ), έχοντας συναλλαγματική ισοτιμία έναντι του δολαρίου ίση με τη μονάδα, που σημαίνει ότι ένα δολάριο ισοδυναμούσε με μια ΕΛΜ. Το 1979 η Ευρωπαϊκή Νομισματική Μονάδα (ΕΝΜ) διαδέχτηκε την ΕΛΜ. Η συναλλαγματική ισοτιμία της ΕΝΜ έναντι του δολαρίου ορίστηκε ίση με τη μονάδα, δηλαδή ένα δολάριο = μια ΕΝΜ. Τόσο η ΕΛΜ όσο και η ΕΝΜ ήταν σε λογιστική μορφή, αποτελώντας κυρίως μέρος των συναλλαγματικών διαθεσίμων των κεντρικών τραπεζών. Την 1η Ιανουαρίου του 1999 το ευρώ αντικατέστησε την ΕΝΜ. Άρα, το ευρώ υπήρξε μετεξέλιξη της ΕΛΜ και της ΕΝΜ. Από την 1η Ιανουαρίου του 1999 και έως τον Ιανουάριο του 2002, το ευρώ ήταν σε λογιστική μορφή σαν την ΕΝΜ. Από τον Φεβρουάριο του 2002, το ευρώ κυκλοφόρησε σε φυσική μορφή, αντικαθιστώντας τα εγχώρια νομίσματα των χωρών μελών της Ευρωζώνης. Ως γνωστόν, τα κέρματα και τα χαρτονομίσματα αντικατοπτρίζουν τη φυσική μορφή ενός νομίσματος.
Για την κατανόηση των στοιχείων του πίνακα θα πρέπει να διευκρινιστεί, ότι, την περίοδο 1945-1972 στη διεθνή οικονομία επικρατούσε το «σύστημα των σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών» (the fixed exchange rate system), ενώ μετά το 1972 κυριαρχεί το «σύστημα των κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών» (the floating exchange rate system). Σύμφωνα με τα στοιχεία του πίνακα, μετά το 1973 η δραχμή υποτιμάται έναντι όλων των ισχυρών νομισμάτων της εποχής εκείνης. Για παράδειγμα, την περίοδο 1973-2000, η δραχμή υποτιμήθηκε κατά 2.268,7% έναντι του ελβετικού φράγκου, κατά 1229,5% έναντι του αμερικανικού δολαρίου, κατά 1520,8% έναντι του γερμανικού μάρκου, 1.078,2% έναντι του βελγικού φράγκου, 753,1% έναντι της βρετανικής λίρας, 670,7% έναντι της κορόνας Δανίας, κ.λπ. Για την διερεύνηση των παραγόντων, που το Μάρτιο του 1998 η κεντρική συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής έναντι του ευρώ διαμορφώθηκε στις 340,75 δραχμές, θα πρέπει να εστιάσουμε την ανάλυσή μας στην εξέλιξη της συναλλαγματικής ισοτιμίας της δραχμής έναντι του δολαρίου και της ΕΝΜ.
Από τα στοιχεία του πίνακα διαπιστούται ότι την κρίσιμη περίοδο 1996-Μάρτιος 1998, η ισοτιμία της δραχμής έναντι του δολαρίου από 240,712 διαμορφώθηκε σε 306,365 δραχμές και έναντι της ΕΝΜ από 301,477 σε 332,678 δραχμές. Ωστόσο, η Παρασκευή της 13ης Μαρτίου του 1998 υπήρξε αποφράδα μέρα. Στις 13 Μαρτίου του 1998 και ελάχιστες ώρες πριν το κλείδωμα της συναλλαγματικής ισοτιμίας ευρώ/δραχμής στις 340,75 μονάδες, η κυβέρνηση Σημίτη προέβη σε μια ύπουλη και πρωτοφανή υποτίμηση της δραχμής κατά μέσο όρο γύρω στο 12% έναντι των ισχυρότερων ξένων νομισμάτων, όπως δολάριο, γερμανικό μάρκο, ιαπωνικό γιεν, βρετανική λίρα, ελβετικό φράγκο, κ.ά. Αξιοσημείωτο είναι ότι την 13η Μαρτίου του 1998, η δραχμή είχε υποτιμηθεί έναντι της ΕΝΜ κατά 12,2%, μεταβάλλοντας αυτομάτως τη μεταξύ τους συναλλαγματική ισοτιμία από 313,70 σε 352,04 δραχμές ανά ΕΝΜ. Η υποτίμηση της 13ης Μαρτίου του 1998 ήταν προμελετημένη και εφαλτήριο για ορισμένους να πραγματοποιήσουν κέρδη εκατοντάδων δις δραχμών. Από τις 13.3.1998 και μετέπειτα η δραχμή συνδέθηκε με το Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών (ΜΣΙ), όπου το εύρος συναλλαγματικής διακύμανσής της ήταν ±2,25%. Με την αποφράδα μέρα της 13ης Μαΐου του 1998 και τη μασονική διακομματική στοά, που αχόρταγα καταπίνει εκατοντάδες δις ευρώ και μετά τη μεταπολίτευση έχει το μονοπώλιο της κυβερνητικής-κρατικής εξουσίας, θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στην αυριανή μας επιφυλλίδα.
Γ.Βάμβουκας kontranews
Αυτά γράφει ο Γ.Βάμβουκας τον οποίο -να το πούμε δημόσια- δεν έχουμε σε εκτίμηση για τις οικονομικές του ιδέες, στο makpress. Το αρθρο μας πρότεινε φίλος, το αναρτούμε χωρίς να το έχουμε διαβάσει, οπότε θα σχολιάσουμε αύριο.