Σάββατο 26 Σεπτεμβρίου 2015

Παύλος Μπακογιάννης: Η ενέδρα, ο δειλός Γιωτόπουλος, το πισώπλατο χτύπημα από τον άνανδρο Κουφοντίνα

26.9.1989
"Ο Π. Μπακογιάννης είχε δεχθεί δύο σφαίρες στην πλάτη και μία ακόμη πλάγια πίσω, την θανατηφόρα, ενώ είχε πέσει ήδη στο έδαφος."
Θα έπρεπε να απαγορευτεί η έκδοση βιβλίου του Δημήτρη Κουφοντίνα; Η ερώτηση απευθυνόταν στην Ντόρα Μπακογιάννη. Η απάντησή ....
της γυναίκας που έχασε τον σύζυγο και πατέρα των παιδιών της από τα χέρια των τρομοκρατών της 17Ν, κατά πολλούς, εμπεριείχε το μεγαλείο της δημοκρατικής σκέψης.

«Φυσικά όχι. Δεν φοβόμαστε τις ιδέες. Οι σφαίρες τους σκότωναν τα θύματα. Που ήταν εκείνοι στη δικτατορία; Που ήταν όταν ο Παύλος Μπακογιάννης συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα; Όχι όλοι αλλά κάποιοι ήταν στην ίδια ηλικία με εκείνον. Που ήταν κρυμμένοι; Στην δημοκρατία έδρασαν» δήλωσε εμφατικά και αποστομωτικά η κ. Μπακογιάννη.

Σύμφωνα με την ιατροδικαστική έκθεση ο Παύλος Μπακογιάννης είχε δεχθεί δύο σφαίρες στην πλάτη και μία ακόμη πλάγια πίσω, την θανατηφόρα

Η δική της κριτική είναι πολύ περισσότερο δικαιωματική, σε αντίθεση με τις προσχηματικές έγγραφες αιτιολογίες του Δημήτρη Κουφοντίνα για την επιλογή δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη. Σε αυτό το σημείο, κάποιοι αναρωτιούνται γιατί ο «Αντώνης», ο «Λουκάς», ο «Φαρμακοχέρης» όπως τον έλεγαν οι αστυνομικοί, δεν εξέδωσε το... ιδεολογικό του «πόνημα» , στο διαδίκτυο, με ελεύθερη και χωρίς αντίτιμο, πρόσβαση και ανάγνωση, αλλά προτίμησε να έχει οικονομικό αντάλλαγμα από την έκδοσή του.

Διαφωνούσε αλλά τον σκότωσε

Ο κ. Κουφοντίνας λοιπόν, σύμφωνα με το δικαίωμα που του έδινε η δημοκρατία, στις αρχές του 1989, μαζί με άλλους, μέσα στην 17Ν, κατατέθηκε η γνώμη ότι ήρθε η ώρα να χτυπήσουν το πολιτικό σύστημα. Ήθελαν, όπως περιγράφει, να χτυπήσουν τα δύο κόμματα εξουσίας, ωστόσο απέρριψαν «πολιτικά» τη συγκεκριμένη γνώμη και τάση. Εκείνος υποστηρίζει ότι ήταν αντίθετος της λογικής «χτύπημα στην καρδιά του κράτους». Μερικούς μήνες αργότερα δεν δίστασε να συμφωνήσει και να συμμετάσχει στη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη.

Λίγο νωρίτερα, υιοθετήθηκε το σχέδιο επίθεσης κατά του πολιτικού προσωπικού, με μία διπλή ενέργεια κατά υψηλόβαθμων στελεχών του ΠΑΣΟΚ και της Ν.Δ, που, σύμφωνα με την τρομοκρατική τους θεώρηση, είχαν άμεση εμπλοκή στο σκάνδαλο Κοσκωτά.

Σύμφωνα με τη δικογραφία, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος ήταν ο ηθικός αυτουργός της δολοφονίας Μπακογιάννη, εκείνος πρότεινε τις επιθέσεις στους Γ. Πέτσο και Π. Μπακογιάννη. Οι υπόλοιποι συμφώνησαν. Δράστες της πισώπλατης δολοφονίας Μπακογιάννη, ήταν ο Δημήτρης Κουφοντίνας και Ηρακλής Κωστάρης. Ο Σάββας Ξηρός καθόταν απέναντι από την πολυκατοικίας υποστηρίζοντας τους δράστες, ενώ ο Βασίλης Τζωρτζάτος ήταν ο οδηγός του οχήματος διαφυγής των δραστών. Στις 8 Μαίου 1989, προηγείται η απόπειρα δολοφονίας του Γ. Πέτσου με ενσύρματη βόμβα, που είχαν τοποθετήσει σε αυτοκίνητο, κατά την πορεία του οχήματος του υποψήφιου στόχου.

Γιατί τον σκότωσαν;

Στο βιβλίο, που η δημοκρατία, του έδωσε το δικαίωμα να εκδώσει, δεχόμενος φυσικά την όποια κριτική, ο κ. Κουφοντίνας επικαλείται την αφορμή που προκάλεσε την στοχοποίηση και τελικά την άνανδρη δολοφονία του Π. Μπακογιάννη.

Οι κύριοι Γιωτόπουλος, Κουφοντίνας και οι άλλοι, έβαλαν έναν ακόμη «ιδεολογικό μανδύα» σε δολοφονία τους. Σύμφωνα με τις τρομοκρατικές σκέψεις τους ο Π. Μπακογιάννης αποτελούσε τον «προξενητή», τον έμπιστο διαπραγματευτή με την ηγεσία του Συνασπισμού για την συγκυβέρνηση Δεξιάς-Αριστεράς. Πολύ πιθανότατα όμως, η επιλογή τους να ήταν η «γνώση» της 17Ν ότι η ενέργεια αυτή θα προκαλούσε εκρηκτική αντίδραση από το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, όπως μνημονεύεται στο βιβλίο.

Μία άλλη «αφορμή» για τη δολοφονία Μπακογιάννη, όπως παρουσιάζεται στο βιβλίο του κ. Κουφοντίνα, ήταν η κάλυψη που υποστηρίζουν ότι παρείχε ο βουλευτής στον Κοσκωτά, για να μετατραπεί στον «παντοδύναμο ιδιοκτήτη συγκροτήματος τύπου».

Οι πισώπλατες σφαίρες

07:55, 26ης Σεπτεμβρίου 1989. Ο κ. Κουφοντίνας, περιγράφει τη δική του σκηνή της στυγνής δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη:

«Εκείνο το πρωινό στις 26 Σεπτεμβρίου 1989, από το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη κατέβηκε πρώτα η κοπέλα, φορούσε ένα κόκκινο πουλόβερ. Πίσω της, μερικά βήματα, προχωρούσε ο Μπακογιάννης. Ο οδηγός αυτή τη φορά δεν περίμενε καθόλου. Έστριψε βιαστικός με το αυτοκίνητο αριστερά στην Ομήρου. Ο θυρωρός γνώριζε την κοπέλα. Δεν τη σταμάτησε όπως έκανε με όλους όσοι έμπαιναν. Οι δύο της 17Ν (παραλείπει να πεί ότι ήταν ο ίδιος και ο Ηρακλής Κωστάρης), ακολούθησαν ολόκληρο σχέδιο: Ντυμένοι με κουστούμια, κρατώντας ένα μεγάλο φάκελο, μπήκαν στην είσοδο της διπλανής πολυκατοικίας, την ώρα ακριβώς που σταματούσε το αυτοκίνητο του Μπακογιάννη στη γωνία. Την ώρα που έμπαινε βιαστικός ο Μπακογιάννης στην πολυκατοικία του γραφείου, οι δύο τον ακολούθησαν γρήγορα. Η κοπέλα είχε ανοίξει την πόρτα του ασανσέρ στον Μπακογιάννη, του χαμογελούσε. ‘Ο κ. Μπακογιάννης;’. Γύρισε, καταπρόσωπο, ενοχλημένος. Η κοπέλα έμεινε ακίνητη. Ύστερα άφησε την πόρτα του ασανσέρ να κλείσει».

Αυτό το «καταπρόσωπο» όπως δεν προέκυπτε από την ιατροδικαστική έκθεση. Ο Π. Μπακογιάννης είχε δεχθεί δύο σφαίρες στην πλάτη και μία ακόμη πλάγια πίσω, την θανατηφόρα, ενώ είχε πέσει ήδη στο έδαφος.

Η 2η προκήρυξή της 17Ν για την δολοφονία του βουλευτή, έγραφε κυνικά: «ο απατεώνας Μπακογιάννης όπως και όλοι οι άλλοι δέχθηκε όλες τις σφαίρες από μπροστά».

«Φρικιαστικός παραλογισμός»

Η δικηγόρος της οικογένειας Μπακογιάννη, κ. Όλγα Τσόλκα, στην αγόρευσή της είχε πει χαρακτηριστικά για την «συμπεριφορά» του Δημήτρη Κουφοντίνα: «Είναι υπερήφανος που έστησε ενέδρα σ’ έναν άοπλο το πρωινό της 26ης Σεπτεμβρίου του 1989 ο οποίος αμέριμνος πήγαινε στο γραφείο του να συνεχίσει τη δουλειά του. Είναι υπερήφανος ο κ. Κουφοντίνας που τον σκότωσε. Φαίνεται η περηφάνια αλλάζει νόημα ανάλογα με το σύστημα των αξιών που έχει ο καθένας. Έτσι όμως ο κ. Κουφοντίνας χαρακτήρισε την πράξη του αυτή στη συνέχεια και ως πολιτική και χαρακτήρισε ως πολιτικό έγκλημα τον πιο φρικιαστικό παραλογισμό, την επίδειξη της πιο σκληρής εξουσίας, της εξουσίας της αφαίρεσης ανθρώπινης ζωής. Ο κ. Κουφοντίνας ασκούσε εξουσία, ήθελε, συμμετείχε, σκότωνε όποιον ήθελε, ένοπλος αυτός έτοιμος, οργανωμένος, με τρόπο διαφυγής έναν άνθρωπο άοπλο».

Η κ. Τσόλκα είχε αναρωτηθεί για το ανύπαρκτο πολιτικό σκεπτικό που παρουσιαζόταν στις προκηρύξεις, όπως και για την «ανάγκη» της 17Ν να γράψει 2η προκήρυξη.

Ο Παύλος Μπακογιάννης δεν επέστρεψε στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο ή πλαστό πιστοποιητικό αλλά με το μπλε διαβατήριο των προσφύγων του ΟΗΕ, σε αντίθεση με τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο ο οποίος φοβόταν μάλλον τον ίσκιο του
«Η δεύτερη προκήρυξη γράφτηκε ακριβώς επειδή ξεσηκώθηκε λαϊκή οργή για την συγκεκριμένη δολοφονία. Πού είναι λοιπόν το περιβόητο λαϊκό έρεισμα το οποίο επικαλείται ο κ. Κουφοντίνας; Φυσικά είναι ανύπαρκτο και αυτό επιβεβαιώνεται ακόμη και ότι ο Παύλος Μπακογιάννης ήταν μόλις 2 μηνών Βουλευτής. Ένας άνθρωπος τον οποίο επέλεξε ο λαός της Ευρυτανίας για να προασπίσει τα συμφέροντά του και τα δικαιώματά του στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Έτσι λοιπόν οι προκηρύξεις δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια προσχηματική δικαιολόγηση των ανθρωποκτονιών. Όμως οι ανθρωποκτονίες παρέμειναν και παραμένουν τραγικά αδικαιολόγητες. Η δε προκήρυξη, το περιεχόμενό της απλώς επιβεβαιώνει την έλλειψη οιασδήποτε ιστορικής λογικής και πολιτικής βάσης» υποστήριζε αιτιολογημένα η συνήγορος της οικογένειας Μπακογιάννη.

«Ο Γιωτόπουλος φοβόταν τον ίσκιο του»

Επανερχόμενοι στο αρχικό ερώτημα της κ. Μπακογιάννη, «που ήταν εκείνοι στη δικτατορία;», είχε δοθεί απάντηση στη δίκη της 17 Νοέμβρη και πάλι από την δικηγόρο της οικογένειας την κ. Ό. Τσόλκα.

«Δεν είναι ασφαλώς τυχαίο αυτό το μίσος που φαίνεται στις προκηρύξεις για όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις στην περίοδο της δικτατορίας. Αυτό το λέω διότι η ιστορική πορεία του ανθρώπου που σκότωσαν την 26/9/1989, σφραγίζεται από την αποδεδειγμένη αντιστασιακή του δράση στην περίοδο της δικτατορίας. Ο Παύλος Μπακογιάννης δεν επέστρεψε στην Ελλάδα με πλαστό διαβατήριο ή πλαστό πιστοποιητικό αλλά με το μπλε διαβατήριο των προσφύγων του ΟΗΕ, σε αντίθεση με τον κ. Αλέξανδρο Γιωτόπουλο ο οποίος φοβόταν μάλλον τον ίσκιο του» είχε επισημάνει η κ. Τσόλκα.

Λίγο παρακάτω, η δικηγόρος, είχε επισημάνει τα «καταπιεσμένα συναισθήματα» του... Λάμπρου, του Μιχάλη Οικονόμου και τελικά του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου: «Μετά το 1974 ο Παύλος Μπακογιάννης, όλη του η πορεία χαρακτηρίζεται από τον αγώνα για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τον διάλογο τον κοινωνικό. Την καλυτέρευση των συνθηκών διαβίωσης, τον τόπου του που πράγματι αγαπούσε όπως αγαπούσε και τον άνθρωπο. Τον άνθρωπο που επικαλείται η Οργάνωσης 17Ν αλλά το μέλλον του ανθρώπου είναι ο άνθρωπος και όχι τα πτώματα, οι ακρωτηριασμοί, τα 45άρια. Αυτό μάλλον το ξέχασε η 17Ν ή δε θέλει καν να το θυμάται. Και έτσι τα καταπιεσμένα συναισθήματα του Αλέξανδρου Γιωτόπουλου βρήκαν διέξοδο στην εχθρότητα και στην βίαιη εκδήλωσή της με την τέλεση ανθρωποκτονιών. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο ότι εναγωνίως η υπεράσπιση του κ. Κουφοντίνα και του κ. Τζωρτζάτου προσπαθούσε να βρει ένα πολιτικό σκεπτικό σε αυτή τη δολοφονία».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου